Η επιστροφή στη φύση, μέσα από τις χαρές των παιδιών είναι η άρνηση της δυστυχίας. Ο μεγάλος ποιητής, Γιάννης Ρίτσος έγραψε για αυτή την παιδικότητα και τα ευτυχισμένα χρόνια, μέσα από το ποίημα «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού». Ο Ρίτσος έγραψε το ποίημα αυτό το 1938, όταν βρισκόταν άρρωστος στο σανατόριο της Πάρνηθας και έπασχε από φυματίωση.
Στις λέξεις του μοιάζει σαν να «αποθήκευσε» την
αθωότητα αλλά και τη νοσταλγία για τις σκανταλιές και την ξεγνοιασιά της
παιδικής του ηλικίας. Από αυτό το «όνειρο» αναβλύζουν μυρωδιές και
χρώματα που μας καλούν σε περιπέτειες, σε απρόβλεπτες συναντήσεις με τη
χαρά και την ανακάλυψη. Σε αυτό ο Γιάννης Ρίτσος «ονειρεύτηκε» πως ήταν
πάλι παιδί.
. Χτες βράδυ δεν
κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των
μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα
τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο. Χρυσά
βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν στα νερά τη σκιά τους,
κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της γαλήνης. Τότε το φεγγάρι
σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι. Μεγάλο σούσουρο έγινε στα
φύλλα. Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη
νύχτα παίζανε στον κάμπο. Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά,
κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα. Μα, ευτυχώς, οι
μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν. Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα
μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι. Κανένας δεν
ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας. Κανένας δεν
θυμάται πως μίλησε με την αυγή τότε που τα λουλούδια ξέραν τη φωνή του και τα
πουλιά κρατούσανε σημαίες και σάλπιγγες και πέρναγαν σαν μολυβένια στρατιωτάκια
στο δρόμο της πρωινής αχτίνας. Εμείς κάτι θυμόμαστε όταν ανοίγει τα παράθυρα η
άνοιξη και τινάζει τα σεντόνια του ύπνου μες στο φως. Φαίνεται κάπου η θάλασσα.
Έρχεται κι ο κάμπος όμοιος με πράσινη χελώνα που ξυπνάει. Ύστερα ο κάμπος
γίνεται όμοιος με τον κάμπο, κι εμείς παιδιά που παίζουνε στον κάμπο. Φέρε το
ξύλινο αλογάκι με την κόκκινη σέλα, να κυνηγήσουμε τους ίσκιους των νερών
προτού μας προφτάσει το βράδυ με τα μεγάλα παραμύθια της χειμωνιάτικης φωτιάς.
Δεν πάει καιρός που ο ήλιος κρεμούσε χρυσά κρόσσια στις πόρτες του δάσους. Οι
θάμνοι γδύνονταν την πράσινη σοδιά τους και λουζόνταν κρυφά στο ποτάμι. Τα
μεσημέρια που κοιμόνταν οι μεγάλοι, τα παιδιά φεύγαν απ’ τα σπίτια,
κυλιόντουσαν στα χόρτα, δαγκώνανε τα φύλλα της αλυγαριάς κι αγκάλιαζαν τα
δέντρα. Όλο το δάσος μύριζε γυμνή γυναίκα. Μεγάλες πεταλούδες μαρτυρούσανε τα
μυστικά της άνοιξης κι οι σαύρες με τα σμαραγδένια μάτια ολάνοιχτα κρυφάκουγαν
περίεργες πίσω απ’ τις πέτρες. Εμείς δεν βλέπαμε το φράχτη. ..
…Τη νύχτα οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν
κάτου απ’ τα παράθυρα μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα χλωμά
κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή εκδρομη, την Κυριακή,
πιασμένες δυό δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που
φυτρώνουν ένα ένα μες στον ίσκιο, μακρινά κι ευτυχισμένα. Αύριο θα στείλουμε
τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να πλύνουνε τα πρόσωπα τους απ’ τη σκόνη
της λύπης μας. Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα πρώτα
μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κι εμείς θα κλαίμε στο ανοιχτό παράθυρο απ’ τη
χαρά μας που μπορούμε να κλαίμε. Απόψε κοιμηθήκαμε στην ποδιά της Άνοιξης,
ακουμπώντας το κεφάλι στην καρδιά της. Ακούγαμε στον ύπνο μας τις ανάσες των
πουλιών και την καρδιά μας. Το πρωί που ξυπνήσαμε, είδαμε τον ουρανό να
περπατάει στην κάμαρα μας σα γαλανό πουλί με χρυσά μάτια που τσίμπαγε τα ψίχουλα
των σκιών που ‘χαν μείνει από χτες βράδυ στο πάτωμα. Μια στιγμή, να νιφτούμε,
και φτάσαμε. Χριστέ μου, γιατί φόρεσες
αυτό το πένθιμο μακρύ φουστάνι κι αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χαθήκαν τα
λουλούδια; Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά δε θα σ’
ανοίγανε την πόρτα τ’ ουρανού; Μη
χαμογελάς που ‘χω κι εγώ δεμένο το κεφάλι. Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα
βάτα κυνηγώντας πεταλούδες. Έλα να πιαστούμε απ’ το χέρι σαν παιδιά και να πάμε
στους αγρούς να σε μάθω φλογέρα. Δεν
ταιριάζουν στο νέο πρόσωπο σου οι ρυτίδες της μητέρας όταν ανοίγει μια στιγμή
τη δουλειά και κοιτάζει απ’ το παράθυρο το νέο φεγγάρι. Πάμε να σου κόψω τα
λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιο μεγάλο ψαλίδι που κουρεύουν τα πρόβατα. Και, να
δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε στα πόδια του και θα
χαμογελάσει γλυκά καθώς εμείς θα στολίζουμε τα μακριά μουστάκια του με
μαργαρίτες. Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ’ αμάξι που το σέρνουν
οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παράδεισου ενώ οι άγγελοι θ’ ανάβουν
τ’ αστέρια για να φωτίζουν τα παιδάκια που μείνανε κάπου στον κάμπο. Σήμερα μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα
μαλλιά, στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαϊδάει. Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που
γεμίζουν τις αυλές και τις στέγες. Τα
πουλιά κάθουνται στους ώμους των παιδιών. Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των
αχτίνων και τρεκλίζουν σαν πρωτόβγαλτα πουλιά. Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν
τούμπες μέσα στο νερό. Θεέ μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει
τις κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει η μάνα μου τα
μάτια της. Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το
νησιώτικο χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα – ένα χορό που
μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια. Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε
τον χορό και θα χαμογελάει καθώς θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα. Κι εμείς ξοπίσω
τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια, θα χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου
τραγουδώντας τις μέρες που δε χάνουνται μες στο σκοτάδι, όταν οι μεγάλοι
χορεύουν μαζί με τα παιδιά τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου