Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Γ. Λάππας, η γλυπτική του μέσα πορφυρίτη του Μάνου Στεφανίδη



Ο Γιώργος στο, παγωμένο, ατελιέ του κάπου στον Περισσό και μέσα στην μεταλλική κιβωτό του κόσμου το 1989. Η φωτογραφία πρέπει να είναι του Δ. Ταμβίσκου, όπως και η άλλη που πετάει τα ζάρια σαν καλλιτέχνης-θεός.


«Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι λέξεις γιατί κρύβουν τα πράγματα»
Γιώργος Λάππας

Υπάρχουν δημιουργοί που διαχειρίζονται την ψευδοηρωική φόρμα της παράδοσης νομίζοντας πως είναι σύγχρονοι παρ’ όλα αυτά. Ο Γιώργος Λάππας, που απεβίωσε πρόσφατα σε ηλικία 66 ετών, δεν εμπνεόταν από τη φύση εκεί έξω αλλά αλίευε μανιωδώς τις ένδον εικόνες που κρύβονταν στα όνειρα ή το υποσυνείδητό του, στο μέσα πορφυρίτη όπως θα έλεγε ένας άλλος Μέγας αντιηρωικός, ο Νίκος Καρούζος.
O Aιγυπτιώτης Λάππας, με σπουδές ψυχολογίας σε αμερικανικά πανεπιστήμια, με έντονη δράση στον ευρωπαϊκό χώρο [Biennale Bενετίας, Metropolis στο Bερολίνο (1991)] και με «αιρετική» παρουσία στη γραφειοκρατική και αυτοπαγιδευμένη AΣKT, εμπιστεύεται το ένστικτο ή τις παραψυχολογικές του ικανότητες ως εικαστικό υλικό, περιμένει να τον επισκεφθούν όνειρα καθ’ ύπνους και να τον καθοδηγήσουν, μετέρχεται τρόπους μαντείας ώστε να εξαγάγει μορφές από τις βιωμένες του εικόνες, πιστεύει στην «εμπάθεια» ως μείζον κίνητρο δημιουργίας. Από την άλλη πλευρά, είναι ένας δημιουργός με απόλυτη συνείδηση της Iστορίας. Ξέρει ότι με το έργο του πρέπει να πάρει θέση ως προς τον καταλυτικό όγκο, λόγου χάριν, της Σφίγγας, που δυναστεύει τη μνήμη του από την παιδική του ακόμη ηλικία, όταν τον χάζευε από το πατρικό του σπίτι στο Kάιρο.
Τον Γιώργο Λάππα απασχολεί κυρίως η ποιητική του χώρου. Αυτή δημιουργεί τη δυναμική της φόρμας και όχι το παραδοσιακό γλυπτικό αντικείμενο. Ο χώρος πάλι ορίζεται από τη δράση και την αντίδραση του ανθρώπινου παράγοντα. Από τον πόλεμο ή τον έρωτα των σωμάτων. Όλα του τα έργα είναι αναφορές στον χώρο, τον βιωμένο, τον ψυχολογικό, τον φαντασιακό. Ξεκινάει από τον αδήριτο νατουραλισμό με την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Ζουμπουλάκη και σταδιακά περνάει στο επέκεινα.  Από τον κοσμογονικό «Άβακα», το ανθρωπολογικό «Mappemonde» του Αρσενάλε (1988), τα «Ζάρια» της Μπιενάλε (1990) και εφεξής, συνομιλεί με τους κλασικούς του μοντερνισμού, όπως ο Seurat και «Οι κολυμβητές της  Asnières», για να καταλήξει στις διάφανες μεμβράνες με τους σωλήνες νέον και τη σταθερή λειτουργία του φωτός, ώστε να δημιουργηθεί όγκος και μορφή.  Κλασικός κατά βάση και εμπειρικός παρά τη μεγάλη του παιδεία, εκκινεί πάντοτε από το ομοίωμα του προσώπου του για να φτάσει στο αποτροπαϊκό όσο και αποτρόπαιο Πρόσωπο του πατέρα με τη λακανική έννοια. Σε όλα του τα έργα πρωταγωνιστεί ο ίδιος, θήτης και θύμα της μοίρας του της ίδιας. Και είναι γοητευτικό να παρακολουθείς ένα νεανικό πρόσωπο να μεγαλώνει, παραμένοντας τελικά το ίδιο μέσα στην κοίτη του χρόνου.  Η ελληνική γλυπτική με τον Γιώργο Λάππα έφτασε σε μια κορυφή, την οποία μένει εμείς οι υπόλοιποι από εδώ κι εμπρός να χαρτογραφήσουμε.  


Τα ζάρια και η χήνα, στο ελληνικό περίπτερο το 1990

O Λάππας, επεκτείνοντας την προσωπική του σωματογραφία, αξιοποιεί παρορμήσεις και κατέρχεται σε μια στρωματογραφία μνήμης. Για μένα πάντως λύνει, πάνω απ’ όλα, ένα κρίσιμο πρόβλημα της τέχνης του καιρού μας. Τα φωτισμένα, κινούμενα γλυπτά του, αυτά τα παράδοξα όντα που αρθρώνουν λόγο εικόνων, αποτελούν ένα ισχυρό αντίδοτο στον εκμαυλισμό αλλά και στη γοητεία της τηλεοπτικής εικόνας. Πρόκειται για μορφές που αποκαλύπτονται στο σκοτάδι, πλειοδοτώντας στο φως. Και, το κυριότερο, χωρίς να απεμπολούν το μυστήριό τους. Χωρίς να εξαντλούνται.
Λεπτομέρεια: Δεν υπάρχει γλυπτό του στημένο σε δημόσιο χώρο πουθενά σε όλη την Ελλάδα. Σε αυτό έχουν ευθύνη και οι επαγγελματίες-σταλινικοί του Επιμελητηρίου, αληθινοί καταστροφείς της γλυπτικής που δεν εξαντλείται στα ηρώα και τους ανδριάντες.

 
Το γερμανικό περίπτερο και το συγκλονιστικό περιβάλλον με τους ήχους του Hans Haacke


 Θεωρώ κορυφαίο του έργο τους κόκκινους «Κολυμβητές της Asnières» όπου άνθρωποι παλεύουν μέσα στο ερυθρό ποτάμι της ιστορίας. Φωνάζουν αλλά δεν ακούγονται. Υλικό του ο μέσα πορφυρίτης.  Όπως επίσης το συνταρακτικό του σχόλιο στους «Αστούς του Καλαί» του Rodin στην παλιά γκαλερί Μπερνιέ. Το πιο πολιτικό - υπαρξιακό του έργο. Οι άνθρωποι αντιμέτωποι με μια μοίρα που τους υπερβαίνει. Ο Λάππας παρέμεινε πάντα αντιηρωικός και χθόνιος μέσα σε μια γλυπτική παράδοση που βούλιαζε από "ηρωικό" πληθωρισμό. Τεράστιο μάθημα για τους νεότερους.



Jenny Holzer στο αμερικάνικο περίπτερο η οποία και κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα 1990

 Η τεχνη είναι η τρέλα χωρίς την αρρώστια.
Γ. Λάππας

ΥΓ. 1 Πριν έξι περίπου μήνες η Ειρήνη Γερουλάνου μου ζήτησε να επικοινωνήσω με τον Γιώργο για να οργανώσουμε αναδρομική του έκθεση στο Μπενάκη.
Τον βρήκα στην Θεσσαλονίκη μαζί με την Αφροδίτη και προς έκπληξη μου αρνήθηκε λέγοντας πως δεν ήταν έτοιμος (sic)! Φαντάζεστε άλλον Έλληνα καλλιτέχνη να του προτείνει μουσείο έκθεση και να λέει όχι; Και βέβαια δεν εξέθεσε ποτέ στο ΕΜΣΤ. Ήταν σιωπηρά «κομμένος». Σε αντίθεση με τις μπαρουφίτσες.
ΥΓ. 2  Ο Γιώργος Λάππας έκανε τεράστια εντύπωση με το "Mappemonde" στο Αρσενάλε της Βενετίας το 1988, κυρίως γιατί ήταν μια πρόταση ανάλογη με ό, τι πιο πρωτοποριακό συνέβαινε τότε στην Ευρώπη. Και εννοώ κυρίως τον Tony Cragg και τον Richard Long. Άρα για μένα ήταν πολύ εύκολο στο συμβούλιο του ΥΠΠΟ για την Μπιενάλε του 1990 να προτείνω έναν καλλιτέχνη της γενιάς μου, -ήταν μόλις 38 ετών τότε- σπάζοντας την "επετηρίδα" με το επιχείρημα της μεγάλης του επιτυχίας στο Αρσενάλε. Η παράλληλη παρουσία του Γιάννη Μπουτέα ενίσχυε ακόμα περισσότερο τη δυναμική της πρότασης. Ο πόλεμος βέβαια δεν έλλειψε. Μέλη της επιτροπής με πίεζαν για άλλους, μεγαλύτερους σε ηλικία, καλλιτέχνες. Τελικά, με την επιμονή του Δ. Παπαστάμου και του Γ. Κόκκινου η πρόταση πέρασε. Θυμάμαι τον Γαβρήλο να στήνει το περίπτερο, την Άννυ Κωστοπούλου να το σκουπίζει κι εγώ με την Αφροδίτη και τη μικρή Ελένη να το βάφουμε άσπρο. 
Ο ανταγωνισμός ήταν υψηλοτάτου επιπέδου αν σκεφτεί κανείς ότι την Αγγλία εκπροσωπούσε ο Anish Kapoor και τη Γερμανία ο Hans Haacke. Τελικά το βραβείο απέσπασε το περίπτερο των ΗΠΑ με την Jenny Holzer. Ο Γιώργος, την επόμενη χρονιά, έδειξε το συγκλονιστικό σχόλιο του στον Seurat στη έκθεση του Ιωακειμίδη "Metropolis" κλέβοντας την παράσταση μαζί με τον Κουνέλλη. Συνέχισε έπειτα στην Fondation Cartier του Παρισιού. Το 1990-91 δείξαμε την εγκατάσταση της Μπιενάλε και του Γιώργου Λάππα και του Γιάννη Μπουτέα μαζί με έργα του Νίκου Αλεξίου, του Γιώργου Κουράκη, του Χρήστου Τζίβελου, κλπ. στη Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας και στην έκθεση "Μεταίχμιον".
Τον ξαναβρήκα το 2010-11 στο Μουσείο Μπενάκη και στην έκθεση "Ο χρόνος. Οι άνθρωποι. Οι ιστορίες τους". Ήταν ενθουσιασμένος από τον τρόπο που συνομιλούσαν οι γλυπτικές του συνθέσεις από νέον, μέταλλο και πλαστικό με τα μόνιμα εκθέματα του μουσείου. 
Ο Γιώργος ήταν πάντα σοβαρός, πάντα λίγο απόμακρος. Σαν να έπρεπε πάντα να φύγει για να κάνει κάτι άλλο που δεν έπαιρνε αναβολή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όμως το αμήχανο παιδικό χαμόγελό του όποτε ήθελε να κάνει πιο εύγλωττη τη σιωπή του.


Δημοσιεύθηκε στην χτεσινή Κυριακάτικη Αυγή, ευχαριστίες στον φίλο Κώστα Βούλγαρη..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου