Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Προσεγγίζοντας τον Γιώργο Χατζάκη μέσα από ένα κείμενο του Γιάννη Ρίτσου






Ένας θεωρητικός της Τέχνης, ο William John Thomas Mitchel, καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, δημοσίευσε το 1986 ένα άρθρο με τον τίτλο «Άφωνη ποίηση και τυφλή ζωγραφική».
Στο άρθρο του ο Μίτσελ αναφέρει πως η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις λέξεις και τις εικόνες φαίνεται να είναι το σωματοποιημένο αισθητό σύνορο ανάμεσα στην ωμή ανάγκη της όρασης για την κατανόηση της ζωγραφικής και την αίσθηση της ακοής για την κατανόηση της γλώσσας. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι τόσο απλά και έτσι η ζωγραφική από τη μια φιλοδοξεί να πάρει κάτι από την ευγλωττία της ποίησης και να γίνει όπως την αποκαλεί ο Σιμωνίδης ο Κείος η «άφωνη ποίηση», και από την άλλη η ποίηση να γίνει η «ομιλούσα εικόνα» ή όπως την χαρακτηρίζει ο Λεονάρντο ντα Βίντσι η «τυφλή ζωγραφική».
Η ουσία είναι πως ανάμεσα στις δύο αυτές τέχνες υπάρχει ένας στενός δεσμός, μια αλληλεπίδραση ισχυρή, μια διάδραση και επικοινωνία που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Είναι, άλλωστε άπειρες οι περιπτώσεις των ζωγράφων-λογοτεχνών, δηλαδή των καλλιτεχνών που φέρουν και τις δύο ιδιότητες, αλλά συνάμα άπειρες και οι περιπτώσεις συνομιλίας έτερων καλλιτεχνών, δηλαδή ζωγράφων που εμπνεύστηκαν από λογοτέχνες και λογοτεχνών που εμπνεύστηκαν από ζωγράφους.
Μια ανάλογη προσέγγιση θα επιχειρήσουμε και εδώ. Την προσέγγιση της εικαστικής δημιουργίας του ζωγράφου Γιώργου Χατζάκη μέσα από τη ματιά του Γιάννη Ρίτσου.  
Γράφει, λοιπόν, ο Ρίτσος.....
«Πριν από τις μερικούς μήνες, στο πατάρι μιας γκαλερί, είδα για πρώτη φορά πίνακες του Γιώργου Χατζάκη. Δεν ήξερα τίποτα γι΄ αυτόν. Δεν είχα ακούσει καν τ’ όνομά του…» (Απόσπασμα κειμένου του Γιάννη Ρίτσου από τον κατάλογο της ατομικής έκθεσης του Γιώργου Χατζάκη στην Αίθουσα Τέχνης Υάκινθος, στην Αθήνα το 1983. Όλα τα υπογραμμισμένα αποσπάσματα που ακολουθούν αποτελούν τη συνέχεια του ίδιου κειμένου του Γιάννη Ρίτσου.)


Ποιος είναι λοιπόν ο Γιώργος Χατζάκης; Ο Γιώργος Χατζάκης γεννήθηκε στην Ιεράπετρα Κρήτης το 1937. Το 1958 μετακόμισε στην Κοζάνη όπου και άρχισε να εργάζεται και ζει μέχρι και σήμερα. Το 1965 και το 1969 ξεκινά να δραστηριοποιείται εικαστικά στην Κοζάνη με δύο ατομικές εκθέσεις στην Δημοτική Αίθουσα της πόλης. Λίγα χρόνια μετά από το 1970 και έπειτα αρχίζει να επεκτείνεται με καλλιτεχνικές απόπειρες ατομικών εκθέσεων σε Θεσσαλονίκη και Καστοριά, παραμένοντας και πάλι στην περιοχή. Από το 1973 και μετά ξεκινούν οι ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα και το 1983 γίνεται η πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην Αίθουσα Τέχνης Υάκινθος, όπου και τον εντοπίζει ο Γιάννης Ρίτσος.
Και συνεχίζει ο Ρίτσος....
«… Οι πίνακές του με καθήλωσαν. Ιδού, είπα, ένας πραγματικός ζωγράφος, που δε χρειάζεται σχόλια, ερμηνείες, κατατάξεις σε σχολές, διερευνήσεις επιδράσεων, διασταυρώσεων, προσμιξιών. Σε συνεπαίρνει απ’ την πρώτη στιγμή, σε παίρνει και σου δίνεται σαν από κάποια προϋπάρχουσα μυστική συμφωνία…»
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Γιώργος Χατζάκης ξεχωρίζει. Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, διαφορετική, αυτόνομη και αυτόφωτη. Δεν εντάσσεται σε ρεύματα.
Ο Γιώργος Χατζάκης, όπως και ο Φλωρινιώτης  Στερίκας Κούλης είναι δύο ιδιαίτερες περιπτώσεις ζωγράφων, που ζουν και δημιουργούν στην επαρχία, μακριά από το καλλιτεχνικό κέντρο της εποχής, την Αθήνα. Από το 1837 και μετά, όπου ιδρύεται η Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, και κυρίως μετά το 1930 όπου πλέον γίνεται αυτόνομο εκπαιδευτικό ίδρυμα, οι καλλιτέχνες ουσιαστικά διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τους λαϊκούς και τους έντεχνους, ή με άλλα λόγια, τους αυτοδίδαχτους, που δεν έχουν λάβει κάποια επίσημη πανεπιστημιακή κατάρτιση και τους σπουδαγμένους, αυτούς δηλαδή που έχουν αποφοιτήσει από την Σχολή Καλών Τεχνών, από ένα επίσημο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα. Ο Γιώργος Χατζάκης όμως, όπως και ο Στερίκας Κούλης, είναι δύο περιπτώσεις αυτοδίδακτων καλλιτεχνών, που ακολουθούν στη ζωγραφική τους τα κελεύσματα της Σχολής Καλών Τεχνών. Ο Γιώργος Χατζάκης, λοιπόν, δεν ακολούθησε ακαδημαϊκές σπουδές, αλλά το έργο του ενσωματώνει στοιχεία της ακαδημαϊκής τέχνης. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει τοπία γύρω στο 1960 και μετά από μια ανεικονική περίοδο, στρέφεται το 1972 στην απεικόνιση του ταλαιπωρημένου, πολλές φορές βασανισμένου και ακρωτηριασμένου ανθρώπινου κορμού, σε συνθέσεις που τονίζουν εμφατικά την φθορά, την αποξένωση και την παρουσία του θανάτου. Στην ζωγραφική του αντλεί στοιχεία από αρχαία επιτύμβια ανάγλυφα και από την βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη, τα οποία ενσωματώνει στην ανθρωποκεντρική ζωγραφική του, διατηρώντας παράλληλα την μνημειακότητα των μορφών σε συνδυασμό με την εξπρεσιονιστική και αφαιρετική διάθεση.


«…Ίσως η βυζαντινή πνοή, που διατρέχει τους πίνακες του Χατζάκη, να ’ναι μια πρώτη προετοιμασία υποδοχής –η γενική μνήμη, τόσο ιστορική όσο και αισθητική. Αλλά όχι μόνον αυτό. Γιατί ο Χατζάκης δεν είναι αντιγραφέας ή μιμητής της τέχνης και της τεχνικής της βυζαντινής αγιογραφίας και της χρωματικής της κλίμακας. Δεν είναι ένας δογματικός αγιογράφος με καθιερωμένα πατρόν που ορίζουν (και επιβάλλουν) το ακριβές μέγεθος των φτερών των αγγέλων και αρχαγγέλων και το πλάτος των φωτοστέφανων. Στα έργα του Χατζάκη δεν υπάρχει η προμελέτη σχεδίου και χρωματικών σχέσεων. Η πρόσμιξη θερμών και ψυχρών χρωμάτων δε στηρίζεται σε αποστηθισμένους μαθηματικούς κανόνες, αλλά σε μιαν οξύτατη και καθάρια αίσθηση που επιτυγχάνει απροσχεδίαστα τις πιο ακριβείς και «απαιτητικές» αναλογίες. Έτσι, τα χρώματα του Χατζάκη αποπνέουν συγκίνηση, αξιοποιώντας και επικυρώνοντας το μεγάλο ταλέντο του ζωγράφου…»


Η επιμονή στη θεματογραφία των βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων μάλλον δίνει την αίσθηση της προσπάθειας επιστροφής σε εικονογραφικά πρότυπα περασμένων εποχών ή μια απόπειρα ανανέωσης της βυζαντινής ζωγραφικής. Οι άγιοι αποσπώνται από τη μοναξιά και τη μακαριότητα της αιωνιότητας καθώς δεν μπορούν να αντισταθούν στην φθορά. Γίνονται αδύναμοι που πολλές φορές βάλλονται από τα επιθετικά στοιχεία του φόντου. Αποκτούν σκόπιμες ανατομικές παραμορφώσεις, ενώ επάνω τους και γύρω τους κυριαρχούν τα κόκκινα της ανοιχτής πληγής και τα κίτρινα της αρρώστιας. Ακόμη και στη ζωγραφική διαδικασία, η φθορά είναι ένα βασικό στοιχείου του έργου του, καθώς ακολουθεί το κανονικό ζωγράφισμα με την αφαίρεση και πρόσθεση στοιχείων.
Ο Γιώργος Χατζάκης, λοιπον, είναι ένας καλλιτέχνης όπου η βυζαντινή αγιογραφία στάθηκε πηγή των εμπνεύσεών του, ακολουθώντας όχι τη διαδικασία της μίμησης αλλά της αναμόρφωσης. Στο θείο δράμα και τα μαρτύρια των αγίων συναντά την έκφραση των προσωπικών βιωμάτων του. Οι ακρωτηριασμένοι άγιοι που στέκουν τραγικοί και αποξενωμένοι στους εξίσου τραυματισμένους πίνακες, υπενθυμίζουν τη μοναξιά και την αποξένωση του ίδιου του ανθρώπου.
«…Και οι μορφές του (με ή χωρίς φωτοστέφανο) δεν ξέρεις αν είναι αρχαίοι άγιοι, εργάτες και αγρότες, μαρτυρικοί και οργισμένοι, των μεγάλων και απελευθερωτικών αγώνων.»


Ο Γιώργος Χατζάκης είναι ένας καλλιτέχνης που επέλεξε να ζήσει μακριά από το κέντρο, να μην είναι γνωστός στο ευρύτερο κοινό, να μην έχει κάνει τις συμβατικές σχολές σε σπουδές, αλλά όπως λέει και ο Α. Χαραλαμπίδης στον κατάλογο της έκθεσής του στην αίθουσα Υάκινθος το 1983, έχει καταφέρει “με τον θεματολογικό του προσανατολισμό, όσο και με τις μορφοπλαστικές του συνθέσεις να πείθει για την γνησιότητα της προσπάθειάς του να συλλάβει το πολυσύνθετο ιστορικό παρόν...” . Αντίστοιχα, και για την ίδια έκθεση σημειώνει ο Ν. Γρηγοράκης “ο Γιώργος Χατζάκης, απαλλαγμένος από το άγχος που επιβάλλουν οι κανόνες της ακαδημαϊκής παιδείας, φθάνει γρήγορα σε ένα αποτέλεσμα αξιοθάυμαστο, μια ζωγραφική που τα πρώτα της συμπτώματα είναι η ειλικρίνεια και η γνησιότητα”.

 Ο Γιώργος Χατζάκης, τέλος, είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος και του Συλλόγου Καλλιτεχνικών Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος. Έχει πραγματοποιήσει πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων, ενώ έργα του βρίσκονται στη Δημοτική Πινακοθήκη, καθώς και σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου