Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

"Το κρασί της φωτιάς ρέει"- "Μπουκάλια". Δύο Αλληλεπιδραστικές εκθέσεις ζωγραφικής στο λαογραφικό μουσείο Φλώρινας .Εγκαινιάστηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2017.

Λεπτομέρεια έργου της Ελένης Γάτσιου
Α.Το κρασί της φωτιάς ρέει
Εικαστική έκθεση στο λαογραφικό μουσείο Φλώρινας, με θέμα το δέος της οινοποσίας ως αυτό μέσα στο οποίο έχει το χαρακτήρα του φροντίζειν γύρω από την αναμμένη φωτιά με νέους καλλιτέχνες από τη σχολή Καλών Τεχνών Φλώρινας.


"Ο ουρανός είναι μονάκριβος. Είν’ ο έρημος που μπορεί να σηκώσει τη θλίψη από τα μάτια των ανθρώπων. (Το τρίστιχο των αιώνων Νίκος Καρούζος σελίδα 171, Οιδίπους Τυραννούμενος)

Αριστερά έργο  της Ελένης Γάτσιου στο κέντρο σχέδιο της Σοφίας Λεωνίδου , πανω δεξιά σπειρωειδής συμμετρική σύνθεση έργων του Χάρη Μαργαρίτη 

Είκοσι τρεις Δεκεμβρίου, η μέρα αινιγματικά μεγαλώνει και οι άνθρωποι θέλοντας να εξορθολογήσουν αυτό το φαινόμενο, ανάβουν φωτιές για να ενώσουν τη μονάκριβη γη με το μονάκριβο ουρανό. Η φωτιά φωτίζει τη μέρα να μεγαλώσει και η τελετή της ανορθωμένης φωτιάς λαμβάνει σπονδή από το κρασί που είναι ευεργέτημα του φωτεινού καλοκαιριού στο  ιζηματικό φθινόπωρο. Η μια εποχή διαδέχεται την άλλη, η μια μέρα την επόμενη, η μια νύχτα την αγρύπνια, το ένα ηλιοστάσιο τη φωτοσύνθεση. Το βράδυ στις είκοσι τρεις, το κρασί είναι η σπονδή μιας τελετής πανάρχαιης, παγανιστικής, που ξετυλίγει γύρω μας το θαύμα των μετέωρων φώτων που στέκουν όρθια προσφέροντας έτσι μια γιορτινή πανδαισία στο τελικό προσκέφαλο από κάρβουνα που θα σιγοκαίει τις επόμενες μέρες. Ο χορός, η φροντίδα, η τριβή, η μέθη, ο εξαγνισμός, η ανησυχία, η συντροφιά των σκιών από την κατακόρυφη παλιά λάμψη της φωτιάς, η ερυθρίαστη σαγήνη, ότι όλοι ζεσταινόμαστε κάτω από το ίδιο φως και τον ίδιο ήλιο άνευ ορίων, άνευ όρων, ως η ψυχή να γλεντήσει ταχύτατα όπως παλιά. Εκείνη την ημέρα η μαυρίλα της καύσης είναι η στάχτη του υπολείμματος της ευημερίας μέσα στην αιωνιότητα.


Καυχησιολόγοι, ψυχοσυντήρητοι, τελειομανείς, φιλόστοργοι, συναντιούνται και πίνουν το κρασί της φωτιάς, ξεχασμένοι στο λυγμό της μέθης, στο φροντίζειν καθ'ευατό. "Στάζει τέλος / Αθωότητα πνιγμένη σε αίμα ενός εθισμού. Σέρνεσαι στη σκιά του, δούλος πιστός της παράνοιας αυτής. Γλείφεις και την τελευταία σταγόνα από το γδαρμένο πάτωμα. Κρασί στάζεις το χείλος, αιμορραγούν πληγές. Πάλλεται η σάρκα μα εσύ δεν άκουσες κραυγή. Ακόμα ουρλιάζεις. Στέρηση. Μέθη στιγμιαία, τόσο αιώνια χαράζει. Το πάθος σε σκότωσε, νύχτα αδιάφορη κυλά πάνω στο κορμί σου. Αδειανό μπουκάλι, σπασμένο κομμάτι, η ψυχή σου. Το τέλος;" (Σοφία Λεωνίδου μαθήτρια Α' Λυκείου Φλώρινας). Είκοσι νέοι καλλιτέχνες από τη Σχολή Καλών Τεχνών Φλώρινας θέλοντας να καταργήσουν την ομορφιά της ομοιομορφίας, να επινοήσουν νέους αμπελώνες, να εκχυμώσουν τα σπλάχνα τους, να αποδώσουν στο γλυκόπιοτο κρασί δημόσια ευωδιά, ο παλιός κόσμος να γυρίσει σφοντύλι, προσφέρουν στη μεγάλη γιορτή των φωτιών στο λαογραφικό μουσείο της πόλης της Φλώρινας, μια έκθεση για τη γιορτή και το κρασί της. Μια έκθεση, για τη διαθεσιμότητα, την οικειότητα στη διατάραξη και τη διάσπαση του αναμενόμενου, που επιφέρει μια δυσκαμψία στο αυτονόητο. Μια έκθεση, για τους αμπελώνες, για την κληματαριά, τον οίνο, τη ζύμωση είναι το οικείο, αλλά επίσης και η μυκητίαση ως ανοίκεια φθορά. Η γιορτή είναι μια δυνατότητα να είσαι συμμέτοχος μέσα από τη διαθεσιμότητα για να φανερωθούν απαντήσεις και συναπαντήσεις.

Από μια υπερμεγέθυνση μιας λεπτομέρειας πίνακα του Σεζάν, τη νεκρή φύση με μήλα του 1895-99, που ανήκει στο MOMA της Νέας Υόρκης, θα έλεγε κανείς ότι οι πινελιές της Ελένης Γάτσιου αποτυπώνουν ένα δυναμικό όραμα. Λεπτές χρωματικές αξίες ζωηρών χρωματικών κηλίδων, με χτυπητές αντιθέσεις, εκρήγνυνται στη γωνιά του πρώτου δωματίου σε συναρμογή με ξύλινες δικράνες. Συμπίπτουν μια γεωμετρική οργανικότητα και μια κινησιολογία για την οργάνωση του χώρου. Αυτή η σύνδεση υλικών στοιχείων με τον κενό χώρο προσδίδουν στο δισδιάστατο έργο, εκείνο τον όγκο που εξυπηρετεί την ασυνέχεια του χώρου όπου επίπεδα από στάθμες, ασυνέχειες και συνέχειες, επιφάνειες και ανακλάσεις, οδηγούν σε μια ολιστική οργάνωση, το εναρκτήριο αλληλεπιδρών έργο της έκθεσης. Η λειτουργία του έργου της Ελένης Γάτσιου τόσο συνθετικά, όσο και επιτελεστικά, αποτελεί μια γενική διαπίστωση, ένα συμπυκνωμένο προσδιορισμό της λειτουργίας ή του σκοπού μιας αλληλεπιδραστικής έκθεσης μέσα στο Λαογραφικό Μουσείο σε συνάρτηση με τα αντικείμενα που φυλάσσονται. Ο συνδυασμός στοιχείων του χώρου, αντικειμένων που είχαν κάποια χρήση, μια τριβή και  ενδυναμώνονται σαν κοινωνικές μνήμες, συσχετίζοντας ασυσχέτιστα στοιχεία, αφηρημένα στοιχεία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η συγκομιδή των τσαμπιών από τις συστάδες μέχρι τη σύνθλιψη και το  σπασμό των μίσχων στους θραυστήρες με την προκύπτουσα αναπνοή στα φρούτα, να καταναλώνει οξυγόνο και να παράγει διοξείδιο του άνθρακα, με αποτέλεσμα τη θανάτωση των κυττάρων του φλοιού, ο οποίος χάνει την ημι-διαπερατότητά του και επιτρέπει την εύκολη εξαγωγή χρώματος. Υπάρχει επίσης κάποια ενδοκυτταρική αναπνοή του μηλικού οξέος. Αυτή η διαδικασία αναπνοής είναι αργή και στις θερμές περιοχές μπορεί να οδηγήσει στα κρασιά χαμηλού χρώματος και οξύτητας, με διακριτικό άρωμα. Μακριά από εικονοποιημένες λύσεις, μέσα στο λαογραφικό μουσείο όπου γεωμετρικά χαρακτηριστικά, χρηστικές ανάγκες, φορτίζονται ιδεολογικά και μορφές λαϊκών συνθέσεων  εναρμονίζονται με έντεχνες εικαστικές προτάσεις, η Ελένη Γάτσιου στο συγκεκριμένο έργο ελοχεύει την ερώτηση: πού πάει το χρώμα όταν διαφεύγει από το πινέλο. Σε όλη την έκθεση θα διαπιστώσει κάποιος συστημικότητες του χώρου με αρθρώσεις της υλικής οργάνωσης τόσο από εφαρμοσμένα αντικείμενα σε έντεχνα από δισδιάστατα σε τρισδιάστατα, όσο από χωρικά σε συμπαντικά. Κυρίως το παραπέμπειν, σε τι παραπέμπει, είναι ο τρόπος εμφανίσεως και του απαντήματος της εικαστικής δραστηριότητας στο Λαογραφικό μουσείο. Δηλαδή η  δυνατότητα Παραπομπής!



"Λυγμός που σιγολιώνει στις άκρες ουρλιαχτών...Αιώνιο σκότος, λάθος αδιάσπαστο. Συντριβή μετά τη θλίψη. Μάλλον έχασες τη λύτρωση. Απόπειρα σαν κόλαση." (Σοφία Λεωνίδου)
Τα έργα της Σοφίας Λεωνίδου ανάμεσα στα παραταγμένα δρεπάνια, στα ξύλινα τσόκαρα, στις χτένες του βαμβακιού δεξιότερα του έργου της Γάτσιου, σιγολιώνουν στις άκρες ουρλιαχτών. Τονίζεται η διαφορά ανάμεσα στο χαοτικό περιεχόμενο και τη μορφή, ανάμεσα στο άλυτο του έργου της και την οργανωμένη παράθεση των αντικειμένων. Αυτή η χωροκοινωνική οργάνωση ξεπερνάει μια χωροταξική επαλήθευση, αλλά στην πραγματικότητα αποσυνθέτει κλίμακες, έτσι ώστε οριζόντιες κατανομές να αντιστραφούν και να γίνουν κατακόρυφες. Χαρακτηριστικό είναι εδώ ότι η Σοφία Λεωνίδου μαθήτρια Λυκείου κορυφώνει τα δίπολα πορτραίτα του Χάρη Μαργαρίτη μέσα από τη συμμετρική αντανάκλαση, ως συνέχεια της ασυνέχειας των καταγραφικών φωτογραφιών αγροτικών εργασιών εκείνου του τοίχου. Η δυνητική καμπυλότητα της Γάτσιου, η χαοτική σχεδίαση της Λεωνίδου και η σπειροειδής έλικα των πορτρέτων του Μαργαρίτη, ενδυναμώνουν τη ροϊκότητα του χώρου σαν φαινόμενο απορρόφησης και επέκτασης. Να μια πρώτη ζάλη από το κρασί! Παραπομπές του να είναι ο ένας μαζί με τον άλλον. Αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως απλή διαπίστωση ότι ένας άνθρωπος, συνήθως δεν απαντά μόνος του. Η Λεωνίδου με ισχυρή αντίληψη δυνητικότητας οργανώνει όλο το στήσιμο της δεξιάς πλευράς του πρώτου δωματίου. Συνηγορούν σε αυτό η γεωμετρική και αρχιτεκτονική σκέψη των Στέργιου Αδάμ, Ηλία Λόττα και Χριστίνας Καλομενίδου.

Σοφία Λεονίδου τρία σχέδια
Έργο του Γιώργου Πανταζή σε αλληλεπίδραση με το αποκαλυμένο χρώμα του τοίχου
Μια  παραλλαγή συνέχειας εσωτερικού με εξωτερικό χώρο επιχειρείται ακριβώς απέναντι με το μεγάλο έργο του Γιώργου Πανταζή, όπου το φωσφορίζων ψυχρό ροζ απορροφά και επεκτείνει ένα μικρό οβάλ βαθύ πορσελάνινο πιάτο με ένα τσαμπί σταφύλι. Η επέκταση συνεχίζεται μέχρι το αποκαλυμμένο χρώμα στην άνω αριστερή γωνία, πάνω στο λευκό στρογγυλό καπάκι της καμινάδας. Εδώ είναι ενδιαφέρουσα η αξιωμένη ορατότητα του έργου του Πανταζή, να συνομιλεί έμπρακτα με την απαξιωμένη χρωστικότητα των τοίχων του παλιού ξενοδοχείου. Αυτό το φαινόμενο του ξεγλιστρήματος των χρωμάτων που βρίσκονται κάτω από το ασβέστωμα του λαογραφικού μουσείου, λειτουργεί είτε σαν χρονική σχάση, είτε σαν επανενεργοποίηση ενός παλιού γούστου για την ενοποιημένη δράση του χρώματος στο χώρο. Αυτό αποτελεί ένα ανοιχτό παράδειγμα για τη δύναμη της εντροπίας όταν η φθορά και η εγκατάλειψη προτείνονται σαν λειτουργίες στα φαινόμενα του πολιτισμού.

Έργο του Δημήτρη Σκληβανιώτη αριστερά
και Στέργιου Αδάμ Κατω αριστερά (Χάρτινη  Πυραμίδα)

Η φροντίδα του Φροντίζειν έχει να κάνει με την καθημερινή τριβή ως κάτι που οφείλεται να φαίνεται στους άλλους κατά τον τάδε τρόπο, να χρησιμεύει σε αυτούς, να τους κινεί την προσοχή, να τους υποσκελίζει, έτσι ώστε να ενέχονται πάντα ήδη οι άλλοι ως αυτοί με τους οποίους σχετίζεται κανείς κατά το Φροντίζειν.  Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, το αιώνιο είδωλο προέρχεται από τους Θεούς σαν ένα είδος έμπνευσης στη διαύγεια του κρασιού. Τα τερπνά και τα πικρά της ζωγραφικής του Δημήτρη Σκληβανιώτη προτείνονται ανάμεσα σε λαμπερά γκρι μιας σάπιας καρμίνας που άλλοτε γίνεται
 μήλο, άλλοτε γίνεται σβόλος και μιας απαρχαιωμένης τοιχογραφίας με εύληπτο χρώμα. Αυτά για να κινήσει την προσοχή αλλά στην πραγματικότητα υπηρετείται η δυνητικότητα των καμπύλων και των κύκλων σε όλες τις διαστάσεις.
Χαμηλότερα του έργου του Σκληβανιώτη, υπάρχει ένα τοπολογικό ανάπτυγμα χάρτινης κατασκευής, ομοίωμα του αρχέτυπου κατασκευής βωμών φωτιάς από τον Στέργιο Αδάμ σε πλήρη χωροταξική συνομιλία με ξεχαρβαλωμένα τελάρα μελισσοκομικών κατασκευών. Στην ίδια αίθουσα, ένα τσαμπί σταφύλι σε δύο μικρές κορνίζες με ακουαρέλα, εκτελεσμένο από τον Χάρη Μαργαρίτη, τοποθετείται συμμετρικά πάνω σε ένα τελάρο διάτρητου πλέγματος. Μοιάζει με πολλαπλή ανάκλαση σκοτεινού φεγγαριού, διαθλώμενο επάνω σε άβραστο πετιμέζι. Σχολιάζει την εγκλειστότητα του χώρου, της ασυνέχειας κενού και γεμάτου ενός πλέγματος. Ως μια οπτική πρακτική ερμηνεύει τη συνέχεια έσω έξω, δηλαδή την ασυνέχεια της ύλης σε συνέχεια της ύλης με τον ογκομετρικό σχεδιασμό από τις ρόγες ενός σταφυλιού, ενός τσαμπιού που διακόπτεται από ένα οριζόντιο ξύλο. 
Η μετάβαση στο επόμενο δωμάτιο του λαογραφικού μουσείου γίνεται πάνω στην κρούση ειδώλων, λάμψεων στιλπνοτήτων. Το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο στρογγυλούς ταμπλάδες και χύτρες φωτιάς μιας παλιάς οικοτεχνίας και συντηρημένων μεταλλικών χρηστικών αντικειμένων, δίνοντας ταυτόχρονα μια ποώδη διάταξη στο χώρο και μια περιμετρική, υψηλή διάταξη από ένα περιμετρικό ράφι, γεμάτο από τη στιλπνότητα του ξύλου και τη λάμψη των μετάλλων.


Χάρης Μαργαρίτης δυνητοποιημένος από την Σοφία Λεωνίδου
Έργο της Ειρήνης Σαναΐδου

Η Ειρήνη Σαναΐδου ανοίγει το δρόμο της ύλης, τακτοποιεί  σχεδιαστικά τη μη ύλη στο γερασμένο κορμό μιας παλιάς κληματαριάς. Ένας θάνατος είναι πάντα ένας θάνατος, ενώ ένας άλλος θάνατος στην άκρη της ύλης όταν ζωγραφίζεται τόσο περίτεχνα με ένα ξύλινο μολύβι, είναι η Άνοιξη της μη ύλης. Εδώ η Ειρήνη Σαναΐδου δεν νίκησε την Άνοιξη, αλλά στεφάνωσε το Έαρ.
Ο Νίτσε αναφέρει «στην άγρια φύση σου αναρρώνεις καλύτερα από τη μη φυσικότητά σου...» Η Κατερίνα Καρούλια  εξανθρωπίζοντας τις ρίζες του αμπελιού, κρύβει βρέφη στοργικά μέσα στο ρίζωμα της αμπέλου. Και το ανάγλυφό της έργο κρύβεται, παραλλάσεται μπροστά σε μια ομόχρωμη κουρελού του παραθύρου.   (Ποιήσω μεν ανθρώπων κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν), σημαίνει την αξιοπρέπεια της δημιουργίας, σημαίνει ότι ο θεός μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του όπως σε έναν καθρέπτη, σημαίνει την ιδιόχειρη δημιουργία του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Η αξιοπρέπεια αυτής της ανθρώπινης κατάστασης, η θνητότητα του ανθρώπου, με αυτή την ιδιαίτερη προτίμηση της ενανθρώπισης του θεού, εδώ μπορούμε να δούμε τα του ουρανού στα  γενόμενα των ριζών. Αποτελεί μια πρόταση πάνω στην αυτεξουσία της ύπαρξης και την ανερμήνευτη αιτιότητα του περιεχομένου των έργων.
Έργο της Κατερίνας Καρούλια  
Το ουσιαστικό απάντημα κατα αρχάς και ως επί το πλείστον διαμέσου των λαογραφικών εκθεμάτων, εικαστικών  συνεκθεμάτων, είναι το αλληλοσχετίζεσθαι, το αλληλοεξαρτάσθαι ή αλληλοαδιαφορείν, το να υπολογίζει κανείς στους άλλους, το να βασίζεται σ'άυτούς ή να τους προσπερνά. Αυτό αποτελεί μια παρουσία του Φροντίζειν.
Ένα τσιμεντένιο πανέρι σταφυλιών χάνει αυτή την περιγραφικότητα και τοποθετημένο μέσα σε ένα από τα καζάνια μοιάζει να σιγοβράζει. Το έργο του Χάρη Κοντοσφύρη πανέρι με σταφύλι φαντάζει σαν μια εκλαϊκευμένη γλυπτική σύνθεση της δεκαετίας του τριάντα.
Το έργο της Δήμητρας Σταυροπούλου, ένα θραύσμα κοίλο από επεξεργασμένο κέλυφος οστράκου που έχει χάσει την στλιπνότητά του, ασβεστοποιημένο πλέον, αναδεικνύει το ανάγλυφο τσαμπί μέσα στην κυρτότητά του. Αυτό σημαίνει ότι το ανάγλυφο τσαμπί ήταν μέσα στο σπασμένο  αντικείμενο και τώρα τοποθετείται πάνω σε έναν από τους στρογγυλούς χαμηλούς ταμπλάδες.

Το Θραύσμα της Δήμητρας Σταυροπούλου 
Στην τέχνη όπως και στη ζωή είναι εύκολο να παραβλέψουμε πράγματα που δεν συμφωνούν με τις αυθόρμητες υποθέσεις, οι οποίες καθοδηγούν την οπτική αντίληψη. Στη ζωή η οπτική αντίληψη προσαρμόζεται στην επιβίωση και καθοδηγείται από την  εμπειρία, δομώντας το οπτικό πεδίο με τέτοιο τρόπο, ώστε να απωθούμε σε ένα επουσιώδες επίπεδο οτιδήποτε δεν συμφωνεί με τα σχήματά μας. Έτσι διατηρούμε κάποιες συνήθειες θέασης όπου πολλά οπτικά ερεθίσματα παραμένουν στον κόσμο του αθέατου.

Έργο της Ειρήνης Σαναΐδου αριστερά του Στέργιου Αδάμ αριστερά του ραφιού και της  Καρβουνιάρη Γιώτας δεξιά 
Έργο της Καρβουνιάρης Γιώτας (Λεπτομέρεια)











ηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηΤο μπλε ζωγραφικό έργο της Γιώτας  Καρβουνιάρη προτείνεται οργανοληπτικά με το περιμετρικό άδειο πάνω ράφι που συγκρατεί δύο χάρτινες τοπολογικές κατασκευές του Στέργιου Αδάμ. Αυτή είναι μια λειτουργία του αθέατου, όπου τα πράγματα παραμένουν μη σχετιζόμενα, αλλά ενεργοποιημένα.
Το έργο της Γ. Καρβουνιάρη αποτελεί το σκίρτημα του ψυχρότατου λαμπερού ουράνιου χρώματος, ανακλώμενου μέσα στην υποτυπώδη ανάδυση των αποχυμομένων  στεμφύλων.Το εκτεταμένο άδειο ράφι πάνω από το έργο της Γ.Καρβουνιάρη  ανοικονόμητο και περιπλανώμενο, συγκρατεί τις σχεδόν οξείς πυραμιδοειδείς χάρτινες κατασκευές  του Στέργιου Αδάμ, τοπολόγημα των κατασκευών των φωτιών σε κάθε γειτονιά της Φλώρινας με πρόσχημα την αναποφασιστικότητα, να μετεωρίζονται ζαλισμένα: " όλοι έχουν να κρύψουν κάτι εκτός από εμένα και την μαϊμού μου." Μπιτλς στο Λευκό άλμπουμ.
.







Ακριβώς απέναντι με ένα στιβαρό τρόπο, διατάσσεται ένας μεταλλικός κόσμος χρηστικών αντικειμένων, κατανεμημένος κατακόρυφα και οριζόντια με αρεστή, όχι αυτή τη γεωμετρία των υλικών, αλλά τη λάμψη του συντηρημένου μετάλλου ζωγραφισμένου στο έργο της Μίνας Κουζούνη. Είναι εντυπωσιακό πως αυτή η αθέατη σχέση των λάμψεων του χώρου, εμψυχώνει την εσχατολογία για τη στιγμή της φανέρωσης ή της γέννησης στο σκότος.




Ακουαρέλα της Όλγας Μοναχού και του Χάρη Μαργαρίτη με το τοπολόγημα του  Στέργιου Αδάμ 

Η Όλγα Μοναχού ζωγραφίζει λεπτομέρειες αμπελιών με υδατοδιαλυτά χρώματα, έντονης χρωματικής καθαρότητας, όπου τα κενά και τα γεμάτα των φορμών της ελέγχουν τα τυχαία αποτελέσματά της σαν μια απόπειρα, ένα εικαστικό φύσημα να λικνίσει αυτά τα φύλλα. Επιβάλλεται το πράσινο του χαλκού στα μάτια των θεατών μετατρέποντας το πράσινο σε λάμψη μετωνυμική και συμβολική.Το να αναγάγουμε κάτι γνώριμο, την πράσινη πιατοθήκη σε μια δυναμική ενέργεια, κάνει την άμεση σύνδεση της διάχυσης του πράσινου χρώματος στην αριστερή γωνία του δωματίου, να είναι σαν να επαναλαμβάνεις, σαν να ενορμείς ένα αίσθημα πληρότητας και αμοιβαιότητας ανάμεσα σε δύο αντικείμενα που δεν έχουν λογική σχέση. Το γιατί έγινε αυτό και γιατί ταυτόχρονα δεν φανερώνει την αιτία που έγινε, αλλά προσδιορίζει ένα είδος αναίτιου, οφείλεται ότι η αλληλοσυμπλήρωση είναι καθησυχαστική, ευχάριστη και ανακουφιστική. Στη συλλογή των πήλινων αριστερότερα, τοποθετείται ένα ακόμα φαιάς ώχρας χάρτινο  τοπόσημο της φωτιάς των γειτονιών από τον Στέργιο Αδάμ.
 Έργο της Γλύκας Διονυσοπούλου δεξιά
Ένας πίθηκος μακρυά. Στον άλλο τοίχο η πόρτα, η εικόνα που αλλάζει όπου μπαίνω εγώ,πρώτος....(Ελιάρ, Τόλμη και Ελπίδα). Σε έναν από τους τοίχους (του διαδρόμου), υπάρχουν δύο πορτρέτα αντρών, ένα ζωγραφικό και ένα φωτομεταφοράς σε κυρτόσχημο οβάλ μέταλλο.  Δίπλα τους αντιπαραβάλλεται ένα σχεδιαστικό πορτρέτο μιας ανδρικής μορφής με προτεταμένο το χέρι πάνω από τα μάτια. Το πορτρέτο επαναλαμβάνεται εις διπλούν και ενδιάμεσά τους κάθετα γρίλιες αφαιρεμένου χαρτιού, σου δημιουργούν την αίσθηση της όρασης. Το έργο της Γλύκας Διονυσοπούλου σε κάνει να δεις: πως οι γραμμές του χώρου γίνονται γραμμές του ταβανιού, πόσο ουράνιο μπορεί να είναι το δάπεδο, πως ένα παράθυρο κλειστό σου δείχνει τους απέραντους ορίζοντες των ματιών σου, χωρίς να μπορέσουν να σου δείξουν όλο το τοπίο. Ο συσχετισμός αυτός των πορτρέτων λειτουργεί υπερρεαλιστικά σαν άσωτες υπάρξεις μιας αστικής προβλεπόμενης ζωής.


Οι πορτοκαλιές γρίλιες της Χριστίνας Καλομενίδου είναι η αντηλιά μέσα από το κρασί, μέσα από το άπιοτο ηλιοβασίλεμα. Το σχέδιο με την προσθήκη πορτοκαλιών γραμμών που ξεπερνούν το όριο του πλαισίου, είναι μια διελκυστίνδα της γραμμής, όσο και των γραμμών της τεχνικής των ερυθρών πλεκτών κεριών στη διπλανή βιτρίνα.
Ξύδι και αλάτι τέρπει την στρυφνή με τη φθαρμένη ύλη της οπτασίας μιας γυναικείας μορφής,  από το παρελθόν οξειδωμένη πάνω σε μια λαμαρίνα, έργο της  Μάγδα Χριστοπούλου. Συνθέτει μια γυναικεία μορφή, πάνω στο αδιάκριτο της ύλης οδηγώντας τη φθορά όπου χρειάζεσαι για να υλοποιηθεί η  μορφή αυτή. Αυτό είναι μια άσκηση του Φροντίζειν μιας απεριόριστης ορατότητας, οπού τα πάντα γίνονται και ξεγίνονται.Η οξείδωση αποπερατώνει τόσο το μέταλλο όσο και τη μορφή.
Πάνω σε μια ξύλινη επιφάνεια, την κατεξοχήν υλική βάση του αργαλειού, αποτυπώνεται με λεπτές χρωματιστές γραμμές το πρόσωπο μιας γυναίκας μιας άλλης εποχής, μιας γυναίκας ταλαιπωρημένης, μιας γυναίκας με πρόσωπο δουλεμένο από τα χρόνια, δουλεμένο με ρυτίδες φροντίδας, όχι για την ίδια, αλλά για τους άλλους. Η Γλύκα Διονυσοπούλου φροντίζει να φανερωθούν οι γύρω της ροές, ροές χρόνου, ροές ανθρώπων, ροές ζωής, που την ενώνουν με το παρελθόν, αλλά και με το μέλλον. Ροές χρωματιστές, όπως οι μπλε αναμνήσεις, όπως τα κίτρινα γέλια, όπως τα πράσινα χαμόγελα, όπως τα κόκκινα χέρια, όπως τα μωβ όνειρα, όπως τα χρωματιστά νήματα του αργαλειού, που, τόσο στην πραγματικότητα, όσο και στην εγκατάσταση προτείνονται σαν απορρόφηση, η δυνατότητα, η ροή να απορροφηθεί από τον  ενεργοβόρο αργαλειό  σαν ένα νεκρικό μνημείο.




Η Σοφία Λεωνίδου ζωγράφισε αποσταθεροποιητικές ατμόσφαιρες γιορτής με κολονάτα ποτήρια και ροές με ίχνη λάμψεων. Η ζωγραφική της στέκεται με δυνατά τραγούδια, σαν φωνές που τρέμουν και ανυπομονούν να ξαναμπούν στο σώμα.Οι ύλες είναι διάφανες, ασχημάτιστες κλέβοντας φόρμες και σχήματα από το περιβάλλον σαν κουρτίνες φεγγοβολούσες. Οι δύο ζωγραφικοί της παροξισμοί στέκονται μπροστά  στα κεραμένια κουμάρια και λαγήνια του διαδρόμου του λαογραφικού μουσείου ενσωματώνοντας σχήματα, ρυθμούς και όγκους. Σκιαγραφίες του έργου ενδύουν το αντικείμενο. Λευκές φόρμες των πήλινων ρέουν μέσα στο έργο.  Αυτή η δύναμη της ροής είναι ένα δάσος  ανασχηματισμών και αναπληρωμένων όψεων   πολυσημίας. Έτσι η διατύπωση του χώρου αναπτύσσει τη βούληση της ύπαρξης, προκειμένου να εκδηλωθεί ως φαινόμενο, να περιβληθεί και να περιβάλει , να λειτουργήσει σαν περιβάλλον. Επίσης παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η παραλλαγή, το καμουφλάζ που έχει ανάγκη το κενό και το γεμάτο του χώρου για να συνομιλήσει ισάξια με το κρυπτό, το απόκρυπτο, το φανερό και το αφανέρωτο............................................................................


Έργο του  Ηλία Μπαρκαλής αριστερά και της Γλύκας Διονυσοπούλου δεξιά εγκαταστημένο στον αργαλείο

Ο δρόμος μέχρι να συναντήσεις τον Φλομπέρ είναι λίγο παραπέρα  από το αγρόκτημα των Μπουβάρ και Πεκισέ. Οι δύο αυτοί άνθρωποι αφοσιώνονται να ξεγλυστρίσουν από την ασύμμετρη συμφόριση της γνώσης και οι κοινωνικές τους δραστηριότητες  παλεύουν μέσα στην ακτησία και την παιγνιώδη εξουσία. Η αληθινή πνευματική ζωή είναι μια ζωή ανιδιόκτιστη και ο Ηλίας Μπαρκαλής καταφέρνει να συνοφρυώσει τους Μπουβάρ και Πεκισέ στην οικεία Φλομπέρ, γιατί η κομψότητα του χώρου με τα μπιζουτέ γυαλικά με τις επάλληλες λάμψεις, τις ανακλάσεις και ειδωλοποιήσεις, προσφέρουν εκείνη την αιωρούμενη, σύγχυση που θάλπει μόνο αυτούς που πιστεύουν στην κοινοκτημοσύνη. Ο Μπαρκαλής, στο έργο του επιχειρεί να δώσει το περιεχόμενο της ανεστιότητας και της κατάπτωσης με πολλά ζωγραφικά επεισόδια που δεν επιβλέπουν την μια και μόνο ασφαλή ματιά αλλά την ανασφαλή και πολύπτυχη στερητικότητα.
Το καταπίπτειν είναι η διαδικασία αποσύνδεσης του χώρου.Το κατατμισμένο ον σύρετε σε αποσυνδεμένους χώρους συναρτόμενο  από το μοναδικό εργαλείο συγκρότισης, το λόγο.





Στην αρχή του διαδρόμου, απέναντι από την είσοδο του λαογραφικού τμήματος τοποθετήθηκαν κάθετα ανάμεσα σε δύο πόρτες πάνω σε φωτογραφίες ντοκουμέντα  δύο έργα της Αγάπης Μαντζιώρη. Καταφέρνουν να συμπαρασύρουν χρωματικά  τις επικαλυμμένες φωτογραφίες και τη φθορά του ασβεστώματος προς το ταβάνι.  Σαν ένα κούρδισμα των ανθρώπινων σχέσεων, προειδοποιούν για τις οδυνηρές οικειότητες και τις αναπόφευκτες διεκδικήσεις προς τον άλλο άνθρωπο. Μέσα στα έργα με το κεχριμπαρένιο χρώμα ζυγώνουν πάντα δύο μορφές που το κενό ανάμεσά τους μοιάζει να περικλείεται στο σχήμα αυτού του ποτηριού που περιέχει το κρασί. Η απώτατη έκταση που συνορεύουν δύο ανθρώπινες ψυχές γεμίζει με ένα υγρό φως, σάρκωμα μιας σχέσης με αυτοπεποίθηση, που ευχόμαστε πάντα ο ένας για τον άλλο, όπου η Αγάπη Μαντζιώρη το περιεργάζεται με υλικό χρώμα. Επιχειρεί τις προσωπικές της παρατηρήσεις σχετικά με την ανακαλυπτικότητα του κόσμου.Η εξοικείωση με τον κόσμο σημαίνει μεταξύ άλλων την περιποίηση των πραγμάτων, τη διατήρηση της διαθεσιμότητας. Το  αφήνεσθαι  σημαίνει το να είσαι κατατοπισμένος μέσα σε ένα κόσμο ανακεκαλυμμένο.







Ο φόβος της ουσιοκρατίας καθορίζει περισσότερο παρά ποτέ την κατανόηση των πραγμάτων.  Η Φιλιώ Κουρκούτη ανασυντάσσει τη μορφή του κλήματος σε έκταση, με τις γραμμές σε διάταση μέχρι το δάπεδο του τελάρου να ριζώσει εκεί που τα σκοτεινά χώματα, τα γεμάτα χόρτα θα τροφοδοτούσαν ένα αληθινό αμπέλι. Τριχοειδής τρεμάμενες γραμμές εν είδη ριζωμάτων συνεχίζουν έξω από το πλαίσιο του τελάρου. Μια ένδειξη του αφήνεσθαι λειτουργεί έμπρακτα και η οντολογία καθίσταται παρούσα.









Ένα σχέδιο του Στέργιου Αδάμ ράβεται στη ραπτομηχανή του τσαγκάρη σαν να είναι αρνητικό όνειρο, σαν η ελάχιστη πραγματικότητα να κάνει όλες αυτές  τις γραμμές του σχεδίου του να είναι αναμνήσεις ραπτικής τέχνης που ένωνε δυο φόρμες.Τα ενεργοφάγα σχέδια του Αδάμ Στεργίου αποτελούν εκδηλώσεις καταστατικότητας και μέριμνας για την οντότητα όπου αυτή εντοπίζετε.
Στη δεξιά μεριά του δωματίου αζύγιστα, ασύνθετα τσαμπιά του Χάρη Μαργαρίτη εναποτίθενται στις παλιές χειρόλαβες ζυγαριές.
Ο Πάρης Ασημακόπουλος σαν μια σταγόνα νωπή, νωπότατη, ζωγραφίζει μια  νεκρή φύση γεμάτη με τη λύπη της παλιάς ζωγραφικής. Αναρτάται αυτή η ζωγραφιά σε μια γωνιακή ξύλινη κατασκευή αγνώστου χρήσεως.Η αναπαχθήσα σύνθεση  σκιοφωτισμένη, ανασυνθέτει  την  καμπυλότητα  ενός σκεύους.Η εικονογραφική  αναυθεντικότητα του έργου αποτελεί μια φροντίδα της αναμνησιακής λειτουργίας της ζωγραφικής τριβής των πινέλων, καθιστώντας την δημιουργία εικόνων, ύψιστο αναμνημονευτικό συλλογισμό. Αυτό το έργο που τελειώνει την έκθεση, είναι ο αρμοστής του μεγαλείου του ανατέλλοντος φωτός  μετά την ολονύχτια γιορτή των φωτιών.
Τα εικαστικά έργα εντός του λαογραφικού μουσείου στήθηκαν αλληλεπιδραστικά και δυνητικά από τους :   Αδάμ Στέργιος, Ασημακόπουλος Πάρης, Γάτσιου Ελένη, Διονυσοπούλου Γλύκα, Θεοδωρέσκου Καλυψώ, Καλομενίδου Χριστίνα, Καρβουνιάρη Γιώτα, Καρούλια Κατερίνα, Κοντοσφύρης Χάρης, Κουζούνη Μίνα, Κουρκούτη Φιλιώ, Λεωνίδου Σοφία, Λόττας Ηλίας, Μαντζιώρη Αγάπη, Μαργαρίτης Χάρης,  Μοναχού Όλγα, Πανταζής Γιώργος, Σαναΐδου Ειρήνη, Σκληβανιώτης Δημήτρης,  Σταυροπούλου Δήμητρα, Ρόμπολας Άγης, Χριστοπούλου Μάγδα.





Β. Μια μονολεκτική ζωγραφική μπουκαλιών κρασιού στην είσοδο της Λέσχης Πολιτισμού Φλώρινας.

Σχηματοποιημένα μπουκάλια κρασιού ζωγραφισμένα από νέους καλλιτέχνες της Σχολής Καλών Τεχνών, τοποθετήθηκαν στη σκάλα της εισόδου, δημιουργώντας την εντύπωση τρισδιάστατων μπουκαλιών κρασιού, αφημένα στην άκρη μετά από ξέφρενη οινοποσία. Τα μπουκάλια αυτά ζωγραφισμένα χάσκουν εκεί εγκαταλελειμμένα στην έναρξη της γιορτής, αντικρούοντας την τρυφερότητα του γλεντιού που επρόκειτο να ξεκινήσει. Σε κάνουν να σκεφτείς τη λαιμαργία της μέθης, πόσο νωπή είναι η ύπαρξη και πόσο δύναται να νικήσει η βαθιά σιωπή, το γλέντι μετά τη συντροφιά.















Τα εικαστικά μπουκάλια είναι δημιουργήματα των εξής τριανταεννέα καλλιτεχνών που παρουσίασαν πρώτη φορά το εικαστικό αυτό εγχείρημα στη χριστουγεννιάτικη γιορτή Αμυνταίου 2017.
Αντωνακάκη Σοφία, Ασημακόπουλος Πάρης, Βασιλειάδης Χρήστος, Βλάχος Διονύσης, Γόργολη Θεάνα, Δάφνου Αφροδίτη, Διονυσοπουλού Γλύκα, Ζαβιτσάνου Σπυριδούλα, Θεοδωρέσκου Καλυψώ, Καρούλια Κατερίνα, Καλομενίδου Χριστίνα, Καμπουρίδου Άννα, Κοσμίδου Νικολέτα, Κωνσταντάτου Μίρκα, Κωνσταντίνου Νέλα, Μακρής Μανώλης, Μανέτα Ευαγγελία, Μαντζιώρη Αγάπη, Μιτκούδη Μιχαέλα, Μοναχού Όλγα, Μπούτονα Panthera, Χριστίνα, Μπαμπάνης Θανάσης, Μπαρκαλής Ηλίας, Παντέχη Ναταλία, Πανταζής Γιωργος, Παπαδόγιωργος Μιχάλης, Πασιάδης Ανέστης, Πάσχου Σεβαστή, Παυλίδης Θωμάς,  Πετροπούλου Ναταλία, Πέτρου Παναγιώτα, Πολυδωροπούλου Άννα, Σιακανδάρη Ελένη, Σπυρίδη Ιωάννα, Τσακμάκη Μαρίνα, Τσιαμπάρτα Χρυστάλλα, Τσιμπλάκη Μαριτάσα, Τσορμπάρη Αρσινόη, Φλέγγα Αντωνία.































Βιβλιογραφία ενδεικτική:
Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες, Εκδ. Πατάκη
Μάρκος Μέσκος, Στον Ενικό και Πληθυντικό ψίθυρο, Εκδ Νεφέλη
Μαρτιν Βίτκενστάιν, Η Έννοια του χρόνου, Εκδ Ροές
Ευτύχης Μπιστάκης, Χώρος και χρόνος, Εκδ Άγρα
Δείκτες: Διακόσοι-πενήντα επισκέπτες- Συνδιοργάνωση με την Λέσχη πολιτισμού Φλώρινας
Συντονισμός: Καρούλια Κατερίνα, Αγάπη Ματζιώρη
Αλληλεπίδραση: Ασημακόπουλος Πάρης, Γάτσιου Ελένη, Θεοδωρέσκου Καλυψώ, Καλομενίδου Χριστίνα,  Κοντοσφύρης Χάρης,  Λεωνίδου Σοφία, Λόττας Ηλίας, Μαντζιώρη Αγάπη, Σταυροπούλου Δήμητρα, Ρόμπολας Άγης
Κείμενο τεκμηρίωσης: Κοντοσφύρης Χάρης, Μαντζιώρη Αγάπη
gestalter: Κοντοσφύρης Χάρης
Επικοινωνία: Φλώροι Εικαστικοί




























































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου