ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει. σημεῖον δ' ἡ τῶν αἰσθήσεων
ἀγάπησις· καὶ γὰρ χωρὶς τῆς χρείας ἀγαπῶνται δι' αὑτάς, καὶ μάλιστα
τῶν ἄλλων ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων...
»
«Όλοι οι άνθρωποι έχουν από τη φύση τους έφεση για γνώση. Aυτό
φαίνεται από την ιδιαίτερη εκτίμηση που έχουμε για τις αισθήσεις
μας. Γιατί, ανεξάρτητα από τη χρησιμότητά τους, μας είναι προσφιλείς
οι ίδιες οι αισθήσεις, και περισσότερο απ’ όλες η αίσθηση της όρασης».
Είναι στην φύση του ανθρώπου να εξερευνεί την
ύπαρξη του. Η «περιέργεια» να ανακαλύψει
τον εαυτό του είναι γραμμένη στον γενετικό του κώδικα και αποτελεί μια
αέναη αναζήτηση σε όλη την πορεία της ζωής, ενώ η φυσική και πνευματική
υπόσταση του είναι πόλος ενδιαφέροντος όλων των επιστημονικών κλάδων. Τομείς
όπως η ψυχολογία και η κοινωνιολογία ανέκαθεν αναζητούσαν την σφαιρική
κατανόηση της ανθρώπινης ταυτότητας, ενώ στην τέχνη η έκφραση της ταυτότητας
και των αναρίθμητων στοιχείων που την διαμορφώνουν προσεγγίζεται από πολλούς
καλλιτέχνες.
Η παρούσα πτυχιακή εργασία με τίτλο ‘Stigma’, αποτελεί την δική μου προσπάθεια ερμηνείας
της διαφορετικότητας και αποκωδικοποίησης της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο
προβληματισμός μου πάνω στην έννοια της ταυτότητας και στην ανάγκη του ανθρώπου
να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο, η επιρροή που ασκεί η κοινωνία στην
διαμόρφωση της και η πολυπλοκότητα των τρόπων επικοινωνίας μέσα στο κοινωνικό
περιβάλλον συγκροτούν τους βασικούς άξονες της έρευνας μου. Τα έργα που παρουσιάζονται
αποτελούν πορτραίτα σύγχρονων ανθρώπων που μέσω σωματικών τροποποιήσεων φέρουν
την ταυτότητα τους πάνω στο δέρμα τους και επικοινωνούν ένα κομμάτι του εαυτού
τους.
ΣΤΙΓΜΑ
Η επιλογή του τίτλου Stigma έγινε με βάση την αρχαϊκή ερμηνεία
της λέξης που σημαίνει ‘το σημάδι
που προκύπτει από την διάτρηση με ένα αμβλύ αντικείμενο,
επεξήγηση που παραπέμπει άμεσα στην πρακτική της σύγχρονης σωματικής
τροποποίησης.
Στον χριστιανισμό ο
όρος Στίγματα ταυτίζεται με την ανεξήγητη εμφάνιση πληγών πάνω στο σώμα,
συγκεκριμένα στα χέρια και στα πόδια, που αντιστοιχούν στις πληγές της
στάυρωσης και θεωρούνται σημάδι Θείας επιλογής, ενώ στην αρχαία Ρώμη χρησιμοποιήθηκε
για να περιγράψει την ουλή που προέκυπτε από το μαρκάρισμα των σκλάβων με
πυρακτωμένο σίδερο.
Ο κοινωνιολόγος Erving Goffman (1922-1982), το 1963 ορίζει το «Κοινωνικό
Στίγμα» ως ένα φυσικό χαρακτηριστικό ή μια ανεπιθύμητη πνευματική ιδιότητα που
στερεί από το «στιγματισμένο» άτομο το δικαίωμα πλήρους αποδοχής και συμμετοχής
στην κοινωνική δομή ενώ ταυτόχρονα το εξαναγκάζει να κρύβει την ιδιότητα αυτή
από το κοινωνικό περιβάλλον. Μπορεί όμως η διαφορετικότητα να «στιγματιστεί»;
Και γιατί ένα στοιχείο διαφοροποίησης να πρέπει να παραμένει κρυφό; Στην
υπερβολή της ,η θεωρία αυτή θυμίζει επικίνδυνα την περιθωριοποίηση των
κοινωνικών μειονοτήτων στην Ναζιστική Γερμανία. Ξεκινώντας με τον μεταφορικό
«στιγματισμό», το υποχρεωτικό κίτρινο αστέρι του Δαβίδ πάνω στα ρούχα των μελών
της Εβραϊκής κοινότητας ή το ροζ τρίγωνο αντίστοιχα ως ενδεικτικό των ομοφυλόφιλων
(που μάλιστα κατατάσσονταν μαζί με τους βιαστές και τους κτηνοβάτες) ως τον
κυριολεκτικό «στιγματισμό», την δερματοστιξία της αρίθμησης στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης. Η
κοινωνία σαν οντότητα λοιπόν, δεν είναι ομοιογενής, ο κάθε άνθρωπος φέρει το Στίγμα της
ατομικότητας του που δεν συγκροτείται μόνο από θετικά στοιχεία, παρ’ όλα αυτά
καθιστά ένα καθ’ όλα λειτουργικό μέλος της κοινωνίας στην οποία ανήκει.
Είτε
πρόκειται λοιπόν για ένα φυσικό στοιχείο, μια κηλίδα πάνω σε μια επιφάνεια είτε
για την περιγραφή ενός πνευματικού χαρακτηριστικού έυκολα γίνεται αντιληπτό πως
στην έννοια του Στίγματος αποδίδονται νοήματα που το εύρος τους αγγίζει τα
άκρα, από την αγιότητα ως την δουλεία και την περιθωριοποίηση, η αναφορά της
λέξης φέρει συναισθηματικό φορτίο. Το Στίγμα φέρει μέσα του την στιγμή και
ταυτόχρονα την διάσταση της μονιμότητας. Σαν έννοια προσεγγίζει την αίσθηση του
αρνητικού χαρακτηρισμού αλλά εμπεριέχει την πτυχή του διαφορετικού. Είναι ένα
σημείο αναφοράς που δημιουργεί αφήγηση, διηγείται μια ιστορία, ένα συμβάν ή ένα
γεγονός και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Η ανθρώπινη ταυτότητα
είναι μία σύνθεση στοιχείων που κάνουν τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστό.
Αντικατοπτρίζει την εικόνα που έχει για τον εαυτό του ως πρόσωπο και τη
δυναμική της αυτοαξίας του. Σε ένα μεγάλο ποσοστό η ταυτότητα του ατόμου δεν
ορίζεται από το ίδιο. Η συνθήκη της κοινωνικής οικολογίας «σφραγίζει» τον κάθε
εαυτό από την στιγμή που γεννιέται με ένα «δακτυλικό αποτύπωμα» φυσικών και
πνευματικών σχηματισμών όπως το φύλο, το χρώμα του δέρματος, ο ήχος της φωνής,
η εθνικότητα, η κουλτούρα. Στην πορεία της ζωής οι γνώσεις, οι εμπειρίες, τα
βιώματα, τα τραύματα και η ίδια η καθημερινότητα μέσα σε ένα κοινωνικό
περιβάλλον χτίζουν ασυνείδητα την απάντηση στην ερώτηση «Ποιός είσαι;», καθιστώντας την έννοια της ταυτότητας συνώνυμη με
την μοναδικότητα.
Η διαλεκτική μεταξύ κοινωνικής
και ατομικής ταυτότητας αποτελεί σταθερά της ψυχοκοινωνιολογικής αναζήτησης. Η σχέση
μεταξύ ατόμου και κοινωνίας, μεταξύ προσωπικών και συλλογικών αναγκαιοτήτων και
η τάση του ανθρώπου για ταύτιση αλλά ταυτόχρονα διαφοροποίηση από την ομάδα
είναι ζητήματα που σύμφωνα με τα θεμέλια που έθεσε ο George Ηerbert Μead (1863
– 1931) διακρίνουν μια κοινωνιολογική από μια πιο προσωπική συνισταμένη του
εαυτού. Η πρώτη, το «Εγώ», έχει παρελθοντικό χαρακτήρα. Αποτελεί την
εσωτερίκευση των κοινωνικών ρόλων, το οργανωμένο σύνολο των στάσεων, απαιτήσεων
και αντιδράσεων των άλλων ως προς το πρόσωπο. Μέσω εμπειρικής γνώσης και μιας
διαδικασίας εσωτερικής συζήτησης το άτομο αντιδρά λιγότερο ή περισσότερο
δημιουργικά. Το Εγώ αντιπροσωπεύει λοιπόν την κοινωνική ταυτότητα του ατόμου και
παραπέμπει στον πόλο της ομοιότητας. Ταυτόχρονα, το αίσθημα της υπαγωγής και
της ταύτισης ενδυναμώνεται από την ύπαρξη άλλων, «ξένων» ομάδων στις οποίες το
άτομο δεν ανήκει, από τα μέλη των οποίων συνεπώς αισθάνεται πως είναι διαφορετικό. Από την άλλη πλευρά η
προσωπική ταυτότητα, το «Εμένα», περιλαμβάνει τον αναρίθμητο και μοναδικό συνδυασμό
στοιχείων που καθιστούν την μοναδικότητα, είναι το τμήμα αυτό του Εαυτού που το
Εγώ άλλοτε χαλιναγωγεί και άλλοτε απελευθερώνει. Η δημιουργικότητα, ο αυθορμητισμός
και η επιθυμία εξωτερίκευσης της μοναδικότητας αυτής χαρακτηρίζουν το Εμένα. Οι
δυο αυτές παράμετροι του εαυτού, αν και αντίρροπες, δρουν περισσότερο
συνεργατικά παρά συγκρουσιακά και συντελούν στην επιβίωση του ανθρώπου και σαν
κοινωνικό αλλά και σαν ανεξάρτητο ον.
Στην συνθήκη της σημερινής κοινωνίας –
μυρμηγκοφωλιάς η ανάγκη του Εμένα να εκφράσει την ταυτότητα του γίνεται ακόμη
πιο επιτακτική. Με την εικόνα να αποτελεί κυρίαρχο παράγοντα της σύγχρονης
κοινωνίας ο άνθρωπος χτίζει έναν κώδικα επικοινωνίας με τον περιβάλλοντα κόσμο
μέσα από την παρουσία που προβάλλει.
Πρακτικές τροποποίσησης
του σώματος εντοπίζονται στους περισσότερους πολιτισμούς και εντάσσονταν στην
κοινωνική διάσταση του εαυτού καθώς στο μεγαλύτερο ποσοστό τους επιτελούσαν τον
στόχο της ενσωμάτωσης στην κοινωνία, όπως η δερματοστιξία «mokο» της φυλής Maori της Νέας Ζηλανδίας ως εθνική
ταυτοποίηση ή η
διάτρηση της γλώσσας στους Mayas ως θρησκευτική πρακτική.
Ακόμη και σε πιο «κοντινούς» σε εμάς πολιτισμούς παρατηρούνται περιπτώσεις επεμβάσεων
πάνω στο ανθρώπινο σώμα. Από τον κορσέ που συρρικνώνει την μέση της γυναίκας
του 16ου αιώνα για να συμβαδίσει με τα αισθητικά πρότυπα ως και την
σύγχρονη περιτομή των ανδρών της Εβραϊκής θρησκείας, ο άνθρωπος δεν φοβάται να
πληγώσει το σώμα του για να εξυπηρετήσει έναν σκοπό. Σταδιακά, μέσω των του Βρετανικό Ναυτικού του 18ου
αιώνα, οι πρακτικές αυτές παίρνουν μια πιο εικαστική διάσταση ενώ από τα μέσα
του 19ου και μετέπειτα ο δυτικός άνθρωπος πλέον είναι σε θέση να
«διακοσμήσει» το σώμα του χωρίς αυτό να συνεπάγεται το σύμβολο ένταξης σε μια
κοινωνική ομάδα με το στίγμα του taboo. Σήμερα τέτοιες πρακτικές εφορμούν
από το Εμένα και εξυπηρετούν στην έκφραση της διαφορετικότητας του ατόμου επικοινωνώντας
ένα κομμάτι του εσωτερικού κόσμου του πάνω στο δέρμα.
Ο ΕΙΚΟΝΙΚΟΣ ΕΑΥΤΟΣ
Η εικόνα που μπορεί να έχει στο νου του ο κάθε άνθρωπος για
τον εαυτό του είναι τόσο απέραντη όσο και η φαντασία του. Κοιτώντας τον εαυτό
του στον καθρέφτη, κανείς δεν μπορεί να εκφράσει αντικειμενική άποψη, αφού οι
παράμετροι που διαστρεβλώνουν την εικόνα είναι αμέτρητοι. Η προσωπικότητα, τα
βιώματα ακόμα και διάθεση του ανθρώπου μπορούν
να αλλάξουν την εικόνα που κατοπτρίζεται από την μια στιγμή στην άλλη.
Πάνω σε αυτήν την
προσέγγιση, και στην διαπίστωση πως ο ανθρώπινος νους έχει κοινωνική διάσταση,
βασίζεται η θεωρία του «Κατοπτρικού
Εαυτού» (Looking Glass Self, 1902) του C.H. Cooley , που ορίζει την διαδικασία
σχηματισμού της εικόνας αυτής μέσα από τρείς παράγοντες. Αρχικά στο πώς
φανταζόμαστε πως φαινόμαστε στους άλλους, έπειτα πως αντιδρούμε και τι
συναισθήματα μας προκαλεί η κριτική των άλλων και τέλος στο πώς εξελισσόμαστε
βασισμένοι στην κριτική αυτή. Έτσι, ο ίδιος άνθρωπος αν τοποθετηθεί σε δυο
διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες μπορεί να αναπτύξει δυο άκρως αντίθετες
απόψεις για τον εαυτό του.
Όσο ο
άνθρωπος εξερευνεί την ύπαρξη του, τόσο συνειδητοποιεί πόσο μικρό είναι το
ποσοστό στο οποίο επεμβαίνει ο ίδιος. Η τροποποίηση του σώματος λοιπόν ερμηνεύεται
ως μια προσπάθεια ανάκτησης της εξουσίας του εαυτού πάνω στην ύπαρξη του, καθώς
το σώμα του καθενός είναι καθαρά κτήμα του. Έτσι, μέσα από την τροποποίηση του,
είτε πρόκειται για δερματοστιξία, διάτρηση (piercing),
είτε ακόμη και για πλαστική χειρουργική, το άτομο αξιοποιεί το σώμα του σε μια
προσπάθεια να ελέγξει τον τρόπο που τον αντιλαμβάνεται ο κοινωνικός του
περίγυρος. Ο κάθε άνθρωπος όμως έχει πλασμένη μέσα του μια εξιδανικευμένη εκδοχή
του εαυτού του, το πως θα ήθελε πραγματικά να φαίνεται. Αποκτώντας λόγο στην κοινωνική
αυτή διεργασία ως ένα ποσοστό κατευθύνει την διαμόρφωση της εικόνας του προς
την ιδανική εικόνα του εαυτού του.
ΔΕΡΜΑ
Το μεγαλύτερο όργανο
πάνω στο ανθρώπινο σώμα είναι το δέρμα. Η πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι σε εξωτερικούς
παράγοντες που περικλείει και προστατεύει όλες τις λειτουργικές δομές του
ανθρώπινου σώματος. Ταυτόχρονα, μια από τις πέντε βασικές αισθήσεις αντίληψης
και αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με το περιβάλλον. Το δέρμα εκπροσωπεί την
φυσική υπόσταση του ατόμου, διαμορφώνει την εικόνα του και υπαγορεύει την
παρουσία που αντιλαμβάνεται το κοινωνικό περιβάλλον.
Με την επικοινωνία
να κατατάσσεται πλεον στις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, η βαρύτητα του ρόλου που
φέρει το δέρμα εντείνεται όταν γίνεται μέσο έκφρασης του εσωτερικού κόσμου. Η
ανάγκη για αυτή την εξωτερίκευση του εαυτού υπερισχύει του αισθήματος σωματικού
πόνου και ο συνειδητός τραυματισμός του δέρματος καθιστά τη διαδικασία των
επεμβάσεων που γίνονται πάνω του ως μια μορφή τελετουργίας η οποία αντιτίθεται
στο ένστικτο αυτοσυντήρησης του ανθρώπου.
Οι λόγοι που ωθούν
τον κάθε άνθρωπο να ενεργοποιήσει το δέρμα του ως φορέα της ταυτότητας του
έχουν τις ρίζες τους σε όλο το φάσμα του εσωτερικού κόσμου. Είτε πρόκειται για
μια ανάμνηση, ένα συναίσθημα ή ένα βίωμα είτε αποτελούν καθαρά εικαστική
έκφραση η διάσταση της μονιμότητας καθιστά τέτοιες επεμβάσεις αναπόσπαστο
κομμάτι της ταυτότητας του ανθρώπου, ενώ η πληγή που δημιουργείται αποκτά
συμβολική υπόσταση. Η ίδια η διαδικασία έχει την δική της ξεχωριστή σημασία
οταν έχει ως αφορμή μια τραυματική εμπειρία. Συχνά μετά από κάποιο σοβαρό
ατύχημα ή περιπτώσεις κακοποίησης η διαδικασία αναβίωσης του πόνου, η
περιποίηση και η ίαση της ανοιχτής πληγής βοηθούν το άτομο να αφομοιώσει την
εμπειρία και η «ουλή» που απομένει γίνεται το ενθύμιο της επιβίωσης του από το
γεγονός που τον τραυμάτισε.
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
«Αν πάρουμε
μια οποιαδήποτε εικόνα με
θρησκευτικό περιεχόμενο, όπου ο άνθρωπος
προσωπογραφείται σε θρησκευτική έκσταση, βλέπουμε
ότι τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και
ολόκληρο το σώμα του έχουν
αποκτήσει μια στάση ολότελα διαφορετική από
αυτήν ενός ανθρώπου σε
κανονική κατάσταση.
Βλέπουμε τη διαφορά στην κατάσταση
των ψυχών τους. Σε κάθε περίπτωση το
πρόσωπο υπηρετεί τον καλλιτέχνη ως η μορφή
της έκφρασης, όχι ως η, ιδιαιτερότητα του
προσώπου αλλά ως
η ιδιαίτερη
πνευματική κατάσταση
του νου του ανθρώπου. (…)
Αυτό που είναι σημαντικό είναι το περιεχόμενο της πνευματικής του κατάστασης. Έτσι, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αυτό το ίδιο πράγμα υπάρχει στην
παραστατική τέχνη, η όποια, όταν απεικόνιζε μια έκφραση
του προσώπου, απεικονίζει όχι το ίδιο
το πρόσωπο, αλλά το
περιεχόμενο της πνευματικής του κατάστασης. Κι
αυτό το πνευματικό περιεχόμενο πραγματοποιείται μόνο όταν υπάρχει στην εικόνα ενός ανθρώπου»
Malevich, Ανάλυση των νέων και
μιμητικών Τέχνων (Paul Cézanne),,
Δοκίμια για την τέχνη, 1915 – 1933.
Εξ ορισμού, πορτραίτο αποτελεί η εικόνα που παρουσιάζει
κάποιος εξωτερικά, ενώ
στην παραστατική τέχνη είναι αναπαράσταση μιας καθορισμένης ανθρώπινης μορφής
με κύριο άξονα το πρόσωπο και την
έκφραση και δευτερεύοντα στοιχεία τους ώμους και το υπόλοιπο σώμα. Στόχος του
πορτραίτου είναι η αποτύπωση της ομοιότητας των χαρακτηριστικών και της
προσωπικότητας ή και του συναισθήματος που διακατέχει το αναπαριστώμενο άτομο.
Συνοπτικά, ένα πορτραίτο παραπέμπει
σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο.
Η αμεσότητα του
βλέμματος, ο λόγος που βγαίνει από το στόμα και οι χιλιάδες νευρικές απολήξεις
που σχηματίζουν τις εκφράσεις είναι η «πρώτη γραμμή» επικοινωνίας ανάμεσα σε
δυο ανθρώπους και ως αποτέλεσμα, είναι φυσικό η προσοχή πρωταρχικά να στρέφεται στο πρόσωπο.
Ωστόσο το πορτραίτο, αν και δημιουργεί μια συνθήκη επικοινωνίας του έργου με
τον θεατή, βασικός στόχος του είναι η αποτύπωση της ταυτότητας του
εικονιζόμενου ατόμου, σκοπός που επιτυγχάνεται χωρίς απαραίτητα «πορτραίτο» να
συνεπάγεται «προσωπογραφία».
Όπως ειπώθηκε, η διαφορετικότητα που διαμορφώνει
την ταυτότητα επεκτείνεται σε όλο το φάσμα των φυσικών και κοινωνικών στοιχείων
του ατόμου. Ο τρόπος που φέρει τον εαυτό του, οι κινήσεις και τα χαρακτηριστικά
του σώματος του είναι αδιάσπαστα στοιχεία της ταυτότητας. Από την μικρότερη
κλίμακα του δακτυλικού αποτυπώματος που είναι γνωστό σύμβολο ταυτοποίησης ως το
σύνολο της παρουσίας ενός ατόμου, η κάθε ιδιαιτερότητα και η κάθε ατέλεια
μπορεί να συγκροτήσει ένα πορτραίτο. Ειδικά όταν πρόκειται για τροποποιήσεις
της παρουσίας αυτής που πηγάζουν από την πνευματική διάσταση του ανθρώπου και
συνδέονται άμεσα με την προσωπικότητα του.
ΤΑ ΕΡΓΑ
Το σύνολο των έργων
που εκτίθενται στην παρούσα πτυχιακή είναι παραστατικές ανθρωποκεντρικές
απεικονίσεις με λάδι σε καμβά ποικίων διαστάσεων. Αποτελούν πορτραίτα σύγχρονων
ανθρώπων στοχεύοντας στην ανάδειξη της ταυτότητας τους μέσα από τις επεμβάσεις
που επέλεξαν οι ίδιοι να κάνουν πάνω στο σώμα τους. Tα έργα που παρουσιάζονται
αντιπροσωπεύουν την εξέλιξη του προβληματισμού μου πάνω στο θέμα της ταυτότητας
και της πολυπλοκότητας του εαυτού. Ξεκινώντας με προσωπογραφίες, οδηγήθηκα
σταδιακά στην απόκρυψη του προσώπου και στην αναζήτηση του πορτραίτου μέσα από
το σώμα. Η απόδοση του δέρματος προσεγγίζεται γλυπτικά χωρίς μεγάλες χρωματικές
αντιθέσεις αποσκοπώντας στην μεταμόρφωση του εικονιζόμενου δέρματος σε έναν
δεύτερο, ζωντανό καμβά τον οποίον έχει αξιοποιήσει το άτομο που τον «κουβαλά».
Το μαύρο χρώμα ως συμβολισμός έχει συνδεθεί με αρνητικά
φορτισμένες έννοιες όπως το κακό και ο
θάνατος, ωστόσο το μαύρο του κάρβουνου από το καμένο ξύλο υπήρξε το
πρώτο μέσο εικαστικής έκφρασης του ανθρώπου. Στα έργα που παρουσιάζονται η
επιλογή του μαύρου φόντου αντιπροσωπεύει την απουσία χώρου δημιουργώντας ένα
περιβάλλον χωρίς διάσταση, βάθος και προοπτική. Έχει τον ρόλο του κενού, της
πλήρης έλλειψης οποιασδήποτε πληροφορίας, ενώ το φως συγκεντρώνεται
αποκλειστικά στον ανθρωπο.
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ
Ο χώρος της παρουσίασης επιλέχθηκε λόγω του συμβολισμού που
φέρει το υπόγειο. Η έννοια του κρυφού, του εσωτερικευμένου, του στοιχείου που
δεν παρατίθεται σε κοινή θέα, του βαθιά προσωπικού εντείνεται από την απουσία
φυσικού φωτισμού που συμβαδίζει με τον συμβολισμό του μαύρου φόντου. Μπαίνοντας
σε ένα οίκημα σπάνια έρχεται κανείς σε επαφή με το υπόγειο, ωστόσο τα
σημαντικότερα λειτουργικά μέρη του συνολικού οικοδομήματος προστατεύονται από
το υπόγειο, δημιουργώντας έναν παραλληλισμό της οντότητας του υπογείου με το
ανθρώπινο σώμα. Οι καυστήρες, οι σωληνώσεις και οι εγκαταστάσεις που βρίσκονται
στον ευρύτερο χώρο του υπογείου παίρνουν την θέση των ανθρώπινων οργάνων ενώ οι υποστηρικτικές
δομές που κρατούν τα θεμέλια των παραπάνω επιπέδων παίζουν τον ρόλο της
σκελετικής κατασκευής και συνομιλούν με τα μέλη του σώματος που απεικονίζονται
στα έργα. Ταυτόχρονα η υλικότητα του τσιμέντου που οριοθετεί τον χώρο παρομοιάζεται
με το ανθρώπινο δέρμα λόγω της υφής και των ατελειών του.
Η τοποθέτηση
των έργων γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσει μια προσομοίωση κοινωνικού
περιβάλλοντος, η σχεδόν κλειστή φόρμα
του τετραγώνου που σχηματίζουν οι τοίχοι επιτρέπει στον θεατή να ενταχθεί σε
μια συνθήκη κοινωνίας στην οποία περιστοιχίζεται από άλλα μέλη της. Όπως και
στο αστικό τοπίο, έτσι και εδώ τα άτομα δεν γνωρίζονται γι αυτό και κρατούν αποστάσεις μεταξύ τους. Με
την είσοδο του στον χώρο ο θεατής επιλέγει μόνος του την θέση του ανάμεσα στα
έργα, καθορίζει εκείνος προς τα που θα κατευθυνθεί και πόσο θα πλησιάσει. Η
επικοινωνία δεν είναι άμεση, όμως τα έργα αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους όσο
και με τον θεατή μέσα από το βλέμμα, την στάση και τις κινήσεις του σώματος
τους. Εκθέτουν το δέρμα τους και διηγούνται την ταυτότητα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου