Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

8η ANIMART, 13-23 Ιουλίου 2014, Εικαστικό βιωματικό εργαστήριο, Γεφύρι του Νούτσου ή Κόκκορου, Ζαγοροχώρια [Η τεκμηρίωση]

«Με αβρότητα στην ακροποταμιά ο Κύκλωπας μιλούσε με ένα μυρμήγκι»
«Αβρός δε προχώες κύκλωψ φθογγάζετο μύρμιξ»
Φράση εκμάθησης του ελληνικού αλφάβητου στα Ζαγόρια τον 19ο αιώνα.



Πότε έκανες πρώτη φορά κούνια; Πότε ένιωσες την πρώτη αιώρηση, την πρώτη ανάδυση, την πρώτη αναρρίχηση, το πρώτο πέταγμα, την πρώτη θέαση, το πρώτο κρέμασμα, την πρώτη ακροβασία;

Στα Ζαγόρια ο ήλιος δύει μέσα στα βουνά. Χάνεται στον ρώγο του εδάφους και μοιάζει σαν να στραπατσάρεται με ακμές καθρέφτη. Στην πραγματικότητα βυθίζεται στην περίμετρο ενός τοπίου αφανών επιθυμιών, όπου ο χρόνος κινείται γρήγορα και οι κάτοικοι κερδίζουν σε δύναμη και επιτακτικότατα. Η εμπειρία αυτή περιγράφεται ποικιλοτρόπως ως χαρούμενη, αγενής, ευδαιμονική, εμπορική, μυστικιστική, φωτεινή, αχωρική, αχρονική. Αυτό μπορεί να συμβεί αυθόρμητα ή ως αποτέλεσμα μιας συστηματικής προετοιμασίας μέσα στη ζωή.


Στα Ζαγόρια μοιάζεις αποκομμένος από τους πάντες και παντού υπάρχουν τείχη αγωνίας• ένα είδος ερημιάς της ανθρώπινης ψυχής. Η μοναξιά της ανθρώπινης ψυχής είναι δυσβάσταχτη, τίποτα δεν μπορεί να διεισδύσει εκτός από την κορυφαία ένταση του είδους της αγάπης. Οτιδήποτε δεν πηγάζει από αυτό το κίνητρο είναι επιβλαβές ή τουλάχιστον άχρηστο, συνεπώς οι καβγάδες ή οι πόλεμοι είναι λάθος, η δημόσια εκπαίδευση είναι αποκρουστική ως επιβεβλημένη, η χρήση βίας πρέπει να αποδοκιμάζεται και στις ανθρώπινες σχέσεις, πρέπει να διεισδύεις ως τον πυρήνα της μοναξιάς κάθε ατόμου για να μιλήσεις γι’ αυτό• πρέπει να διεισδύεις ως τον πυρήνα της μοναξιάς μιας κοινωνίας, ενός οικοσυστήματος, μιας χλωρίδας και μιας πανίδας για να δικαιούσαι να μιλήσεις για κάτι σχετικό.

Εσωράχιο του γεφυριού προς τα αριστερά του ποταμού με το παλιό μονοπάτι και φανερά αδύναμο τον αιωνόβιο κισσό


Πορεία γάμου κάτω απ’ το γεφύρι του Κόκκορου στις αρχές του 20ού αιώνα. 
[Δεν διακρίνετε ο κισσός]
.
Στο γεφύρι του Κόκκορου, στην αριστερή όχθη του Μπασιώτη ποταμού, στο παλιό μονοπάτι κάτω από το αγκωνάρι, γλειφτά απ’ τη σπηλιά του πρώτου επιπέδου, ένας Κινσέρας* θεόρατος μεγαλωμένος εκατό χρόνια τώρα, σφαγμένος στο ύψος των ανθρώπινων ματιών, από υπομονετικό πλατύ πριόνι, στέκεται αγέρωχα ανάπηρος στον «ουρανομήκη» βράχο. Η απεραντοσύνη και η αδυναμία του τεράστιου αιωνόβιου κισσού στηρίζεται στα ριζίδια που τον στερεώνουν και ανακόπτουν τη ροή της αναρρίχησής του στον απογυμνωμένο βράχο. Η αλήθεια είναι ότι οι φυσιολάτρες και φυσιοδαίμονες άνθρωποι καθαρίζουν τον πέτρινο όγκο από κάθε λογής εποικιστές χλωρίδας, για να γίνεται αντιληπτός ο βαθμός δυσκολίας της αιώρησης, πάνω από τη μασέλα του πρωτομάστορα στον Κόκκορο. [Στοιχείο πρώτο]: Η σφαγή του κισσού Κινσέρα ενίσχυσε την αιωνοβιότητά του!

Ο κισσός αναρριχώμενος

Νωρίς την άνοιξη όλα είναι πράσινα

Ο κισσός συνεχίζει την ασθενή φυλλομετρημένη αναρρίχηση στην απάνθρωπη γυμνότητα του επιτύμβιου πια βράχου. Φυσιολατρικές εμπειρίες έκστασης δεν αποσκοπούν στην καταστροφή, αλλά βασίζονται σε μια φαντασίωση λιβιδινικής ένωσης του εαυτού μας- αναρριχητή με τον κόσμο του βράχου-φύσης, που έχει μια μεταβατική αίσθηση αυτό-έκφρασης και το αίσθημα ότι ο εαυτός και ο κόσμος είναι σπουδαίοι. Η επιθετική ενόραση που οργανώνει ο φυσιοδαίμονας είναι ευδαιμονική και κάνει την εξαϋλωμένη εικόνα του ανθρώπου ένα με τη φύση, καθώς καταβροχθίζεται η μικρότητα από το απέραντο μέγεθος, ακόμα και αυτού που ξετσίπωτου βράχου. Άπετσος, ασώματος, γυμνός και θεόρατος, χρησιμοποιείται ως κεντρομόλος δύναμη για την όποια εσωτερική βιαιότητα αυτών που επιθυμούν να απαλλαγούν από αυτή.

Η σφαγή του κισσού Κινσέρα*.

Διαδρομή αναρριχητών / Ο αναρριχητικός κισσός, δεξιά.

H κοπή  βάφεται κόκκινη





    Το συμβολικό σύμπλεγμα κοπής  βάφεται κόκκινο
                  με ανάβλυση κόκκινων πουλιών.


















.










Η άφατη εμπειρία με την εξάλειψη του χώρου που τείνει να γίνει αυγό, δεν είναι ένας σημαίνων τρόπος να εκφράσει κανείς την εμπειρία τού να αναρριχάσαι σε μια καθαρότητα και μια επικινδυνότητα του ορατού, αφαιρώντας συνεχώς εμπειρίες του χώρου και του χρόνου της γερασμένης χλωρίδας. Με τι να συγκριθείς; με το τίποτα; Είσαι ένας τίποτα αναρριχητής του τιποτένιου; Ούτε εδώ, ούτε τώρα;
Άτοπος και άχρονος ο αναρριχητής δεσμεύεται, γαντζώνεται από τα αντικείμενα και σε ευμενείς συνθήκες φόβου, ενέχει την ικανότητα να νοηματοδοτεί τον χρόνο, να μετατρέπει τις πρωτόγονες εμπειρίες της διάρκειας και της προοπτικής σε κανονικό, προβλέψιμο, ωρολογιακό και ημερολογιακό χρόνο. Καθώς αναρριχάται στον γυμνό βράχο με τα ξεπαστρεμένα φυτά, αφήνεται στην απόλυτη ελευθερία αισθητηριακών ερεθισμάτων ή και επιθετικές ακόμα επιθυμίες, στην εκμηδένιση κάθε εσωτερικής ενστικτώδους πιέσεως και στην αντίληψη του εξωτερικού κόσμου, ως απαλλαγμένου από διεγερτικά στοιχειά, απειλητικές και προκλητικές πιθανότητες από τα αιωρούμενα φυτά. Χωρίς φυτά ο βράχος κάνει τον υπεράνθρωπο αναρριχητή να λειτουργεί σε μια ενότητα, σε μια γυμναστική επίδειξη, στον ευδαιμονισμό του ωκεάνιου συναισθήματος της πρώιμης παιδικής ηλικίας, πριν το κατόρθωμα της διαφοροποίησής του από τα αντικείμενα που τον περιτριγυρίζουν και τον περιβάλουν. Σε μια κανονιστική κοινωνία, λαθραίες μορφές βίας από κουρσάρους αναρριχητές σε μια γωνία της Πίνδου, σε ένα γεφύρι, μπορεί να αποτελέσει το [Στοιχείο δεύτερο ] (που θέτει και ο Φρόυντ): «Ο καθένας χρωστάει στη φύση έναν θάνατο και πρέπει να περιμένει να πληρώσει το τίμημα».


Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται στους άχαρους βράχους και τα γεφύρια. Θάνατος είναι οι λεροί και ασήμαντοι δρόμοι, μονοπάτια τροχισμένα σε βράχια από λαμπρά μεγάλα ονόματα ευεργετών. Ήλιοι θάνατοι μες στους θανάτους.
Οι εικαστικές παρεμβάσεις στην αριστερή πλευρά του ποταμού Μπασιώτη, στο ύψος του γεφυριού του Κόκκορου, νοηματοδοτούν τον πληκτικό ξεριζωμό της χλωρίδας του υψηλότατου βράχου, που μετατρέπεται σε όρθια αρένα και τον εφαλτήριο θάνατο ενός αιωνόβιου κισσού, ο οποίος, με το πρόσχημα του επεκτατικού του βίου, πριονίστηκε για την επιπόλαιη και συμβατική χαρά μιας ολύμπιας αναρρίχησης, γεμάτης με οφθαλμικούς πνιγμούς σε ορίζοντες που χάνουν την αλφαδιά τους, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη. Η τομή στον θεόρατο κισσό βάφτηκε κόκκινη, κόκκινα και τα πουλιά που αναβρύζουν. Το φυτό δεν έσβησε σαν ίσκιος ξεραμένος αλλά σέρνεται στο ανάγλυφο του βράχου, βαθιά μέσα στον χρόνο που πονάει.

Η Σπηλιά του Νταβέλη στο αριστερό κλίτος του ποταμού, δίπλα στο μονοπάτι.






Η σπείρα ρίζα προς το εσωτερικό της σπηλιάς και λεπτομέρειες από τα παραστεκούμενα πουλιά.

Αυτό το σημείο ξετύλιξε τις πρώτες γραμμές των καλλιτεχνών Enes Alimadhi, Ivi Sema, Rubin Kadiu, Armand Qoshka, Ernard Dyli, Elisabeta Dhiamandi, Anxela Pipero και Μαρία Φούκα, σε μια σπείρα ρίζα προς το εσωτερικό της παρακείμενης σπηλιάς, της Σπηλιάς του Νταβέλη, με άδοξο βάθος, φωτεινό πολύ, χωρίς πραγματικό σκοτάδι και σαν κραυγή να ξετυλίγεται μια φωνητική σπείρα μπαλάντας στους ποιητές, που άδοξοι είναι κι αυτοί. Κλαδιά «αραβουργημένα» από τη δύναμη του ποταμού προσαρμόστηκαν σε μια καμπυλότητα προς την πρασινωπή καρδιά της σπηλιάς, γεμάτα πουλιά τσιμεντένια του Χάρη Κοντοσφύρη, που στέκουν αλύγιστα και τεφρά στην τραγική απάτη δοσμένα. Η αντήχηση της μπαλάντας είναι μοιρολόι απερίγραπτο και εξιλεωτικό. Βάσις φρουράς είκοσι τρία πουλιά. «Υπάρχω» λες κι ύστερα «Δεν υπάρχεις». [Στοιχείο τρίτο]: Πάνω στο γεφύρι επισκέπτες, τουρίστες με μάτι αδειανό βλέπουν τον πέτρινο χιτώνα του βράχου, με βήμα τσακισμένο στο ίδιο εσωράχιο του γεφυριού, περπατούν ο καθένας μοναχός σαν Δον Κιχώτες.



Μανικετόκουμπα ολοστρόγγυλα φύλλα και πλέξεις σύνδεσης με το αιωνόβιο κισσό.


Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη των αρκάδων** που εκρέμασαν σημαία τους την Iδέα, άδολοι με δόλο όπως αποδείχτηκε, θα μάθετε στη συνέχεια (Έκτο στοιχείο). Εκεί στην ακρογωνιά του γεφυριού η Νάνση Παπαδοπούλου ξεπέρασε τον ίλιγγο του αναβιβασμένου τόξου, κατέβηκε τις αριστερές σκαλότρυπες και άρχισε να δένει, να πλέκει τα αυτοφυή χορτάρια της ρίζας της σπηλιάς με αχαλίνωτη ενέργεια, σε κύκλους ολύμπιους, για να δυσκολέψει το στεφάνωμα των αναρριχητάδων. Συνδέει την αντίστοιχη στερεότητα των ζωντανών ριζών των ζιζανίων φυτών με των νεκρών και άκληρων ριζών του κισσού και τα κάνει να μοιάζουν σαν δέσμη. Κάπως χρυσά, λεπτότατα στο μονοπάτι στέκονταν την επομένη όσα χόρτα από την πλέξη μαράθηκαν αλλά συνέχιζαν σφιχταγκαλιασμένα και ανεστραμμένα να βλέπουν τη σελήνη των 21 ημερών Ιουλίου, επετείου της ζωής και του θανάτου στην Ηπειρώτικη γη του «σεβάσμιου» ποιητή Κώστα Καρυωτάκη.

Το μονοπάτι πάνω στην ισοδομική δόμηση του τοιχίου, στα αριστερά του ποταμού, αντίθετο από τη φορά θα κουλουριάζονταν στην ακροποταμιά μέχρι το χωριό Κήποι. Ένας βράχος-πέπλο διανοίχτηκε σε μια πόρτα που τώρα χάσκει σε κενό ανένωτο με το υπόλοιπο. [Στοιχείο τέταρτο:] Αυτή η απότομη κενότητα με την βραχώδη θύρα είναι ανακοπή πορείας ξαφνικής όπως ο επιλεγόμενος θάνατος, ο ιεραρχημένος, ο προκαθορισμένος των ημερών της ζωής κάποιου όπως του ποιητή Καρυωτάκη.

Εκεί σωριασμένο, σχηματισμένο με βρύα, άφησε το ε-βρύο σώμα του ποιητή η νέα ποιήτρια και εικαστικός Μάγδα Χριστοπούλου. Ανασκευάστηκε με υπάρχοντα μαύρα βρύα των εκεί βράχων από τη Δέσποινα Λαζαρίδου και τον Χάρη Κοντοσφύρη στο πατρόν πράσινων βρύων της Χριστοπούλου. Όλοι από το εικαστικό συνεργείο, αποτελούμενο από τους: Enes Alimadhi, Ivi Sema, Rubin Kadiu, Armand Qoshka, Ernard Dyli, Elisabeta Dhiamandi, Anxela Pipero, Χάρη Κοντοσφύρη, Μαρία Φούκα, Δέσποινα Λαζαρίδου, Νάνση Παπαδοπούλου, και Ιορδάνα Μπανιτσιώτου συνάρμοσαν τις ενότητες σε μία. Ο φόβος του θανάτου είναι παράλογος, η ιδέα της ανυπαρξίας, γεννάει τον φόβο της εκμηδένισης, δίπλα στον ποταμό χρόνο. Η ομηρική κήτη του Μπασιώτη ποταμού λειτουργεί ως ενδοβολή στην ιδέα του Αχέροντα ποταμού, στην άλλη άκρη της Πίνδου Χώρας, στα αχαμνά του βουνού. Η διαχρονικότητα κυλά φανερώνοντας, ξεπλένοντας το διαρκές σώμα της ποίησης.

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ' αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.

(Υ.Γ.) Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι, αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης να δέσουν και μια πέτρα στο λαιμό τους. Όλη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου. Τελευταίο σημείωμα του ποιητή

Ο ποιητής
  Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Κι ήμουν το σκοτάδι. 

Και με είδε μια αχτίδα.

Για τον Κώστα Καρυωτάκη

Οι δρόμοι του ένας-ένας
απομεινάρια ταξιδιών
ξαναζεί
η γύμνια των κουρελιών του εμφανής
ανοίγει τα δάχτυλα
να πέσει η άλμη
πενία στους κροτάφους
αναβοσβήνει ο πόνος
τα μυτερά του χέρια μεγάλωσαν
κρύβει τα μάτια
αθόρυβος αλλάζει κορμί
από ντροπή
όχι γι’ αυτό που είναι
αλλά γι’ αυτό που είμαστε εμείς.

Μάγδα Χριστοπούλου
Φλώρινα, 29-07-2013

Όλα αυτά μπορούν να έρθουν σε φανερή αντίθεση με τους επιθυμούντες να σκοτώνουνε τον χρόνο. Αναρριχώμενος αναρριχάσαι το αφανέρωτο τοπίο των ουρανών, ένα υπαρξιακό τοπίο αγγέλων όπου οι οριζοντιότητες χάνονται διυλίζονται σε ασυνάρτητες στάσεις και πλεύσεις προς το παντού και πάντα…                                                     
                       Η Κούνια του Δον Κιχώτη στη θέση της καμπάνας
που προειδοποιούσε τους περαστικούς για την επικινδυνότητα της γέφυρας.


Δον Κιχώτες
Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Iδέα.
Kοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων,
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»
Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Zωή, του Oνείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανάσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.
Tους είδα πίσω να 'ρθουνε παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο.
Κ. Καρυωτάκης




                                         [Στοιχείο πέμπτο:] Δον Κιχώτης, σε κοντινό πλάνο
Ο Δον Κιχώτης αρχίζει να ανηφορίζει μια πλαγιά τόσο πλάγια που, άρχισε να χύνεται το νερό από το λαγήνι που είχε στο άλογό του. Όταν ίσιωσε ο δρόμος, διέσχισε ένα οροπέδιο. Έφτασε σε ένα χωριό που έκρυβε άλλα τόσα. Η πορεία του Δον Κιχώτη στο χωριό συνοδεύονταν από κινήσεις λατρευτικές. Οι γυναίκες θέλουν να τον αγγίξουν, ψιθυρίζουν το όνομά του, του προσφέρουν νερό, βαπτίζει στον ποταμό με το όνομά του. Στην είσοδο του στο επόμενο χωριό, οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα και όλοι ζητωκραυγάζουν. O Δον Κιχώτης σιωπηλός και ευθυτενής περιστοιχίζεται από χωρικούς με τις λαμπερές φορεσιές τους. Συντελείται μια μυσταγωγία και όλοι εκφράζουν τη λατρεία στον έφιππο άντρα. Είναι σαφές ότι επενδύουν επάνω του τις ελπίδες τους, ενώ παράλληλα η αγάπη τους ξεπερνά τα όρια της απλής υποδοχής. Εμφανίζεται δυνατός και ικανός να λατρευτεί απ’ αυτόν τον Κόσμο. Αμέσως μετά ο Δον Κιχώτης και οι σύντροφοι του δειπνούν, αναμασούν όλη την κακία, κάποια στιγμή τη χώνεψαν και πέσαν για ύπνο ακάθιστο. Σε ξένο ύπνο χειρονομείς και η αιώρα της μνήμης που ξάπλωσαν έσπασε και κύλησαν σε μαλακό χορτάρι και βρεγμένο. Αλλού τα κόκαλα αλλού τα μέταλλα. Ο Δον Κιχώτης άνοιξε τα μάτια του μέσα στην νύχτα και είδε τις πινέζες που συγκρατούν το μαύρο ουρανό. Την επομένη το πρωί περιέγραψε τα όνειρα στους κατοίκους και αποφάσισαν να στήσουν μια κούνια τέσσερις φορές το μπόι του, τρεις φορές το μπόι του αλόγου του από το χώμα. Δεν μπορούσε να βρεθεί κλαδί σ’ αυτά τα μήκη και τα ύψη μέχρι που σκεφτήκαν να πάνε στο παλιό γεφύρι στην βαθιά χαράδρα με τον παλιό ποταμό. Εκεί το χειμώνα ο ήχος του νερού είναι σαν να τραβάς την αλυσίδα, σα να το πνιγούν στη λεκάνη, τόση ορμή τόσο φόβο ανασύρει ο τόπος.

Έφτιαξαν την κούνια με ότι βρήκαν γύρω τους, σχοινιά δεν είχαν παρά μόνο κάτι κληματσίδες από τα γύρω φυτά. Ο Δον Κιχώτης έβγαλε την πανοπλία του, ανέβηκε όρθιος με τριμμένο σακάκι, τριμμένο χέρι, μασχάλες ξηλωμένες και την ώρα που θα απήγγειλε, δυο πούλια, ένας ατσάραντος και ένας λίαρος κάθισαν στο δεξί του χέρι τιτιβίζοντας και γέμισαν την χαράδρα χαρά πόνου. Ο ποιητής Δον Κιχώτης Γκάνας απαγγέλει δια των πουλιών: Προσφάτως τεχνητή βροχή / εσχάτως όξινη βροχή / προσεχώς κά-τά-κλύ-σμός. / Κατά ζεύγη τα ζώα / κατά μόνας τα φυτά / κατά κρημνού οι άνθρωποι - αγεληδόν. / Κατά μάνα κατά κύρη. // Τρέχουν τα δάκρυα βροχή. / Βροχή μου. / Βροχούλα μουσκεμένη («Βροχή ψιχαλιστή ποτιστική δαρτή»).



Τον ξύλινο Δον Κιχώτη κατασκεύασαν και ανάρτησαν από το κλειδί της γέφυρας κάτω από την κτητορική επιγραφή στη θέση της μικρής καμπάνας με το μεγάλο γλωσσίδι οι: Enes Alimadhi, Ivi Sema, Rubin Kadiu σε συνεργασία με τους Elisabeta Dhiamandi, Anxela Pipero, Χάρη Κοντοσφύρη, Δέσποινα Λαζαρίδου, Μαρία Φούκα, Νάνση Παπαδοπούλου, Ιορδάνα Μπανιτσιώτου. Στην κοίτη του ποταμού οι Enes Alimadhi, Ivi Sema, Rubin Kadiu, Ιορδάνα Μπανιτσιώτου, Μαρία Φούκα συνάρμοσαν τις βοτσαλωτές πέτρες κάτω από την κούνια, ώστε να αναγνωρίζεις μια κλεψύδρα. Μοναχικά φαντάσματα του μυαλού. Ποίος του νερού ομοίασεν; Ποιος Χρονομετρεί την μιαρότητα;



Συντέλεια θα λάμπουνε ψηλά τ’ αστέρια, τα μάτια των πουλιών και που και που η καύτρα ενός τσιγάρου.
Αφιερωμένο στον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη και στον Μιχάλη Γκανά που ενδύθηκαν τον Δον Κιχώτη στις περιπέτειες του, στο βουνό της Πίνδου. [Στοιχείο έκτο, ολισθηρό και αναπότρεπτο:] η κατακρήμνιση της Δον-Κιχωτικής κούνιας επανδρωμένη με τον ξυλόσωμο Δον Κιχώτη από αγνώστους, μέχρι τελικής άμοιρης εξαφάνισης του νοσταλγικού γλυπτού. Η εφημερία του ήταν ανάξια.
Κάποτε πέφτει η ψυχή, εκεί που το κορμί σκοντάφτει. Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά μένεις απ’ έξω ψιθυρίζει σε όλο τον Βίκο ο Μιχάλης Γκάνας.

21 Ιουλίου 2014 
- Παρουσίαση των εφήμερων εικαστικών εγκαταστάσεων στο Γεφύρι του Νούτσου ή Κόκκορου.
- 11.00 π.μ. (Σαν εκείνη την ημέρα του 1928 αυτοκτόνησε ο Κ. Καρυωτάκης στην Πρέβεζα) 
- 15.00 μ.μ. Γεφύρι του Κόκκορου, πρώτη κατακρήμνιση της κούνιας του Δον Κιχώτη από αγνώστους

22 Ιουλίου 2014 
- Πρωινή αποκατάσταση γλυπτού

25 Ιουλίου 2014
- Απόσυρση και εξαφάνιση (από άγνωστους) της κούνιας του Δον Κιχώτη, ως φλογερού ποιητή της φύσης.

Χάρης Κοντοσφύρης [κατά κρημνού οι άνθρωποι]
 Φλώρινα 30/07/2014


Βιβλιογραφία
- Θεόδωρος Κουτσουμπός, Έννοιες του Χρόνου, Εκδ. Γαβρηιλίδης, Αθήνα 2010
- Πέτρος Χαρτοκόλλης, Χρόνος και Αχρονικότητα, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006
- Γιώργος Ζιάκας, (κείμενα Χρυσάνθη Σωτηροπούλου), Ο Μέγας Αλέξανδρος σε κοντινό πλάνο, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995
- Arjun Appadurai, Νεωτερικότητα χωρίς σύνορα, Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014
- George Bataille, Ο νεκρός Εκδ. Άγρα, Αθήνα 1996
- Franciw Haskell, Η ιστορία και οι εικόνες της, Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2012
- Henri Bergson, ‘Ύλη και μνήμη, Εκδ. Ροές, Αθήνα 2013
- Τάσος Τσακίρογλου, Πρόσωπα και απομαγεύσεις, Εκδ. Οκτώ, Αθήνα 2014
- Δημήτρη Δασκαλόπουλος, Ελληνικά Καβαφογενή ποιήματα, Εκδ. Πανεπιστήμιο Πατρών 2013
- Αθηνά Γεωργαντά, Τα Θαυμάσια Νερά / Ανδρέας Κάλβος, Εκδ. Ερμής, Αθήνα 2011
- Ελένη Βαρίκα, Οι απόβλητοι του Κόσμου / Μορφές του Παρία, Εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2013
- Πέτρινα τοξωτά γεφύρια, Μακρινίτσα Πηλίου 2007
- Αργύρης Π. Πετρονώτης, Τα πέτρινα Γεφύρια στην Ελλάδα, Κόνιτσα 2001
- Άπαντα Κώστα Καρυωτάκη
- Άπαντα Μιχάλη Γκάνα, Εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2014

Υ.Γ  Όλες οι πλάγιες στοιχίσεις αναφέρονται σε στίχους των ποιητών Κ. Καρυωτάκη και Μ. Γκανά.
Κινσέρας: όνομα του κισσού στα Κερκυραϊκά
** αρκάδων: Όρθιοι προστατευτικοί λίθοι στην άκρη της γέφυρας 


ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΝΟΥΤΣΟΥ Ή ΚΟΚΚΟΡΟΥ
Το γεφύρι του Νούτσου ή του Κόκκορου
(φωτ.: Θοδωρής Κλιάφας)
Φεύγουμε τώρα από το Δίλοφο. Μόλις βγούμε στον κεντρικό δρόμο στρίβουμε αριστερά. Θα κάνουμε από κει ακόμη 2,5 χλμ. και θα κάνουμε μια στάση. Όλοι σταματούν εκεί! Ειδικά δε αν είναι και κανένα εορταστικό τριήμερο, το στριμωξίδι δεν το γλιτώνεις. Στα δεξιά μας βρίσκεται το πιο πολυφωτογραφημένο από όλα τα πέτρινα παραδοσιακά γεφύρια του Ζαγορίου: πρόκειται για το γεφύρι του Νούτσου ή του Κόκκορου. Απέχει μόνο 30μ. από την άσφαλτο και η πρόσβαση σ' αυτό είναι πανεύκολη. Διατηρείται σε άψογη κατάσταση, είναι μονότοξο, έχει συνολικό μήκος 24 μ. και ύψος 13 μ. Από κάτω κυλάει το Μπαγιώτικο ρέμα. Χτίστηκε το 1750 από τον Νούτσο Κοντοδήμο, που καταγόταν από το Βραδέτο. Λέγεται όμως και του Κόκκορου, διότι παλαιότερα δίπλα στο γεφύρι λειτουργούσε ένας νερόμυλος, του οποίου ιδιοκτήτης ήταν ο Γιαννάκης Κόκκορος από το Κουκούλι. Κοιτάζοντας από το δρόμο προς το γεφύρι θα παρατηρήσουμε στα αριστερά μας έναν τεράστιο βράχο, στον οποίο πολύ συχνά σκαρφαλώνουν με σχοινιά όσοι αγαπούν την αναρρίχηση. Να πούμε, τέλος, ότι, στο γεφύρι αυτό πριν μερικά χρόνια έγιναν γυρίσματα για τηλεοπτικό σποτ που διαφήμιζε ένα μοντέλο γνωστής γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας.

πληροφορίες για το καμπανάκι στο κέντρο του τόξου εδώ στην σελίδσ 244 και για το γεφύρι κόκορου σελ 241 (Αργύρης Πετρονώτης- πέτρινα γεφύρια στην Ελλάδα ) Επίσης Πέτρινα τοξωτά γεφύρια  με ορολογία εδώ




Αναρτήσεις που συνδέονται με την Animart  2014: 1, 2, 3, 4,5,6, 7, 8,9,10




                                                                   


     Ματιές για να περιεργαστείτε και να περιπλανηθείτε:





























                            

                                                 



































































































































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου