Πώς, γιατί και με ποιον τρόπο επεμβαίνουμε πάνω σε ένα κτίριο ενός σπουδαίου Ελληνα αρχιτέκτονα; Είναι όλα αποδεκτά; Υπάρχουν ορισμένα «πρέπει» που οφείλουμε άραγε να σεβαστούμε;
Του Τάση Παπαϊωάννου*
Οταν ταξιδεύεις σε χώρες της Ευρώπης, αλλά και στην Αμερική, διαπιστώνεις τον ιδιαίτερο σεβασμό και τη σημασία που δίνουν οι άνθρωποι, αλλά και οι αρχές των χωρών αυτών στη σύγχρονη αρχιτεκτονική κληρονομιά τους. Εργα σημαντικών αρχιτεκτόνων του μοντέρνου κινήματος έχουν κριθεί σχεδόν στο σύνολό τους διατηρητέα, ενώ πολλά από αυτά λειτουργούν σήμερα ως μουσεία που τα επισκέπτονται χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο.
Κι αν όλα αυτά συμβαίνουν στο εξωτερικό, τι γίνεται στη χώρα μας; Ακριβώς το αντίθετο! Καμία μέριμνα για την προστασία και τη διατήρηση εμβληματικών κτιρίων-σταθμών της πρόσφατης ιστορίας μας. Σημαντικά κτίρια βεβηλώνονται, καταστρέφονται, κατεδαφίζονται ανερυθρίαστα. Τι κι αν αποτελούν -στην κυριολεξία- διαμάντια του κτιριακού πολιτισμού της χώρας μας, αφήνονται στη μοίρα τους, δεν ενδιαφέρουν κανένα, δεν απασχολούν κυβερνήσεις, υπουργούς, φορείς… Τίποτα!
Τρανταχτό παράδειγμα τα κτίρια του οραματιστή και πρωτοπόρου αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου. Σήμερα δεν έχει μείνει αλώβητο σχεδόν κανένα κτίριο αυτού του ταλαντούχου δημιουργού. Αλλα κατεδαφίστηκαν και άλλα κακοποιήθηκαν βάναυσα. Ισως όμως το πιο γνωστό και παρεξηγημένο κτίριο του κορυφαίου και τραγικού αρχιτέκτονα είναι το κτίριο Φιξ στη λεωφόρο Συγγρού. Πριν από χρόνια φοιτητές και καθηγητές της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ είχαν κινητοποιηθεί, μαζί με πλήθος αρχιτεκτόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό, για τη σωτηρία του κτιρίου που αποτελούσε χαρακτηριστικό δείγμα της μοντέρνας εργοστασιακής αρχιτεκτονικής. Παρ’ όλες τις κινητοποιήσεις, τις διεθνείς διαμαρτυρίες, τις «δεσμεύσεις» υπουργών της κυβέρνησης ότι θα επανέλθει στην αρχική του κατάσταση, το κτίριο τεμαχίστηκε και παρέμενε για χρόνια ένα εγκαταλειμμένο κουφάρι της άλλοτε κραταιάς ζυθοποιίας. Οι παλιότεροι θα θυμούνται τη χαρακτηριστική μυρωδιά όταν περπάταγες στο πεζοδρόμιο, αλλά και τους όμορφους χάλκινους βραστήρες που έβλεπες μέσα από τις μεγάλες τζαμαρίες του ισογείου, μια βιτρίνα των χώρων παραγωγής προς τον δημόσιο χώρο της πόλης.
Ο Ζενέτος σε αυτό –όπως και στα άλλα κτίριά του– οραματίστηκε ρηξικέλευθους τρόπους κατασκευής για την εποχή του, όπως τα κρεμαστά προκατασκευασμένα στοιχεία που θα έντυναν τις δύο χαρακτηριστικές όψεις του εργοστασίου με τους μεγάλους γραμμικούς φεγγίτες, κάτι όμως που για τις τεχνολογικές δυνατότητες εκείνης της εποχής φαινόταν εξαιρετικά δύσκολο. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και με συμβατικές μεθόδους κατάφερε με το γκρι πελεκημένο αρτιφισιέλ και τις μικρές σκοτίες (οριζόντιες και κατακόρυφες) να δώσει την έκφραση που επιθυμούσε για το κτίριο. Διαφορετικής λογικής και πιο απλές ήταν οι δύο άλλες όψεις. «Πάντα με απασχολούσε το πρόβλημα πώς να σπάσω τον κύβο-κουτί, με τρόπους που να είναι λειτουργικοί και να μην έχουν στόχο-βάση τη μορφολογία» έγραφε ο Ζενέτος και πρότεινε «αντί η όψη να είναι ένα επίπεδο απολίθωμα έγινε τρισδιάστατη και μεταβλητή»(1). Ενα κτίριο-μάθημα αρχιτεκτονικής τόσο όσον αφορά το εξωτερικό κέλυφός του όσο και τους εσωτερικούς χώρους του, με εξαιρετικές οικοδομικές λεπτομέρειες να κοσμούν κάθε σημείο του.
Για χρόνια αντικρίζαμε το ακρωτηριασμένο κτίριο και την ανοιχτή τομή του -προς την Αθήνα- με το κλιμακοστάσιο, τα δοκάρια, τις πλάκες, να στέκουν ανολοκλήρωτες περιμένοντας ίσως κάποια στιγμή να συμπληρωθούν ξανά από το άλλο μισό-κατεδαφισμένο κτίριο, κάτι φυσικά που δεν έγινε ποτέ. Σήμερα, μετά από πολυετείς καθυστερήσεις, ολοκληρώνεται επιτέλους η μετασκευή του, που πρόκειται να στεγάσει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης – απολύτως απαραίτητο για την Αθήνα. Να στεγάσει, δηλαδή, και μέρος της σύγχρονης αρχιτεκτονικής ιστορίας της χώρας μας, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας είναι και αυτό το ίδιο!
Τα τελευταία χρόνια ήταν ντυμένο με λινάτσες και πρόσφατα αποκαλύφθηκαν οι όψεις του. Ομως με έκπληξη όλοι είδαμε ότι, ενώ οι δύο όψεις διατηρήθηκαν με σεβασμό προς τη φυσιογνωμία του κτιρίου, δεν έγινε το ίδιο και για τις άλλες δύο, ιδίως εκείνη προς την Καλλιρρόης, η οποία επενδύθηκε με κομμάτια κρεμαστού πωρόλιθου με πολύ αδρές επιφάνειες(2), στατικές και βαριές, πολύ μακριά από αυτό που πρέσβευε η αρχιτεκτονική του Ζενέτου και διέτρεχε όλο το έργο του, δηλαδή μορφές ανάλαφρες, ευέλικτες, διαρκώς μεταβαλλόμενες, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες (της παραγωγής, της κατοίκησης, της εκπαίδευσης). Η άλλη πλευρά μιμείται άτεχνα την όψη προς τη Συγγρού και παρουσιάζει το κτίριο να ολοκληρώνεται εκεί, σαν να μην αποτελεί το μισό ενός γραμμικού και δυναμικού κτιρίου. Κι όμως, τι ωραίο θα ήταν αν έμενε (μετά από απλή επισκευή) η τομή του κτιρίου ανέπαφη να θυμίζει ότι το κτίριο αυτό δεν «τέλειωνε» εκεί, ότι συνεχιζόταν. Μια ίσως τιμητική αναφορά στον μεγάλο δημιουργό του. Κρίμα!
Ξανάρχονται στον νου μου κάποιες σκέψεις που είχα διατυπώσει παλιότερα σχετικά με την επανάχρηση υπαρχόντων βιομηχανικών κελυφών: «Είναι μία νέα δημιουργία που πρόκειται να ενταχθεί μέσα σε μια παλιότερη, που υπήρξε στο παρελθόν και δικαιώθηκε από τον χρόνο. Εδώ υπάρχει κάτι ξεχωριστό. Μια κρυφή “συνομιλία”, μια ιδιότυπη, φανταστική “συνεργασία” με τον αρχιτέκτονα του χτες, που βέβαια απουσιάζει ως βιολογική οντότητα, αλλά είναι παρών και μάλιστα έντονα μέσω του έργου του. Δεν μπορεί, δηλαδή, να δουλέψεις, για παράδειγμα, μέσα στου ΦΙΞ και να μη “ρωτήσεις”, να μη “συμβουλευτείς” τον Ζενέτο! Θα είναι πάντα εκεί, δίπλα σου, να κοιτάει την κάθε σου γραμμή και θα σε συνοδεύει πάντοτε η αγωνία αν θα συμφωνήσει τελικά με το σχέδιό σου. Αυτή η υποθετική κριτική του, δηλαδή μ’ άλλα λόγια η δική σου αυτοκριτική, είναι επιβεβλημένη και αναπότρεπτη» (3).
Αλήθεια λοιπόν πώς αντιμετωπίζουμε σήμερα στον τόπο μας τη μοντέρνα αρχιτεκτονική κληρονομιά; Τι σημαίνει διατηρώ ένα κτίριο ως μνήμη μιας αρχιτεκτονικής του παρελθόντος; Πώς, γιατί και με ποιον τρόπο επεμβαίνουμε ως σύγχρονοι αρχιτέκτονες πάνω σε ένα κτίριο ενός σπουδαίου Ελληνα αρχιτέκτονα; Είναι όλα αποδεκτά, υπάρχουν ορισμένα «πρέπει» που οφείλουμε άραγε να σεβαστούμε; Ερωτήματα ανοιχτά που περιμένουν την απάντησή τους όχι τώρα ίσως, αλλά μετά από καιρό. Απαντήσεις που θα πιστοποιούν και τη στάθμη του πολιτιστικού μας παρόντος.
………………………………………………………………………………………………….
1. Τ. Χ. Ζενέτος 1926-1977, εκδ. Αρχιτεκτονικών Θεμάτων 1978, σελ. 7.
2. «Η όψη προσπαθεί να ανασυστήσει κάπως το φυσικό περιβάλλον καλύπτοντάς την με φυσικούς λίθους και με μια λεπτή υδάτινη κουρτίνα που θα υπενθυμίζει στους περαστικούς την πορεία του Ιλισού», Β. Στυλιανίδης (μέλος αρχιτεκτονικής ομάδας μελέτης), εφημ. «Athens Voice» 25-4-2012.
3. T. Παπαϊωάννου, «Η Αρχιτεκτονική και η Πόλη», εκδ. Καστανιώτη, 2008, σελ. 49.
……………………………………………………………………………………………
* Αρχιτέκτονας-καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου