Xάρης Κοντοσφύρης: «Νέο Ερείπιο-Δρώντας στον Χαμένο χώρο»
Το ερείπιο είναι ένας παραμελημένος τόπος με αφανή την ανθρώπινη παρουσία μας λέει ο Χάρης Κοντοσφύρης, που έχει συνδημιουργήσει μία εγκατάσταση μαζί με μια ομάδα εικαστικών στην γκαλερί Ζουμπουλάκη (διάρκεια έκθεσης 20/2-15/3). Εξετάζοντας τον χώρο και τον χρόνο ο Κοντοσφύρης δίνει μία ιστορική διάσταση με πολιτικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις για τα σύγχρονα ερείπια και τον χαμένο χώρο.
Συνέντευξη:Άρτεμις Καρδουλάκη
-Ποια είναι η σημασία της έκθεσης στην γκαλερί Ζουμπουλάκη σε σχέση με τη σύγχρονη πραγματικότητα;
Τον Νοέμβριο εξερευνήσαμε τον χαμένο χώρο στην γκαλερί Λόλα Νικολάου και αφού μάθαμε αρκετά από αυτόν τον χαμένο χώρο, στην γκαλερί της Δάφνης Ζουμπουλάκη θα δράσουμε στον «εξερευνηθέντα» χώρο.
Ο εικοστός αιώνας, ήταν ο αιώνας της ταχύτητας και του ακριβούς διανυσματικού χρόνου. Ο αφηρημένος χρόνος γίνεται συγκεκριμένος και παύει να είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μας. Ο χρόνος κατέληξε να είναι ένα εργαλείο της εξουσίας. Ο χρόνος χρησιμοποιείται συχνά ως μέσο χειραγώγησης της καθημερινότητας. Ο χώρος έπαψε να έχει το ενδιαφέρον που είχε κάποτε. Ο χώρος έπαψε να έχει έκταση, επιφάνεια, καθώς επίσης και το δικαίωμα να καταλαμβάνει έναν συγκεκριμένο όγκο. Αναφερόμαστε στη διάσταση, στο εμβαδόν και στον όγκο. Η σημερινή συνθήκη του χώρου είναι κάθετη, π.χ. η διαρρύθμιση και ο τρόπος οικοδόμησης μιας πολυκατοικίας. Στα τελευταία εξήντα χρόνια, ο χώρος υπήρξε το μόνο τεκμήριο του χωροχρόνου.
Με την έκθεση αυτή, επαναδιαπραγματεύομαι τον βηματισμό μας τη στιγμή που σταματάμε για να ακούσουμε κάτι, καθώς και τη στιγμή που ξεκινάμε για να πλησιάσουμε κάτι και να το παρατηρήσουμε. Ο χώρος στην πραγματικότητα δεν έχει περπατηθεί όσο του αξίζει. Όλοι προσπαθούν να περπατήσουν στις πόλεις, να προσαρμόσουν τον δημόσιο βηματισμό τους στον βηματισμό που παρατηρείται στις πορείες των συλλαλητηρίων, σε αντίθεση με τον στρατιωτικό βηματισμό που γέμιζε τις πόλεις με παρελάσεις μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι άνθρωποι περπατούν για να καλύψουν τον χώρο που έχασαν. Οι ηττημένες λαϊκές μάζες πρέπει να περπατήσουν για να καλύψουν το χαμένο έδαφος ή να κρυφτούν στα εναπομείναντα ερείπια και έτσι να ανακαλύψουν την κάλυψη του εδάφους από τα φυτά. Στα ερείπια συνειδητοποιείς πόσο λάθος είναι η επινόηση της ιδιοκτησίας, γιατί το ερείπιο μοιάζει να είναι δημόσιο θέαμα. Η έκθεση προσπαθεί να σε πείσει ότι εσύ ανήκεις στο «χώρο» και όχι αυτός σε ‘σένα. Η εξερεύνηση του χαμένου χώρου, του χαμένου εδάφους, έχει να κάνει και με το κάλεσμα της επιστροφής στα πατρογονικά εδάφη μετά από τόσα χρόνια ξενιτιάς, η οποία ήταν μια άκυρη και άστοχη εδαφική διείσδυση.
-Πώς κατέληξες στη συνεργασία με τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες; Το έργο στην γκαλερί είναι δικό σου ή της συγκεκριμένης ομάδας; Απ’ όσα γνωρίζω έχεις ξανασυνεργαστεί για την παραγωγή εικαστικού έργου. Είναι μία διαδικασία που σε εκφράζει;
Η έκθεση ολοκληρώθηκε με την συμμετοχή των γλυπτών Μανόλη Ρωμαντζή, Χρήστου Τσώτσου και των εικαστικών Νικόλα Καρναμπατίδη- ηχητική εγκατάσταση, Αργύρη Ρήμου-Αρχιτεκτονικά πρότυπα, Γιώργου Πανταζή- Ζωγραφική σύμπραξη. Φωτογραφικό σχόλιο πρόσκλησης Σοφίας Αντωνακάκη.
Το «Νέο Ερείπιο» είναι μια εικαστική εγκατάσταση, που προτείνει τους εναπομείναντες χώρους ως μια αισιόδοξη ανασύνταξη του παραμελημένου ανθρώπινου χώρου. Τετρακόσια πουλιά εύλαλα γεμίζουν τον χώρο, ενθαρρύνουν τη συνάθροιση, τη συναγωγή και αποτελούν κάλεσμα για περισσότερη συνεργασία. Δεν μπορούμε να απευθύνουμε στους άλλους κάλεσμα για συνεργασία χωρίς εμείς να δίνουμε το καλό παράδειγμα. Έτσι για την υλοποίηση της εγκατάστασης, μαζί με πέντε καλλιτέχνες, τη συνδιαμορφώνουμε παραδειγματικά.
Ο Μανόλης Ρωμαντζής, με τα εξαίρετα μικρο-γλυπτά του ανασκάπτει στο φως του παρόντος, ειδώλια καθημερινών ανθρώπων, μικρά αναθήματα ελληνικής άνθρωπο-φυσιογνωμίας, ανθρώπων που έζησαν στον γεωγραφικό χώρο της ηπειρώτικης γης, την οποία καταβρέχουν οι θάλασσες της ανατολικής Μεσογείου.
Ένας από αυτούς, ο Νίκος Καρούζος, ο Έλληνας ποιητής που παρίσταται στην εγκατάσταση, συμπράττει στην εξέγερση μιας πρόωρης και ελπιδοφόρας άνοιξης, παραμυθιασμένης για μια δικαιότερη ζωή των εκμηδενισμένων, που αναδεικνύεται στη φυσιογνωμική γλυπτική παρέμβαση του Χρήστου Τσώτσου.
Ο εικαστικός Αργύρης Ρήμος, μέσα από τοπία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, αναγεννά αρχιτεκτονικά πρότυπα και ανασυστήνει τόπους εξορίας.
Ήχοι από ακουστικές αναμνήσεις και εικόνες, παρεισφρέουν σε όλον το χώρο και βοηθούν τον θεατή να απολαύσει επάλληλες διαδρομές του παρελθόντος, ακολουθώντας την ηχητική εγκατάσταση του εικαστικού Νικόλα Καρναμπατίδη.
Εκεί που οι εικόνες-αναμνήσεις τελειώνουν, αρχίζει η αίσθηση ότι το ερείπιο είναι η τελευταία αντίσταση στην ικανότητα της ύλης να ανακυκλώνει τα πάντα σε οργανικότητες. Στη ζωγραφική σύμπραξη του Χάρη Κοντοσφύρη με τον Γιώργο Πανταζή, μπονσάι νανικής υποστάσης ζουν ως παιδιά σε γλάστρες. Στην έκθεση αναδύονται και πλημμυρίζουν τον χώρο πουλιά, σκυλιά ως εναπομείναντες φύλακες εγκαταλελειμμένων σπιτιών, ο Νίκος Καρούζος συγκλονισμένος προσπαθεί να σταθεί όρθιος, ένα νησί αυτοεξόριστων που ανασκευάζουν εγκαταλελειμμένα αρχιτεκτονικά πρότυπα σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής σε μια Νεα -Μακρόνησο, οι κυρίες που καθάριζαν τούβλα ερειπίων στην κατεστραμμένη πολεμική Γερμανία. Όλα αυτά αποτελούν το σύνολο μιας εικαστικής εμπειρίας και αληθινής συνεργατικότητας. Παίζω λίγο το ρόλο του σκηνοθέτη αλλά χωρίς παρεμβάσεις, ώστε να προκύψει ένα συν-έργο γεμάτο συν-αίσθημα και ποιητική διάθεση: γεμάτος μόχθο κι όμως ποιητικά, ο άνθρωπος κατοικεί τούτη τη γη (στίχος του Holderlin).
-Στην γκαλερί της Λόλας Νικολάου στη Θεσσαλονίκη παρουσίασες μία έκθεση με τον τίτλο «Ερείπιο-Εξερευνώντας τον χαμένο χώρο». Τώρα μιλάς για Νέο Ερείπιο και το εξερευνώντας έχει γίνει δρώντας. Ανάλυσε τι σε οδήγησε σ’ αυτές τις αλλαγές. Περιέγραψε μου μορφολογικά το έργο:
Στην εικαστική μου εγκατάσταση, χρησιμοποιώ 600 ωδικά πουλιά. Ήθελα να φτιάξω μια ωδή στην αναξιοπρέπεια. Αναρωτιέμαι τι επακολουθεί την κατάρρευση ενός ερειπίου και πού καταλήγει ο φαύλος κύκλος της δημιουργίας μιας κατοικίας. Στα Ερείπια, βλέπεις και αγγίζεις το περιεχόμενο της ιστορίας. Συλλαμβάνεις τη μεταφυσική αλήθεια του ιστορικού χρόνου και τον ζεις με αισθητηριακό και φυσικό τρόπο. Οι εξόριστοι στη Μακρόνησο έπρεπε να δημιουργούν Παρθενώνες αντίγραφα αρχαίων ναών, σαν αυτόν, απέναντι από το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
Ο Χαμένος χώρος αυτοπροσδιορίζεται ως χαμένος, ως κάτι που χάθηκε, ως απολεσθείς, ένας χαμένος τόπος, ένας ξεριζωμένος τόπος, ένα τοπίο χωρίς ανθρώπινη παρουσία.
Είναι ένας νεκρός χώρος που μπορεί να είναι και ένας τόπος νεκρών. Ο Μεξικανός συγγραφέας Χουάν Ρούλφο υποστηρίζει ότι οι νεκροί δεν έχουν χώρο και χρόνο. Δεν κινούνται ούτε μέσα στο χρόνο, ούτε μέσα στο χώρο. Αν αυτό γίνει και βρεθείς σε ένα χαμένο χώρο, που θεωρείται ανώνυμης ιδιοκτησίας και μπορεί ν’ ανήκει στον οποιονδήποτε, τότε ενσωματώνεις τον χαμένο χώρο στην κρυφή προσωπική σου ιστορία και εξευγενίζεις τη διεκδίκηση με αναγωγές σε γενεαλογικούς δεσμούς. Ο Χαμένος Χώρος είναι ένας χώρος ελεύθερος προς χρήση, τέτοιοι χώροι που φιλοξενούν τα ερείπια μοιάζουν με μικρογραφίες τόπων.
Νέα Ερείπια: είναι ερειπωμένοι χώροι του πρόσφατου παρελθόντος. Το Νέο Ερείπιο αποτελεί ένα εικαστικό έργο που ανοίγει μια συζήτηση για το πρόβλημα του τρόπου με τον οποίο ένας χώρος γίνεται ακατοίκητος ως αποτέλεσμα αδιαφορίας ή απροσεξίας για τη σημασία που δεν πρόλαβε να αποκτήσει μια κατοικία μέσα στην εποχή της. Το «Ερείπιο», η έκθεση της Θεσσαλονίκης στην Γκαλερί της Λόλας Νικολάου, με το ουτοπικό αντίκτυπο του χώρου, όφειλε να αποξενώσει και να αποστασιοποιήσει το κοινό. Όμως δεν το κατάφερε γιατί μετατράπηκε σε ελκυστική συμβολική εκδοχή του αυτισμού που προκαλεί ο καταναλωτισμός. Μετατράπηκε σε καρτ-ποστάλ της καταρρέουσας υπόσχεσης για τη δανειοληπτούσα ευημερία πολλών, να αποκτήσουν στέγη που θα εγκαταλείψουν χρεωμένη, απλήρωτη και ανεκπλήρωτη.
Το «Ερείπιο», είναι μια εικαστική εγκατάσταση που προτείνει τον ερειπιώνα χώρο ως μια ανασύνταξη του παραμελημένου ανθρώπινου χώρου, του τρόπου που συνδιαμορφώνονται οι κοινωνίες για την οργάνωση των σχέσεων με το άλλο και το ίδιο. Οποιαδήποτε κοινωνική μορφή είναι επίσης χωρική μορφή, που αναπτυγμένη σε ενότητες ενός ορισμένου κοινωνικού υλικού, αναπτύσσεται εκεί που ο χώρος γίνεται φορέας του άλλου.
Ως δράστες, προτείνονται εκατοντάδες πουλιά με τις εύηχες φωνές τους να εισχωρούν και να οργανώνουν μια πραγματολογική αφήγηση για τον ανοχύρωτο ρηγματώδη χώρο της ιστορίας των εξεγέρσεων, των συλλαλητηρίων και της συνάθροισης ανθρώπων ακόμα και της πρωτογενούς κοινωνικής οντότητας, που είναι η οικογένεια.
Οι θεατές βηματίζουν μέσα σε ένα ερείπιο στον προθάλαμο της γκαλερί Ζουμπουλάκη, συναντώντας ένα μεταλλικό πλέγμα που τους προκαλεί αμηχανία. Πολλά πουλιά στέκονται στα ρομβοειδή κενά αμέριμνα και την ίδια στιγμή προσκρούει στο πλέγμα μια ανήσυχη μορφή. Πρόκειται για τον ποιητή Νίκο Καρούζο που συγκλονισμένος κλυδωνίζεται προσπαθώντας να κρατήσει την «ηρεμία των δευτερολέπτων». Ένα κοπάδι σκύλων ακούει τους ήχους των πουλιών. Ο χώρος είναι γεμάτος ακατάστατα κλαδιά που έχουν εισχωρήσει στον χώρο και ανασυστήνουν το νέο ερείπιο, την ανάμνηση ολοκλήρου του χώρου, των διαστάσεων αυτού του κόσμου, κυρίως σε μορφολογικές, λειτουργικές, συμβαντολογικές, εδαφικές, χωρικές αλληλεπιδράσεις που κάνουν ορατό το αόρατο.
Ο πρωταρχικός χώρος έχει διαπεραστεί από το ερείπιο και αυτό το χρονικό ξεφλούδισμα σε βοηθάει να αντιληφθείς τις ενδιάμεσες χωρικότητες ως κατώφλια ανάμεσα σε χώρους που εσωκλείουν και σε χώρους που αποκλείουν. Ο αποκλεισμός και η υπερέκθεση των ερειπίων διαμορφώνουν μια γεωγραφία που το εγώ αισθάνεται αμήχανο και μη αναπαραστάσιμο. Το ερείπιο προμηνύει την κατακρήμνιση του εγώ. Η αναπαράσταση του εγώ από το εγώ, ρυθμίζεται από την αναπαράσταση του εγώ από τους άλλους, πολύ περισσότερο όταν ο άλλος είναι μάρτυρας της κατεδάφισης. Στον χώρο απλώνεται μια μακρόστενη νήσος που θυμίζει τη Μακρόνησο. Πάνω της ανοικοδομήθηκαν δύο κτίρια των αρχιτεκτόνων Πικιώνη και Κωνσταντινίδη από αυτοεξόριστους που ενστερνίζονται την απολεσθείσα νέα ελληνική αρχιτεκτονική. Αναλογιστείτε ότι ακόμα και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ανοικοδομείται στα ερείπια του κτιρίου Φιξ του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου. Γυναίκες που τρίβουν τούβλα, παιδιά που κουβαλάνε τούβλα, μπονσάι, φυτά των οποίων οι ρίζες έχουν κακοποιηθεί για να κατοικήσουν βολικά μια μικρή γλάστρα, θα είναι τα ζωγραφικά έργα που θα απεικονίζουν τα προαναφερθέντα. Η ανάγκη να κατοικήσεις με ασφάλεια εγγυημένη μια τεχνητή σπήλια που είναι η σύγχρονη κατοικία έσπειρε την ''απέλπιδα" κρίση που ζούμε.
-Έχει το τσιμέντο ως υλικό κάποια θέση σ’ αυτό το έργο, μιας και πάντα το χρησιμοποιείς στη γλυπτική σου δουλειά;
Η συνεπαρμένη προσοχή μου στο τσιμέντο αποτελεί απλά την υλική μου συνείδηση. Υλική συνείδηση είναι η συναίσθηση που έχουμε για τα πράγματα ανεξάρτητη από τα ίδια τα πράγματα. Το τσιμέντο είναι μια αρχέγονη ανακάλυψη να κατασκευάζεις τεχνητούς λίθους. Σκεφτείτε τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας. Χωρίς εκείνες τις πρότυπες κατασκευές τσιμέντου δεν θα είχαν γίνει, όπως το Κολοσσαίο και αλλά πολλά. Χρησιμοποιώ το τσιμέντο θέλοντας να διατυπώσω μια απλή πρόταση γι’ αυτή την εμπλεκόμενη υλική συνείδηση: ενδιαφερόμαστε πολύ για τα πράγματα που μπορούμε να μεταμορφώσουμε, μετασχηματίσουμε σε παρουσία, σε υποστασιακή πραγματικότητα. Αυτό το καταφέρνω με το τσιμέντο που είναι ένα υλικό πανάρχαιο – σύγχρονο και προκατειλημμένο για την ασχήμια του από την ανάρμοστη χρήση του. Μια ιδιότητα του τσιμέντου, η σταθερή του ικανότητα να εμπλέκει, να παγιδεύει μέσα του άλλα υλικά, είναι μια από τις χρήσεις που ερευνώ, όπως και την υλοποίηση κατασκευών με πορώδεις μεμβράνες, τις τσιμεντογραφίες ή τις τσιμεντοτυπίες του 2012, με σταθερή την υποστήριξη της Δήμητρας Σιατερλή. Τέλος πάντων, το τσιμέντο το έχω χρησιμοποιήσει σαν μελάνι για τη ροή του, σαν Αρχιτεκτονικό ακρωτηριασμό για την ευθραστότητά του, σαν πολεοδομικό μηχανισμό, σαν ζωντανή άκρη σε μορφές που εμψυχώνονται. Είναι ένα υλικό που απευθύνεται στην αλήθεια, η οποία πραγματικά εμψυχώνει τα αντικείμενα. Ο γύψος δεν τα καταφέρνει σε αυτό, για αυτό σας υπόσχομαι υπέροχες κατακρύψεις στα λασπώδη σπλάχνα του τσιμέντου. Η εντοίχιση που προκαλεί το τσιμέντο βοηθά πολύ στην ανάπτυξη όλων των πτυχών του έργου Νέο Ερείπιο. Το τσιμέντο βοηθά τον θεατή να σκεφτεί την αποτελεσματικότητα της κατοικίας που γίνεται σταθερά ερείπιο, αναδεικνύει τις αντιφάσεις μιας τεχνητής φύσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου