ΨΥΧΗ ΑΝΩΘΕΝ
Το παιδί βαδίζει συνεχώς εκεί που οι ζωντανοί σώπασαν για
πάντα. Κοιτά τις σκηνές που χάνονται. Με τη φάτνη των Χριστουγέννων, του μοιάζει
το τοπίο. Έβδομη μέρα και ακόμα επιμένει
να έρχεται. Κοίτα τις τρύπες στα τζάμια, στα κορμιά, στους τοίχους.
Κάλυκες παντού. Ξεραμένα αίματα και αποκομμένα μέλη χορταίνουν το βλέμμα του.
Δεν γνωρίζει τα σχέδια των τρελλών για τον κόσμο, για αυτό δεν φοβάται. Περνάει
το χέρι του μέσα από ένα διαμπερές τραύμα σε κορμί στρατιώτη. Διώχνει τις μύγες
που βρήκαν εστία και αφήνει ευλαβικά προσφάι το μήλο του. Σηκώνει το βλέμμα
άνωθεν και στέλνει μια προσευχή. Κυριακή του ασώτου σήμερα και βιάζεται να
καλωσορίσει τον αδελφό του. Σκύβει και γεμίζει τις χούφτες με κάλυκες, άλικο το
χρώμα έβαψε τις τσέπες του. Δεν θέλει να πάει να τον βρει χωρίς δώρα. Και εκείνος σαν έφυγε, πήρε μαζί του τα δώρα. Προχωράει μόνο,
μέσα από ένα δάσος από λόγχες, κάτι ανάμεσα από θάνατο, ομορφιά και θύμησες γεμίζει
το μυαλό του. Ένας έφιππος άνδρας καρφωμένος σε δένδρο μαζί με το άλογο του. Η
ίδια λόγχη που διαπέρασε το κορμί του κάρφωσε καρφίτσα το άλογο στο πέτο του
δένδρου. Το παιδί σηκώνει το γιακά μαζί με το
βλέμμα να μη δει τη μάνα που ξαπλωμένη κάτω έβαλε το σώμα της ασπίδα να σώσει
το γιο της όταν στρατιώτης του έκοψε τον λαιμό. Προπέτασμα η τραυματισμένη μνήμη του, έγκαιρα τον ειδοποίησε ότι δεν θα
άντεχε να μπει στο όνειρο της μάνας, σαν συναντούσε το βλέμμα της, ικεσία και
προσευχή για τον αδικοχαμένο γιο της, από το χέρι του αδελφοκτόνου Κάιν. Άλλωστε
λόγω της ηλικίας του, δήλωνε ατέλεια και μπαινόβγαινε με ευκολία στα όνειρα. Έτσι γνώριζε ότι, ίδια είναι τα όνειρα της κάθε μάνας με της δικιάς του, όταν
τον είχε καρπό στην κοιλιά της. Όμως να, τρία κεφάλια φοράνε περικεφαλαίες
ακόμα, ενώ κρέμονται σε δένδρο σαν
Χριστουγεννιάτικες μπάλες. Πινελιές από
κόκκινο χαρούμενο αίμα στολίζουν τον χώρο. Τα Χριστούγεννα θα ξαναέρθουν μετά
από την σταύρωση σκέφτεται χαρούμενο. Βάλθηκε να ψάχνει στολίδια για το δένδρο.
Περπάτησε για ώρα πάνω από ίχνη φαντασμάτων χωρίς να ανησυχεί. Είχε ακούσει ότι
όταν τα κορμιά μένουν άταφα, οι ψυχές τους φαντάσματα γυρνούν και ψέλνουν
προσευχές μέχρι να τους ακούσουν οι Άγγελοι, να έρθουν να τους σώσουν. Παπούτσια
με κορδόνια μάζεψε πολλά. Πολλά και τα ρολόγια που πάγωσαν τον χρόνο. Μέσα από
ανοιχτά στόματα διέσωσε λέξεις που δεν πρόλαβαν να γεννηθούν. Τα όνειρα το παίδεψαν. Στάθηκε αλήθεια δύσκολο να ξεχωρίσει πιο ήτανε ποιανού. Μα αφού ήταν
ακόμη παιδί μπήκε εύκολα σε κάθε όνειρο, άκουσε, μύρισε, χόρεψε και κουρασμένο
ξεχώρισε. Τέλος, κρέμασε ότι μάζεψε στο
δένδρο. Τριάντα μέρες επέμενε να περπατά εκεί που σωπαίνουν οι ζωντανοί και
κάθε μέρα αντί να μεγαλώνει μίκραινε, ώσπου έμβρυο χώθηκε στην μήτρα της μάνας
του, να ζητήσει συγχώρεση για όλο τον κόσμο. Τα κόκκινα παπούτσια να φορέσεις
πρόλαβε και του φώναξε εκείνη. Ήταν έθιμο στο χωριό της σαν ξεκινάει κάποιος
ταξίδι για άνωθεν και το είχε έγνοια. Μεγαλοβδομαδιάτικες κόκκινες παπαρούνες φύτρωσαν με μιάς, εκεί
που πότισε το ξεραμένο αίμα των στρατιωτών. Με βλέμμα αθώου κατηγορουμένου μόνο
αυτές θα μαρτυρούσαν, για τα παιδιά που χάθηκαν να ζήσει το τοπίο.
Κείμενο : Κατερίνα Καρούλια
Φωτογραφίες : Σοφία Αντωνακάκη, Κατερίνα Καρούλια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου