Το εικαστικό θρίλερ ενός άγνωστου αριστουργήματος
(Δημοσιεύεται στο "Επίλογο 2012" που κυκλοφορεί)
Κωνσταντίνος Παρθένης, Του νεκρού αδελφού
Το μεγάλο έργο τέχνης μας παρατηρεί εξίσου ενώ το κοιτάζουμε· σε μία σχέση αμφίπλευρη. Όσο εμείς το προσεγγίζουμε και το ερμηνεύουμε, άλλο τόσο κι εκείνο μας καθορίζει, μετρά και αναμετράται με τις δυνατότητες και την συλλογική ευαισθησία της εποχής μας. Το ερώτημα είναι, υπάρχει δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας με το μεγάλο έργο τέχνης ή αυτό κρατά τα μυστικά του κι εμείς τις επισφαλείς βεβαιότητες και την ακαδημαϊκή κομπορρημοσύνη μας; Πιστεύω ακράδαντα πως τα ιστορικά καλλιτεχνήματα είναι φορές αμείλικτα με αντικαλλιτεχνικές εποχές και τις εκδικούνται με τον τρόπο τους που δεν είναι άλλος από τη σιωπή. Παρότι οι πάντες μιλούν γι αυτά ναρκισσευόμενοι εκείνα κρατούν καλά τα μυστικά τους. Επειδή το μεγάλο έργο τέχνης δεν λειτουργεί σαν πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπισθεί μέσω της τυπικής λογικής αλλά ως αίνιγμα του οποίου η απάντηση δε μπορεί παρά να είναι εξίσου αινιγματική. Ως χρησμός που ούτε λέγει, ούτε κρύπτει αλλά που τα υποδειγματικά σημαίνει. Παράδειγμα το υπό εξέταση έργο.
- Σε ποιον αυτό ανήκει ουσιαστικά και μεταφορικά;
-Πώς μπορεί να υποστηριχθεί η αυθεντικότητα του, δηλαδή η βαθύτερη αλήθεια του σε μία κοινωνία καχύποπτη προς ό, τιδήποτε γνήσιο και χρόνια εθισμένη προς το κίβδηλο;
Ο κορυφαίος Έλληνας δημιουργός του 20ου αιώνα, ο ποιητής της εικόνας, ο συμβολιστής που γαλούχησε τον ιδεαλιστικό ελληνοκεντρισμό της γενιάς του ’30, ο Κωνσταντίνος Παρθένης παραμένει και στον 21ου αι. ένα ζητούμενο: ελλείπει δραματικά μια επιβλητική του αναδρομική έκθεση- η Εθνική Πινακοθήκη δεν χάνει μόνο πίνακες αλλά και ευκαιρίες για να καλύψει με το κύρος της τέτοια κενά- όπως και η καταγραφή ολόκληρου του πολυεπίπεδου έργου του σε μία έκδοση. Έτσι κάθε τόσο μας ξαφνιάζουν παρουσιαζόμενα έργα τα οποία επειδή δεν έχουν εγκαίρως εντοπισθεί, εγείρουν καχυποψίες.
-Ανήκουν στα πρώιμα δημιουργήματα ή στη γεροντική περίοδο του καλλιτέχνη, τότε που ο Παρθένης κηδεμονευόταν ουσιαστικά από την κόρη του Σοφία, η εμπλοκή της οποίας στα ύστερα έργα του αποτελεί “σημείο βρασμού” για τους ιστορικούς της νεοελληνικής τέχνης αλλά και κοινό μυστικό για τους παροικούντες της Ιερουσαλήμ;
Και ο παρών πίνακας παρά την υψηλή, λυρική του σύλληψη και την ορμητικά εξπρεσιονίζουσα εκτέλεση που παραπέμπει στα φαντάσματα του Ed. Munch, του Félicien Rops ή του Ferdinand Khnopff (όλα εκτελεσμένα γύρω στα 1890-1900), αλλά και του Hugo VonHofmannsthal, δεν είναι εκτός αμφισβητήσεων. Αιτία, κατά την άποψή μας, η γενικότερη επιστημονική επάρκεια ειδικών και ανίδεων. Κι ενώ η σύνθεση λάμπει από πρωτοτυπία και συνείδηση του υψηλού, η ποιότητα αυτή μοιάζει να φοβίζει όσους είναι μαθημένοι να φοβούνται. Εν ολίγοις έχουμε προ οφθαλμών μια σπανιότατη σύνθεση του Κωνσταντίνου Παρθένη, εμπνευσμένη από την παραλλαγή του “Νεκρού Αδελφού”. Ο ζωγράφος αποδίδει την φρικώδη στιγμή –εξ ου και ο έντονα εξπρεσιονιστικός χαρακτήρας του έργου-, κατά την οποία ο Μικροκωνσταντίνος, σκιά ονείρου, μεταφέρει έφιππος την Αρετή πίσω κατά την υπόσχεσή του. Ένα ποιητικό αριστούργημα της δημώδους μούσας που λειτουργεί ως συμπύκνωση απολεσθείσης τραγωδίας, αποδίδεται με εξίσου δραματικό πλαστικά τρόπο. Όλα τα επί μέρους στοιχεία, οι βράχοι, τα δέντρα, η ορμητική κίνηση, η ερημία του μεταφυσικού τοπίου, η ασέληνη νύχτα, οι φασματικές φιγούρες του αλόγου και των αναβατών του κατατείνουν προς τη δραματική κορύφωση. Πως είναι δυνατά να συνυπάρχουν νεκρός με ζωντανή;
Ο Παρθένης, δεν είναι εδώ της παρούσης ν’ αναλυθεί, γνωρίζει τις σχετικές λαογραφικές μελέτες του Νικολάου Πολίτη, ερευνά για ανάλογα ελληνικά θέματα με εκείνα των συμβολιστών ομοϊδεατών του (της Vienner Secession, περιλαμβανομένης), και έχει υπ' όψη του τις θεατρικές προσεγγίσεις του θέματος που εμφανίζονται στις αρχές τουXX αι. Πρόκειται για τον “Βρουκόλακα” του Αργύρη Εφταλιώτη (πρωτοπαίχτηκε στη Βάρνα το 1900) και τον “Όρκο του πεθαμένου” του φίλου και υποστηρικτή του Ζαχαρία Παπαντωνίου (γράφτηκε το 1929 και δημοσιεύθηκε το 1932 από τις εκδόσεις Δημητράκου). Πρόκειται για δυο θεατρικά κείμενα τα οποία επιστρέφουν στον συνταρακτικό μύθο της παραλογής και τον επαναπροτείνουν μ’ έναν ποιητικό-συμβολικό λόγο, όχι άμοιρο της γενικότερης ιδεολογικής εικόνας της εποχής. Άρα το θέμα είναι επίκαιρο στις αρχές του 20ουαιώνα ως απόηχος της αρχαιοελληνικής τραγικής παράδοσης αλλά και ως απόδειξη της συνέχειας ενός κοινού λυρικού βίου που διατρέχει την ιστορία του έθνους. Ο Παρθένης καταπιάνεται με το δυσκολότατο αυτό θέμα νικηφόρα. Νομίζω πως ο πίνακας ζωγραφίστηκε γύρω στο 1920 και μετά τη μεγάλη του έκθεση στο Ζάππειο, αν κρίνω από την τεχνική, τη χρωματολογία και την υφή του καμβά. Ενδεχομένως μάλιστα να διατηρούσε σχετικό διάλογο με τον Παπαντωνίου. Ο πίνακας βρίσκεται στη συλλογή Κόκκα από το τέλος της δεκαετίας του '40, εποχή της αυτοαπομόνωσης του Παρθένη.
Σε πρόσφατη ερώτηση του ιδιοκτήτη του έργου Πάνου Κόκκα προς την Εθνική Πινακοθήκη, του ειπώθηκε αρμοδίως πως ο πίνακας κακώς φέρει την υπογραφή “Παρθένης” και ότι πρόκειται για παλαιότερο έργο του Κύπριου ζωγράφου Σολωμού Φραγκουλίδη (sic). Επίσης πως αυτό το έργο ενέπνευσε νεότερο ομόθεμο πίνακα διαστάσεων 121x121 ο οποίος φιλοτεχνήθηκε το 1977 ως replica προφανώς του ανωτέρω έργου! (Ο δεύτερος πίνακας έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο της Όλγας Μεντζαφού-Πολύζου “Σ. Φραγκουλίδης, ένας γνήσιος δημιουργός”, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου 2009, σελ. 197). Ας σημειωθεί ότι το υπό εξέταση έργο που φέρει βαρύγδουπα ενσωματωμένη την υπογραφή “Παρθένης”, βρίσκεται, όπως είπαμε, στη συλλογή του εκδότη της “Ελευθερίας” Πάνου Κόκκα (1924-1974) πριν το 1950. Και βέβαια πιστεύουμε πως ο Φραγκουλίδης αντέγραψε τη σύνθεση του Παρθένη και μάλιστα με πάρα πολύ σχηματικό-εικονογραφικό τρόπο. Και μόνο η αντιπαραβολή του αυθεντικού έργου με το αντίγραφο του Σολωμού Φραγκουλίδη δεν επιτρέπει καμιά αμφισβήτηση. Ο δεύτερος, μαθητής όντας του Βικάτου, του Ιακωβίδη και του Μαθιόπουλου στην σχολή Καλών Τεχνών από το 1924 ως το 1930 και φίλος του αγαπημένου μαθητή του Παρθένη Εμμ. Ζέππουi, έχει δει το έργο στο ατελιέ του δασκάλου και το αναπαράγει ευκαιρίας δοθείσης. Πιστεύουμε λοιπόν ακράδαντα πως η σύνθεση φιλοτεχνήθηκε κατά την δεκαετία του '30, λίγο μετά την δημοσίευση του “Ελεύθερου Πνεύματος” του Γιώργου Θεοτοκά (1929) μέσα σ’ ένα κλίμα εθνικής ανάτασης και αυτογνωσίας -μετά το θρήνο και την καταστροφή του '22- και παράλληλα με τη θεατρική προσέγγιση του θέματος από τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Επιμένω: πρόκειται για ένα θέμα και για ένα ποίημα που απασχολεί par excellence την εγχώρια avant-garde. Το 1990 ο Γιώργος Χειμωνάς στο βιβλίο του “Ο εχθρός του ποιητή” συμπεριελάμβανε το διήγημα “Ο βοηθός των θαμμένων” που αποτελεί σύγχρονη προσέγγιση του τρομερού Μύθου. Γράφει χαρακτηριστικά: «Το όμορφο γλυκό της πρόσωπο είχε μείνει απείραχτο απ’ το χρόνο. Με κοίταξε χωρίς να μιλά και τίποτε δεν έδειξε που ήμουν πεθαμένος. Αρετή! Επανέλαβε μ’ ένα αχνό γέλιο…Κωσταντάκη μου είπε για να με πειράξει αλλά ένας λυγμός την έκανε να σωπάσει…». Χειμωνάς aprèsParthenis τι γοητευτική, τι άξια της καλλιτεχνικής μας ιστορίας υπόθεση! Τέλος, επίκαιρα είναι πάντα τα λόγια του ζωγράφου προς τον Δ.Α. Κόκκινο: «Εις την Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνον ιδεαλιστική τέχνη…»
Σολωμός Φραγκουλίδης, Του νεκρού αδελφού, 1977
Είναι εικονο-κλοπή και μάλιστα συγκρινόμενη
με το πρωτότυπο , κατά την ταπεινή μου κρίση
κακής ποιότητας
Χαίρε
Παναγής Αντωνόπουλος