Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

ΘΥΜΑΣΑΙ; Διακινώ την υποτιμημένη καθημερινότητα για λιγότερες δακρυγόνες αιτίες φωτογραφίες και τα κείμενα των λογοτεχνών



To Beton7 Gallery παρουσιάζει την έκθεση ΘΥΜΑΣΑΙ; Με gestalter τον Χάρη Κοντοσφύρη.

ΘΥΜΑΣΑΙ; Διακινώ την υποτιμημένη καθημερινότητα για λιγότερες δακρυγόνες αιτίες

Στην  έκθεση  Θυμάσαι; της BETON 7 GALLERY διακινείται η υποτιμημένη καθημερινότητα του ποιητή Καρυωτάκη, που αποδίδεται εικαστικά από τη Μάγδα Χριστοπούλου –ως η στιγμή της απόδρασης της ψυχής από το θάνατο– ενώ τιμάται συγγραφικά από παρατιθέμενα κείμενα της Παναγιώτας Δημοπούλου, της Βίκυς Μπρούσαλη και της Μάγδας Χριστοπούλου.
Η έκθεση είναι το βλέπον σημείο των εικαστικών: Σοφίας Αντωνακάκη, Αποστόλη Γιαννίκα, Νίκο Ευαγγελόπουλο, Άρη Κατσιλάκη, Χάρη Κοντοσφύρη, Ταμάμ Μάγδα και των νέων καλλιτεχνών: Νικόλα Αντωνίου, Αναστασία Γιοβάνογλου, Αχιλλέα Ζάζο, Θωμά Μακινατζή, Νίκο Παναγιωτόπουλο, Νίκο Πασαλιμανιώτη, Red Thyme (Ελένη Κεσίσογλου, Γεωργία Νικολάου), Άννα-Μαρία Σαμαρά, Γαβριήλ Φτελκόπουλο, Μάνια Χατζή και pixiterra.  

Τα έργα τους παρατίθενται σαν μια μυθοπλασία του επιστρέφοντος χρόνου. Ο Θωμάς Μακινατζής, η Αναστασία Γιοβάνογλου και η Μάνια Χατζή ακροβατούν με σαρκασμό και χιούμορ πάνω σε καρτουνίστικες μορφές, όπως αυτή του Θωμά, με το διεκδικητικό βελανίδι της εποχής των παγετώνων να μετατρέπεται σε βόμβα ολέθρου. Ο κύριος Ξ της Σοφίας Αντωνακάκη περιπλανάται στον εμφύλιο πόλεμο πίσω από το φράχτη της pixiterra με τις εγκαταλειμμένες γαλότσες. Μετά τον σκοτεινό φράχτη ο ήχος είναι επαναλαμβανόμενα κυκλικός, δίφυλλος σαν παντζούρια που λυσσομανούν στο σπίτι του Νίκου Ευαγγελόπουλου, γεμάτο από τις πάσχουσες μορφές του Νίκου Πασαλιμανιώτη,  τα αποκαΐδια του πολέμου του Αχιλλέα Ζάζου και τις προκυρήξεις πολύγραφου του Αποστόλη Γιαννίκα. Εκεί οι γυναίκες με τα υπερώα κεφάλια του Νικόλα Αντωνίου ανεβαίνουν προς τα άνω μεταβάλλοντας σε οπτασιακές υποστάσεις τις κρεμάμενες μορφές με το ναζιστικό χαιρετισμό της Μάγδας Ταμάμ. Στο ταβάνι κατέφυγαν οι ιογενείς οργανισμοί του Άρη Κατσιλάκη, πλανητικοί σχηματισμοί ενός ανήσυχου φόβου. Ο Γαβριήλ Φτελκόπουλος σε εμποτίζει με «Μεταξικό» ρετσινόλαδο και η Άννα-Μαρία Σαμαρά περιφράσσει το φρενοβλαβές επεισόδιο του δικτάτορα, του άρπαγα της γνώσης, του φωτός του σκότους στην κρυωνική μηχανή του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Όλα αυτά θα γίνουν μια νευρική φαντασμαγορία μέσω της συνεχούς επικόλλησης γραμματοσήμων σε όλη την πόλη των Red Thyme. Τα γραμματόσημα απλώνονται σαν ανήσυχες σφίγγες έτοιμες να τσιμπήσουν το θεατή και να τον θέσουν σε λήθη.

Χάρης Κοντοσφύρης
27/11/2012
Η  έκθεση αφιερώνεται στο έργο του Μίμη Σουλίωτη

Ευχαριστίες στους Αργύρη Τσιχλιά, Νίκο Ευαγγελόπουλο, Γεωργία Δαμιανού και Κατερίνα Λαμπροπούλου


























































δε χωράνε ζαβολιές μεταξύ μας

εσύ θα γράφεις στα καλάμια των ποδιών
κι οι λέξεις σου θα γίνονται πειράματα νυχτός
πρίν απο 'μένα ποιός κατάλαβε τούτο το μπλάβιασμα σου;
τις υπνωμένες κι άστατες συμβάσεις του φαλλού σου;
Κάθε βράδυ στις εφτά παρά τέταρτο βουτώ στο μισοφαγωμένο στόμα σου
-με πιθανότητα πνιγμού-

δε χωράνε ζαβολιές μεταξύ μας

πιστεύω εις μίαν εκούσια,αυθόρμητη σκλαβιά
γονηπετής ν'αναζητώ-επί μακρόν-
ίχνη ρευστά,προδίδοντα
τη μήτρα μου
που κάποτε σε περιείχε.

Βίκυ Μπρούσαλη


Ενδοφλέβια βία

Φανατικά μοναχικότερη
πάνω απ’ όλες τις ψευδορκίες απούσα
κοιτώ το υποκατάστατο του εαυτού μου
σοφά λειψό
δήθεν εαυτός.
Ακόμα αναγνωρίζω την απουσία
οι μάρτυρες μιλούν για μιαν αλλοίωση
καθόλου αιφνιδιαστική.
Θυμάσαι;
Γυναίκες ξαπλωμένες στο δρόμο
βυζαίνουν τα μωρά μου
το στέρνο τους δεν ακουμπά τη θάλασσα
η ρέουσα  μητρότητα δεν αρκεί πια.
Ήρεμη φυλλομετρώ τη μακροζωία του μέλλοντος
τους ανθρώπους που λυγίζουν
3.124
στίχοι προηγούμενοι
θα καίν τους ύπνους των βεβαίων.
Μίλα….Μίλα…Μίλα
ολόκληρη ένας τίτλος
και δεν αρκώ για τίποτα.
Αναστέλλεται το φώς
προς καθησυχασμό όλων
3.124 λιγότεροι και λιγότεροι και λιγότεροι.
Ανέμπνευστη η απροσεξία της φθοράς μας…

Μάγδα Χριστοπούλου

Το χώμα.

Κάποτε, η Πολιτεία του Βόρειου Κόσμου και η Πολιτεία του Νότιου Κόσμου βρίσκονταν σε πόλεμο. Οι άνθρωποι την ημέρα παρακολουθούσαν τη μάχη από τις πολυώροφες ψηφιακές οθόνες ενώ οι πιο θαρραλέοι, άνοιγαν τις σκεπές των σπιτιών τους για να δουν τους δορυφόρους να συγκρούονται. Και περίμεναν.
Την πρώτη κιόλας μέρα του πολέμου, ο κυβερνήτης της Βόρειας Πολιτείας έστειλε μήνυμα λέγοντας πως μια νέα αρρώστεια απειλούσε την ανθρωπότητα. Την αρρώστια αυτή την έλεγαν καημό και τα συμπτώματα ήταν στην αρχή πόνος στην καρδιά, ύστερα δάκρυα στα μάτια και τέλος καταρροή από τη μύτη. Για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, όλο το ιατρικό προσωπικό θα παρείχε στους ανθρώπους ψηφιακά εμβόλια για την πρόληψη της ασθένειας.
Αμέσως σχηματίστηκε ουρά έξω από τα γυάλινα κτίρια. Με τη σειρά όλοι οι πολίτες εμβολιάστηκαν ενώ όσοι παρουσίαζαν τα συμπτώματα της ασθένειας, απομονώθηκαν για να ακολουθήσουν ειδική φαρμακευτική αγωγή.
Τη δεύτερη μέρα, ο κυβερνήτης ανακοίνωσε πως η Βόρεια Πολιτεία πήγαινε καλά στον πόλεμο αλλά για να πάει ακόμα καλύτερα, οι άνθρωποι έπρεπε να νικήσουν το μικρόβιο που είχε ως συνέπεια την αρρώστια καημό. Το μικρόβιο αυτό, λέει, ονομαζόταν μνήμη. Μέσα σε λίγα λεπτά, η Πολιτεία οχυρώθηκε να αντιμετωπίσει τη μνήμη. Τεράστια τετράγωνα μηχανήματα στάθηκαν στις άκρες των εθνικών οδών. Οι πολίτες τοποθετούσαν κάτω από ένα διάφανο φως το δεξί μέρος του κεφαλιού τους. Καθετί σκοτεινό και βαρύ έφευγε από μέσα τους και στη σκέψη τους δεν έμενε παρά ένα διάφανο κι άπλετο φως.
Ο πόλεμος συνεχιζόταν με επιτυχία.
Την τρίτη ημέρα, ο κυβερνήτης είπε ότι βρίσκονταν ένα βήμα πριν από τη νίκη. Όμως η νίκη δε θα ήταν εύκολη γιατί ανάμεσα στους ανθρώπους ήταν και κάποιοι που είχαν προσβληθεί από έναν άκρως επικίνδυνο ιό, τον ιό της γνώσης. Η Πολιτεία, για το καλό των ανθρώπων, θα εξέταζε προσεχτικά το πρόβλημα και θα εξέδιδε μια σειρά από μέτρα:
 1. Να παραδοθεί στις αρχές ό,τι είναι βιβλίο. 2. Να παραδοθεί στις αρχές ό,τι μοιάζει σε βιβλίο. 3. Να παραδοθεί στις αρχές ό,τι θα μπορούσε να μοιάζει σε βιβλίο. Την ίδια στιγμή, όλοι οι πολίτες κλήθηκαν να παραδώσουν στην Πολιτεία όλους τους  υπολογιστές και οποιοδήποτε μηχάνημα διέθετε οθόνη και πλήκτρα. Η Πολιτεία έδειξε κατανόηση μόνο για τους ψηφιακούς τοίχους-τηλεοράσεις αναγνωρίζοντας τα οφέλη τους στην ανθρωπότητα.
Η ανταπόκριση των πολιτών υπήρξε, σύμφωνα με νεότερη ανακοίνωση, συγκινητική. Όσοι ανιχνεύθηκαν να έχουν προσβληθεί από τον ιό της γνώσης, μεταφέρθηκαν σε ειδικά εξοπλισμένους χώρους για να τους παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες και εν συνεχεία πιο αποτελεσματικοί τρόποι θεραπείας. Απευθυνόμενος στο αίσθημα των πολιτών, ο κυβερνήτης ζήτησε από τους πολίτες να ενημερώνουν την Πολιτεία για οποιοδήποτε κρούσμα ή για οποιαδήποτε υποψία κρούσματος εμπίπτει στην αντίληψή τους.
Την τέταρτη μέρα, όλες οι πολυώροφες οθόνες γέμισαν με μουσικές και με χρώματα. Ο κυβερνήτης, αυτοπροσώπως, βγήκε και ανακοίνωσε ότι η Βόρεια Πολιτεία επιτέλους νίκησε. Στο άκουσμά του, οι άνθρωποι άνοιξαν σιγά – σιγά τις γυάλινες πόρτες τους. Σήκωσαν το κεφάλι τους να δουν τον καφέ ουρανό, κοίταξαν γύρω τους τον κόσμο σαν να τον έβλεπαν για πρώτη φορά. Στη μνήμη τους, δυνατό φως, μόνο φως, που δεν προερχόταν από τον χακί ήλιο.
-          Είστε ευτυχισμένοι; Ρωτούσε ο κυβερνήτης.
-          Ναι, έλεγαν εκείνοι. Δεν ένιωθαν καημό.
-          Δεν είστε καλύτερα από πριν;
-          Ναι, έλεγαν εκείνοι. Δεν είχαν μνήμη.
-          Δεν είναι μια σπουδαία νίκη;
-          Ναι, έλεγαν εκείνοι. Δεν είχαν γνώση.

Κάθε βράδυ με το που σβήνουν τα φώτα, βγαίνεις από την κρυψώνα σου, στέκεσαι απέναντι από τον καθρέφτη σου και λες την ιστορία σου ξανά και ξανά, κάθε βράδυ, όλα τα βράδια. Ξανά και ξανά. Από φόβο μήπως ξεχάσεις. Το παραμύθι σου για τη μαγεμένη πολιτεία. Δεν ξεχνάς. Θα’ ναι κι άλλοι στον κόσμο αυτό που δεν ξεχνούν. Σκέφτεσαι. Αποφασίζεις. Μικρή ήθελες να γυρίσεις τον κόσμο. Θα τον γυρίσεις.
Χθες βράδυ στον ύπνο σου, είδες τη μάνα σου. Σου είπε να ψάξεις να βρεις τα παλιά παπούτσια του χορού. Τα βρήκες. Τα φοράς. Κι ένα μικρό καθρεφτάκι. Το βρήκες. Το κουβαλάς πάνω σου. Κι ένα παλιό χτένι. Το βρήκες. Το έχεις κι αυτό.
Τρέχεις. Κεραίες παντού. Πετάς τον καθρέφτη και γίνεται φως. Ξεφεύγεις. Σειρήνες. Πετάς το χτένι και γίνεται καπνός. Ξεφεύγεις. Ξέφυγες.
Περπατάς στους γκρίζους λόφους, περνάς συρματοπλέγματα και ψηφιακά σκουπίδια. Κατάκοπη πέφτεις κάτω. Ψηλαφίζεις τις στάχτες. Ξάφνου, βρίσκεις λίγο χώμα. Και πιο πέρα. Και πιο πέρα. Το μυρίζεις. Τ’ ακολουθείς. Κοιτάς. Στο βάθος μια μικρή φωτιά. Γύρω της σε κύκλο κάθονται άνθρωποι. Λένε ιστορίες. Εκεί θα πας. Για να πεις τη δική σου. Πήγαινε.


Γιώτα Δημοπούλου
                                              Θυμάσαι;
Έχω έναν ήλιο στο μυαλό κι ένα φως που όλα τα σβήνει
κι εσύ ψάχνεις για σκιές και για περάσματα
Σκίασέ με. Δεν αντέχω τόσο φως.
Τα χέρια χαρακιές πάνω σε λείο σώμα κι είν’ η άσφαλτος βαριά
μα πιο βαρύ το βλέμμα ενός ανθρώπου
Κάτω από τα μάτια του πετώ
φωλιάζω στο φτερό της νυχτερίδας
ανάποδα ακροβατώ και λησμονώ
πως απ’ το φως θα βγω
μόνο αν εσύ με θυμηθείς και μέσα σου υπάρξω
κι ας χαράξω το αχάρακτο
κι ολόκληρη σα φύλλο ας χαρακτώ
σ’ ένα δάσος από χέρια
Γέμισε ο κόσμος με χέρια ριγμένα στο χώμα
φυτεμένα χέρια δίχως φως
με τα δάχτυλα ακόμα ανοιχτά
Άραγε με θυμάσαι;
Γιατί εγώ δε με θυμάμαι πια
Και θέλω τόσο να υπάρξω.

Γιώτα Δημοπούλου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου