Καφενειακά μιλώντας, δεν μου πολυαρέσουν οι περφόρμανς. Οι περισσότερες απ’ όσες έχω παρακολουθήσει τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια, μου φαίνονται σαν φιλότιμη σπατάλη ναρκισσισμού, δεν πεταλουδίζουν το στομάχι μου, αφήνουν ασθενή επίγευση… Συγχέονται τα είδη, οι τέχνες, οι προθέσεις και τα αποτελέσματα, οι φόρμες, με θεμιτή ελαφρότητα, με γνήσια απόγνωση ίσως, αλλά σπανίως φτάνει ώς εμένα, τον θεατή, η βαθιά φωνή, η δόνηση, η στιγμιαία πυράκτωση, η κοινωνία και η ενσυναίσθηση. Ετσι.
Η δυσπιστία μου, εμμονή ίσως, απέναντι στις περφόρμανς (επιτελέσεις; παραστάσεις;) των εικαστικών καλλιτεχνών έχει τις ρίζες της μάλλον στην αναπόφευκτη σύγκριση με τη θεατρική δράση: εκεί, πολύ συχνά νιώθω το προαναφερθέν πεταλούδισμα, την αισθητηριακή συμμετοχή, την υποβολή και τη συγκίνηση. Παρόμοια στάση μού προκαλούν, αραιότερα είναι η αλήθεια, οι φιλόδοξες εγκαταστάσεις· κι εδώ, υλικά μέσα και εκφράσεις δανεισμένες από το θέατρο, τη σκηνογραφία, την αρχιτεκτονική, επιχειρούν να αποσπάσουν τη συγκίνηση και τη συμμετοχή, χωρίς συχνά να καταφέρνουν κάτι περισσότερο από περιγραφή εννοιών και δευτερογενή μεταφορά εντυπώσεων: τρίτον από της αληθείας…
Αναγνωρίζω πόσο μακρά και σοβαρή είναι η φιλολογία για την αποϋλοποίηση του έργου τέχνης, για την υπέρβαση της αφήγησης και της αναπαράστασης, η φιλολογία για την υπεροχή της έννοιας και της χειρονομίας, ακόμη και της πρόθεσης, έναντι του υλικού και τελειωμένου έργου, της έμμορφης εικόνας τέλος πάντων. Ωστόσο, καθώς ο μεσσιανισμός της πρωτοπορίας βρίσκεται εκτός της ιστορικής του σύμφρασης πια, κοντά έναν αιώνα μετά το dada και τη ρωσική πρωτοπορία, αυτό που βλέπουμε στον 21ο αιώνα μοιάζει περισσότερο με έναν εντυπωσιοθηρικό φορμαλισμό, παρά με τα εικονοκλαστικά αιτήματα των ντανταϊστών για υπέρβαση της τέχνης. Πολλές από τις σημερινές εγκαταστάσεις, περφόρμανς και αποϋλοποιημένες επεμβάσεις μυρίζουν ακαδημαϊκή φορμόλη σαν τον καρχαρία του Ντάμιεν Χιρστ, μυρίζουν ταμπλόιντ σαν το εκσπερματωμένο σλίπινγκ μπαγκ της Τρέισι Εμιν.
Δεν θέλω να γενικεύσω. Αλλωστε, οι δικές μου απορίες ή εμμονές μπορεί να οφείλονται στη μεσογειακή μου εικονοφιλία, στη γοήτευσή μου από την πληθωρική εικονοποιία της ποπ και της λαϊκής τέχνης. Ούτε παραγνωρίζω την ανάγκη του καλλιτέχνη, την αναζήτησή του, για το Gesamtkunstwerk, το καθολικό έργο, το Εργο, το Αγιο Δισκοπότηρο του ρομαντισμού. Στον ρομαντισμό είμαστε βουτηγμένοι.
Γυρνάω τη φόδρα της εμμονής απ’ την ανάποδη. Ειδικεύω:
Σε ό,τι ημιτελώς περιέγραψα παραπάνω προσθέτω μια παράμετρο που τη θεωρώ θεμελιώδη και ανατρεπτική των στερεοτύπων και σφόδρα συγκινητική, όπου και όσο υπάρχει. Μιλώ για τη σωματικότητα, την υλικότητα, τον ερωτισμό και τη μαγεία, την τελετουργία. Οπου εκπέμπονται τέτοια στοιχεία, σε περφόρμανς, σε εγκαταστάσεις, σε επεμβάσεις, όπως και να τις λένε, κλίνω το γόνυ και τείνω ους και οφθαλμό.
Είχα την τύχη να αντικρίσω τέτοια έργα–συμβάντα, που ανασυστήνουν τις πιο αρχαϊκές και βαθιές λειτουργίες της τέχνης, που μυούν και συνεγείρουν. Κι είχα την τύχη, άπαξ, να συμμετέχω σωματικά σε μια τέτοια περφόρμανς προ πενταετίας, σε μια καμπή της κριτικής μου σκέψης. Η πρωτοπόρος Ελληνίδα εικαστική περφόμερ Λήδα Παπακωνσταντίνου με προσκάλεσε σε μια εκδραμάτιση (acting out) για δύο: εγώ θα μιλούσα για την τέχνη ως κοινωνία, ως μέθεξη (:η καμπή μου), κι αυτή θα αγκάλιαζε ομιλητή και κοινό με χρυσοκλωστή, θα μας έραβε και θα μας ένωνε – κι όλα εκκινούσαν από τη σιωπή και κατέληγαν στη σιωπή.
Εκείνη τη βραδιά, στις Νέες Μορφές, διάβηκα ένα όριο· κάρφωσα τον τεχνοκριτικό εαυτό μου στον τοίχο, σαν έργο προς κρίσιν, ίδρωσα μες στο τελετουργικό κοστούμι, ένιωσα γυμνός και νήπιος ενώπιον του ακροατηρίου και ενώπιον της περφόμερ που έδενε κι έλυνε τα μάγια. Ας πούμε: ενηλικιώθηκα. Μάλλον διαυγάστηκα: ό,τι βρισκόταν κουβάρι μέσα μου, ξεδιάλυνε και ξετυλίχτηκε προς νέες κατευθύνσεις, για να ξαναμπλεχτεί. Ενα χρόνο αργότερα, σημείωνα: «…Ξαφνικά βρέθηκα στα βαθιά, στα άπατα· από το κείμενο, στη χειρονομία· από την κρίση, στην αυτοέκθεση· από την παρατήρηση, στην εμπάθεια· από το βλέμμα, στην ενσυναίσθηση…»
«Το μήλον της Εριδος», της Λήδας, μου αποκάλυψε έργω τη σωματικότητα που απαιτεί η περφόρμανς, που απαιτεί η τέχνη: την ταπείνωση και την εξύψωση, την καρδιά ξεγυμνωμένη.
Ένα βλέμμα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12.11.2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου