Θα εγκαταλείψει την ακαδημαϊκή του καριέρα -είχε σπουδάσει νομικά και οικονομικά, ενώ του είχε προταθεί και μια θέση λέκτορα στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας- και θα εγκατασταθεί στο Μόναχο για να σπουδάσει ζωγραφική.
Δυο περιστατικά θα τον οδηγήσουν σε αυτή του την απόφαση: η έκθεση των Γάλλων ιμπρεσιονιστών στη Μόσχα και το “ανέβασμα” του Λόενγκριν του Βάγκνερ στο Βασιλικό Θέατρο.
Η εντελώς ‘νέα’ ενορχήστρωση του Λόενγκριν, θα αποκαλύψει στον Καντίνσκι τις δυνατότητες μιας συναισθητικής εμπειρίας.
Η σχέση ανάμεσα στα χρώματα και τους ήχους, η μυστική συνήχηση εικαστικής και μουσικής εμπειρίας, έμελλε να είναι το θεμέλιο της τέχνης του, που θα συνδύαζε το ορθολογικό με το μυστικιστικό στοιχείο:
«Τα βιολιά, οι χαμηλές νότες του βαθύφωνου και κυρίως τα πνευστά ενσάρκωναν συμπυκνωμένη την ώρα του δειλινού, για μένα τότε.
Είδα όλα τα χρώματα που είχα στο νου μου.
Άγριες, σχεδόν παράφορες γραμμές διαγράφονταν μπρος μου.
Δεν τόλμησα να χρησιμοποιήσω την έκφραση ότι ο Βάγκνερ είχε ζωγραφίσει μουσικά την “ώρα μου”.
Αλλά συνειδητοποίησα πως η τέχνη είναι γενικά πιο δυνατή απ' ό,τι νόμιζα και ακόμα πως η ζωγραφική μπορεί να αποκτήσει τόση δύναμη όση και η μουσική…»[1]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου