Τα μάτια μου τα μπέρδευαν με τα δικά σου. Πολλές φορές πολλοί με κοίταξαν και με φώναξαν με το όνομά σου. "Τι λες ρε Χάρη" μου έλεγες. "Πως γίνεται αυτό; Αφού δεν μοιάζουμε". Δεν καταλάβαινες ότι στα μάτια μπερδεύουν και ταυτίζουν ψυχές.
Η χαρά μας ήταν, να δουλεύουμε στο δωματιάκι μας στο εργαστήριο της σχολής και να βάζουμε στη διαπασών τα ελληνικά έντεχνα τραγούδια της εποχής μας. Πρωτοψάλτη, Τσανακλίδου, Αλεξίου ... Και να τραγουδάμε. Να τραγουδάμε δυνατά. Το ρακόμελο δεν μας έφτανε. Ούτε το κρασί. Στη συνέχεια αλλάζαμε τη διάθεσή μας... "Κόμπρα, είσαι μια κόμπρα"... Αλλά πάντα πιο χαμηλών τόνων εσύ. Πιο ευγενικός, πιο διακριτικός, πιο ευαίσθητος, πιο εσωστρεφής. Σου έλεγα μυστικά και γελούσαμε σαν μικρά παιδιά, ενώ συνέχιζες να τραβάς γραμμές στους τοίχους του δωματίου και να σχεδιάζεις μοναχικές αρσενικές φιγούρες με μαύρους μαρκαδόρους πάνω σε εκατοντάδες ονόματα αγνώστων. Το δωμάτιο γέμιζε από τους καπνούς μας. Σε έναν από αυτούς τους καπνούς βουτήχτηκαν όλα ξαφνικά.
Ποτέ δεν φώναξαν εσένα Χάρη.. Μόνο εμένα φώναζαν με το όνομά σου. Μόνο εμένα μπέρδευαν.
Για ψυχή μιλώ...
Λεπτομέρεια... |
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤελειο, Χαρη! Οντως, περιεχει πολλη ψυχη μεσα στις αραδες του. Λυπαμαι! Λυπαμαι πολυ για τον Διαμαντη μας!
ΑπάντησηΔιαγραφή