Εκφράζομαι με παλιά μέσα για να περιφρονήσω την αλήθεια, για να δώσω αξία στην ύπαρξη, να προβάλλω την διάθεση μορφοποίησης του αφαιρετικού κόσμου, ο οποίος είναι απρόβλεπτος (και στον οποίο υποκλίνομαι) και ο οποίος επικαλύπτει, ως ιδέα, τα θέματά μου, αλλά εμπεριέχεται, ως έκφραση, σε μικρές ποσότητες, μέσα σε αυτά επιζητώντας την θαυμαστή αυτοτέλειά του και απoτελώντας τo έναυσμα εικαστικών δημιουργιών χωρίς τέλος.
Ο Πρωταρχικός σκοπός στην δημιουργία ενός έργου δεν είναι η τελειότητα στην εκτέλεση, αλλά στην επικοινωνία. Ξοδεύω την ζωή μου σε απογυμνωτική πειθαρχεία, και αμφιβολίες.
Η φιλοσοφία μου, στην ζωγραφική, στηρίζεται στο λύσιμο του γόρδιου δεσμού, όχι στην τομή του.
Κι όπως λέει ο Δημήτρης Μητρόπουλος, “κάθε τι στην τέχνη που δεν ξεπερνά ολοκληρωτικά τις υλικές δυσκολίες και δεν αποπνευματώνεται σε βαθμό να εξουθενωθεί κάθε υλική εντύπωση, είναι καταδικαστέο”.
Δεν μπορώ να επιδιώξω, δεν βρίσκω νόημα στην επιδίωξη της τέχνης για την τέχνη. Είναι μάταιη η σχολαστική προσκόλληση στο κείμενο ή στη λεζάντα που ερμηνεύει ένα έργο. Το ίδιο το έργο, πολλάκις, επιβάλλει μια κάποια δημιουργική παρέκκλιση.
Όμως, η μεγαλοφυΐα της σύλληψης μιας ιδέας και το ταλέντο του “δημιουργού-ερμηνευτή” αυτής, είναι δύο διαφορετικά πράγματα και, συχνάκις, αμφίρροπες δυνάμεις. Κάποιοι, δεν μπορούν ταυτόχρονα να σκέφτονται και να ενεργούν με άλλους. Έτσι ο καλλιτέχνης, συνήθως, προδίδει το έργο του.
Τα σκίτσα στα μπλοκ σχεδίου, οι μελέτες, τα προσχέδια εντοπίζουν ιδέες στο ξεκίνημά τους, εξελίσσουν έργα και τεχνικές, συλλέγουν και καταγράφουν αναφορές, ερωτήσεις, απόψεις και αμφιβολίες. Η εξάσκηση της τέχνης στο εργαστήριο, εκτός από πεδίο στο οποίο εφαρμόζεται η κεκτημένη γνώση, είναι και πεδίο στο οποίο παράγεται νέα γνώση.
Κι όπως λέει ο Στέφαν Τσβάιχ στον κόσμο του χθες, ζω κι εγώ σ΄ έναν ονειρικό κόσμο, που κατέρρευσε μεμιάς μ' έναν μοιραίο πυροβολισμό στο “Σεράγεβο”.
“Η θορυβώδης γαλήνη”
Ότι συμβαίνει στους άλλους, δεν σημαίνει πως κατ΄ ανάγκη πρέπει να συμβαίνει και σε εμάς. Κι ούτε μπορεί ένα μέσο να χρησιμοποιείται μέχρις εξαντλήσεως, σε παραλλαγές (ή παραλογές). Η τέχνη, όπως κι η γλώσσα, πάντα σ΄ ακολουθεί. Ο μόνος κίνδυνος είναι ο εαυτός σου, αν αντιδράσεις αναγεννάσαι. Πρέπει νάχεις γεννηθεί για να είσαι. Προσπάθησα να γεννηθώ αλλά...
δεν χωρούσα σε μένα. Τ΄ αλλήθωρα μάτια μου είχαν φακούς που ομόρφαιναν το είδωλο στον καθρέφτη. Έριχνα όλο το βάρος σε μένα. Ήμουν άνθρωπος. Τί ήμουν; Επειδή στο είδωλό μου στον καθρέφτη, σαν είδωλο, δεν έχω αυτιά και φωνή, τα λέω στους άλλους. Να τελειώσω το χαϊκού μου, και μετά... πείτε ό,τι θέλετε!
“Το παραμύθι
ήταν τόσο μεγάλο
που κουράστηκα”.
Αντικατοπτρίζω επαρκώς τον αισθητικό μου κόσμο; Μήπως άρχισα να σκέφτομαι όπως οι άλλοι κι έπαψα να σκέφτομαι; Πώς να μετατρέψω το ευτελές μου σε ανεκτίμητο; Ο ολοκληρωτισμός της οπτικής αντίληψης. Τι να προσφέρω σε αντίδωρο της γνώσης; Να θυμηθώ να αποφασίσω. Ζω μια εικονική φανταστικότητα μη θέλοντας να αποδεχτώ πως τα πράγματα πάντα έτσι ήσαν. Εμείς, η γενιά μας, δεν βλέπαμε την γελειότητά μας την οποία ονομάζαμε εναντίωση, κι όταν βγάζαμε το “έτσι”, γινόμασταν κι εμείς ένα απ΄ αυτά τα πράγματα.
Μήπως συντηρώ, ακόμη, νεκρούς προσκυνώντας το σκήνωμά τους; Πώς να δώσω μορφή στην ιστορία μου; Αφού αυτή είναι ασήμαντη, πώς να εκφράσω την τέχνη του ασήμαντου; Απόλυτη αδυναμία μπροστά στο απόλυτο. Erbarme dich, mein Gott (από τα κατά Ματθαίον πάθη του Μπαχ), κι εμπνέομαι:
Αγναντεύω
Συνομιλία σιωπής κι αμηχανίας
Τέλεση
Το όνειρο ρίχνει βολή στο μέλλον
Και το διασπά σε τετελεσμένο, διαρκείας, στιγμιαίο
Ερωτήσεις που δεν απευθύνονται σε πρόσωπα
Αν ο ήλιος ήταν μαύρος, η νύχτα θάχε άλλη υπόσταση
Κι η συνήθεια δεν θα λίμναζε
Γαυγίζει το τώρα και με τρομάζει
Η σκέψη μόνο σκέψη γεννά
Κι η πράξη απογοήτευση
Διαλέγω-επιλέγω-λέγω
Χωρίς λογική
Αγναντεύω το προφανές
“Αδήριτος αναγκαιότης”
Δεν είχα πάντα τα πάντα και δεν έχω θέληση και καημό να τα αποκτήσω. Κι αυτά που ήθελα τάχασα νωρίς. Και, ναι! Δεν ντρέπομαι να πω το πόσο πόνεσα, αλλά δεν θέλω να το δείξω. Άλλο παράδοξο μιας αδήριτης αναγκαιότητας.
Τελικά, μήπως ζω για το δικό μου ξημέρωμα σε ΄κεινα τα ακρόστιχα των ανθρώπων που η σόλα μου δεν πατά φοβούμενη μη κολλήσει στη λάσπη της απολησμόνησης του θεού και αεροπατά στ΄ αχνάρια κατώτερων θεών; Ξεχνώ, όπως με προτρέπει ο Γιανναράς, την τεχνητή φυσικότητα, ακολουθώ τον πολιτισμό της σχέσης και της σύμβασης. Προσπαθώ να συγκλίνω τον χρόνο μου με τη στιγμή στην περιπλάνηση αυτή που η θλίψη κλείνει όλα τα ξυπνητήρια να μην ξυπνήσει η ανάμνηση.
Ακέραιη απόδοση χρωστήρα και διατήρηση καθαρότητας. Επιλογή χρωμάτων βάσει παρατήρησης, αδέσποτο το συναίσθημα χωρίς a priori θεωρίες. Οι φόρμες αποκτούν υπόσταση μέσα απ΄ το περίγραμμα των χρωματικών επιφανειών. Όπου υπάρχει χώρος, αποδίδεται διακοσμητικά (δύο διαστάσεις) ως επί το πλείστον.
Παράληψη λεπτομερειών αντικειμένων (όπου υπάρχουν) και φως προερχόμενο όχι από μία πηγή.
Η κατάργηση του πλαισίου στο τελάρο, σε ορισμένα έργα, εισάγει την έννοια του χρόνου στον στατικό χώρο. Απεικόνιση αντικειμένων, προσώπων ως έχουν.
Στα έργα, προσπάθησα να αποδώσω την στατική κίνηση των μοντέλων, (των παραστάσεων που απέδωσα), ως μετέχουσα στο σύμπαν μου. Ο χρόνος είναι παρόν με την απουσία του (γίνεται στατικός, στάσιμος - έργο με λάμπα και παραβάν-) διακριτικά παρών ο εσωτερικός μου χρόνος που μπορεί κι επιβάλλεται αφού με εμπεριέχει.
Ο χώρος μου, είναι ο τόπος που αποκτούν υπόσταση τα υποκείμενα της ζωγραφικής μου, η δε αντίληψη του χώρου απλά τα υπηρετεί.
Η αλυσίδα δέθηκε, κι αυτό που είναι να γίνει, έγινε ήδη!
Η συναναστροφή των μοντέλων μου και οι σχέσεις μας, η συνομιλία μας, είναι αυτό που κάποτε είδα. Το μοντέλο μου επανέρχεται συχνά βάσει της δυνητικής δυνατότητας παρατήρησης και ερμηνείας και υπερισχύει του χώρου τον οποίο και καθιστά μικρό. Αυτή συντελεί στην αδήριτη αναγκαιότητά μου, στην εικαστική ραθυμία μου. Κι έτσι, αντιμάχομαι τον Russell: το σύνολο όλων των συνόλων μου είναι σύνολο αφού, περιέχεται στον εαυτό μου. Με “συνολεύει” και με απαρτίζει.
Χρονης Καραχαλιος, without black t-shirt, 2017,( 90X90 cm), acrylics on canvas |
Γεννήθηκα χειμώνα, με μάτια κλειστά, σε φώτα σβηστά πριν λίγες δεκαετίες που μετρώνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Από τότε προσπαθώ να διανοίξω τα μάτια μου, να συνηθίσουν στο σκοτάδι, να δω το σκοτάδι, ν΄ ανάψω τα φώτα, να μ΄ αντικρίσω, να με συναντήσω, ν΄ ασπρίσω τη σκιά μου, να με βρω, να βρω αυτό που επέβαλε να τηρεί η προσπάθειά μου.
Τέως οικονομολόγος, εργάσθηκα, υποκύπτοντας στην ανάγκη να αποδείξω πως αξίζω, επί μακρόν , έφτασα στ΄ ανώτατο αξίωμα της ματαιοδοξίας μου, έχασα τη δουλειά μου, κι ως άλλη Ρουθ δε γύρισα πίσω να δω μη και γίνω στήλη άλατος, θυσία στην ματαιότητα της φιλοδοξίας μου. Έκανα τόσα λίγα. Μπορούσα περισσότερα.
Ταξιδευτής αυτογνωσίας, (τεταρτοετής φοιτητής του 1ου εργαστηρίου της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας), φίλος της σοφίας, ποιητής, ημιμαθής αυτοκόλακας, εξερευνητής και παθητικός αυτόπτης της θέσης μου στο χώρο. Η Συμμετοχή μου σε μερικές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή έχει σαν αποτέλεσμα, έργα μου να περιλαμβάνομαι σε ιδιωτικές συλλογές. Δεν μου επιψέγω πολλά. Αυτά μπόρεσα, αυτά έκανα!
Η ¨Αδήριτος Αναγκαιότης” είναι η εναρκτήρια ατομική μου έκθεση! Η αξία της εξωτερίκευσης των έσω μου είναι ανταλλακτικά μεταχειρισμένα ανατολίτικης φιλοσοφίας και η δημιουργία μου τόσο ασήμαντη, ως διεκπεραιωτής στην αφήγηση του μύθου μου. Μόνο που ο βάτραχος είναι βατράχι κι η Σταχτοπούτα παραμένει αναμμένο κάρβουνο που καίγεται -θυσία εσπερινή-στο χρόνο. Και σε παραλληλισμό με το Saturno του Γκόγια, με λένε Χρόνη (Cronis) και τρώω τα παιδιά μου.
Χρόνης Καραχάλιος
τηλ. +30693 7057715
email: cronis.karachalios@gmail.com
fb: Cronis Karachalios
Χρονης Καραχαλιος, The broken nail I, 2016,( 70X90 cm), acrylics on canvas |
Αδήριτος αναγκαιότης
«...Όλα αυτά αφού τα ερευνήσωμεν καλώς, να προσθέτωμεν επιστημονικώς έκαστον στοιχείον αναλόγως της ομοιότητος, είτε έν μόνον στοιχείον εις έν ον, είτε και αναμιγνύοντες πολλά στοιχεία εις έν ον. Καθώς και οι ζωγράφοι θέλοντες να κατασκευάσουν εικόνα, κάποτε θέτουν μόνον το κόκκινον, και κάποτε άλλο οποιονδήποτε χρώμα, πολλάκις όμως αναμιγνύουν πολλά χρώματα, καθώς παραδείγματος χάριν όταν κατασκευάζουν προσωπογραφίαν ή άλλο τίποτε παρόμοιον, αναλόγως, νομίζω, της ανάγκης την οποίαν έχει η εικών από έκαστον χρώμα. Ομοίως λοιπόν και ημείς θα επιθέσωμεν τα στοιχεία εις τα πράγματα, είτε έν εις έν, ό,τι νομίσωμεν ότι χρειάζεται, είτε πολλά ομού και θα κατασκευάσωμεν αυτά τα οποία λέγονται συλλαβαί, και πάλιν θα ενώσωμεν τας συλλαβάς, από τας οποίας σχηματίζονται και τα ονόματα και τα ρήματα. Και πάλιν από τα ονόματα και τα ρήματα θα αποτελέσωμεν πλέον κάτι τι μ έ γ α και ω ρ α ίο ν και α κ έ ρ α ι ο ν, καθώς εκεί διά της ζ ω γ ρ α φ ι κ ή ς το ζ ω ν τ α ν ό ν, ο μ ο ί ω ς εδώ τον λ ό γ ον διά της ονομαστικής, ή ρητορικής, ή οποιαδήποτε είναι αυτή η τέχνη... »
Πλάτωνος Κρατύλος ή περί ορθότητος ονομάτων.
Ο «γραφικός» μας χαρακτήρας, η γραφή μας, παραμένει πάντα αναγνωρίσιμη είτε χαράσσοντας τις λέξεις πάνω σε ένα χαρτί για να γεννηθεί ο ποιητικός λόγος, είτε, χαράσσοντας γραμμές, σχήματα, χρώματα πάνω στην επιφάνεια που γεννούν μορφές. Ο Χρόνης Καραχάλιος ως ποιητής και ζωγράφος χαράσσει γραφές, στον αντιληπτό «Χώρο», καθώς γνωρίζει ότι τα αποτελέσματα της γραφής μας είναι -μόνον εξ' αιτίας του «χώρου»- ομοειδή και θεωρούνται ανά «λογα», καθώς οι διαφορές των μέσων που μετέχουμε κάθε φορά για την πραγμάτωσή της, αγνοούνται σε αυτό το επίπεδο, για να ταυτιστούν άμεσα εκεί που ο «Χώρος» ουσιώνεται, δηλαδή, στον Λ ό γ ο. Σαν να επρόκειτο για μια μουσική μελωδία στην οποία, οι διαφορές κλίμακας αγνοούνται, καθώς η νόηση και οι αισθήσεις μας αναγνωρίζουν πάντα αυτή την ίδια μελωδία, ακόμα και αν είναι ερμηνευμένη σε διαφορετικά ύψη.
Στον Πλατωνικό διάλογο, Κρατύλος, ο Σωκράτης δεν διαφοροποιεί τον πλαστουργό-ποιητή των ονομάτων, από το ζωγράφο, καθώς σκέφτεται τις ενέργειες του καθενός όμοιες και ανά- «λ ογ ε ς» και εντοπίζει τις βαθύτερές τους συγγένειες σε σχέση με το αποβλεπόμενο, που είναι ο Λ ό γ ο ς. Η διττή αλλά παράλληλα ενωτική αυτή υπόσταση του έργου, του δημιουργού Χρόνη Καραχάλιου, όταν χαράσσεται στον ουσιωμένο «Χώρο», το στίγμα της, προτάσσει και ταυτόχρονα προεκτείνει το μυστήριο ως μια μορφή «παιχνιδιού», κάτι σαν το «Εφηύρα των φωνηέντων το χρωματολόγιο!», του Ρεμπώ, που γονιμοποιείται, μεταμορφωμένο σε Λόγο, εικαστικό και ταυτόχρονα ποιητικό, (αν και ουσιαστικά ο διαχωρισμός τους είναι ψευδής, καθότι και τα δύο παρευρίσκονται ενωτικά εντός του Κόσμου).
Το μυστήριο της ύπαρξης του ύφους -που εκδηλώνεται πάντα στα μη «ορατά» στοιχεία του έργου- φανερώνει πως ο δημιουργός Χρόνης Καραχάλιος, εργαζόμενος στο ανθρώπινο μέτρο και τον κόσμο των αντιληπτών πραγμάτων, εντυπώνει - χαράσσει σε αυτά το στίγμα του, και αυτό το ύφος, αποτελεί την εκφραστική δύναμη του έργου του, που αναλαμβάνει να ερμηνεύσει το αποβλεπόμενο, παραμένοντας πάντα σταθερά μέσα στην αυστηρότητα των εννοιών που προηγούμενα εντοπίσαμε για να φανερώσει τον κόσμο
του. Η διαφαινόμενη αμηχανία μας απέναντι σε μια τέτοια θέαση του Κόσμου καθίσταται γόνιμη εκ των πραγμάτων. «Γόνιμη αμηχανία», είναι και ο πολύ εύστοχος τίτλος της πρώτης ποιητικής του συλλογής. Αυτή η «αμηχανία» και η γονιμοποίησή της είναι η πρόταση του Χρόνη και η ουσία του «παιχνιδιού» που μας προσκαλεί να μετέχουμε.
Υπάρχει κάτι πολύτιμο και αναντικατάστατο στο ποιητικό- εικαστικό έργο του Χρόνη, που απορρέει από την αφοπλιστική απλότητα των μέσων του. Διευρύνει έννοιες χωρίς να τις καταστρέφει. Η αυστηρότητα της ουσίωσης των εννοιών έγκειται στην προσπάθεια του εννοείν, και το πολύτιμο διακρίνεται από τον υψηλό βαθμό της διαφάνειας, καθώς και από τη συνείδηση του εαυτού του όπως αυτή ξεδιπλώνεται σε κάθε καμπή - πτύχωση του έργου του. Στο αερόστατο της «ποίησης» του, για τον Χρόνη Καραχάλιο, -«(δεν φτάνει η αερόσκαλα να πατήσει στη γη)», και ο Κ ό σ μ ο ς,- αυτόματα η λέξη «γη» τον εντάσσει και τον διαφοροποιεί από αυτήν-, από αυτό ακριβώς το σημείο- στιγμή, αρχίζει να αποκαλύπτει την αναπόδραστη ενότητά του στην οποία περιέχεται η «γη» και τα όντα, τα οποία διατρέχουν το έργο του στο σύνολό του. Καθώς δεν φτάνει ο χρόνος -(η αερόσκαλα)- και δεν υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής, το ταξίδι και τα ερωτήματά του, προβάλλουν αμείλικτα. Αυτό ακριβώς το «ερώτημα» είναι και το δημιουργικό αίτιο για τον Χρόνη, καθώς, σ' αυτό το ταξίδι φεύγει πάντα κανείς, και για πάντα διερωτώμενος. Στο ποίημα του « Αποχαιρετισμός» εστιάζει σε αυτό το σημείο, όταν συνειδητοποιεί πως δεν είμαστε στον ορίζοντα του Κόσμου αλλά ταυτόχρονα μας ομολογεί πως πηγαίνει, όπου πηγαίνει ο Κόσμος. Έτσι ίσως πρέπει να γίνει!
Αυτή η διαμάχη Κόσμου-Γης θεμελιώνεται με μέτρο και κέντρο τα όντα και ιδιαίτερα τον άνθρωπο, στο έργο του. Ο Χρόνης Καραχάλιος προσανατολίζεται σε αυτήν την οδό. Και ταξιδεύει προς το απύθμενο και αδιάστατο του Κόσμου που περιέχει τις αποσπασματικότητες όλων των άλλων κόσμων. Όλα αυτά τεκταίνονται με μορφή του «παιχνιδιού» που φανερώνει και ταυτόχρονα γεννά άλλα παιχνίδια. Αξεχώριστος από αυτά, με λέξεις, εικόνες, χρώματα ακόμα και ισο-«λογισμούς», (τέως οικονομολόγος), -που διαμορφώνει η ανθρώπινη σκέψη για την ερμηνεία του Κόσμου- , γνωρίζει από το ξεκίνημα ακόμα πως, στο ξετύλιγμα ( ταξίδι- περιπλάνηση του αερόστατου) ο Κόσμος παραμένει ο ίδιος, όπου εντός του υπάρχουν και εντός του αφανίζονται όλες οι αλήθειες.
Το ελάχιστο αισθητηριακό ερέθισμα-αντίληψη, για τον Χρόνη είναι μια μορφή αποκάλυψης. Εδώ θεμελιώνεται η δημιουργική υπόσταση του έργου του και το σημείο αυτό χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Οι προσωπογραφίες των όντων που χαράσσει -ανθρώπων ή ζώων χωρίς διάκριση- γεννώνται με αυτόν τον τρόπο. Ο ίδιος γνωρίζει, πως στην πραγματικότητα δεν είμαστε ικανοί να δούμε τον Κόσμο παρά μόνο μέσα από α π ο κ α λ ύ ψ ε ι ς. Η επίφαση αυτή, (ομολογούμενη από τον ίδιο στην ποίηση και το σύντομο βιογραφικό του), είναι και παραμένει, άγνοια του εαυτού και της ψυχής μας. Υπάρχει η επίγνωση της ψυχής, αλλά απουσιάζει η ιδέα της, που ο δημιουργός Χρόνης Καραχάλιος κατορθώνει και την ανακτά παρά μόνο με το σκοτεινό άγγιγμα του συναισθήματος. Αυτή όμως η επίγνωση είναι και η κορύφωση του έργου του. Με τη σκέψη αυτή και στο κρίσιμο αυτό σημείο, ο Χρόνης, αυτήν τη σκοτεινή επαφή του συναισθήματος αγωνιά και μάχεται να την επικοινωνήσει, γνωρίζοντας όμως πολύ καλά πως, όπως στη σφαίρα της σκέψης έτσι και σε αυτήν του συναισθήματος μια ασαφής επικοινωνία δεν είναι ουσιαστική και γόνιμη επικοινωνία.
Το επικοινωνιακό ερμηνευτικό εργαλείο του έργου του -η έξοδος από την προαναφερθείσα αγωνία και τη διαμάχη- βρίσκεται ακριβώς εδώ, αλλά και, στη συνειδητοποίηση αυτή. Ξεκινώντας από το εικαστικό του έργο, αναγνωρίζει ο θεατής τη δύναμη της απλότητας της μορφοπλαστικής διαδικασίας που ακολουθεί, καθώς η απλότητα αυτή γίνεται η κυρίαρχη εικαστική του γλώσσα. Ιεραρχεί κάθε πλαστικό μέσο, με ακρίβεια, διαφάνεια και καθαρότητα, είτε πρόκειται για ένα σημείο, μια γραμμή, ένα σχήμα ή ένα χρώμα. Αυτή η ιεράρχηση και ταυτόχρονα το «παιχνίδι» της, είναι που του επιτρέπει μια σαφή και ξεκάθαρη μορφή επικοινωνίας, εμποτισμένη παράλληλα με το μυστηριακό άγγιγμα του συναισθήματος. Ο Χρόνης δημιουργεί κρατώντας πάντα σταθερά και αδήριτα αυτόν τον διττό ιδιάζοντα ρυθμό, στην ποίησή του αλλά και στη ζωγραφική του. Το σκοτεινό άγγιγμα των συναισθημάτων, το μεταπλάθει σε επι-«κοινωνία» φωτεινή και κρυστάλλινη, -αρμονία των αντιθέτων-, όπως μια ενδελεχώς επεξεργασμένη σκέψη ή μια έννοια, αλλά ακόμα και οι ιδέες που τις υλοποιούν, παραμένουν το ίδιο διάφανες και κρυστάλλινες.
Θωμάς Ζωγράφος.
Εικαστικός.
Μέλος Ε.Ε.Π. Ζωγραφικής στο Τ.Ε.Ε.Τ. του Π.Δ.Μ.
Εικαστικός.
Μέλος Ε.Ε.Π. Ζωγραφικής στο Τ.Ε.Ε.Τ. του Π.Δ.Μ.
Χρονης Καραχαλιος, Untitled, 2016,( 90X90 cm), acrylics on canvas |
Αδίρητος Πορεία
Οι εικόνες της πρόσφατης δουλειάς του Χρόνη Καραχάλιου φαίνεται να σχηματίζονται από μια ανάγκη να κατανοήσει την παρουσία του απέναντι. Όχι όμως του άγνωστου «έναντι» αλλά του γνωστού απέναντι.
Η μεγέθυνση του απεικονιζόμενου του επιτρέπει να προσεγγίσει το είδωλο που βρίσκεται απέναντί του και να σχηματίσει εικόνες που, με μια ποικιλομορφία στοιχείων, αναδεικνύουν έναν ιδιαίτερο κόσμο βλεμμάτων. Με μια επιπεδοποιημένη ατμόσφαιρα να χαρακτηρίζει το χώρο, σχηματίζει μικρά ζωγραφικά επεισόδια που ενοποιούν το χώρο σε ένα σύνολο καταστάσεων. Οι απεικονιζόμενοι είναι γνώριμα, στον Χρόνη, πρόσωπα: είναι ο Θωμάς, ο Πάνος, η Νέλλα, ο Μάνος, η Ίριδα, ο Γιάννης, ο Χρήστος, η Στυλιάνα, η Δανάη, ο Πιερ ο Ρόμπυ,ο Ντάφυ, η Ρόζυ,ο Χρόνης.
Γνώριμα είναι και εκείνα τα αντικείμενα που επισημαίνει ο Χρόνης στη ζωγραφική του αφήγηση: τα γυαλιά, η φωτογραφική μηχανή, ο πολυέλαιος, το λουρί, ο σκούφος, το φύλλο, το παραβάν, το πλακάκι, το συρματόπλεγμα … Κάποια στιγμή γίνεται δυσδιάκριτο αν αντικρίζουμε το πορτραίτο ενός αντικείμενου ή ενός έμβιου απεικονιζόμενου. Τελικά τα αντικείμενα είναι εκείνα που καθορίζουν τα πρόσωπα.
Αυτό καθίσταται το πιο χαρακτηριστικό, ίσως, στοιχείο στο έργο του∙ με την έννοια ότι η ενότητα «Αδήριτος Αναγκαιότης» δεν αποτελεί παρά την καταγραφή των οικείων του προσώπων, σε οικείους χώρους, σε συνομιλία με τα πιο οικεία τους αντικείμενα. Η επιλογή να είναι η τεχνική των έργων με πλακάτη προσέγγιση, καθιστά αυτό το περιβάλλον ακόμη πιο επιτακτικά προσιτό: δεν υπάρχει βάθος, μόνο επιφάνεια. Μια επιφάνεια όπου συναντώνται οι άνθρωποι ενός κοινά
βιωμένου περιβάλλοντος.
Εξ’ ου και το Αδήριτο της πρόθεσης.
Γιάννης Ζιώγας
Ζωγράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου