Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Οι πολλοί και το ανομολόγητο Η τέχνη του λόγου ενώπιον της μάζας Δημήτρης Τανούδης

                   
Σχέδιο της Μαριέλας Μπιλίτσας

Οι πολλοί και το ανομολόγητο Η τέχνη του λόγου ενώπιον της μάζας Δημήτρης Τανούδης   Υπάρχει λοιπόν το ανομολόγητο: μια ουσία που διαφεύγει της καθημερινής προφορικότητας, ακόμη και στις πιο σκοτεινές, τις πιο μύχιες απορροές της, αλλά και δεν μεταγγίζεται στην πλειονότητα του γραπτού λόγου, στο θεωρητικό δοκίμιο, στο δημοσιογραφικό άρθρο, στα συγγράμματα των επιστημών, στην ψυχιατρική, στη φιλοσοφία, σε κάθε εκφορά της σκέψης που εκ φύσεως περιορίζεται σ' ένα σύστημα αμιγώς έλλογο και κανονιστικά οριοθετημένο. Κι ωστόσο, υπάρχει. Υπάρχει κάτι έγκλειστο στις ψυχές των ανθρώπων, διαρκώς παρόν αλλά πάντα κρυμμένο, συνεχώς άρρητο αλλά πάντα επιτακτικό˙ κάτι που δεν βρίσκει επαρκή μετουσίωση παρά μόνο στο πεδίο της λογοτεχνίας, εξ ολοκλήρου διοχετευμένο σε λέξεις.
Αυτονόητο εντούτοις πως πρόκειται για μια λογοτεχνία ενάντια στον λόγο, όταν αυτός προκύπτει ως σκόπιμη προσαρμογή στα εκάστοτε λειτουργικά δεδομένα και κριτήρια του μαζικού -το «μαζικό» ως διασπορά του επιδερμικού, του αντίθετου απ' αυτό που είναι το «ανομολόγητο», το «μαζικό» ως διασπορά μιας εξομολογητικής πλάνης, ραμμένης για το καλούπι του αστόχαστα καταληπτού-, πρόκειται για μια λογοτεχνία η οποία απορρέει ευθέως από τα ενδότερα της καλλιτεχνικής ιδιοπροσωπίας: από την εκ βαθέων και ανεπανάληπτη αυτή ψυχική ουσία κάθε δημιουργού. Κάθε φορά όμως που ένα τέτοιο έργο εναντιώνεται στον συρμικό λόγο -τον λόγο εκείνον που πρωτεϊκά καθιερώνεται ως κυρίαρχος λόγος-, η συντριπτική πλειονότητα των αναγνωστών θα το υποδεχτεί μουδιασμένη και, εάν δεν το απορρίψει εκ των προτέρων, θα το χαρακτηρίσει δυσπρόσιτο και περίπλοκο, γραμμένο στα μέτρα ενός πνευματικού ελιτισμού. Είναι ωστόσο η φύση της λογοτεχνίας δυσπρόσιτη και περίπλοκη, εφόσον το ίδιο το αντικείμενο μελέτης της, η ανθρώπινη ψυχή, φύεται εγγενώς από το δυσπρόσιτο και το περίπλοκο. Κι είναι αναπόφευκτη η ταύτιση σημαντικότητας και περιπλοκότητας, εφόσον ένα έργο έχει δημιουργηθεί στην ακρώρεια της ρήξης με το παλαιό, το γνωστό, το ερμηνευμένο, το οικείο, το ήδη εκφρασμένο, το κεκτημένο, τόσο σε όρους μορφής όσο και νοήματος. Πολύ περισσότερο, το να υποδεχόμαστε με κλειστούς ορίζοντες έργα που αντιπαλεύουν την κυρίαρχη γλώσσα, αναζητώντας έναν ανομολόγητο ψυχισμό και μια αφανή πραγματικότητα, το να θεωρούμε προϊόντα ελιτισμού έργα που σε ωθούν να συγκρουστείς με οικείες αντιληπτικές νόρμες, να σταματήσεις και να προσηλωθείς, να επιμείνεις και να παιδευτείς -να μην τα κατακτήσεις με την πρώτη ματιά αλλά να αντιληφθείς την απαίτηση για ενεργοποίηση μιας άλλης ψυχικής και εγκεφαλικής λειτουργίας- αποτελεί επιμέρους ένδειξη της τρέχουσας πολιτισμικής συνθήκης, μιας κατάστασης πνευματικής εν τέλει ανημπόριας όπου επιθυμούν να βυθιζόμαστε ολοένα οι άνθρωποι στους οποίους, ολιγωρώντας μπροστά στην ατομική μας πρώτ' απ' όλα αξιοπρέπεια, έχουμε παραδώσει τα ηνία της ζωής. Τίποτε πιο συμφέρον για αυτούς από το να ταυτίζουμε τον στοχασμό με τον ελιτισμό και το αβασάνιστο με το αναγκαίο. Τίποτε πιο βολικό από μια εφησυχασμένη μάζα που αρνείται αυτοβούλως την εγρήγορση, δρομολογώντας ταυτόχρονα τον αντιληπτικό ευνουχισμό των απογόνων. Κλασικές δημιουργίες, έργα δοκιμασμένα από τον χρόνο, ενωμένα σε παράλληλη φορά με νέες προτάσεις, σπέρματα γονιμικής ρήξης με τη λογοτεχνική παράδοση -όχι ανώδυνες σταυρωτές ομοιοκαταληξίες ή λυρισμοί πατριωτικής χρησιμότητας- θα έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία. Κι από εκεί ακριβώς εκκινεί μια μαθησιακή πορεία η οποία απολήγει στη σημερινή άγνοια, άρνηση ή αδιαφορία του «ευρύτερου κοινού» για τη λογοτεχνία που επιμένει να τάσσεται ενάντια στον ευρείας κατανάλωσης λόγο και υπέρ της έντεχνης μετουσίωσης αυτού που κρύβεται μέσα μας αλλά κανείς δεν μπορεί να εκφράσει˙ της μύχιας «αντιγλώσσας»˙ του ομιλητικού βρασμού που πηγάζει από την εσαεί αναγκαιότητα για ανθρώπινη κίνηση˙ του «αντιπαραγωγικού» αυτού έργου στην υπηρεσία του οποίου τίθεται η λογοτεχνία από καταβολής της. «Η τέχνη», λέει ο Αμλετ, «δεν είναι για τους πολλούς ούτε είναι για τους λίγους. Είναι για τον καθένα χωριστά».1 Αρκεί ο κάθε ξεχωριστός αναγνώστης να είναι διατεθειμένος να δεχτεί τη δυσκολία της τέχνης, την απολύτως σύμφυτη με το θεμέλιο της προσφοράς της στον κόσμο. Αρκεί κάθε αναγνώστης να είναι ανοιχτός στην ανοιχτότητα. Πέρα από ασφαλείς βεβαιότητες, πάνω από την αυτιστικά επαναλαμβανόμενη κατάφαση του ήδη χωνευμένου, του ευρέως αναμενόμενου και ευρέως αποδεκτού: ενός αναγνωστικού ντεζαβού το οποίο μοιραία καταλήγει -γιατί είμαστε τα βιβλία που διαβάζουμε- στο υπαρξιακό ντεζαβού μιας ολόκληρης κοινωνίας, ενός κόσμου, μιας πραγματικότητας. Ωστόσο, ένας δημιουργός έχει το δικαίωμα να στέκεται σ' αυτό ακριβώς το «πέρα», αυτό το «πάνω», όσο μακρινή κι αν καθιστά το κοινό την απόσταση του εαυτού του από το δημιούργημα. Γιατί είναι πάντα το κοινό που οφείλει να αποζητά το επίπεδο του δημιουργήματος και όχι το δημιούργημα το επίπεδο του κοινού˙ πρόκειται, ανέκαθεν επρόκειτο -το να διαβάζει κανείς λογοτεχνία- για ανυψωτική και όχι για καθηλωτική διαδικασία.    Ακόμη λοιπόν και αν οι τρέχουσες συνθήκες ήταν καλύτερες ή χειρότερες, ιδανικές ή ασφυκτικές, ο λογοτέχνης δεν μπορεί παρά να κάνει αυτό που νιώθει πως πρέπει να κάνει, αυτό που η καλλιτεχνική του φύση τον αναγκάζει να κάνει. Το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που οι πολλοί περιμένουν να κάνει.   dtanoudis@gmail.com     ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1. Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Αμλετ, Πρίγκηπας της Δανίας, Κέδρος, Αθήνα 1988, μτφρ.: Γιώργος Χειμωνάς, σελ. 77.

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου