Το πορτρέτο της Μαρίας, έργο του Χάρη Κοντοσφύρη (τέλη 80). Οπλισμένο μπετόν αρμέ, ρηγματωμένο.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η αναμνησιακή καταγραφή της όποιας παρουσίας του Χάρη Κοντοσφύρη στην Κατάληψη της Καλών Τεχνών Αθήνας. Άλλοι καλοτεχνίτες υπήρξαν αφοσιωμένοι οδοιπόροι της! ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ
Με τον κασμά και την μολότοφ.
«… Επέστρεψα πάλι την τρίτη χρονιά στο κτίριο της κατάληψης. Όλοι οι χώροι πλέον ήταν κατειλημμένοι. Ακόμη και οι ετοιμόρροποι των τελευταίων δύο ορόφων. Φρικιά από τα Εξάρχεια τους είχαν καταλάβει. Ψάχνοντας εις μάτην βρέθηκα στην ταράτσα. Το δώμα, ένας χώρος 2 x 2, ήταν ερμητικά κλειστό με ένα μέτρο κουτσουλιές περιστεριών. Μπήκα στον χώρο από εκεί που μπαίναν τα περιστέρια, το παράθυρο του ακάλυπτου. Το καθάρισα, έβαλα ρεύμα και νερό. Έφτιαξα έναν πάγκο εργασίας κι άρχισα να δουλεύω. Το κλείδωνα και άφηνα πάντα το κλειδί κρεμασμένο σε ένα καρφάκι στην πόρτα, περίοπτο, με ένα σημείωμα «το δώμα είναι για χρήση όλων». Κάποια στιγμή πλημμύρισε το θέατρο Αλάμπρα στην πίσω μεριά της κατάληψης. Μας κόψαν το νερό για τα καλά. Κάποιες βδομάδες το κουβαλούσα από το υπαίθριο παρκινγκ δίπλα στο Ρόδον. Μετά σταμάτησα να χρησιμοποιώ τον χώρο για ένα διάστημα. Τότε οι καταληψίες των τελευταίων ορόφων πέταξαν τα έργα έξω από το δώμα, τα έσπασαν και άλλαξαν κλειδαριά. Σαν αντίδραση αποφάσισα να ανοίξω τον χώρο σε όλους, γκρεμίζοντας τα τούβλα του με έναν κασμά. Έμειναν μόνο τα δοκάρια. Όση ώρα το γκρέμιζα, ο Σταμάτης περιφρουρούσε το χώρο με μια μολότοφ».
Η δεκαετία του ’80 ήταν μια καλή εποχή για να εντείνεις τον αγώνα για τη ζωή και τη δημιουργικότητα. Η δικτατορία ήταν αρκετά μακριά και η φιλελεύθερη δημοκρατία σε καλούσε μεταμφιεσμένη με ένα αντικομφορμιστικό, ανήσυχο, συγκρατημένα επαναστατικό, συνδικαλιστικό, σχεδόν αναπαυτικό ρούχο unisex. Ζούσαμε σε έναν κόσμο αναξιοποίητων δυνατοτήτων ως αναξιόπιστοι. Ο Τσαρούχης, ο Φασιανός, Ο Μυταράς ήταν η αξιοποιημένη πλευρά της μεταπολίτευσης. Για εμάς, φορείς δυνατοτήτων ήταν άνθρωποι εξόριστοι ή αυτοεξόριστοι που πάσχιζαν πολιτικά και κοινωνικά την εμπειρία τους ενάντια στην δικτατορία· άνθρωποι που είχαν προσπαθήσει να διαλύσουν κάτι από τον κόσμο της αφελούς, ανόητης, της υστερόβουλης, προμελετημένης, υφαρπακτικής, λιμονοκτονούσας, ανυπαρξιακής αδικίας. Ένας Άσιμος με τις πειρατικές κασέτες του, ένας εκδιωγμένος έλληνας εργάτης στα ορυχεία του Βελγίου, ένας Κεσσανλής κάπου στην Γαλλο-Ιταλία οργάνωναν τον αλκοολισμό τους ως εμπνευσμένη αυτο-πλήγωση, αυτο-μαρκάρισμα ζώων στο κοπάδι, ώστε να είναι αναγνωρίσιμος ο κοινωνικο-πολιτικός τους εγκλωβισμός. Υπήρξε και για αυτούς ένας καταναγκασμός στους ελεύθερους τόπους που βρέθηκαν. Συχνά κατάφερναν να υποστηρίξουν αντι-κόσμους, στους οποίους η εξερεύνηση ταυτίζεται με την δημιουργία. Αυτή η δημιουργικότητα υποσχόταν τον αυτοπροσδιορισμό.
Η συνέλευση των φοιτητών της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας απέρριψε την ιδέα μιας πράξης αντίστασης (κατάληψη) ενάντια στην υπερσυσσώρευση φοιτητών σε ενοικιασμένους χώρους πέριξ του Πολυτεχνείου. Τριάντα από τους φοιτητές προκαθόρισαν το περιεχόμενο μιας ρηξικέλευθης κίνησης, της κατάληψης του Φωτίνειου κτιρίου στην οδό Πολυτεχνείου. Το κατέλαβαν. Η κίνηση αυτή οδήγησε στην απομάγευση του κτιρίου, στη δημόσια χρήση του, στην ενθρόνιση του μετατσαρουχικού ιδεώδους Δημήτρη Παπαϊωάννου από την Μελίνα Μερκούρη. Αργότερα η κατάληψη αιματώθηκε με την στριφνή ροή κατακλινόμενων ανθρώπων, χρήστες ναρκωτικών από την πλατεία Εξαρχείων και περιθωριακοί διανοούμενοι όπως η Γώγου και κατέληξε στην προστατευτική συναινετική πρυτανική ανοχή της διοίκησης της Καλών Τεχνών. Η επιτελεστική οργάνωση της κατάληψης κατά όροφο από την πρώτη κιόλας βδομάδα με άτυπους διαχειριστές, αρχηγούς και πολιτοφύλακες δεν οριζοντιοποίησε την παραγόμενη εξουσία αλλά καθετοποίησε τον κάθε καλλιτέχνη κάτω από ισοδύναμες ιδιοκτησίες, καταναγκασμών και δυστοπιών. «Η λεπτομερής περιγραφή των ουτοπιών μπορεί να είναι διεγερτική, αν ωστόσο τις πάρουμε στα σοβαρά ως πρότυπο οργάνωσης της κοινωνίας γίνονται αμέσως καταπιεστικές» (Holloway, 2011).
Η ιδιοποίηση, η άτυπη ατομική χρήση των χώρων περιέφραξε τη δημιουργικότητα που θα παρήγαγε ο ίδιος ο χώρος της κατάληψης, αλλά μέσα σε αυτή τη στρεβλή περίφραξη ο χώρος ως τόπος πια αρκετών γεγονότων παρήγαγε στιγμές, ροές χρόνου σε άλλα μήκη κύματος. Αυτός ο αυτο-οργανωμένος, βιωμένος χρόνος ζωής μέσα στην κατάληψη διατύπωσε δειλά ένα ωραίο παράδειγμα κατάχρησης κοινωνικού χρόνου, εννοείται με μια προσωρινότητα (δέκα χρόνων) ως μια προσωρινά αυτόνομη χρονικότητα. Η πόρτα της κατάληψης δεν φυλασσόταν. Δεν υπήρξε ωρολογιακός μηχανισμός εσόδου-εξόδου, το κτίριο ήταν 24ωρο, δεν κινδύνεψε από την αστυνομία και η εργαλειακή του χρήση ως εργαστήρια τέχνης τέλειωσε με την αφομοίωσή του από την πρυτανεία του Κεσσανλή και την απόφαση περιορισμού κάθε παραβατικότητας με την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων. Η κατάληψη της ΑΣΚΤ στην οδό Πολυτεχνείου υπήρξε μια ώθηση για να δημιουργηθούν στιγμές ή χώροι άρνησης και δημιουργίας που οδηγούσαν σε μορφές αξιοπρέπειας. «Δεν έχω χώρο φοίτησης, εργασίας, στέγασης. Τον καταλαμβάνω και τον μοιράζομαι…».
Η αξιοπρέπεια λειτουργεί, το 2011, σαν μια εμψυχωτική ανάμνηση. Όσοι ανέμπειρα αγωνίστηκαν στην κατάληψη να επιβιώσουν μια καινούργια συνθήκη άλλοτε το κατάφεραν κι άλλοτε οδήγησαν την απαλλοτρίωση στιγμών αντίστασης σε πολλές αποπολιτικοποιημένες στιγμές απόλαυσης (θέαμα). Γυναίκες και άντρες, ναρκωμένοι και αποναρκωμένοι, διάνοιες, διανοούμενοι και τεχνίτες διέπραξαν στην κατάληψη κάτω από έναν τρελαμένο ωρολογιακό χρόνο κλειστά επεισόδια συνήθως αυτοεξυπηρέτησης κι όχι βαθιάς συλλογικής αυτο-κοινωνικοποίησης. Παρόλες τις χρονικές κατακτήσεις της Φωτίνειας κατάληψης, οι καταχρήστες της δεν μπόρεσαν να συλλάβουν το χρόνο ως μια αέναη ευθραυστότητα του δευτερολέπτου και συγχρόνως τη σκληρή και υπομονετική ώθηση μιας κοινής δημιουργίας, μιας κοινής γενιάς που δεν χρειάζονται μόνο Πεδία Δράσης Κόδρα για να ξαναεπικοινωνούν, να αναμνήσονται τις ζωές τους, τα έργα τους, νοιώθοντας τελικά την αεικινησία της όποιας εξεγερμένης σκέψης τους.
Χάρης Κοντοσφύρης
Ομόνοια, 8.8.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου