Τον Οκτώβριο του 2025 αποκαλύφθηκε στην κεντρική πλατεία του Πολιχνίτου Λέσβου, δίπλα στο ήδη υπάρχον Ηρώο, το γλυπτικό μνημείο προς τιμήν του Εύελπι Γιώργου Κουβελίδη. Η βιογραφική του διαδρομή —από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, μέσω του προσφυγικού εκτοπισμού του 1922, έως την πτώση του στη Μάχη του Μάλεμε το 1941— εντάσσεται σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή κατάσταση βίαιων μετατοπίσεων, πολεμικών ρήξεων και συστημικών αποσιωπήσεων της μνήμης. Το μνημείο, ως υλικό τεκμήριο, λειτουργεί στο πλαίσιο των lieux de mémoire του Pierre Nora, δηλαδή ως ένας τόπος όπου «η μνήμη κρυσταλλώνεται και συσσωρεύεται»¹, ιδίως όταν οι φυσικοί της μεταδότες έχουν εκλείψει. Η ιστορική αποκατάσταση της πορείας του Κουβελίδη, όπως την επιμελήθηκε ο λαογράφος και ιστορικός Στρατής Πάντας, συγκροτεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που ο Jay Winter ονομάζει «αναδυόμενη συλλογική μνήμη»²: μια μνήμη που δεν μεταφέρεται πλέον αβίαστα μέσα από προφορικές κοινότητες, αλλά ανακατασκευάζεται εκ των υστέρων μέσω τεκμηρίων, αφηγήσεων και πολιτισμικών πράξεων. Ο Πάντας, αντλώντας από τη μικροϊστορία, συγκεντρώνει αποσπασματικές οικογενειακές μαρτυρίες, προφορικές αφηγήσεις και προσωπικές σημειώσεις, συγκροτώντας έτσι μια «λογοτεχνική κάψουλα ιστορικής αναδρομής». Αυτή η κατασκευή βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια με τη θεωρία της πολιτισμικής μνήμης της Aleida και του Jan Assmann³, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία, όταν αδυνατεί να διατηρήσει ζωντανές παραδόσεις, προσφεύγει σε τεχνητούς τρόπους σταθεροποίησης —μνημεία, τελετές, γραπτές αφηγήσεις— ώστε να μεταβιβάσει ό,τι δεν επιβιώνει πια βιωματικά.
Κατά τη Μάχη του Μάλεμε, οι τριακόσιοι Ευέλπιδες επιχειρούν να ενισχύσουν την αμυντική προσπάθεια, ενώ ο Κουβελίδης τραυματίζεται θανάσιμα και αφήνεται αβοήθητος σε ένα σταχοχώραφο, όπου ξεψυχά δύο ημέρες αργότερα. Η απουσία οργανωμένης τελετουργικής ταφής, αλλά και η μοναχική, σχεδόν μυθική φιγούρα της νεαρής κοπέλας που, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, προσπάθησε να προσφέρει έναν αυτοσχέδιο αποχαιρετισμό, συνιστούν μια χαρακτηριστική περίπτωση αυτού που ο Paul Connerton ονομάζει «χαμένη τελετουργικότητα της μνήμης»⁴: όταν οι κοινωνικές συνθήκες καταρρέουν, τα σώματα και οι κινήσεις αντικαθιστούν τους επίσημους κώδικες μνήμης, δημιουργώντας νέες, αυθόρμητες τελετουργίες. Το πένθος της μητέρας του, που κράτησε ως το τέλος της ζωής της, συνιστά άλλη μία μορφή αδιάκοπης μνημονικής επιτέλεσης: η άρνηση της απώλειας δεν προκύπτει από ψυχολογική αδυναμία, αλλά από την απουσία επαρκούς τελετουργικού πλαισίου. Ο πατέρας, από την πλευρά του, μετατρέπεται σε άτυπο αρωγό της μνήμης, σε φορέα που διατηρεί και διασώζει τα ίχνη του γιου μέσα στο οικογενειακό και κοινοτικό περιβάλλον του Πολιχνίτου, έως ότου ο Στρατής Πάντας αναλάβει τη συγγραφή μιας ιστορίας ικανής να εντάξει το μικροϊστορικό συμβάν στο ευρύτερο ιστορικό και γεωπολιτικό πλαίσιο της εποχής.Το στρατόπεδο της περιοχής φέρει το ονομα του Εύελπη με προτροπή του ίδιου.
Σε αυτό το σημείο εντάσσεται οργανικά μια ακόμη, αλλά καίρια μορφή αναβίωσης της μνήμης: η φροντίδα του τάφου και ο εξαγνιστικός καθαρισμός των οστών του Κουβελίδη από τον Στρατή Μπαλάσκα. Αυτή η πράξη δεν είναι μια απλή υλική επέμβαση· εντάσσεται στη μακραίωνη ευρωπαϊκή παράδοση της «δεύτερης ταφής», όπως την προσδιόρισε ο Robert Hertz⁷. Ο καθαρισμός των οστών και η ανανέωση του τάφου συνιστούν μια μορφή συμβολικού επανακαθαγιασμού, μέσω της οποίας ο νεκρός επανεντάσσεται στην κοινότητα όχι ως απουσία αλλά ως ενεργό στοιχείο της μνήμης της. Πρόκειται για αυτό που ο Connerton ονομάζει «μνημονική χειρονομία»⁸: μια σωματική πράξη που επιτελεί ό,τι δεν μπορούν να επιτελέσουν οι θεσμοποιημένες τελετουργίες.
Το νεκροταφείο του Πολιχνίτου αποκτά έτσι τον χαρακτήρα ενός δεύτερου lieu de mémoire, δίπλα στο μνημείο της πλατείας. Η πράξη του Μπαλάσκα ενώνει την εγγύς μνήμη της οικογένειας με την πολιτισμική μνήμη της κοινότητας³: μετατρέπει τον τάφο σε υλική επιφάνεια μνημονικής σημασίας, σε έναν χώρο όπου το παρελθόν δεν απλώς φυλάσσεται, αλλά επανενεργοποιείται. Όπως επισημαίνει ο Antoon Geels¹⁰ στο έργο του για τα ευρωπαϊκά ταφικά έθιμα, τέτοιου είδους πράξεις αποτελούν «τελετουργίες συνέχειας» που επιχειρούν να γεφυρώσουν την απόσταση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη. Η ανάγκη κατασκευής νέων τόπων μνήμης δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής δυναμικής. Στη Γερμανία, στην Πολωνία, στη Γιουγκοσλαβία, στην Ιταλία και στην Ισπανία, η μεταπολεμική ήπειρος αντιμετώπισε ακριβώς την ίδια αντίφαση: η ζωντανή μνήμη είχε υποχωρήσει, ενώ η ιστορία είχε επικρατήσει ως αναλυτικός μηχανισμός που «αποστασιοποιεί» το παρελθόν⁶. Αυτή η αντίφαση —έκδηλη στο έργο του Nora— δημιουργεί τους σύγχρονους τόπους μνήμης: τεχνητές υλικότητες που επιχειρούν να αναπληρώσουν την απώλεια των φυσικών μνημονικών συστημάτων.
Το ελληνικό παράδειγμα συμμερίζεται πλήρως αυτό το ευρωπαϊκό μοντέλο. Οι διαδοχικές τραυματικές τομές του 20ού αιώνα —Βαλκανικοί Πόλεμοι,Μικρασιατική Καταστροφή, Αλβανικό μέτωπο, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος— διέσπασαν τη συνέχεια της βιωματικής μνήμης. Έτσι, οι τοπικές κοινότητες, όπως εκείνη του Πολιχνίτου, αναγκάστηκαν να χαράξουν νέες «υλικές επιφάνειες μνήμης», οι οποίες δεν απλώς ανακαλούν το παρελθόν, αλλά το καθιστούν εκ νέου λειτουργικό στο παρόν. Το Ηρώο, που μεταφέρθηκε από την εποπτική του θέση στον λόφο Καρδόνα στην είσοδο του χωριου στην κεντρική πλατεία , δίπλα στο αποκατεστημένο ελαιοτριβείο και το παρακείμενο επιβλητικότατο σχολείο, δημιουργεί μια χωρική διάταξη όπου ο επισκέπτης, μόλις εισέλθει στο χωριό, εισέρχεται ταυτόχρονα και στη μνημονική του τοπογραφία.
Το μνημείο του Κουβελίδη εντάσσεται οργανικά σε αυτή τη διαδικασία: είναι ένας ευρωπαϊκού τύπου τόπος μνήμης, όπου η οικογενειακή θλίψη, η τοπική ιστορικότητα και η εθνική πολεμική αφήγηση συγχωνεύονται, δημιουργώντας ένα σημείο συμπύκνωσης χρόνου —όπως θα έλεγε ο Nora— έναν τόπο όπου ο χρόνος δεν κυλά αλλά «αποθηκεύεται».
Και ενώ ο 20ός αιώνας μοιάζει μακρινός, τόποι όπως αυτός του Κουβελίδη μας υπενθυμίζουν ότι η Ευρώπη εξακολουθεί να ζει με τα κατάλοιπά του —τα οποία, όσο τα θυμόμαστε, δεν μας βαραίνουν, αλλά μας καθιστούν ικανούς να αναμετρηθούμε με τη συνέχεια της ιστορίας.
Εκεί όπου κάποτε η ιστορία του χωριού, οι αφηγήσεις των παλαιότερων και η συλλογική εμπειρία κυκλοφορούσαν καθημερινά και αυθόρμητα, σήμερα η μετάδοση του παρελθόντος δεν είναι πλέον αυτονόητη. Η κοινωνική και πολιτισμική μεταβολή, η δημογραφική συρρίκνωση και η διάλυση παραδοσιακών μορφών ζωής έχουν διακόψει τα «περιβάλλοντα μνήμης» που συντηρούσαν φυσικά τη συλλογική ταυτότητα. Μέσα σε αυτήν την επιτάχυνση της ιστορίας, όπου το παρόν γλιστρά γρήγορα σε ένα απόμακρο παρελθόν, το μνημείο στην είσοδο του χωριού λειτουργεί σαν ένας επιταχυντής που καθιστά ορατή αυτήν ακριβώς τη ρήξη.
Η επιτάχυνση της ιστορίας, όπως την περιγράφει ο Nora, αποτυπώνεται εδώ ως η αίσθηση ότι το παρελθόν απομακρύνεται τόσο γρήγορα ώστε χρειάζεται να υλοποιηθεί σε ένα σταθερό σημείο, να αποκτήσει υλική μορφή για να μην εξαφανιστεί. Η τοποθέτηση του μνημείου στην είσοδο του Πολιχνίτου δημιουργεί ένα κατώφλι ανάμεσα στην καθημερινότητα και στη μνήμη· μια υπενθύμιση ότι όσα κάποτε ήταν ζωντανές κοινές εμπειρίες πρέπει πλέον να διασωθούν μέσα από ένα αντικειμενικό, εξωτερικό σήμα. Το μνημείο δεν αναπαράγει τη μνήμη όπως θα έκανε μια προφορική παράδοση· τη μετατρέπει σε κάτι σταθερό, συνειδητοποιημένο, σχεδόν αποσπασμένο από τη ροή της ζωής. Έτσι, ενώ μοιάζει να φυλάσσει το παρελθόν, στην πραγματικότητα μαρτυρά ότι το παρελθόν δεν βρίσκεται πια ενσωματωμένο στην καθημερινή κοινωνική πρακτική.
Γι’ αυτό το μνημείο Κουβελίδη δεν είναι απλώς ένας τόπος τιμής, αλλά ένα σημείο όπου εκδηλώνεται η μετάβαση από τη μνήμη που ζούσε οργανικά στο χωριό προς μια μνήμη που πρέπει να διατηρηθεί τεχνητά. Είναι ένας τόπος μνήμης επειδή ακριβώς έχουν χαθεί τα περιβάλλοντα μνήμης που τον καθιστούσαν κάποτε περιττό. Αυτή η διπλή λειτουργία — υπενθύμιση και ταυτόχρονα απόδειξη της απώλειας — δείχνει πώς η επιτάχυνση της ιστορίας «ενεργοποιεί» τον χώρο: μετατρέπει την είσοδο του Πολιχνίτου σε έναν συμβολικό μηχανισμό που επιβραδύνει, έστω προσωρινά, την ταχύτητα με την οποία το παρελθόν απομακρύνεται. Μέσα από αυτήν την επιβράδυνση, ο τόπος προσπαθεί να συγκρατήσει κάτι από τη συλλογική εμπειρία που έχει ήδη αρχίσει να χάνεται.
Συγκεκριμένα, η αναστήλωση του παλιού εκκλησιαστικού ελαιοτριβείου αποτελεί μια πρώτη κίνηση αυτού του «επιταχυντή» της ιστορίας. Ακολουθεί η μεταφορά του Ηρώου της Νίκης με την προσθήκη επιτύμβιων μαρμάρινων ορθοστατών που φέρουν τα ονόματα όλων των πεσόντων του χωριού — εκτός πέντε — και, τέλος, το μνημείο του Εύελπη Γ. Κουβελίδη. Στο τοποσημικό πεδίο δεσπόζει αγέρωχο το Μνημειώδες Δημοτικό Σχολείο και ο ιστορικός Λόφος του Καρδώνα.








Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου