"Η ζωή και ο θάνατος ενός ρατσιστικού μυρμηγκιού"
της Χριστίνας Κοντούλη
Ο Θίο το μυρμήγκι είχε γεννηθεί ένα καλοκαιρινό πρωινό όπου ο ήλιος λαμπερός κι ωμός έξυνε βαριεστημένα την ζωηρή του φαλάκρα πίνοντας το λαμπιριζέ του κοκτέιλ κάπου στις μεσογειακές χώρες.
Όταν ο Θίο άνοιξε τα μάτια του, το πρώτο που αντίκρισε ήταν το πολυτελές πάτωμα της θερινής κατοικίας του Σάνι Φούρκο. Απλωμένος κατάχαμα, φορώντας ένα εμπριμέ σώβρακο ο ευχάριστος κύριος Σάνι έλουζε το παχουλό του κορμί με ένα παχύρρευστο διάφανο αντηλιακό σαν σπέρμα κουνώντας τα δάχτυλα των ποδιών του καθώς διάβαζε την εφημερίδα του.
Ένα παλιό πικ απ αντίκα έσπαγε την ηρεμία αυτή της πολυτελούς διάθεσης προβάλλοντας ξανά τα εφηβικά χρόνια του κάτω από τα δάχτυλα του Μόρισον και της Τζόπλιν. Στο βάθος η Σαμπίνα- η καμαριέρα του- κούναγε ευχαριστημένη τα στρουμπουλά ποδαράκια της κόβοντας ένα μακρουλό αγγουράκι, ο Σπαρκς, ο φουντωτός σκύλος του ήταν κι αυτός ξαπλωμένος με το ένα πόδι βουτηγμένο στο νερό της πισίνας καθώς ο ήλιος του ζάλιζε το πρόσωπο κι η μουσική του είχε πάρει τα αυτιά. Ωστόσο ο Θίο τυλιγμένος στα γεννοφάσκια του, μέσα στην τρυφερή αγκαλιά της μητέρας ετοιμάζονταν να δεχτεί το πιο τρανό πλήγμα στην ιστορία των μυρμηγκιών, την αποχώρηση από το βασιλικό του δωματιάκι και την ένταξή του στην καθημερινότητα της εργατικής τάξης.
Καθώς λοιπόν οι αυλικοί τον κουβαλούσαν στην κάτω πτέρυγα της φωλιάς κοίταξε για μια στιγμή τον ήλιο κι αμέσως μια παράξενη ιδέα μεγαλούργησε στο απαίδευτο κι αδέξιο κεφάλι του. Δεν μπορούσε παρά όλη αυτή η λαμπρότητα να προέρχεται από εκείνον κι αυτή η φωτεινή ζεστασιά σίγουρα ήταν μια έκφανση, μια παρουσίαση της προσωπικής του ευγένειας. Ήταν άλλωστε βασιλικός γόνος, όχι όμως σαν τους άλλους, αυτός ήταν μοναδικός, με πόση δόξα και υπερηφάνεια υπερασπίζονταν την «τιμή» του! Όσο περνούσε ο καιρός τόσο έβρισκε λόγους να μειώνει τους άλλους εργάτες και να τους χλευάζει.
-Ε μικρέ, τα πόδια σου είναι πολύ κοντά
- Ε εσύ, γέρο, εσύ θα πεθάνεις τι δουλειά έχεις με τα σπόρια μου, αυτοί οι καρποί είναι αντάξιοι ενός βασιλιά, δεν είναι για σιχαμένους πλαδαρούς μέρμηγκες σαν εσένα!
-Κι εσείς ανόητοι, δεν βλέπετε πόσο μαύροι είστε, ααα, αν είχατε την ομορφάδα και τη σβελτάδα μου, αλίμονο, να γεννιόταν κι άλλος σαν εμένα τότε θα ήμασταν η πιο εκλεκτή φωλιά, μα που; Εγώ θα έπρεπε να είμαι ο αρχηγός σας, να ξέρατε πως θα λαμπύριζα σαν θα καθόμουν στο θρόνο, σαν έφευγα από τα βρωμερά υπόγεια που σκάβεται, εκεί ψηλά γεννήθηκα από χρυσάφι κι ήρθα εδώ να με μολύνεται με τα σκοτάδια και τις δουλειές σας.
-φύγετε άθλιοι, χαλάτε την τελειότητα που σμιλεύεται στα εξαιρετικά μου μάτια! Όμως τι να κάνω, σας συμπονώ, δεν είχατε την τύχη να γεννηθείτε τόσο τέλειοι, μα τώρα που το σκέφτομαι εσείς φταίτε γι’ αυτό, αν ήσασταν ανώτεροι σαν εμένα, αν είχατε μια τέτοια σπουδαία ψυχή ,αν αξίζατε τόσο σίγουρα θα μου μοιάζατε. Καημένοι μου, απορώ τι λόγο έχετε να ζείτε… Θα’ πρεπε μόνος να κυβερνάω τη φωλιά.
Στην αρχή κανείς δεν άκουγε τον Θίο, συνήθως γελούσαν με τις βλακείες του κι οι πιο πολλοί τον έβρισκαν γραφικό και κάπως γελοίο όμως ο καιρός περνούσε κι έπειτα από μια τρομαχτική μάχη με το εντομοκτόνο της Σαμπίνα η φωλιά είχε αρχίσει να γίνεται σχεδόν τρομαχτική. Όλοι κοιτάζονταν με καχυποψία κι όσοι είχαν καταφέρει να επιβιώσουν ήταν τόσο τρομαγμένοι με τα γεγονότα που φοβόντουσαν να βγουν στην επιφάνεια για τροφή. Τα αποθέματα τελείωναν.
Ο Θίο τότε βρήκε τη «λύση».
-Είμαστε πάρα πολλοί, κάποιοι από σας είναι σπουδαίοι , κάποιοι από σας είναι μοναδικοί ,εσείς πρέπει να επιβιώσετε, οι άλλοι…. Εκείνοι σας κρατούνε πίσω, εκείνοι σας έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση, κοιτάχτε τους, δείτε τις στραπατσαρισμένες κεραίες τους, δείτε τα μικροσκοπικά τους πόδια, τα τυφλά μάτια τους, δείτε τις απελπισμένες τους δαγκάνες, μια μέρα θα στραφούν εναντίον σας, δείτε τη βρωμιά που κολλάει στα άχρηστα κορμιά τους, έτσι θέλετε να ζείτε; Έτσι θα επιβιώσετε; Κοιτάχτε τη βασίλισσά τους, τι έκανε για σας; Κοιτάξτε τι γέννησε, αυτούς του σιχαμερούς , τους άσχημους κι ασήμαντους κι έπειτα δείτε εσάς, λαμπερούς και δυνατούς , εμπρός, πρώτα θα φάμε αυτούς κι ύστερα θα βγούμε στην επιφάνεια να φάμε και τους άλλους!
Ο Θίο είχε ξεχάσει πως ήταν παιδί της ίδιας βασίλισσας, είχε ξεχάσει πως δεν είχε δουλέψει ούτε μια μέρα στην μικροσκοπική ζωή του, είχε ξεχάσει πως δεν ήξερε τίποτα για τον κόσμο κι ούτε ποτέ είχε τολμήσει να βγει από την φωλιά. Το μόνο που θυμόταν ήταν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της γέννησής του κι ένα άγριο μίσος για όσους δεν παραδέχτηκαν την «αδιαμφισβήτητη ανωτερότητά του».
Πρώτα κέρδισε τους μικρούς, προσφέροντας τους τα «διαπιστευτήρια» της δύναμής τους κι ύστερα κέρδισε τους δασκάλους, τους διοικητές , τους χτίστες. Κι όταν πια είχε γίνει ο βασιλιάς της φωλιάς διέταξε το φάγωμα των αντιφρονούντων.
Ο Λις κι ο Βερνιέ κάθονταν στο κελί τους περιμένοντας τον διαμελισμό.
- Πως φτάσαμε ως εδώ; Δεν μπορώ να καταλάβω. Είπε ο Λις μασουλώντας το τελευταίο του σιτάρι. Ο Βερνιέ τον κοίταξε ήρεμα κι έπειτα σταύρωσε τα μπροστινά του πόδια σκεπτικός.
- Αγαπητέ μου αδερφέ, σε γνωρίζω από τη γέννησή μας, έχεις βγει κι εσύ σαν κι εμένα στον έξω κόσμο κι έχεις δει τον ήλιο, έχεις δει το εντομοκτόνο στα χέρια της Σαμπίνα, έχεις συλλέξει όμορφες ψίχες ψωμιού κι έχεις σκάψει μοναδικούς δρόμους… Εκείνος δεν έχει κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά κι εμείς φταίμε για τούτο. Εκείνος δεν έμαθε ποτέ τι ήταν αυτό που έβλεπε, ούτε ένιωσε ποτέ αυτό που υπήρχε, εκείνος μας καταδικάζει τώρα για την αμάθεια στην οποία τον αφήσαμε να ζει, εκείνος μας καταδικάζει σαν αχρεία μονάδα κι εμείς τον καταδικάσαμε πρωτύτερα όταν του αρνηθήκαμε τη γνώση και την αίσθηση τη συλλογικότητας. Εμείς τον καταδικάσαμε στο μίσος γιατί πολύ απλά δεχόμασταν και κοροϊδεύαμε το ψέμα του γεμάτοι αυτοπεποίθηση που γνωρίζαμε την αλήθεια. Γεννήσαμε έναν δικτάτορα και τώρα απορούμε που μας σκοτώνει.
- -Μονάχοι μείναμε..
- Μονάχοι ήμασταν πάντα μα κάποτε υπήρξαμε μονάχοι όλοι μαζί κι εκείνοι που είναι μαζί τώρα, να ξέρεις μονάχοι είναι.
- Φοβάμαι αδερφέ μου
- Εγώ δεν φοβάμαι πια, τώρα θα φοβηθούν εκείνοι, πες μου αλήθεια τι θα απογίνουν όταν πεθάνουμε κι εμείς οι δυο; Όταν σκοτώσουν και τους τελευταίους; Λυπάμαι για τα αδέρφια μας όταν θα καταλάβουν τι μας έκαναν, πιο πολύ λυπάμαι που τους αφήσαμε να μας σκοτώσουν.
- Έπρεπε λες να πολεμήσουμε;
- Εσύ κι εγώ κι όλοι μας, πολεμήσαμε τους δικούς μας αγώνες, πολεμούσαμε ενάντια στην πείνα και τον θάνατο καθημερινά, γιατί, γιατί, δεν πολεμήσαμε την άγνοια πριν καρπίσει;
- Ήμασταν νέοι, αφελείς βολεμένοι, γαλουχηθήκαμε στην αδιαφορία, δεν γίνονταν αλλιώς.
- Τώρα ας ενώσουμε τις κεραίες μας κι ας απολαύσουμε το τελευταίο μας πρωινό καθώς θα αναλογιζόμαστε όλες μας τις δικαιολογίες. Αν κάτι κληρονομήσαμε από τους πατεράδες μας δεν ήταν τελικά καμία γνώση, καμιά ανωτερότητα, παρά μονάχα η πικρή τέχνη της δικαιολογίας…
Όταν ο ήλιος φόρεσε τα μεσημεριανά του γυαλιά κι ο κύριος Σάνι ξεκοκάλιζε τον σολομό του, κάπου σε μια μικροσκοπική μυρμηγκοφωλιά οι τελευταίοι αντισυστημικοί θεμελιωτές του συστήματος έκλειναν για πάντα τα μάτια.
Ο Θίο ευχαριστημένος πια άρχισε να οργανώνει την επίθεση στους «απάνω». Παρ΄όλη όμως τη νίκη του, είχε ξεχάσει κάτι, δεν υπήρχε πια κανείς για να κατηγορήσει, η τέλεια ομάδα του ήταν τόσο τέλεια που είχε αρχίσει να του δίνει στα νεύρα… το ίδιο όμως συνέβαινε κι ανάμεσα σ’ αυτούς. Ένας ένας άρχισαν ξαφνικά να διαπιστώνουν πως κανείς δεν ήταν τόσο άψογος κι αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Όλοι επαναστατούσαν κι επαναστάτης δεν υπήρχε, άρχισαν να σκοτώνουν λοιπόν ανεξέλικτα. Στους δαιδαλώδης διαδρόμους της φωλιάς επικρατούσε ο θάνατος και το μίσος, ο Θίο έτρεχε τρελαμένος να τους σταματήσει μα όταν βρίσκονταν μπροστά στο σκηνικό κάτι μέσα του, μια φλογερή δίψα θανάτου τον σταματούσε κι άφηνε τους υπηκόους του να συνεχίσουν την παράνοια.
Ο Θίο στέκονταν με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του και το κορμί του να τρέμει. Δώδεκα βδομάδες είχαν περάσει κι η φωλιά είχε σχεδόν καταστραφεί, παντού επικρατούσε μιζέρια και θλίψη. Το γερασμένο σώμα του μαρτυρούσε τα τηλεγραφήματα θανάτου που προσπαθούσε να κρύψει επιμελώς κι οι στραπατσαρισμένες δαγκάνες του έζεχναν από τις ιαχές του πολέμου. Στην άγνωστη πλευρά του παλατιού κάποιοι εργάτες, πριν πολύ πολύ καιρό είχαν μαζέψει ένα κομμάτι καθρέφτη.
Ο Θίο μάζεψε τα συντρίμμια της προσωπικότητάς του καθώς και το γερασμένο του κορμί και κατευθύνθηκε προς το μέρος που κανένα ζωντανό μυρμήγκι δεν είχε φτάσει. Όταν είδε για πρώτη φορά την αντανάκλαση του θαμπώθηκε. Όχι όμως με τον τρόπο που θα περίμενε. Το λιγοστό φως του ήλιου έπεφτε πάνω του τονίζοντας κάθε του ατέλεια, τα μικροσκοπικά του πόδια, τις στραβωμένες δαγκάνες του, τον σκονισμένο του κορμό, τα θολωμένα του μάτια, δεν υπήρχε τελικά τίποτε όμορφο, τίποτε μοναδικό κι εξαίσιο πάνω του κι αυτό το υπέροχο φως που θυμόταν από την γέννησή του έρχονταν από μια μικροσκοπική τρύπα στο πάνω μέρος του δωματίου κι όχι από εκείνον.
Γρήγορα άρχισε να σκάβει, με όση δύναμη του είχε απομείνει έσχιζε το χώμα, ήθελε να δει, έπρεπε να μάθει, ήταν όλα ένα ψέμα τελικά; Όταν βρέθηκε στην επιφάνεια όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Για πρώτη φορά στη ζωή του αντίκριζε κάτι που δεν είχε καν τολμήσει να φανταστεί, για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε μικροσκοπικός κι αδύναμος. Ένας τεράστιος κόσμος απλώνονταν μπροστά του κι εκείνος ήταν ένα τίποτα.
Όλα είχαν καταρρεύσει κι όμως αυτή η ξαφνική συνειδητοποίηση της μηδαμινότητάς του για κάποιο λόγο τον έκανε τόσο χαρούμενο. Είχε επιλέξει να γίνει ένας σκλάβος δικτάτορας ενώ θα μπορούσε να γίνει ένας ελεύθερος εξερευνητής.
Ο κόσμος χύνονταν μέσα στα μάτια του με μια άγρια τρυφερότητα, σαν εκείνο το φως που θυμόταν στα γεννοφάσκια ακόμη. Οι οπτικές ίνες του γέμισαν υγρά κι έτρεχαν σαν ποτάμια ενώ ο θάνατος τσουρούφλιζε την ψυχή του σ’ ένα προσωπικό δικαστήριο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε να γυρίσει πίσω, ένιωθε ικανός, ένιωθε δυνατός, θα έχτιζε ξανά τη φωλιά, με άλλους όρους τώρα, θα γίνονταν ο καλύτερος αρχηγός, αυτά τα δάκρυα θα ήταν η τελευταία πληγή στο βασίλειό του. Πως ήταν δυνατόν, δεν μπορούσε να το χωρέσει το κεφάλι του, όλη του τη ζωή την έζησε τελικά σαν ένα τίποτα και τώρα να, λίγο πριν το θάνατο, λίγο πριν την αδιέξοδη σήψη, να τώρα, τώρα γεννιόταν ,να τώρα, τώρα ήταν κάτι. Ήταν το πιο ευτυχισμένο τίποτα.
-Γιε μου, πως πήγε το σχολείο; Φαντάζομαι ήσουν και πάλι ο καλύτερος, δείξε σ’ αυτά τα ανθρωπάκια ποιος είσαι, κάνε μας περήφανους! Είπε ο κύριος Σάνι ξύνοντας τα αρχίδια του καθώς σηκωνόταν. Ο γιος του χαμογέλασε ευχαριστημένος κι έπειτα γνέφοντας με το κεφάλι του καταφατικά έτρεξε στο δωμάτιό του.
-Και να θυμάσαι αγόρι μου, είσαι ο καλύτερος, οι άλλοι δεν είναι τίποτα μπροστά σου!
Οι επαναστατημένοι συστημικοί σύντροφοι του Θίο τον είχαν αρπάξει τώρα χειροπόδαρα κι ακόνιζαν την γκιλοτίνα. Τα μικρότερα μυρμήγκια έκρυβαν τα σκονισμένα τους πρόσωπα καθώς ο δικτάτορας σφάδαζε μπροστά τους. Κανείς δεν είχε καταλάβει γιατί έκλαιγε, κανείς δεν είχε καταλάβει γιατί έκαναν ότι ήταν να κάνουν, οι επαναστάτες μηχανικά κι αποφασιστικά ακολουθούσαν την επιλογή χωρίς καμιά γνώση. Κι ο κύριος Σάνι έπλαθε ασυναίσθητα έναν δικό του μικρό δικτάτορα την ώρα που έπεφτε το κεφάλι ενός άλλου.
Όταν η Σαμπίνα τερμάτισε τη φωλιά είχαν μένει μονάχα τρομαγμένα παιδιά και ενήλικες της δικαιολογίας. Οι ελάχιστοι άποικοι που γλύτωσαν διηγούνταν τους καιρούς του μεγάλου εμφυλίου των μυρμηγκιών καθώς οι άνθρωποι ετοιμάζονταν για τον δικό τους πόλεμο χειροκροτώντας την άγνοια που μια μέρα θα τους έστηνε στον τοίχο. Φορώντας σαν μάσκα το πρόσωπο εκείνου που έμαθαν να μισούν ανίδεοι πως μια μέρα το μίσος θα φορούσε το πρόσωπό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου