Τι σημαίνει ν’ ανεβάζεις έναν βράχο στην κορφή του λόφου για να τον δεις μεμιάς να κυλά προς τα κάτω, χωρίς ν’ απελπίζεσαι, κατεβαίνοντας υπομονετικά στην αρχή, εκεί που ο ιδρώτας στεγνώνει μόνο για να ετοιμάσει το επόμενο γέμισμα των πόρων στην ατελεύτητα κύκλια βιάση;
Ο Αλμπέρ Καμύ: «Συνειδητότητα». Ένας νους αφομοιώνει την έννοια της παράλογης επανάληψης μέχρι σ’ εκείνο το όριο όπου το βάσανο γίνεται συνείδηση απ’ την οποία λειαίνεται κάθε προσδοκία θεόθεν σωτηρίας. Τότε, στην κατωφερή εκβολή του Αχέροντα, εμφανίζεται κάποιο φως: η ικανοποίηση μιας συνείδησης που κατάφερε να επιβληθεί στον κόσμο των θεών, στη φαντασιακή μήτρα της ίδιας αυτής της συνείδησης. Ο νεκρός Σίσυφος, δέσμιος των θεών, αιωνίως καταδικασμένος στην τυραννική επανάληψη, αποκτά μια απογυμνωμένη αντίληψη της ζωής, μέσα στο ίδιο το άνδρο του θανάτου, δαμάζοντας έτσι την ελπίδα του μεταφυσικού επέκεινα. Ο Σίσσυφος, μας λέει ο Καμύ, επιβάλλει τον άνθρωπο στους θεούς καθώς γίνεται βόμβα εγκιβωτισμένη στα θεμέλια της θρησκείας που τον γέννησε. Το κουμπί πατιέται κατά τη στιγμή της αφύπνισης˙ έγκατα εκρήγνυνται και πάνω στα θρύψαλα βαδίζει ο νέος Σίσυφος – ο νέος άνθρωπος, εκείνος που ζει την ανθρώπινή του μοίρα, χωρίς αυταπάτες, στο όριο που ο ίδιος τώρα την αντιλαμβάνεται και την εκτείνει.
Ο Γιούκιο Μισίμα: «Ολοκλήρωση». Χωρίς ν’ αναφερθεί στο μύθο, ο Μισίμα πραγματεύεται τον θάνατο ως έλλογη απόφαση του ανθρώπου. «Η εκτίμηση», γράφει, «που οδηγεί κάποιον στην απόφαση να πεθάνει […] προϋποθέτει μια μακρά περίοδο συγκέντρωσης πάνω στο γεγονός ότι ο άνθρωπος της πράξης ξέρει να υπομένει και να περιμένει. Σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο, η ζωή εμφανίζεται σαν ένας κύκλος, που για να συμπληρωθεί χρειάζεται μόνο έναν τελευταίο κρίκο. […] Ο θάνατος, που σε μια στιγμή ολοκληρώνει τον κόσμο ενός ανθρώπου με την προσθήκη του τελευταίου κρίκου, δίνει ένα πολύ πιο έντονο αίσθημα ικανοποίησης. Η μεγαλύτερη καταστροφή για τον άνθρωπο της πράξης είναι η αποτυχία του να πεθάνει, ακόμα κι όταν αυτός ο καθοριστικός κρίκος έχει προστεθεί».* Ο Μισίμα, ακολουθώντας εδώ την ανάλγητη κοσμοθεωρία των παλιών Σαμουράι, ενθεματίζει στην περί ζωής συνειδητότητα του Καμύ την συνειδητή επιλογή του θανάτου, ενώνοντας τα μισοφέγγαρα, σαν να ενώνει τους αφαλούς δύο ανθρώπων, ενός ζωντανού κι ενός νεκρού. «Να ζεις», λένε αμφότεροι, «να ξαναρχίζεις αυτό που δίχως να τελειώνει, τελειώνει». Κι όταν μια «νεκρώσιμη καμπάνα διαπερνά τον ουρανό», να την ακούς σαν «χαρμόσυνη». Ναι, «πεθαίνω, μα γελάω με τον θάνατο».** Η ανθρωπινότητά μου ορίζει και την πορεία και το τέλος.
Το πρωί της 18ης Μαΐου, η εικαστική ομάδα Εν Φλω, που έφτασε από τη Φλώρινα στην Αθήνα, ξεκίνησε μια σισύφεια πορεία – εικαστικοί της πόλης και διερχόμενοι θεατές ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά τους, έτσι που το αυξομειούμενο πλήθος ανήλθε στα 30 άτομα. Σπρώχνοντας έναν κυλιόμενο όγκο από εγχάρακτο ξύλο, διένυσαν μια απόσταση 7 χιλιομέτρων, από το Παλαιό Φάληρο (εγκαταστάσεις εμπορίας της ολυμπιακής ιδέας που τώρα φιλοξενούσαν ένα θεσμοποιημένο παράρτημα εμπορίας του καλλιτεχνικού έργου) μέχρι το Μουσείο Μπενάκη, στο κέντρο της Αθήνας. Ένα διαδραστικό παίγνιο (μια προσομοίωση του σισύφειου άχθους), έλαβε χώρα στο αίθριο του αιωνόβιου Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας, δίνοντας τέλος στο δρώμενο με τη συμβολική ονομασία «ΣΙΣΥφως».
Η ομάδα δεν προέτρεψε τους παραλήπτες της δράσης της στην αυτοχειρία, κατά το έμπρακτο παράδειγμα του Μισίμα (ενδεχομένως και του Καμύ): το εγχείρημα των εικαστικών τέθηκε, όπως δηλώνει ο τίτλος, υπέρ του φωτός, υπέρ της ζωής. Αντλώντας, ωστόσο, απ’ τις αντιλήψεις των δύο συγγραφέων, θέλησαν κι εκείνοι να μιλήσουν για τη συνειδητότητα της ζωής και την ολοκλήρωση του θανάτου. Κι αν έστω ένας από τους θεατές αυτής της πορείας κατάφερε να σταθεί μια στιγμή έξω απ’ την κυκλοτερή θηλιά του αστικού αυτισμού που οριοθετεί το δικό μας άχθος, ψηλαφώντας τον Σίσυφο πάνω στο δικό του πρόσωπο, εξαναγκασμένος να συλλογιστεί τις προσωπικές του αντιλήψεις για τη διά βίου συνείδηση και τη διά θανάτου ολοκλήρωση, τότε το καλλιτεχνικό αυτό εγχείρημααπέβη αληθινό – αποκαλύπτοντας το μόνο πρόσωπο της αλήθειας που δύναται ν’ αποκαλύψει η τέχνη: «το πρόσωπο της βίαιης διάψευσης».**
* Από το βιβλίο του Γιούκιο Μισίμα, «Η ηθική των Σαμουράι στη σύγχρονη Ιαπωνία», Μτφ. Γ. Βλάχος, Ερατώ, Αθήνα 1993
** Από το βιβλίο του Ζορζ Μπατάιγ, «Ο Νεκρός», Μτφ. Α. Πέτρα, Άγρα, Αθήνα 1996
* Ο Δημήτρης Τανούδης γεννήθηκε το 1981. Είναι συγγραφέας του μυθιστορήματος «Σπασμός» (Νεφέλη 2011).