Όχι
εμείς εδώ στην Θεσσαλονίκη σήμερα 23 Σεπτεμβρίου 2017 δεν γιορτάζουμε την επέτειο
της πυρκαγιάς του 17, αλλά με συμβολικό
τρόπο αφιερώνουμε την μεγάλη αυτή
διαδραστική γιορτή που απλώνεται στο κέντρο της πόλης μας, στη μνήμη της πόλης της
Θεσσαλονίκης που κατάφερε να αναγεννηθεί.
Με αφόρμηση την επέτειο των εκατό χρόνων της Μεγάλης Πυρκαγιάς του 1917 που
κατέκαψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης εγκαινιάστηκε
σήμερα το απόγευμα έκθεση της Ανώτατης
Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ στο Μπενσουσάν Χαν στην οδό Εδέσσης 3. Η περιοχή γύρω από την οδό Εδέσσης γλύτωσε από την πυρκαγιά του 1917. Μια πυρκαγιά
που ξεκίνησε από ένα ατυχές γεγονός και σε 32 ώρες κατέκαψε όλη την πόλη
φθάνοντας μέχρι την παραλία όπου κατέφευγαν οι κάτοικοι για να σωθούν.
Η φωτιά
που σταμάτησε στην παραλιακή Λεωφόρο Νίκης μετέτρεψε σε στάχτες το ένα τρίτο της
πόλης, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού
κέντρου της πόλης και άφησε άστεγους το ένα τρίτο του τότε πληθυσμού.
Μαζί
με πλήθος κόσμου βρέθηκα στον
πεζοδρομημένο δρόμο για τις εκδηλώσεις έξω
από το Μπενσουσάν Χαν όπου η Πέμπτη Δημοτική Κοινότητα του Δήμου, δημιούργησε ένα εικαστικό εργαστήρι δρόμου για παιδιά εμπνευσμένο από την
Πυρκαγιά. To Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών δήλωσε επίσης παρών με δράση για παιδιά., δημιουργώντας ένα σύνολο
εικόνων και παραστάσεων σχετικών με τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις των
γεγονότων εκείνης της εποχής.
Στη συνέχεια παραθέτω ένα κείμενο που έγραψα
εμπνεόμενη από το γεγονός της πυρκαγιάς του 17 στην πόλη μου, δίνοντας την δική μου φανταστική εκδοχή για τα αίτια της πυρκαγιάς.
Δέκα φορές εις θάνατον
Στο ατελιέ της που ξεκίνησαν όλα, πάνω από τα
ακριβά Σαντάν καφέ στο Μέγαρο Στάΐν, γωνία Τσιμισκή με Βενιζέλου, κρύφτηκε η
σελήνη που σκιάχτηκε τη θάλασσα. Τα τακούνια της ηχούσαν στον κάμπο της νύχτας.
Έτρεχε να σωθεί κουβαλώντας ένα καθρέπτη. Κάτω από την ίδια την βροχή πάντα,
εδώ και εννέα χρόνια , το πρόσωπο του θαμπώνει στο κενό ανάμεσα στις παρενθέσεις.
Σκιές από δαντέλα πλημμύρισαν τον χώρο ευθύς μόλις άναψε το λαμπατέρ επάνω στη
κομόντα καθώς μπήκε στο ατελιέ. Καπνός από ακριβό ταμπάκο γέμιζε τον χώρο.
Πάτησε ξυπόλητη στα σανίδια. Μετά το τρίτο βήμα έτριζαν πάντα. Εκεί σταμάτησε
και έβγαλε το βρεγμένο λινό φόρεμα της. Ότι απέμεινε στο κορμί της ήταν η
ελάχιστη ροζ δαντέλα στα εσώρουχα της και το άρωμα της. Απόψε θα σου κάνω έρωτα
εγώ, του είπε και προχώρησε προς την μπρεζιέρα που συνήθιζε εκείνος να καπνίζει.
Τύλιξε τα μακριά πόδια της γύρω από την μέση του. Απόψε συνέχισε, θα ακούσουν
τα πατώματα ότι έχω να σου πω. Λόγια αγάπης ψιθύρισε βιαστικά και το σπίτι. Τα
παράθυρα συμφώνησαν και έκλεισαν, να κρατήσουν στον χρόνο ότι είδαν.
Τον άλειψε έλαια άγριας λεβάντας και φασκόμηλου. Τον στέγνωσε με τα μαλλιά της. Πέρασε τα χείλη της σε κάθε σπιθαμή της σάρκας του, πότε κλαίγοντας, πότε αναστενάζοντας και άλλοτε σιγοτραγουδώντας. Τον συγχώρεσε για την απουσία του. Άλλωστε η ανυπακοή προηγείται της συγχώρεσης. Καθώς χόρευε με λιτά τα μαλλιά της, λίκνιζε αργά, προκλητικά, το γυμνό κορμί της. Μέσα στο θολό μυαλό της θυμόταν ότι αυτό τον ερέθιζε πάντα. Προσπάθησε να ακούσει την γρήγορη ανάσα του. Απόψε θα σου κάνω έρωτα εγώ, επανέλαβε βιαστικά να σκεπάσει την σιωπή. Μια μπούκλα σκέπασε τα μάτια της. Τυφλή από έρωτα, ένοιωσε τα χέρια του να την τραβούν. Τον έριξε στο πάτωμα μπροστά στο κλειστό παράθυρο. Κατέβηκε χαμηλά να τον οδηγήσει με τα στήθη της. Ανέβηκε ψηλά να συναντήσει τα χείλη του. Δεν ξέρω που τελειώνει η θάλασσα, φώναξε μόνο εκείνος και χάθηκε.
Άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της και έσβησε το λαμπατέρ. Κακογραμμένοι στίχοι, σπαράγματα ψυχής ότι γράφει η μνήμη της, ολέθρια παρέα με τις διψασμένες αισθήσεις της. Η ιστορία προδίδει την ζωγράφο να αγοράζει χρώματα και να τροφοδοτεί την σόμπα. Στην πολύπυρη Θεσσαλονίκη, λειψό το νερό, άτιμος ο Βαρδάρης.
Τον άλειψε έλαια άγριας λεβάντας και φασκόμηλου. Τον στέγνωσε με τα μαλλιά της. Πέρασε τα χείλη της σε κάθε σπιθαμή της σάρκας του, πότε κλαίγοντας, πότε αναστενάζοντας και άλλοτε σιγοτραγουδώντας. Τον συγχώρεσε για την απουσία του. Άλλωστε η ανυπακοή προηγείται της συγχώρεσης. Καθώς χόρευε με λιτά τα μαλλιά της, λίκνιζε αργά, προκλητικά, το γυμνό κορμί της. Μέσα στο θολό μυαλό της θυμόταν ότι αυτό τον ερέθιζε πάντα. Προσπάθησε να ακούσει την γρήγορη ανάσα του. Απόψε θα σου κάνω έρωτα εγώ, επανέλαβε βιαστικά να σκεπάσει την σιωπή. Μια μπούκλα σκέπασε τα μάτια της. Τυφλή από έρωτα, ένοιωσε τα χέρια του να την τραβούν. Τον έριξε στο πάτωμα μπροστά στο κλειστό παράθυρο. Κατέβηκε χαμηλά να τον οδηγήσει με τα στήθη της. Ανέβηκε ψηλά να συναντήσει τα χείλη του. Δεν ξέρω που τελειώνει η θάλασσα, φώναξε μόνο εκείνος και χάθηκε.
Άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της και έσβησε το λαμπατέρ. Κακογραμμένοι στίχοι, σπαράγματα ψυχής ότι γράφει η μνήμη της, ολέθρια παρέα με τις διψασμένες αισθήσεις της. Η ιστορία προδίδει την ζωγράφο να αγοράζει χρώματα και να τροφοδοτεί την σόμπα. Στην πολύπυρη Θεσσαλονίκη, λειψό το νερό, άτιμος ο Βαρδάρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου