Ανάγλυφες Μνήμες
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν
μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας. Κανένας δεν θυμάται πως μίλησε με την
αυγή τότε που τα λουλούδια ξέραν τη φωνή του και τα πουλιά κρατούσανε σημαίες
και σάλπιγγες και πέρναγαν σαν μολυβένια στρατιωτάκια στο δρόμο της πρωινής
αχτίνας. Εμείς κάτι θυμόμαστε όταν ανοίγει τα παράθυρα η άνοιξη και τινάζει τα
σεντόνια του ύπνου μες στο φως. Φαίνεται κάπου η θάλασσα. Έρχεται κι ο κάμπος
όμοιος με πράσινη χελώνα που ξυπνάει. Ύστερα ο κάμπος γίνεται όμοιος με τον
κάμπο, κι εμείς παιδιά που παίζουνε στον κάμπο. Φέρε το ξύλινο αλογάκι με την
κόκκινη σέλα, να κυνηγήσουμε τους ίσκιους των νερών προτού μας προφτάσει το
βράδυ με τα μεγάλα παραμύθια της χειμωνιάτικης φωτιάς.
Η επιστροφή στη φύση, μέσα
από τις χαρές των παιδιών είναι η άρνηση της δυστυχίας. Ο μεγάλος ποιητής,
Γιάννης Ρίτσος έγραψε για αυτή την παιδικότητα και τα ευτυχισμένα χρόνια, μέσα
από το ποίημα «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού». Ο Ρίτσος έγραψε το ποίημα αυτό
το 1938, όταν βρισκόταν άρρωστος στο σανατόριο της Πάρνηθας και έπασχε από
φυματίωση.
Σήμερα μια μικρή
κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά, στάθηκε στην κορφή της λεύκας και
κελαϊδάει. Απ’το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν τις αυλές και
τις στέγες. Τα πουλιά κάθουνται στους ώμους των παιδιών. Οι άνθρωποι
μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν σαν πρωτόβγαλτα πουλιά. Τα
τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό. Θεέ μου, το μεθυσμένο
φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει τις κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν
ίσκιο για να σκεπάσει η μάνα μου τα μάτια της. Τότε θα τινάξει στον αέρα το
μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το νησιώτικο χορό που χόρευε στα νιάτα της
μαζί με τον πατέρα – ένα χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες
πορτοκάλια. Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε τον χορό και θα χαμογελάει καθώς θα
κρούει τη φτέρνα στον αέρα. Κι εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και
λιθάρια, θα χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που δε
χάνουνται μες στο σκοτάδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν μαζί με τα παιδιά τον ίδιο
χορό της κάθε άνοιξης…
Άτακτα, σιωπηλά και πεισματάρικα παιδιά, που
δεν ακούσαμε ποτέ κανέναν, ακούσαμε τη σιωπή μες στη νύχτα και μιλήσαμε
αγνώριστα λόγια. Μάθαμε κείνο που ‘ναι πιο πολύ απ’ όλα και δε μαθαίνεται πάνου
στα θρανία, έξω απ’ τα φωτεινά σχολεία των δέντρων. Θα ‘ταν άδικο να πεις πως
δεν κάναμε τίποτα και πως αφήσαμε το σπίτι να ρημάξει. Κοίταξε τον κήπο μας και
πες. Δεν το ξέρεις τάχα πως κι αν πέσει το σπίτι, θα μείνει το φως να μας
δείξει να χτίσουμε σ’ ένα καλύτερο σχέδιο το καινούριο σπίτι; Κοίταξε τ’
ασημένια χέρια μας που δούλεψαν στον άλλο αγρό, στην άλλη μέρα. Βλέπεις πως
λάμπουν τ’ ασημένια χέρια μας μέσα στους ίσκιους – τα χέρια μας που καμιά νύχτα
δεν μπορεί ποτέ να τα κερδίσει...
Στις λέξεις του μοιάζει σαν να «αποθήκευσε» την
αθωότητα αλλά και τη νοσταλγία για τις σκανταλιές και την ξεγνοιασιά της
παιδικής του ηλικίας. Από αυτό το «όνειρο» αναβλύζουν μυρωδιές και
χρώματα που μας καλούν σε περιπέτειες, σε απρόβλεπτες συναντήσεις με τη
χαρά και την ανακάλυψη. Σε αυτό ο Γιάννης Ρίτσος «ονειρεύτηκε» πως ήταν
πάλι παιδί.
Έτσι λοιπόν το παιχνίδι - η ύψιστη παιδαγωγική αρχή - είναι και γίνεται
το καθοριστικό αίτιο της ενότητας
που περιέχει τη μη ενότητα αλλά και την πολλαπλότητα του Κόσμου. Ο Ηράκλειτος
επίσης είναι αυτός που αντιλαμβάνεται
ότι ανάγκη και παιχνίδι, ζευγαρώνουν
αναπόδραστα για να φανερώσουν τον Κόσμο, ενώ παράλληλα, το παιγνίδι είναι το ισχυρότερο ερμηνευτικό εργαλείο της
σκέψης εκείνης που σκέφτεται τον Κόσμο. Η σύλληψη της έννοιας του
Παιχνιδιού μας φέρνει κοντά στο να ακούσουμε την αποφασιστική και κοφτερή σκέψη
του Νίτσε «Ο Χρόνος είναι παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια· σε αυτό ανήκει η
βασιλεία».
Ο Γερμανός φιλόσοφος σύμφωνα με συμπεράσματα του Θωμά Ζωγράφου,
καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας,σημειώνει ότι μόνο
στο παιχνίδι ενός παιδιού ή ενός καλλιτέχνη υπάρχει γέννηση και θάνατος,
χτίσιμο και γκρέμισμα, αθώα, χωρίς κανέναν ηθικό καταλογισμό. Καθώς όμως παίζει
το παιδί ή ο καλλιτέχνης, o
χρόνος χτίζει και καταστρέφει ανένοχα, μεταβαλλόμενος σε νερό και χώμα σωρεύει,
σα μικρό παιδί, βουναλάκια από άμμο στην ακροθαλασσιά,δημιουργεί και
καταστρέφει...
Για την παρουσίαση της διπλωματικής μου,
η επιλογή μιας παλαιάς οικίας που ανεγέρθηκε το 1904 για να στεγάσει τα όνειρα
της οικογένειας Κιάντου, έγινε με
κριτήριο τη ζωντανή μαρτυρία μνήμης που κρύβει κάτω από την στέγη του. Το 1914
γεννήθηκε ο γιός της οικογένειας ο οποίος με την σειρά του απέκτησε και
ανέθρεψε μέσα σε αυτό το σπίτι τα δύο του παιδιά. Οι τοίχοι, με τα παλαιά
ζωγραφισμένα στο χέρι χρώματα, ψιθυρίζουν την αγωνία τους. Τα σκαλιά πνίγουν το
γοερό τους κλάμα. Στο υπόγειο κοιμούνται με το ένα μάτι ανοιχτό, μυστικά και
ιστορίες. Το ίδιο το σπίτι ζητάει να σωθεί.
Η
διπλωματική μου εργασία δεν δίνει απαντήσεις στα αρχικά ερωτήματα της έρευνας
μου, αλλά ενδυναμώνει τη φωνή της φύσης και της ίδιας της ζωής για την σωτηρία
του ανθρώπου. Ένα σκηνικό πλούσιο συναισθημάτων και επίπλων αυθεντικής
χειροποίητης μαστοριάς, γίνεται εργαλείο της εικαστικής φωνής μου. Σε
μια πρώτη μαρτυρία, ένα παιδάκι με χάρτινο καραβάκι, λίγο πριν χαθεί στην
ντουλάπα του χωλ της εισόδου. Ομοιάζει
να έχει ξεφύγει ασυνόδευτο από κάπου ή βιάζεται να πάει κάπου. Ίχνη πορείας δεν
διαφαίνονται. Ίσως βρίσκεται σε όνειρο. Άλλωστε τα όνειρα είναι η τέχνη που
ξέρουν καλά τα παιδιά και την ταξιδεύουν με χάρτινα καραβάκια από καρδιά σε
καρδιά.Επάνω σε μία βιβλιοθήκη, μέσα σε μία βιβλιοθήκη, άκρατης η κοινωνία μας συσσωρεύει άκρα. Χωλοί, κουλοί οι σύγχρονοι μάρτυρες κοινωνούν σπαράγματα. Η γνώση της γέννησης του γνωστού κα άγνωστου κόσμου μας, ή η μελέτη της ιστορίας του στο διάβα των αιώνων, δεν φαίνεται να είναι αρκετά να αποφευχθεί ο θάνατος του. Τα παιδιά, αθώα θύματα, βιάζονται να εγκαταλείψουν το παιχνίδι σε ένα ανοίκειο κόσμο. Οι κούνιες σκουριάζουν ρημαγμένες. Οι καμινάδες στα σπίτια των ανθρώπων ορφανές, άκαπνες.
Σε μεταλλικό κρεβάτι οι σκώληκες ορίζουν και σκιαγραφούν το φως και το σκοτάδι σε μια διπλή οδοιπορία προς τη ζωή και τον θάνατο. Υφαίνεται ξανά και ξανά η μνήμη της γέννας και του φωτός. Υφαίνεται η μνήμη του μεταξιού στη διαδικασία αναπαράστασης της παραγωγής του. Η προνύμφη του μεταξοσκώληκα υφίσταται 4 εκδύσεις ή αποδερματώσεις που προσδιορίζουν τις 5 «ηλικίες» της. Στο διπλανό δωμάτιο κατά τη διάρκεια του «ύπνου» τα παιδιά μάρτυρες κρεμασμένοι, βιάστηκαν να εκδυθούν το ρούχο της αθωότητας. Η αθωότητα είναι ρούχο διαφορετικό. Γήινα χνάρια ραμμένα με ραφές αγάπης. Μάρτυρας ο κάθε προσλήπτης καλείται να ψηλαφίσει μαζί μου την ανάγλυφη αυτή ραφή της αγάπης.
Καθώς ο θεατής επιστρέφει στην είσοδο της οικίας από όπου ξεκίνησε την ξενάγηση του στον χώρο, σπασμένα σανίδια στο πάτωμα παραμερίζουν και επιτρέπουν το βλέμμα να αιχμαλωτιστεί κάτω στο υπόγειο της παλαιάς οικίας. Σκηνές γέννας γδέρνουν την μνήμη. Μήτρα η μνήμη διασώζει ότι αξίζει να σωθεί. Μήτρα η μάνα γη διαφυλάσσει καρπούς. Μήτρα και εδώ το υπόγειο μαρτυρά την ζωή. Κόκκοι σκόνης ηφαιστειακών πετρωμάτων καλύπτουν τη ζωή να αναγεννηθεί. Η ζωή ξέρει να περιμένει και δεν σταματά ποτέ να εκπλήσσει. Σύγχρονα εκκοκκιστήρια τα σπίτια των ανθρώπων ζητούν να σωθούν. Οι εκκοκκιστικές μηχανές της κοινωνίας μας παράγουν υπολείμματα εκκόκκισης. Εκκοκκίζω σημαίνει ξεσπυρίζω, καθαρίζω από κάθε ξένη ύλη. Κόκκος είναι ο μικροσκοπικός καρπός. Από την εμβρυϊκή, βρεφική, νηπιακή, εφηβική, ενήλικη ηλικία ο άνθρωπος υπόκειται σε διαδικασία εκκόκκισης. Το σύγχρονο μοντέλο μετάπλασης του ανθρώπου είναι να μην έχει πατρίδα, να μην γνωρίζει πατρίδα, να μην έχει ιστορία, να μην πιστεύει σε Θεό για να μη μπορεί να σωθεί. Να δουλεύει χωρίς να παίζει. Να γερνάει χωρίς να μεγαλώνει.
Τα
ωφελήματα υμών
Η επίγνωση
χαραμίζεται σε ιδιωτικούς χώρους
την ώρα
που επισκιάζει η χάρις.
Χιλιάδες
ψίχουλα απολογούνται
για την ένοχη συνείδηση
της Σαλώμης, του Ιούδα, του Κάιν.
Άζυμο το ψωμί
χωρίς αλεύρι.
Ο άρτος
που χόρτασε τους πεινασμένους
ξεχάστηκε
σε σταυρό που σαπίζει.
Ιδού,
η απόσταση της σκέψης
πληρούται σε καινούργιες έννοιες.
Να εργάζεσαι χωρίς να παίζεις.
Να γερνάς χωρίς να μεγαλώνεις.
Ο επιούσιος
το μόνον έπαθλο.
Ω! Πως
θα χορτάσουν ψωμί
όλοι
της γης οι
πεινασμένοι
με υπνωτισμένους ηγέτες;
Χορτάτοι και νηστικοί
Ικέτες
της Έσχατης Μέρας ποθούμε
να ακούσουμε:
«Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ…».
Ποίηση: Κατερίνα Καρούλια
Πίσω
στα σπίτια, το χώμα ρέει απειλητικά στις ρωγμές από τα χαλάσματα. Θυμίζει την
κυριαρχία του. Θυμίζει την ύπαρξη του πριν από τον άνθρωπο και τον σκοπό
ύπαρξης του για τον άνθρωπο. Τα σπίτια ζητούν να σωθούν. Οι μνήμες ζητούν να
διασωθούν. Τα παιδιά μάρτυρες και σωτήρες κατέχουν το κλειδί. Ο κόσμος τελικά θα
σωθεί από τα παιδιά, για τα παιδιά;
Ευχαριστώ
θερμά για την αμέριστη
βοήθεια τους:
Κοντοσφύρη Χάρη, Θωμά Ζωγράφο, Αντωνακάκη Σοφία,
Χαριτίδου Αστερόπη, Καλομενίδου Χριστίνα, Φλέγγα Αντωνία, Κριστιάν Κώνστα,
Κοσμά Νικολέττα, Καρίκα Βασιλική, Καρούλια Σταμάτη, Τοσουνίδη Νίκο, Στεργίου
Φλώρα, Κιάντου Άννα, Τζώτζη Ευτυχία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
·
Αντώνης Δ. Σκιαθάς. (2016). Ευγενία. Πάτρα. ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ.
· Γιώργος Τσιούρης.(2003).Το Σχέδιο και το Χρώμα μας Αποκαλύπτουν. Αθήνα. ΙΩΝ.
·
Θανάσης Νανόπουλος,
Αζαρίας Καραμανλίδης, Βίκτωρ Αθανασιάδης.(2002, 2013). ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΟΡΑΣΗ. Ηράκλειο Κρήτης. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ..
·
Ιάκωβος Ποταμιάνος,
Γιώτα Βρυώνη. (2007).ΟΠΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. UNIVERSITY STUDIO PRESS A.E.
·
Νίκου Καζαντζάκη,
(πρώτη έκδοση 1906, δεύτερη έκδοση 1974),Η
ΑΣΚΙΤΙΚΗ. Αθήνα Ελ. Καζαντζάκη.
·
Πέπη
Ρηγοπούλου.(2003, 2006, 2008). Το Σώμα.
Αθήνα. ΠΛΕΘΡΟΝ.
·
Χριστοδούλου, Ι., Σ.
(2003). Αριστοτέλης, Περί Ψυχής. Θεσσαλονίκη. Ζήτρος.
·
THEODOR ADORNO.(x.x.).Στοχασμοί από
τη φθαρμένη ζωή. Θεσσαλονίκη. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ
ΠΗΓΕΣ
Επί προσθέτως
Σημειώσεις της φοιτήτριας από το μάθημα ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ- ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΙΙ με τον
ΘΩΜΑ ΖΩΓΡΑΦΟ. Χειμερινό εξάμηνο 2015- 2016,
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Τμήμα ΤΕΕΤ.
Σημειώσεις της φοιτήτριας από την εισήγηση του καθηγητή Θωμά Ζωγράφου στο
Συνέδριο της Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας για την συμπλήρωση 10 χρόνων από την ίδρυση της
Σχολής, με θέμα: «Η Τέχνη ως όχημα για την συνεύρεση με τον Κόσμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου