Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Εικαστική Πορεία στις Πρέσπες: Η διερεύνηση ενός espace quelconque


Συζήτηση της Λένας Αθανασοπούλου με τον Γιάννη Ζιώγα
Η Εικαστική Πορεία προς τις Πρέσπες 2011 διεξήχθει από 27 έως 3 Ιουλίου 2011. Η φετινή θεματική έχει τίτλο Διαδρομές/Trails. Πληροφορίες για την διαμόρφωση της Πορείας 2011, που βρίσκεται υπό εξέλιξη, στην ιστοσελίδα http://visualmarch.eetf.uowm.gr/

Λένα Αθανασοπούλου: Στην Εικαστική Πορεία στις Πρέσπες το 2010, με θέμα Διευρυμένα Πεδία, είχα τον ρόλο της παρατηρήτριας. Μετά από δική σου πρόσκληση, επισκέφτηκα τον τόπο των Πρεσπών για το τελευταίο Σαββατοκύριακο της δράσης αυτής, παρακολούθησα τις παρουσιάσεις των έργων των φοιτητών και συμμετείχα στην ημερίδα. Συνάντησα μια ομάδα εικαστικών με ιδιαίτερη δυναμική. Διαισθάνθηκα έναν συνδυασμό «πρακτικών του χώρου»1 που συνδέουν δημιουργικά τον τόπο, την ιστορία, το παρόν. Μια ευκαιρία ανάγνωσης του φυσικού χώρου των Πρεσπών διαμέσου των προσωπικών βιωμάτων του κάθε συμμετέχοντα. Διαπίστωσα ότι, κατά τη διάρκεια της Εικαστικής Πορείας, επαναπροσδιορίζεται η δημιουργική διαδικασία μέσα από το βίωμα των σχέσεων του τόπου, του χρόνου, της ιστορίας, της αφήγησης, της συνάντησης, της μετακίνησης, της δημιουργίας. Δημιουργήθηκε ένας θύλακας και μια σειρά από συναντήσεις και αφηγήσεις. Όπως αναφέρει και ο Michel de Certeau: «Oι αφηγήσεις θα μπορούσαν να έχουν αυτό το
ωραίο όνομα: κάθε μέρα διασχίζουν και οργανώνουν τόπους, τους επιλέγουν και τους συνδέουν· φτιάχνουν μ’ εκείνους φράσεις και δρομολόγια. Διανύουν χώρους, είναι διαδρομές».2 Φέτος θα αλλάξω ρόλο. Θα περιηγηθώ, θα συναντηθώ, θα αφηγηθώ, θα προσπαθήσω να μετουσιώσω την εμπειρία αυτή σε έργο. Θα ήθελα να αγγίξω αυτούς τους τόπους κινούμενων συναντήσεων και να προσπαθήσω να πλησιάσω τον κόσμο των ιδεών και των προβληματισμών στον οποίο εσύ μας εισάγεις, Γιάννη, με αυτήν την πρωτοβουλία. Ποιοι θα είναι οι κεντρικοί προβληματισμοί τηςΕικαστικής Πορείας στις Πρέσπες φέτος;
Γιάννης Ζιώγας: Λένα, θα ήθελα να σε καλωσορίσω και φέτος στη «διαδικασία» μας. Είναι η πέμπτη χρονιά που την πραγματοποιούμε και έχουμε φτάσει σε μια προσέγγιση που μπορεί η Εικαστική Πορεία να αναπτυχθεί έτσι όπως είχα αρχικά σκεφτεί, πέντε χρόνια πριν. Θα ξεκινήσουμε στα τέλη Ιουνίου από μια θέση, τη Φλώρινα, και θα καταλήξουμε μετά από μια διαδικασία αρκετών ημερών σε μια άλλη, σχεδόν εβδομήντα χιλιόμετρα μακριά, στη Δασερή, στις Πρέσπες. Η απόσταση αυτή έχει χωριστεί σε διαδρομές και κάθε διαδρομή έχει και μια «θεματική». Ανάλογα με το τι αντιπροσωπεύει, υπάρχει η διαδρομή της φυγής, του ορίζοντα, του σώματος, της πληγής, του προορισμού. Η κύρια ομάδα θα περπατήσει, θα κατασκηνώνει στο ύπαιθρο, θα σχηματίζεισημειώσεις. Ήδη έχουμε προγραμματίσει, σε συνεργασία με το Περιβαντολογικό Κέντρο Μελίτης, ένα τετραήμερο σεμινάριο όπου θα εκπαιδευτούμε στη χρήση υλικών της φύσης: πώς να χρησιμοποιούμε τη λάσπη, πώς να φτιάχνουμε σχοινιά, καλύβες, χρώματα. Ταυτόχρονα, σε συνεργασία με την επιμελήτρια από τη Νέα Υόρκη, Νina Felshin, θα διερευνήσουμε τη σημασία της κοινωνικής παρέμβασης στην τέχνη στη σημερινή εποχή. Η Νina Felshin έχει εργαστεί ως curator για παραπάνω από τρεις δεκαετίες και έχει διαπραγματευτεί θεματικές αιχμής στις εκθέσεις της. Επίσης, έχει αναπτύξει ένα ενεργό ακτιβιστικό ρόλο σε διαδικασίες όπως το Not in Our Name ή το
Boat to Gaza. Βρισκόμαστε στις Πρέσπες και στην περιοχή της Φλώρινας, διότι αυτός είναι ο χώρος εργασίας μας. Η Εικαστική Πορεία δεν είναι μια διαδικασία αναχωρητισμού, αλλά μια αναζήτηση του Τώρα. Το Τώρα δεν βρίσκεται στα στενά πλαίσια που υπαγορεύουν αισθητικές και φορμαλιστικές πρακτικές, ούτε στο μιντιακό προσδιορισμό του σύγχρονου. Το Tώρα βρίσκεται στο χώμα, στις μνήμες, στα σταυροδρόμια, στους καθημερινούς ανθρώπους. Αυτά θα αναζητήσουμε και φέτος στις Πρέσπες.
ΛΑ: Την περσινή χρονιά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε το γεγονός πως τα έργα των
συμμετεχόντων δημιουργήθηκαν από υλικά του τόπου και εκτέθηκαν σε δημόσιο χώρο. Με αυτότον τρόπο, συναντούσε κανείς εικαστικά έργα μέσα στους οικισμούς, στις πλατείες, στα χωριά των Πρεσπών. Ήταν έργα που χρειαζόταν να ψάξει κανείς, εφόσον είχαν δημιουργηθεί μέσα στο φυσικό τοπίο, μέσα στο δάσος, και έμοιαζαν κρυμμένα. Η έκθεση στον δημόσιο χώρο αποτελεί μια πράξη αντίδρασης; Πώς μεταλλάσσεται ο μη αστικός δημόσιος χώρος με παρεμβάσεις καλλιτεχνικών πρακτικών; Είναι αυτό μια πολιτική πράξη; Όπως αναφέρει ο Ranciere: «Η τέχνη δεν καθίσταται πολιτική λόγω των μηνυμάτων και των συναισθημάτων τα οποία μεταδίδει για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Είναι πολιτική στο μέτρο που διαμορφώνει όχι μόνον έργα ή μνημεία αλλά επίσης ένα ιδιαίτερο αισθητήριο του χώρου και του χρόνου, αισθητήριο το οποίο καθορίζει τρόπους
να είμαστε μαζί ή χωριστά, μέσα ή έξω, μπροστά ή στο μέσον…»3 Με απασχολεί ιδιαίτερα η έννοια του δημόσιου και το πώς η τοπική κοινωνία ενσωματώνει αυτήν την προσπάθεια έκθεσης εικαστικών έργων στον δημόσιο χώρο, μέσα στην καθημερινότητά της. Τι αλλάζει, άραγε, σε αυτήν την καθημερινότητα; Σε μια προσπάθεια ερμηνείας του δημόσιου χώρου ο Oliver Marchart αναφέρει πως: «Το δημόσιο εμφανίζεται μόνο όταν μια σύγκρουση αρχίζει να εκφράζεται με επιχειρήματα, και αποτυπώνεται σε αυτή την επιχειρηματολογία, στην οποία διαφορετικές θέσεις συγκρούονται μεταξύ τους και έρχονται σε επαφή με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Αν εξετάσουμε τα πράγματα από
πολύ κοντά, θα δούμε ωστόσο, ότι το δημόσιο δεν αποτελεί «προϊόν» αυτής της σύγκρουσης, το δημόσιο είναι η ίδια η σύγκρουση».4 Δημιουργείται λοιπόν ανάμεσα στον θεατή και το αντικείμενο ένας «θεατρικός αλληλοσυσχετιμός»,5 που εμπλέκει τον τόπο (μνήμη), το παρόν (δεδομένη κοινωνικοπολιτική στιγμή), και το κριτικό βλέμμα του δημιουργού πάνω σε αυτά τα δεδομένα. Μοιάζει να συμβαίνει μια δημιουργική «σύγκρουση» μεταξύ του δημιουργού, του θεατή και των αφηγήσεων του ίδιου του τόπου.
ΓΖ: Αναφέρεσαι στην έννοια του «δημόσιου», στην έννοια του «πολιτικού». Ως προς το πρώτο, πρέπει να σου πω ότι στη διαδικασία που ακολουθώ για να σχηματιστεί ένα έργο τέχνης, ή μια διαδικασία, με ενδιαφέρει να σχηματίσω πρώτα από όλα σημεία συνάντησης. Θεωρώ τον χώρο αρχικά σαν ένα espace quelconque (τυχαίο χώρο). Όπως έλεγε ο Deleuze: «Ο χώρος δεν είναι ένας ιδιαίτερα καθορισμένος χώρος, έχει μετατραπεί σε έναν espace quelconque». Ο espace quelconque δεν προσδιορίζεται αρχικά από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ίδιου του χώρου αλλά από την «αμηχανία» του υποκείμενου όταν βρίσκεται σε αυτόν. Γι’ αυτό, ο espace quelconque μπορεί να είναι
οτιδήποτε, από ένα μνημείο μέχρι το λόμπι ενός ξενοδοχείου. Επομένως, ως δημόσιος δεν εννοείται ο χώρος που είναι σε κοινή θέα, αλλά το υποκείμενο/καλλιτέχνης, ή καλύτερα η δράση του να βρεθεί σε κοινή θέα, σε έναν δημόσιο χώρο. Ακόμη και η σαγηνευτική φύση χάνει τον χαρακτήρα της ως Sublime και μετασχηματίζεται σε πρώτο επίπεδο σε μια αμήχανη στιγμή μπροστά σε κάτι που μεταφέρει το σώμα του θεατή σε έναν άλλο χώρο, ίσως και άγνωστο προς αυτόν. Αυτή την αμηχανία, και πολλές φορές τον κίνδυνο, που το σώμα βιώνει μέσα από την ένθεσή του σε έναν χώρο μη-οικείο, ορίζω ως δημόσιο χώρο. Ως προς το δεύτερο σκέλος, την πολιτική διάσταση της τέχνης, εκείνο που καθορίζει αν κάτι είναι πολιτικό ή όχι, σύμφωνα με τη δική μου προσέγγιση,
είναι η έννοια της υπέρβασης, αλλά και του κινδύνου. Την έννοια της ένθεσης του α τόμου μέσα σεμια διαδικασία όπου αυτή η ίδια η σωματική του υπόσταση διακινδυνεύει, κι αυτό διότι υπάρχει ένα ιδεολογικό αιτούμενο. Η προσέγγιση του πολιτικού ως μίας «safe art production» με αφήνει απολύτως αδιάφορο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επιχειρούμε να αναδείξουμε τις Πρέσπες ως έναν τόπο συνάντησης και, ως εκ τούτου, ως δημόσιου χώρου. Κινούμαι κοντά στην προσέγγιση του Marchart και η διαδικασία των Πρεσπών γίνεται μια συνάντηση, θα έχει και πολιτικό χαρακτήρα, ακριβώς διότι η συνάντηση είναι μια διαδικασία του δρόμου που ενθαρρύνει ή και οδηγεί αναπόφευκτα στον αναστοχασμό πάνω σε οντολογικά υπαρξιακά θέματα, τόσο του κάθε ατόμου
αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα. Ας θυμηθούμε και τον πίνακα Συνάντηση (1854) του Courbet, ο οποίος, πέρα από τον ναρκισσισμό που εμπεριέχει, απεικονίζει τη συνάντηση ενός καλλιτέχνη σε τοπίο που είναι ένα espace quelconque. Εκεί ανταμώνει δυο άλλους περιπατητές. Λίγα χρόνια αργότερα, μακριά από αυτόν τον espace quelconque, ο Courbet πρωταγωνιστούσε στην Κομμούνα, γκρέμιζε τη στήλη Βαντόμ και πέθαινε εξόριστος στην Ελβετία. Καθόλου «safe (political) art production».
ΛΑ: Βρίσκω αφάνταστα γοητευτική την έννοια του espace quelconque που αναφέρεις. Όπως
σημειώνει και ο Deleuze: «Πώς μπορεί να εξαχθεί ένας τυχαίος χώρος από μια δεδομένη κατάσταση πραγμάτων, από έναν καθορισμένο χώρο; Το πρώτο μέσον ήταν η σκιά, οι σκιές: ένας χώρος γεμάτος σκιές ή καλυμμένος από σκιές, γίνεται τυχαίος χώρος».6 Ένας τρόπος να ερμηνεύσει κανείς τη σκιά στην οποία αναφέρεται ο Deleuze, είναι το δίπολο της σχέσης εμφάνισης και απόκρυψης. Αυτό προϋποθέτει ένα μη-οικείο χώρο, όπως υποστηρίζεις κι εσύ. Ως απόκρυψη θεωρώ τα στοιχεία ενός τόπου που κουβαλούν μνήμες προσωπικές ή ιστορικές και που δεν είναι εμφανή σε μια πρώτη ανάγνωση, επίσκεψη στον τόπο αυτό. Αναφέρομαι σε ό,τι μπορεί πλέον να μετατραπεί σε σύμβολο μιας δεδομένης στιγμής του παρελθόντος, ένα «ίχνος», όπως γράφεις κι εσύ στο κείμενό σου για την Eικαστική Πορεία στις Πρέσπες του 2011. Κάπως έτσι ερμηνεύω την πρώτη από τις πέντε διαδρομές που έχεις οργανώσει για φέτος, τη Διαδρομή της Φυγής, όπως την
ονομάζεις. Στο φετινό Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλoνίκης είδα μια ταινία που μοιάζει να ερμηνεύει με έναν σύγχρονο τρόπο την έννοια του «τυχαίου χώρου». Η ταινία λέγεται Little Rock και πραγματεύεται το ταξίδι δύο αδελφών από την Ιαπωνία στην Αμερική, με σκοπό να επισκεφτούν τα στρατόπεδα του Manzanar, στα οποία ο παππούς τους είχε φυλακιστεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού κάνουν μια στάση στο Little Rock, μια μικρή επαρχιακή πόλη στην Καλιφόρνια. Η κοπέλα, μικρότερη από τον αδελφό της, δεν μιλά καθόλου αγγλικά, και βρίσκεται μετά από δική της βούληση μόνη στην πόλη αυτή, με στόχο να γνωρίσει τους κατοίκους της. Παρακολουθώντας την ταινία αντιλαμβανόμαστε συναισθήματα και σκέψεις των πρωταγωνιστών που η κοπέλα δεν μπορεί να αντιληφθεί εξαιτίας της άγνοιας της γλώσσας. Η ίδια όμως υποψιάζεται ότι πολλά κρύβονται πίσω από την πραγματικότητα την οποία ζει, και συνεχίζει να επιμένει στη διαμονή της στον συγκεκριμένο τόπο. Το καινούργιο και το άγνωστο, οι τυχαίες συναντήσεις, η προσπάθεια ερμηνείας ενός καινούργιου τόπου και των κατοίκων του, είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ηρωίδα. Η ίδια κινείται στον τόπο αυτόν ως συλλέκτης εμπειριών. Έφυγα από την αίθουσα με έναν προβληματισμό. Υπάρχει τελικά επικοινωνία στις συναντήσεις των ανθρώπων, τυχαίες ή προγραμματισμένες; Τι προϋποθέτει αυτό που ονομάζουμε επικοινωνία; Καθημερινά κινούμαστε αποκαλύπτοντας ή αποκρύπτοντας κομμάτια του εαυτού μας, που συμβάλλουν στην εγκατάσταση ορίων που μας χωρίζουν ή μας φέρνουν κοντά με τους άλλους.
ΓΖ: Η επικοινωνία με τους άλλους υπάρχει, σχεδόν σίγουρα. Το «σχεδόν» το αναφέρω διότι, πολλές φορές, κινούμαστε με έναν τρόπο που δεν μας επιτρέπει να δούμε εκείνο το οποίο βρίσκεται απέναντί μας. Για να υπάρξει επικοινωνία, τουλάχιστον στο επίπεδο που εισηγούμαι στην Πορεία, δεν αρκεί ο τόπος, δεν αρκούν οι άνθρωποι. Είναι επίσης απολύτως αναγκαίες οι αφηγήσεις. Αυτές τις αφηγήσεις (πέντε συνολικά) εισηγούμαι στην Πορεία: φυγή, ορίζοντας, σώμα, προορισμός, πληγή. Πέντε αφηγήσεις – πέντε σχόλια – πέντε σημεία συνάντησης. Ο τόπος, ο χώρος συνάντησης αποκτά επομένως τρεις συνιστώσες: τους ανθρώπους, τους τόπους, τις αφηγήσεις. Με ποιον τρόπο, επομένως, θα απαντήσουμε στο: «Πώς μπορεί να εξαχθεί ένας τυχαίος χώρος από μια δεδομένη κατάσταση πραγμάτων, από έναν καθορισμένο χώρο;» Ας πάρουμε τη θέση στο Λάκκος, στο Πισοδέρι, που είναι το σημείο που θα καταλήξει η διαδρομή της Φυγής: όσοι έχουν περπατήσει είναι οι νομάδες – οι άνθρωποι. Το μέρος είναι ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η ιδέα είναι η Φυγή. Ουσιαστικά, είναι η Φυγή σε τρία επίπεδα: η Φυγή του Εμφυλίου, των μεταναστών και όσων συμμετέχουν στην πορεία. Με αυτόν τον τρόπο συναντώνται τα ίχνη-εναποθέσεις-πραγματικότητες: οι απόντες. Όσοι δηλαδή συμμετείχαν στον εμφύλιο και οι Αλβανοί μετανάστες, που δεν υπάρχουν πια, παρά μόνο κάποια ίχνη τους (πολυβολεία, παπούτσια, κάποια παρατημένα ίσως πυρομαχικά, ρούχα). Και οι παρόντες: δηλαδή εμείς οι ίδιοι και αυτά τα οποία εμείς αντιπροσωπεύουμε. Ποιοι είναι τα ίχνη, ποιοι οι παρουσίες; Ποιοι οι απουσίες, ποιοι οι οντότητες; Τελικά, δεν υπάρχουν οντότητες, διότι κι εμείς, αντίθετα ίσως απ’ ότι το κοριτσάκι στο Little Rock, κάποια στιγμή θα φύγουμε. Σε λίγο κι εμείς θα αποχωρήσουμε και θα μείνει και από μας η σκιά της ανάμνησης, της παρουσίας μας. Ό,τι ζήσαμε εκεί, το ζήσαμε. Ό,τι βιώσαμε εκεί, το βιώσαμε, ό,τι φτιάξαμε εκεί, το φτιάξαμε. Ίσως αυτός να είναι και ο «στόχος» της Πορείας. Όχι τόσο να δημιουργήσουμε οντότητες όσο το να δημιουργήσουμε «σκιές». Ή, μάλλον, να επιτρέψουμε στις σκιές μας να ενσωματωθούν με εκείνες όσων προϋπήρξαν· και κάποτε να μετασχηματιστούμε, αναπόφευκτα ίσως, κι εμείς σε σκιές. Διερχόμαστε από έναν τόπο για να τον σημαδέψουμε με την απουσία μας, το ίχνος μας. Και τότε, αυτός ο τόπος μετασχηματίζεται σε espace quelconque.
ΛΑ: Στην ταινία Pora umierać (Ώρα να πεθάνεις, 2007) της Dorota Kedzierzawska, παρακολουθούμε την καθημερινότητα μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Η γυναίκα αυτή ζει μόνη σε ένα μεγάλο σπίτι, το οποίο βρίσκεται στον ίδιο χώρο με ένα μουσικό σχολείο που φιλοξενεί τα παιδιά της γειτονιάς κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η ηρωίδα μας σπάνια βγαίνει από τον περιβάλλοντα χώρο της κατοικίας της, ζει εκεί με τις αναμνήσεις της. Παρακολουθεί όμως τις δραστηριότητες των παιδιών από το μπαλκόνι της με ένα ζευγάρι κιάλια. Υπάρχουν κάποια πλάνα στα οποία παρατηρούμε τον κόσμο όπως τον βλέπει η ίδια μέσα από τα κιάλια. Το «μακρινό» έρχεται «κοντά», το δείγμα αυτό της πραγματικότητας που επιλέγει να εστιάσει με τα κιάλια, της δίνει μια εικόνα για το παρόν, στο οποίο
δυσκολεύεται να ενσωματωθεί, διότι βρίσκεται η ίδια προσκολλημένη στο παρελθόν, εφόσον ανατρέχει διαρκώς μέσα από αφηγήσεις στο αρχείο της μνήμης της. Στα πλάνα τα οποία βλέπουμε μέσα από τα κιάλια παρατηρούμε μια μορφή άρνησης της εικόνας της πραγματικότητας. Είναι η στιγμή αυτή, που χρειάζεται να γίνει σωστή εστίαση, ώστε η εικόνα από θολή να μετατραπεί σε καθαρή, και να αρχίσει η παρατήρηση. Αυτό το σημείο, μεταξύ μη νεταρισμένης και νεταρισμένης εικόνας, λειτουργεί σαν ένα ενδιάμεσο. Μοιάζει σαν μια στιγμή απόφασης για την ηρωίδα, ένταξης και αφομοίωσης στο παρόν ή άρνησής του και επιλογής ενός άλλου τόπου, αυτού του παρελθόντος
και της μνήμης. Όταν οι τρεις συνιστώσες στις οποίες αναφέρεσαι, δηλαδή οι ανθρώποι, οι τόποι, οι αφηγήσεις, συναντώνται, μοιάζει σαν μια στιγμή «νεταρίσματος». Όπου οι μνήμες ιστορικές και προσωπικές αποκαλύπτονται και ερμηνεύονται στο παρόν, μέσα από τη δημιουργική διαδικασία. Φαίνεται, λοιπόν, σύμφωνα με την περιγραφή σου σχετικά με τις διαδρομές, ότι οι συμμετέχοντες διαρκώς ανακαλύπτουν «παρελθούσες μνήμες μέσα στο παρόν».7 Με αυτό τον τρόπο «το σώμα, αποτελεί ένα κινητό όριο ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον».8 Με ποιον τρόπο θεωρείς πως επηρεάζει τους συμμετέχοντες φοιτητές/τριες η εμπειρία της εικαστικής πορείας στην αντίληψή τους σχετικά με τη δημιουργική διαδικασία; Πώς συντελεί αυτή η εμπειρία στη συγκρότηση του δικού τους «κόσμου» και την εκτόνωσή του μέσα από την τέχνη; Με ποιον τρόπο διαφέρει αυτή η
διαδικασία από την παραγωγή εικαστικού έργου στον ακαδημαϊκό χώρο; Όσο ωριμάζει στη σκέψη μου η εμπειρία αυτή, τόσο συνειδητοποιώ πως μοιάζει σαν μια αναζήτηση η συμμετοχή στην Εικαστική Πορεία. Μια αναζήτηση διαφορετικών πραγμάτων για τον κάθε συμμετέχοντα, σύμφωνα με τους προβληματισμούς και τις ανάγκες του. Είναι γοητευτική αυτή η αναζήτηση. Με χρονικά όρια, συγκεκριμένο τόπο και διαδρομές. Είναι όμως τόσο δυνατή αυτή η εμπειρία που, ακόμη και μετά το τέλος, συνεχίζεται στον χώρο της σκέψης.
ΓΖ: Η εμπειρία της Εικαστικής Πορείας εκκινεί από το γεγονός ότι το εικαστικό έργο, ο στοχασμός, η ίδια αυτή η διαδικασία της ανθρώπινης πραγμάτωσης δεν προγραμματίζεται, δεν προδιαγράφεται. Το ενδιαφέρον είναι ότι σε κάθε μία από τις Εικαστικές Πορείες των προηγούμενων ετών εκείνο που είχαμε «προγραμματίσει», σε σχέση με εκείνο που τελικά σχηματίστηκε, υπήρξαν σε πολλές περιπτώσεις ανεξάρτητα. Άλλα σκεφτόμασταν ότι θα βρίσκαμε και άλλα βρίσκαμε τελικά. Αυτή η ίδια η μορφή της Εικαστικής Πορείας ως διαδικασίας δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με εκείνο που σκεφτόμουν πριν από πέντε χρόνια. Κι αυτό διότι τη διαδικασία τη σχημάτισαν οι συναντήσεις και όχι οι προγραμματικές προκαταλήψεις. Και το ότι μιλάμε τώρα, αυτή τη στιγμή, είναι μια συνάντηση, και το kaput. ένας espace quelconque. Δημιουργούμε τα εφόδια όχι για να πραγματοποιήσουμε κάτι αλλά για να είμαστε ικανοί και δυνατοί για να αντιμετωπίσουμε το απροσδόκητο, εκείνο που θα ξεπεταχτεί όταν δεν το περιμένουμε. Έτσι, ακόμη κι αν έχουμε για παράδειγμα ονομάσει την πρώτη Διαδρομή, «Διαδρομή της Φυγής», στο τέλος, μπορεί εκείνα τα οποία θα ανακαλύψουμε να μην έχουν καμία σχέση με τη Φυγή και η διαδρομή να αποκτήσει ένα διαφορετικό όνομα, μια διαφορετική ιδέα. Αυτό ακριβώς θέλω: να μπορούν οι νέες, οι καλλιτέχνες (αλλά και εμείς), να αντιμετωπίζουν το απροσδόκητο, να έχουν την πνευματική εγρήγορση αλλά και τα τεχνικά και θεωρητικά εργαλεία για να κωδικοποιούν εκείνο το οποίο θα εμφανιστεί μπροστά τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται ένας αναστοχασμός για το τι είναι τέχνη, τι είναι το εικαστικό παράγωγο, τι είναι η τεχνική, τι είναι η αισθητική. Η βιωμένη εμπειρία ποτίζει με έναν αντίστοιχο τρόπο με εκείνον στον οποίο αναφερόταν ο John Dewey, το υποκείμενο/καλλιτέχν /εκπαιδευόμενο. Ίσως περισσότερο παρά οτιδήποτε άλλο ο καλλιτέχνης μετασχηματίζεται στο «ζωντανό πλάσμα» (live creature) του Dewey, που ενσωματώνεται μέσα από την εμπειρία με το περιβάλλον του και αναδεικνύει την πραγματικότητα ως έχει, όπως το ίδιο το πλάσμα προσδιορίζει. Κάτι άλλο σημαντικό για τη διαδικασία, είναι η σχέση με το σώμα μου, ως φορέα που σχηματίζει ιδέες. Για να μπορέσω στη συγκεκριμένη διαδικασία να καταστώ «ζωντανό πλάσμα», χρειάζεται να μετασχηματίσω το σώμα μου σε ένα μηχανισμό που μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτή τη διαδικασία. Έχω αρχίσει ήδη να γυμνάζομαι για να μπορέσω να αντεπεξέλθω στη διαδικασία που αλλιώς θα είναι πάρα πολύ επίπονη. Το να φροντίσω το σώμα μου, να το καταστήσω το μεθοδολογικό εργαλείο της έρευνάς μου, με μεταφέρει σε μια ουσιαστικότερη- βιωματικότερη σχέση με την εμπειρία. Αποκτώ καλύτερη φυσική κατάσταση και μπορώ, να περπατήσω, να δω, να υπερβώ τελικά τα όριά μου, να μην καταβληθεί η σωματική μου και πνευματική εγρήγορση. Δεν είμαι φανατικός της υγιεινής ζωής, μπορώ να πω ότι μάλλον αμελώ το σώμα μου. Ωστόσο, η Εικαστική Πορεία με ωθεί στο να το φροντίσω, για το κάνω κομιστή ιδεών, κομιστή εικόνων, κομιστή εμπειριών.
ΛΑ: Τα τελευταία χρόνια φτιάχνω κολάζ. Παρατήρησα ότι αρκετά από τα αντικείμενα και σώματα που χρησιμοποιώ στις συνθέσεις μου αιωρούνται μέσα στον τόπο (εικόνα στο background) που τα τοποθετώ. Μέχρι πρόσφατα δεν μπορούσα να ερμηνεύσω τον λόγο που υποσυνείδητα επέλεγα αυτή την αιώρηση. Έχει ενδιαφέρον αυτός ο ενδιάμεσος χώρος, αν το κάτω μέρος μιας σελίδας συμβολίζει τη γη και το επάνω τον ουρανό. Πρόσφατα επισκέφθηκα ένα ενυδρείο. Παρατήρησα πόσο με μάγευαν τα ψάρια που κολυμπούσαν στα ενυδρεία τους και αναρωτήθηκα το γιατί. Η μαγεία βρισκόταν σε αυτή την αίσθηση της αιώρησης μέσα στο νερό. Έμοιαζαν σα να μην έχουν καθόλου βάρος, και σα να βιώνουν την απόλυτη ελευθερία, με μια διαφορετική αίσθηση του χρόνου σε ένα περιορισμένο περιβάλλον. Όπως αναφέρει ο Bachelard, «το ψάρι πετάει και κολυμπάει».9 Αισθάνομαι πως αυτή την αίσθηση της αιώρησης αναζητά ο κάθε συμμετέχων/περιηγητής στην
εικαστική πορεία. Μέσα από αυτή την εμπειρία θα αντιμετωπίσει το καινούργιο, το απρόοπτο, τον κίνδυνο. Φαίνεται, επίσης, πως όσο ωριμάζει ένας καλλιτέχνης νιώθει την ανάγκη να βιώσει αντίστοιχες καταστάσεις μέσα στην καθημερινότητά του. Χαράσσει καινούργιες διαδρομές και επιλέγει ταξίδια σε νέους τόπους, όχι απαραίτητα γεωγραφικούς. Αυτή η ανησυχία γεννά τη δημιουργική σκέψη και την ανάγκη για την εκτόνωσή της μέσω του καλλιτεχνικού έργου. Η παρουσία του νερού είναι συνεχής στην περιοχή των Πρεσπών. Το καθρέφτισμα στη λίμνη είναι η στιγμή που μας συνδέει με τον κόσμο και το μέσα συναντά το έξω. Όπως αναφέρει και ο Bachelard, η διαλεκτική του «βλέπω και αποκαλύπτομαι».10 «Η λίμνη είχε μεγάλο βάθος· αλλά το νερό ήταν
τόσο διαυγές, ώστε ο βυθός, πούμοιαζε φτιαγμένος από έναν πυκνό σωρό από μικρά,
στρογγυλεμένα αλαβάστρινα βότσαλα, ήταν ορατός στιγμές-στιγμές, δηλαδή κάθε φορά που το μάτι κατόρθωνε να μη δει στο βάθος του αντιστραμμένου ουρανού, την αντικαθρεφτισμένη πρασινάδα των λόφων».11 Υπάρχει μια θεατρικότητα σε αυτήν την εμπειρία, η ομάδα μοιάζει να παρακολουθεί και να παρακολουθείται ταυτόχρονα. Το γεγονός αυτό, όπως επίσης και η αντιμετώπιση του απροσδόκητου, που προανέφερες, αποτελούν μια μοναδική συνθήκη μέσα από την οποία μπορεί να παραχθεί καλλιτεχνικό έργο.
ΓΖ: Κατανοώ τον τρόπο που εισάγεις τον όρο «θεατρικότητα», ωστόσο δεν θα ήθελα να συνδεθεί με τη φορμαλιστική θεατρικότητα του Michael Fried. Δεν θέλουμε να φτιάξουμε ένα «θέατρο» του Diderot, μια πλατφόρμα ελεγχόμενων επεισοδίων. Εμείς είμαστε αλλού. Μια και αναφερόμαστε σε ταινίες, είδα το ντοκιμαντέρ Στα Όρια (Am Limit, 2007), του Pepe Danquart για τους Alexander και Thomas Huber, δίδυμους αδελφούς και σημαντικούς αλπινιστές. Το ντοκιμαντέρ καταγράφει την αποτυχημένη τους προσπάθεια να αναρριχηθούν με παγκόσμιο ρεκόρ στην πιο δύσκολη αναρρίχηση διεθνώς, την El Capitan στην κοιλάδα Yosemite, στην Καλιφόρνια. Το ιδιαίτερο αυτού του ντοκιμαντέρ είναι ότι πρόκειται για έναν στοχασμό πάνω στα ανθρώπινα όρια. Δεν καταγράφει ένα κατόρθωμα αλλά μια «αποτυχία». Δεν παρουσιάζει τους αθλητές ως υπερανθρώπους αλλά ως νομάδες που στοχάζονται. Κάποια στιγμή ο ένας από αυτούς αναφέρει: «Όταν βρίσκεσαι στη φύση
βρίσκεσαι κάπου που δεν ανήκεις, αυτό είναι το παράλογο». Αυτό το λέει κάποιος που είναι δεύτερη γενιά αλπινιστής, που έχει μεγαλώσει και ζει από το βουνό. Σκέφτομαι ότι αυτό το «δεν ανήκεις» ισχύει πολύ περισσότερο για όλους εμάς που ανιχνεύουμε το βουνό και τη φύση σποραδικά. Πάμε κάπου όπου δεν ανήκουμε, θέτουμε τους εαυτούς μας σε έναν χώρο «Άλλο» και αυτό το «Άλλο» σχηματίζει μια νέα πραγματικότητα, μια πραγματικότητα αιώρησης. Είναι ένα μέρος που, ίσως, όχι μόνον εμείς δεν ανήκουμε αλλά και οι ιδέες, η ίδια η τέχνη που κομίζουμε, αν κομίζουμε κάτι. Εκεί, λοιπόν, μακριά από περιχαρακωμένους «κόσμους της τέχνης», θα δοκιμάσουμε, και δοκιμάζουμε, την ουσία, την όποια ουσία, αυτών τα οποία κομίζουμε ως καλλιτέχνες. Κι εδώ, βέβαια, δεν υπάρχει απουσία. Στους καιρούς που ζούμε οφείλουμε να κινηθούμε στα όριά μας, να αιωρηθούμε σε χώρους άλλους, ίσως και για να δραπετεύσουμε, ίσως και για να δημιουργήσουμε καινούργιες πατρίδες, ίσως και για να υπάρξουμε πέρα από αυτό που έχουμε συνηθίσει ότι είμαστε.
Η Λένα Αθανασοπούλου είναι εικαστικός. Διδάσκει στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών (407/80) του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
O Γιάννης Ζιώγας είναι ζωγράφος, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας.
1. Michel de Certeau, Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν,
Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2010, σ. 241. [↩]
2. Ο.π., σ. 283. [↩]
3. Γιάννης Σταυρακάκης & Κωστής Σταφυλάκης (επιμ.), Το πολιτικό στη σύγχρονη Τέχνη,
Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 2008, σ. 85. [↩]
4. Ο.π., σ. 103. [↩]
5. Ο.π., σ. 266. [↩]
6. Gilles Deleuze, Κινηματογράφος 1 Η εικόνα-κίνηση, Εκδόσεις νήσος, Αθήνα 2009, σ. 140. [↩]
7. Κωστής Παπαγιώργης, Περί μνήμης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σ. 219. [↩]
8. Ο.π., σ. 212. [↩]
9. Gaston Bachelard, Το νερό και τα όνειρα, Δοκίμιο πάνω στη φαντασία της ύλης, Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1985, σ. 58. [↩]
10. Ο.π., σ. 70. [↩]
11. Ο.π., σ. 56. [↩]
Πηγή
http://www.kaput.gr/gr/10/prespes-visual-march-the-exploration-of-an-espace-quelconque/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου