Κυριακή 10 Ιουλίου 2011
Η χυδαιότητα κυριάρχησε στην Ελλάδα, συνέντευξη του Κ. Βαρώτσου
Ο Κώστας Βαρώτσος ετοιμάζει τέσσερις νέες εικαστικές παρεμβάσεις εδώ και στο εξωτερικό, αλλά και μία καλοκαιρινή έκθεση στον Πόρο
Της Αγλαϊας Παππα
Ο Κώστας Βαρώτσος ενσαρκώνει κατά κάποιο τρόπο τον περίφημο Δρομέα του. Η πορεία του περνά από πολλές πόλεις: Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης και στην Αρχιτεκτονική Σχολή της Πεσκάρας. Από το γλυπτό του 1983, τον Ποιητή, της Λευκωσίας στην Κύπρο, ώς τον Ορίζοντα, της Βενετίας, και τα έργα στο Παλμ Μπιτς και την Ουάσιγκτον, χαρτογραφεί τον κόσμο με κύρια υλικά το γυαλί, το σίδερο και την πέτρα. Εκτός από τις πολλές παρεμβάσεις του στον δημόσιο χώρο, στο φυσικό και το αστικό τοπίο, οι δημιουργίες του συνδιαλέγονται κάθε φορά με τον εσωτερικό χώρο της γκαλερί και των μουσείων: στις εκθέσεις του στην Αίθουσα Τέχνης Giorgio Persano στο Τορίνο, στη Leiman Gallery της Νέας Υόρκης, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Αμβέρσα, στη Νίκαια της Γαλλίας κ.α. Αυτή την εποχή ο Βαρώτσος εγκαινιάζει τέσσερα δημόσια έργα, στη Λουκέρνη της Ελβετίας, τη Μόντενα της Ιταλίας, το Περιστέρι και τη Δράμα, ενώ παρουσιάζει και μία έκθεση στην γκαλερί Citronne στον Πόρο.
– Πώς ξεκινάει η περιπέτεια της καλλιτεχνικής σας δημιουργίας;
– Από πολύ νέος προσπαθούσα να βρω μια ισορροπία μεταξύ του χώρου και του χρόνου, διότι πίστευα ότι οι πολιτισμοί που επιτύγχαναν αυτή την τομή παρήγαγαν εκπληκτικά αποτελέσματα. Ο Ποιητής στην Κύπρο είναι το πρώτο μεγάλο έργο, αποτέλεσμα αυτής της έρευνας. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή ενώ δούλευα με γυρισμένη την πλάτη στο γλυπτό, ένιωσα την ενέργεια του έργου. Και αυτό σηματοδότησε την αρχή της καλλιτεχνικής περιπέτειάς μου. Μετά άρχισα να ανακαλύπτω την πραγματική μου υπόσταση, να παίζω, να ζωγραφίζω με το φως στον χώρο, εξάλλου ζωγραφική σπούδασα, όχι γλυπτική.
– Πώς φτάσατε στο γυαλί;
– Διά της εις άτοπον απαγωγής: δηλαδή σκεφτόμουν, πώς πρέπει να είναι ο Ποιητής; Πρέπει να είναι εύθραυστος, κοφτερός, επιθετικός, αυτοκτονικός. Αρα, γυάλινος. O χώρος είναι το γυαλί. Ο χρόνος είναι το ένα γυαλί πάνω στο άλλο. Με αυτό τον τρόπο βρήκα και τη δική μου προσωπική ισορροπία. Η προσέγγισή μου βασίζεται λιγότερο στην ανάλυση και περισσότερο στη σύνθεση. Και ο Δρομέας είναι ουσιαστικά ο επαναπροσδιορισμός μιας νέας ταχύτητας, ενός νέου ζεϊμπέκικου μέσω της σύνθεσης των θραυσμάτων. Κάπως έτσι αισθάνομαι ότι είναι και η Ελλάδα.
– Η σύνθεση των θραυσμάτων όμως μοιάζει να μην είναι ένα ιδιαιτέρως εύκολο εγχείρημα.
– Ναι, ίσως γιατί δεν ξέρουμε πού είναι τα θραύσματα. Θυμίζει λίγο την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Δεν ξέρουν πού είναι η περιουσία, ποιος την έχει.
Aγάπη και ελαττώματα
– Πώς βλέπετε τον Δρομέα μέσα στον χρόνο;
– Στην αρχή δεν μπορούσα να τον βλέπω, άλλαζα δρόμο διότι εστίαζα το βλέμμα στα ελαττώματά του. Στη φύση αυτού του έργου ήταν άπειρες οι δυνατότητες επέμβασης και μια κίνησή μου μπορούσε να αλλάξει τελείως τη μορφή του. Τώρα τον συνήθισα, τον αγάπησα. Οταν αγαπάς, δεν βλέπεις τα ελαττώματά του.
– Ενα σημαντικό μέρος της δουλειάς σας έγκειται σε παρεμβάσεις στο αστικό τοπίο. Πόσο σημαντική είναι η αλληλεπίδραση με τους κατοίκους για τη διαμόρφωση του έργου σας;
– Οταν με κάλεσαν να παρέμβω στην πλατεία Μπενέφικα στο Τορίνο, έπρεπε πρώτα να κατανοήσω πολιτισμικά τον χώρο. Την εποχή εκείνη το Τορίνο περνούσε μια ιδιαίτερη περίοδο – αποβιομηχανοποίησης και βαθιά κρίση ανεργίας. Ομως οργάνωσα συναντήσεις με τους κατοίκους, με τα σχολεία και έκανα τρεις διαφορετικές προτάσεις που ο κόσμος είχε τη δυνατότητα να ψηφίσει μέσω Ιντερνετ. Σκεφτόμουν τότε ότι στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ κάτι τέτοιο. Κακώς όμως, γιατί μόλις πρότεινα κάτι ανάλογο στον δήμαρχο του Ρέντη, αμέσως το δέχθηκε και συνεργαστήκαμε καταπληκτικά. Επιλέγω να μη βάζω πινακίδα στα έργα μου γιατί πιστεύω ότι πρέπει να γίνει μέρος αυτής της πολιτισμικής και πολιτιστικής διαστρωμάτωσης, να γίνει ένα με τη φύση, να δημιουργήσει μνήμη.
– Τι αντίκτυπο έχει η σημερινή κρίση στον πολιτισμό;
– Αυτή την περίοδο συνειδητοποιούμε ότι έχουν γίνει πολλά λάθη – όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο κοινωνικής στρατηγικής, στον καλλιτεχνικό χώρο, στον χώρο του πνεύματος.
Εχει γίνει ένα τεράστιο μπέρδεμα μεταξύ λαϊκού, λαϊκίστικου και λαογραφικού. Οι πολιτικοί αντί να μας δώσουν όραμα, ένα στίγμα για να μπορέσουμε να βγούμε από τη θύελλα, κάθονται και αναλύουν, γίνονται σχολιαστές του προβλήματος. Το ίδιο κάνουν και οι καλλιτέχνες. Τα πολιτισμικά φαινόμενα λειτουργούν εγκάρσια στην κοινωνία. Η τέχνη δεν είναι κάτι ξεκομμένο από αυτό που συμβαίνει γύρω μας, στην πραγματικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη.
– Με ποιον τρόπο θα μπορούσε κατά τη γνώμη σας να συμβάλει η καλλιτεχνική δημιουργία στην υπέρβαση της κρίσης;
– Δυστυχώς έχουν απενεργοποιηθεί οι δημιουργικές δυνάμεις του κόσμου, χλευάστηκαν και λοιδορήθηκαν από κυρίαρχες λαϊκίστικές δυνάμεις, οι οποίες επέβαλαν τους δικούς τους κανόνες και στυλ. Αυτή η χυδαιότητα νίκησε, οπότε τώρα που καταρρέει, μαζί της παρασέρνει τα πάντα. Μέσα στο πνεύμα του λαϊκισμού που κυριάρχησε τις περασμένες δεκαετίες, όσοι από εμάς θέλαμε να διαμορφώσουμε έναν δικό μας λόγο θεωρηθήκαμε γραφικοί. Σημασία έχει ότι εμείς συνεχίζουμε να είμαστε δημιουργικοί και έχουμε ανοίξει έναν σημαντικό διάλογο με το εξωτερικό. Δυστυχώς όμως, βιώσαμε τη μοναχικότητα στο ελληνικό πλαίσιο και μια συνεχή αίσθηση ότι ήμασταν εκτός μόδας. Η συνειδητοποίηση αυτής της μοναχικής πορείας του νομά ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχα να αντιμετωπίσω.
Είμαι ένας νομάς που πάντα επιστρέφει
– Είστε ένας άνθρωπος που από πολύ νεαρή ηλικία κινείται ασταμάτητα. Τι ρόλο έπαιξε η προσωπική σας μετατόπιση στη συγκρότηση της ταυτότητάς σας;
– Κάνω περίπου ενενήντα ταξίδια τον χρόνο και η μετατόπισή μου είναι λίγο κινηματογραφική, θυμίζει κάπως «επικίνδυνες αποστολές». Είμαι είναι νομάς, έχω περάσει όλη μου τη ζωή στο εξωτερικό, αλλά πάντα επιστρέφω. Μ’ ενδιαφέρει ο Οδυσσέας, ο νόστος των Ευρωπαίων όταν ανακάλυπταν την Ελλάδα ως μέρος του grand tour. Εχει σημασία ο γυρισμός γιατί κλείνει ο κύκλος. Γι’ αυτό και γυρίζω πάντα διότι φοβάμαι μη χαθώ. Την Ελλάδα τη γνώρισα από την Ιταλία. Aνακάλυψα εκεί μυστικά και αλήθειες για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Λέω λοιπόν πως η μάνα μου είναι η Ελλάδα, ο πατέρας μου η Ρώμη που με καθοδήγησε, μου είπε τα πράγματα που πρέπει να πει ένας πατέρας στο παιδί του. Η πορεία μου θυμίζει λίγο την ιστορία του Μινώταυρου, με τα έργα μου να είναι σαν μια κλωστή την οποία αφήνεις πίσω σου αλλά πρέπει να ξαναβρείς για να μπορέσεις να βγεις από τον λαβύρινθο.
Στη θαλπωρή του λιμανιού
– Τα έργα σας δεν είναι καθόλου απομονωμένα.
– Ναι, τα έργα μου είναι σαν ένα είδος περιπλανώμενου θιάσου. Είναι σαν σημεία που μπορείς να δώσεις ραντεβού, όπως -για παράδειγμα- το έργο στο βουνό της Μόρτζια στα Απένινα Ορη. Αυτό με έκανε και εμένα να αισθάνομαι πια κάτοικος της περιοχής. Λόγω της συλλογικής φύσης των έργων μου, αναπτύσσω φιλίες με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι στα διάφορα μέρη του κόσμου.
– Εγκαινιάστηκε πρόσφατα το έργο σας στην Ελβετία. Ας σημειωθεί πως στην ίδια χώρα έχετε κάνει άλλες τρεις σημαντικές παρεμβάσεις σας, εκ των οποίων ο κόμβος στο Butzberg έχει βραβευθεί. Μιλήστε μας για την ιδιαιτερότητα του έργου αυτού.
– Το έργο αυτό είχε προγραμματιστεί για το 2008 και είναι το μεγαλύτερο δημόσιο έργο στην Ελβετία, καθώς ενώνει δύο διαφορετικές πλατείες (140 μέτρα πλάτος x 30 μέτρα ύψος) με ένα «νήμα», ένα σχοινί. Τέσσερα εργοστάσια παρήγαγαν διαφορετικά τμήματά του. Νομίζω ότι ταιριάζει στη χώρα, διότι η Ελβετία πάντα μου έδινε την αίσθηση ότι ήταν σαν να πετάει ένα σχοινί με αγκίστρι, σαν να προσπαθούσε να πιάσει την άλλη πλευρά. Είναι ένα κράτος ιδιόμορφο, σαν παγιδευμένο. Ζει μιαν αντίφαση, μια μοναχικότητα που όμως παράγει και δυνατά ανατρεπτικά στοιχεία, όπως -για παράδειγμα- ένα από τα πιο σημαντικά φεμινιστικά κινήματα στην Ευρώπη. Είναι δύσκολο για τους Ελβετούς καλλιτέχνες να μπορέσουν να βγουν και να δείξουν τη δουλειά τους στο εξωτερικό, όπως είναι πολύ σπάνια η παρέμβαση ξένων καλλιτεχνών στον δημόσιο χώρο της Ελβετίας.
– Μιλήστε μας για την έκθεση στην γκαλερί Citronne στον Πόρο.
– Η γκαλερί Citronne στον Πόρο είναι ένας πειραματικός χώρος με ξεχωριστή ενέργεια και η κυρία Σπινάρη, η ιδιοκτήτριά της, ένας άνθρωπος που με εμπνέει πολύ. Παρόλο που αισθάνομαι πιο άνετα όταν δημιουργώ στη φύση ή στην πόλη, η εμπειρία της γκαλερί με ενδιαφέρει ιδιαίτερα γιατί μου δίνεται έτσι η δυνατότητα να ανοίξω έναν διάλογο με το ειδικό κοινό. Θα γίνει μια ειδική, πρωτότυπη δουλειά για τη Citronne παίζοντας με την αίσθηση του χώρου. Το λιμάνι του Πόρου και η γκαλερί αυτή έχουν μια θαλπωρή, σαν να θέλω να πάω και να κρυφτώ εκεί.
Η έκθεση του Κώστα Βαρώτσου στην γκαλερί Citronne, στον Πόρο, θα διαρκέσει έως τις 13 Ιουλίου.
φωτογραφία,Ορίζοντας-Γεράκι Λακωνίας (2007) www.costasvarotsos.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου