Τα παιδιά κάτω στον κάμπο / κυνηγάνε τους αστούς / πετσοκόβουν τα κεφάλια / από εχθρούς και από πιστούς
Τα παιδιά κάτω στον κάμπο / κόβουν δεντρολιβανιές / και στολίζουν τα πηγάδια / για να πέσουν μέσα οι νιες
Τα παιδιά μες τα χωράφια / κοροϊδεύουν τον παπά / του φοράνε όλα τα άμφια / και το παν στην αγορά
Έλα κόρη της σελήνης / έλα και άναψε φωτιά / Κοίτα τόσα παλικάρια / που κοιμούνται στη νυχτιά
Τα παιδιά δεν έχουν μνήμη / τους προγόνους τους πουλούν / και ό,τι αρπάξουν δεν θα μείνει / γιατί ευθύς μελαγχολούν (Μάνος Χατζιδάκης )
Η κοινωνική τρωτότητα και η ανισότητα στην καταστροφή: Η περίπτωση της Θεσσαλίας 2023
Ο Ζαφειρόπουλος (2010) και η Cutter (2016) συγκλίνουν στη θεώρηση ότι οι φυσικές καταστροφές αποτελούν καθρέφτη των κοινωνικών ανισοτήτων. Και οι δύο απορρίπτουν την παραδοσιακή, «τεχνική» αντίληψη της καταστροφής ως ουδέτερου φυσικού γεγονότος και προτείνουν μια κοινωνιολογική ανάγνωση, όπου η έννοια της τρωτότητας (vulnerability) αποκτά κεντρικό ρόλο.
Σύμφωνα με τον Ζαφειρόπουλο (2010), η καταστροφή είναι κοινωνικά παραγόμενο γεγονός, καθώς η ένταση και η έκταση των επιπτώσεών της εξαρτώνται από τον τρόπο που είναι οργανωμένη η κοινωνία, από τη θεσμική της ικανότητα και από το επίπεδο κοινωνικής συνοχής. Όπως σημειώνει, οι καταστροφές «αναδεικνύουν τις κοινωνικές δομές και αποκαλύπτουν τις ασυμμετρίες ισχύος και πρόσβασης στους πόρους» (σ. 47). Η Cutter (2016) συμπληρώνει ότι οι κίνδυνοι και οι φυσικές απειλές αντανακλούν και ενισχύουν τις προϋπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες και ότι η «ευαλωτότητα» είναι αποτέλεσμα πολιτικο-οικολογικών διαδικασιών, όπως η χωροταξία, οι αναπτυξιακές επιλογές, η οικονομική πολιτική και η κοινωνική δικαιοσύνη (σ. 18).
Η κακοκαιρία Daniel στη Θεσσαλία (3–8 Σεπτεμβρίου 2023) αναδεικνύει αυτή τη δυναμική. Η λεκάνη του ποταμού Πηνειού δέχτηκε περίπου 364 mm βροχής σε τέσσερις ημέρες (~4.026 hm³ νερού), εκ των οποίων περίπου 43% μετατράπηκε σε απορροή προς τη θάλασσα (MDPI, 2023). Σε περιοχές όπως η Ζαγορά και η Μακρινίτσα καταγράφηκαν ακραίες βροχοπτώσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ τις κανονικές μηνιαίες τιμές (EFAS, 2023). Οι πλημμύρες κάλυψαν περίπου 1.150 km², εκ των οποίων 820 km² γεωργικής γης, επηρεάζοντας βαμβακοκαλλιέργειες και περισσότερα από 14.000 ορνιθιοτροφία και 21.500 πρόβατα και κατσίκια (NHESS Copernicus, 2023). Η Μεταμόρφωση Παλαμά, στο χαμηλότερο σημείο του Θεσσαλικού κάμπου, υπέστη τρείς καταστροφικές πλημμύρες, αναδεικνύοντας την ανισότητα ανάπτυξης και την έλλειψη επαρκών υποδομών. Η κοινωνική τρωτότητα δεν εξαρτάται μόνο από φυσικά γεγονότα, αλλά καθορίζεται από τις κοινωνικές δομές, την κατανομή πόρων, τις θεσμικές επιλογές και τη συλλογική δράση ή αδράνεια. Η ανθεκτικότητα μιας κοινωνίας σχετίζεται με την ικανότητά της να οργανώνει συλλογικά την προστασία των μελών της, να συνεργάζεται και να στηρίζει τους πιο ευάλωτους (Ζαφειρόπουλος, 2010; Cutter, 2016).
Η εμπειρία της Θεσσαλίας επιβεβαιώνει τη σημασία της συλλογικής ανθεκτικότητας και της κοινωνικής συνοχής. Όπως επισημαίνει ο Αθανασίου (2021), η δυνατότητα μιας κοινότητας να ανακάμψει από φυσικές κρίσεις εξαρτάται από τη συλλογική δράση, την αλληλεγγύη και τον συντονισμό της κοινότητας για την αποκατάσταση υποδομών και κοινωνικών λειτουργιών. Στη Θεσσαλία, τοπικές κοινότητες κινητοποιήθηκαν άμεσα, οργανώνοντας ομάδες διάσωσης και παρέχοντας υποστήριξη στους πιο ευάλωτους, περιορίζοντας τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και επιταχύνοντας την επαναφορά της καθημερινότητας.
Συνολικά, η περίπτωση της Θεσσαλίας δείχνει ότι η κατανόηση των φυσικών καταστροφών απαιτεί σύνθετη θεώρηση, που συνδυάζει την κοινωνική κατασκευή της τρωτότητας, τις δομές και ανισότητες που καθορίζουν τις επιπτώσεις και τη συλλογική ανθεκτικότητα και κοινωνική συνοχή ως παράγοντες μετριασμού των συνεπειών (Ζαφειρόπουλος, 2010; Cutter, 2016; Αθανασίου, 2021). Η ίδια φυσική απειλή μπορεί να έχει πολύ διαφορετικές επιπτώσεις σε διαφορετικές κοινότητες, ανάλογα με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που καθιστούν τις κοινωνίες περισσότερο ή λιγότερο ευάλωτες.
Ένα σημαντικό τμήμα της ανάλυσης των φυσικών καταστροφών εστιάζει στις μορφές αλληλεγγύης και συλλογικής δράσης που αναπτύσσονται μετά από κρίσεις. Οι κοινότητες συχνά επιδεικνύουν αυθόρμητη οργάνωση και αντίσταση, δηλαδή μορφές community resilience.
Συγκεκριμένα, ενώ οι τυπικοί θεσμοί μπορεί να καθυστερούν ή να αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά, οι άτυπες κοινωνικές σχέσεις—όπως οι δεσμοί γειτονιάς, η συγγένεια και τα δίκτυα εθελοντών—αναλαμβάνουν δράση. Η κοινωνική συνοχή και η αλληλεγγύη εκδηλώνονται μέσω κοινών πρωτοβουλιών για διάσωση, υποστήριξη των πιο ευάλωτων και αποκατάσταση υποδομών, περιορίζοντας τις συνέπειες της καταστροφής.
Ο Ζαφειρόπουλος (2010) περιγράφει επίσης την έννοια της ηθικής πανικού (moral panic), η οποία αναφέρεται στις κοινωνικές αντιδράσεις απέναντι στον κίνδυνο και στις κρίσεις. Η έννοια αυτή συσχετίζεται με την συνεργατική μέριμνα πρωτοβουλιών, όπου η κοινότητα οργανώνεται αυτοβούλως για να καλύψει τα κενά που αφήνουν οι θεσμικοί μηχανισμοί. Μέσα από τέτοιες δράσεις, η κοινότητα όχι μόνο αντιμετωπίζει άμεσα τις ανάγκες των μελών της, αλλά και ενισχύει την κοινωνική συνοχή και την εμπιστοσύνη, παράγοντας μια μορφή κοινωνικής ανθεκτικότητας που διαρκεί και μετά την κρίση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συλλογικής αλληλεγγύης κατά την καταστροφή στη Θεσσαλία είναι η περίπτωση του βαρκάρη Κώστα Τασιόπουλου από την Μεταμόρφωση Καρδίτσας. Ο Τασιόπουλος, χρησιμοποιώντας την δικιά αυτοσχέδια βάρκα, μεταλλική βάρκα που εξυπηρετούσε τα αλιευτικά του ένστικτα διέσωσε δεκάδες εγκλωβισμένους κατοίκους από τα πλημμυρισμένα σπίτια τους κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας Daniel (Σεπτέμβριος 2023). Η δράση του αναδείχθηκε συμβολική, όχι μόνο επειδή υποκατέστησε την καθυστερημένη κρατική παρέμβαση, αλλά και επειδή ενσάρκωσε το πνεύμα της συνεργατικής μέριμνας και της αυθόρμητης κοινωνικής οργάνωσης που περιγράφει ο Ζαφειρόπουλος (2010).
Στην πράξη, η πρωτοβουλία του Τασιόπουλου λειτουργεί ως μικρογραφία της θεωρητικής έννοιας του community resilience· η κοινότητα αναλαμβάνει συλλογική δράση για να προστατεύσει τα μέλη της, ενεργοποιώντας δίκτυα εμπιστοσύνης, αλληλοβοήθειας και κοινού σκοπού. Όπως σημειώνει η Cutter (2016), τέτοιες πράξεις επιβεβαιώνουν ότι η ανθεκτικότητα δεν προκύπτει μόνο από τεχνικά μέσα ή κρατικούς μηχανισμούς, αλλά κυρίως από κοινωνικές σχέσεις, αξίες και αλληλεγγύη.
Το παράδειγμα του Τασιόπουλου ανέδειξε επίσης την αντίθεση μεταξύ τυπικής θεσμικής αδράνειας και άτυπης κοινωνικής δραστηριοποίησης. Ενώ οι κρατικοί μηχανισμοί διάσωσης καθυστέρησαν λόγω έκτασης και δυσκολιών πρόσβασης, οι κάτοικοι κινητοποιήθηκαν μόνοι τους — με μικρά πλεούμενα, γεωργικά οχήματα ή πρόχειρα μέσα — για να διασώσουν ανθρώπινες ζωές και ζώα. Ο «βαρκάρης της Μεταμόρφωσης», όπως ονομάστηκε, έγινε σύμβολο αυτής της ηθικής αντίστασης, δείχνοντας πως σε συνθήκες κρίσης η κοινωνία μπορεί να αναπαράγει δικές της μορφές φροντίδας και ευθύνης.
Από κοινωνιολογική σκοπιά, η δράση του Τασιόπουλου ενσαρκώνει το πέρασμα από την ηθική πανικού (όπου κυριαρχεί φόβος και διάχυτη ανησυχία) προς μια ηθική της φροντίδας (ethics of care), όπου το συλλογικό ενδιαφέρον υπερβαίνει τα όρια της ατομικής επιβίωσης. Όπως θα έλεγε ο Ζαφειρόπουλος (2010), πρόκειται για τη στιγμή που η κρίση μετατρέπεται σε «κοινωνικό καθρέφτη»: μέσα από την αυθόρμητη πράξη του πολίτη αποκαλύπτεται το δυναμικό της κοινωνίας να ανασυγκροτείται και να αυτοοργανώνεται. Η πράξη του Τασιόπουλου, αν και ατομική, είναι στην ουσία κοινωνική πράξη· αναδεικνύει τη σημασία της εμπιστοσύνης, της αλληλεγγύης και της κοινότητας ως θεμελίων της ανθεκτικότητας. Αυτή η διάσταση είναι κομβική για τη θεωρητική σύνδεση της κοινωνικής τρωτότητας (Ζαφειρόπουλος, 2010, Cutter, 2016) με τη συλλογική ανθεκτικότητα και τη συνοχή, δείχνοντας ότι, ακόμη και μέσα σε συνθήκες θεσμικής ανεπάρκειας, η κοινωνία μπορεί να παράγει ηθική και πράξη από τα κάτω.
Στη Θεσσαλία το 2023, παρατηρήθηκαν ακριβώς τέτοια φαινόμενα: τοπικές κοινότητες κινητοποιήθηκαν για να οργανώσουν ομάδες διάσωσης, να συντονίσουν την αποκατάσταση δρόμων και γεφυρών και να παρέχουν υποστήριξη στους πιο ευάλωτους κατοίκους, αποδεικνύοντας τη δύναμη της κοινωνικής συνοχής και της συλλογικής δράσης απέναντι σε μια φυσική καταστροφή μεγάλης κλίμακας.
Η ευαλωτότητα που προκαλούν οι ίδιοι οι αγρότες μέσω των πρακτικών κατεργασίας του εδάφους — και συγκεκριμένα της όργωσης — αποτελεί μια σημαντική διάσταση της κοινωνιολογικής ανάλυσης της καταστροφής. Όταν οι αγρότες επιλέγουν παραδοσιακές μεθόδους όργωσης χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κλιματικές και γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες, διαμορφώνουν οι ίδιοι μια συνθήκη αυξημένης έκθεσης στον κίνδυνο. Στην Ελλάδα, οι κανονισμοί ορίζουν ότι για αγροτεμάχια με κλίση μεγαλύτερη του 15 % απαγορεύεται η όργωση κατά τη χειμερινή περίοδο, ενώ για εκτάσεις με κλίση 6-12 % η όργωση πρέπει να γίνεται κατά ισοϋψείς (ΟΠΕΚΕΠΕ, 2023). Οι κανόνες αυτοί δεν είναι τυχαίοι: αποτυπώνουν την αναγνώριση ότι η κατεργασία του εδάφους μπορεί να ενισχύσει τη διάβρωση, την απορροή και τελικά την ευαλωτότητα. Με άλλα λόγια, η όργωση δεν αποτελεί ουδέτερη τεχνική επιλογή· όταν εφαρμόζεται σε ακατάλληλα εδάφη ή υπό συνθήκες που εξασθενίζουν την οργανική ουσία και τη δυνατότητα αποθήκευσης νερού, η ίδια η αγροτική πρακτική μετατρέπεται σε παράγοντα κοινωνικής και περιβαλλοντικής κρίσης. Οι αγρότες, ως ενεργοί παράγοντες της παραγωγικής διαδικασίας, γίνονται ταυτόχρονα και φορείς ευαλωτότητας — όχι απλώς παθητικά θύματα των φυσικών φαινομένων, αλλά συμμετέχοντες στη διαμόρφωση των όρων της ίδιας τους της έκθεσης.
Η αναγνώριση αυτής της διάστασης απαιτεί μια πολιτική προστασίας που ενσωματώνει όχι μόνο τεχνικά μέτρα αλλά και κοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους — δηλαδή, κατανόηση του πώς οι γεωργοί λαμβάνουν αποφάσεις, πώς οι καλλιεργητικές πρακτικές συνδέονται με την τοπική ταυτότητα, την οικονομική πίεση, τους θεσμούς και τις συλλογικές λογικές. Μόνο μέσα από μια τέτοια ολιστική προσέγγιση μπορεί η στρατηγική «προστασίας» να πάψει να αντιμετωπίζει την όργωση ως απλό αγροτεχνικό ζήτημα και να τη θεωρήσει ως κοινωνικό φαινόμενο, που απαιτεί κοινωνιολογική κατανόηση.
Σύμφωνα με τον φορέα Umweltbundesamt (Γερμανία), η όργωση και γενικότερα η συμβατική κατεργασία του εδάφους διαταράσσουν έντονα τη δομή του, προκαλούν αύξηση της απορροής, μείωση της οργανικής ουσίας και ενισχύουν την πιθανότητα διάβρωσης και απώλειας θρεπτικών στοιχείων (Umweltbundesamt, 2022). Αντίστοιχα, το Joint Research Centre (JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνει ότι η όργωση, σε συνδυασμό με την απομάκρυνση των φυτικών υπολειμμάτων, καθιστά περίπου 43 εκατομμύρια εκτάρια γεωργικής γης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευάλωτα στη διάβρωση (Joint Research Centre, 2023). Επιπλέον, η Global Water Partnership (2020) τεκμηριώνει ότι η υπερβολική όργωση (“excessive tillage”) καταστρέφει τη φυσική δομή του εδάφους, μειώνει τη σταθερότητα των εδαφικών συσσωματωμάτων και αυξάνει την επιφανειακή απορροή, καθιστώντας τα αγροτικά οικοσυστήματα πιο επιρρεπή στις πλημμύρες και στην απώλεια θρεπτικών στοιχείων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αναγνωρίζοντας αυτή τη σχέση μεταξύ κατεργασίας του εδάφους και περιβαλλοντικής ευαλωτότητας, έχει εντάξει την καλλιέργεια χωρίς όργωμα ή με ελάχιστη όργωση (“no-tillage / minimum tillage”) στα πρότυπα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Regulation (EU) 2021/2115), ως μέρος του προτύπου GAEC 5 – Tillage management in areas at risk of erosion, που επιδιώκει τη μείωση της διάβρωσης και τη διατήρηση της οργανικής ουσίας του εδάφους.
Η “φυσικότητα” της καταστροφής, ωστόσο, συχνά αποκρύπτει τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ρίζες της. Όπως τονίζουν οι Oliver-Smith και Hoffman (2002), οι φυσικές καταστροφές δεν αποτελούν ανεξάρτητα, «φυσικά» γεγονότα, αλλά κοινωνικά καθορισμένες διεργασίες, οι οποίες εκδηλώνονται μέσα από τις σχέσεις εξουσίας, τις μορφές παραγωγής και τις πολιτισμικές αντιλήψεις. Η ζημία, επομένως, δεν προκύπτει μόνο από τη φυσική ένταση του φαινομένου, αλλά και από τις επιλογές και τις πρακτικές που έχουν προηγηθεί — στην περίπτωση της Θεσσαλίας, η εντατική κατεργασία του εδάφους και η έλλειψη περιβαλλοντικής πρόληψης αποτελούν μέρος αυτής της κοινωνικά παραγόμενης ευαλωτότητας. Έτσι, η «φυσική καταστροφή» δεν είναι ποτέ αμιγώς φυσική· είναι προϊόν μιας αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπινων πρακτικών και οικολογικών διεργασιών, όπου η κοινωνία συμμετέχει ενεργά στη δημιουργία των όρων του ίδιου του κινδύνου.
Η κατεργασία του εδάφους αποτελεί μία από τις βασικές ανθρώπινες πρακτικές που διαμορφώνουν τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και περιβάλλοντος. Οι επιλογές των αγροτών όσον αφορά την όργωση και τη διαχείριση της αγρανάπαυσης δεν είναι μόνο τεχνικά ζητήματα, αλλά κοινωνικές πράξεις με περιβαλλοντικές συνέπειες. Όπως επισημαίνουν οι Oliver-Smith και Hoffman (2002), η “φυσικότητα” μιας καταστροφής συχνά αποκρύπτει τις κοινωνικές της ρίζες: τα φυσικά φαινόμενα γίνονται καταστροφικά μέσα από τα μοτίβα παραγωγής και καλλιέργειας που επιλέγουν οι άνθρωποι. Στην περίπτωση της ελληνικής γεωργίας, η παρατεταμένη χρήση της βαθιάς όργωσης έχει οδηγήσει σε σημαντική απώλεια οργανικού άνθρακα (SOC) και υποβάθμιση της δομής του εδάφους. Σύμφωνα με στοιχεία του Joint Research Centre (JRC, 2018), η ένταση της όργωσης στην Ε.Ε. επηρεάζει καθοριστικά τα αποθέματα άνθρακα: οι περιοχές με συμβατική κατεργασία παρουσιάζουν μείωση του SOC κατά 20–40 % σε βάθος δύο δεκαετιών σε σύγκριση με αγρούς χωρίς όργωμα (“no-till”). Παράλληλα, μετα-ανάλυση σε 276 μελέτες καλλιεργήσιμων εδαφών δείχνει ότι η μετάβαση από παραδοσιακή σε μη όργωση αυξάνει τη δέσμευση άνθρακα κατά περίπου 57 ± 14 g C/m²/έτος (Lal et al., 2015).Αντίστοιχες ενδείξεις προκύπτουν και από την Ελλάδα: μελέτη του Παπαδοπούλου (2021) καταγράφει μείωση του οργανικού άνθρακα κατά 8–12 % την περίοδο 2010–2021 σε αγροτεμάχια Θεσσαλίας που υπέστησαν εντατική κατεργασία, ενώ οι περιοχές που διατήρησαν φυτοκάλυψη ή πρακτικές αγρανάπαυσης εμφάνισαν σταθερότητα ή ελαφρά αύξηση των αποθεμάτων SOC. Τα στοιχεία αυτά συνδέονται άμεσα με τη διαχείριση των υδρολογικών κύκλων: η απώλεια οργανικής ουσίας μειώνει τη διηθητικότητα του εδάφους και την ικανότητά του να αποθηκεύει νερό, οδηγώντας σε αυξημένη απορροή και ενίσχυση των πλημμυρικών φαινομένων (Umweltbundesamt, 2022).
Η απουσία χλωριδικής αγρανάπαυσης – δηλαδή, η μη παρουσία φυτοκάλυψης κατά τις ξηρές ή μη καλλιεργητικές περιόδους – επιδεινώνει το πρόβλημα. Οι ρίζες των φυτών και η φυτομάζα λειτουργούν ως φυσικοί ρυθμιστές του μικροκλίματος, περιορίζοντας τη διάβρωση, αυξάνοντας την υδατοϊκανότητα του εδάφους και συμβάλλοντας στην τοπική υγρασία της ατμόσφαιρας, η οποία με τη σειρά της ενισχύει την τοπική κυκλοφορία βροχών (Global Water Partnership, 2021). Αντίθετα, η πλήρης απουσία βλάστησης και η έκθεση του εδάφους στον ήλιο και στον άνεμο οδηγούν σε αφυδάτωση του εδάφους και διαταραχή του εποχιακού κύκλου βροχής. (Σημείωση 1)
Με κοινωνιολογικούς όρους, οι αγρότες διαμορφώνουν οι ίδιοι, μέσα από τις παραγωγικές τους πρακτικές, συνθήκες αυξημένης ευαλωτότητας. Η ευαλωτότητα αυτή δεν είναι μόνο φυσική, αλλά κοινωνικά κατασκευασμένη (Ζαφειρόπουλος, 2010; Cutter, 2016), καθώς προκύπτει από τις αποφάσεις, τα οικονομικά κίνητρα και τα θεσμικά πλαίσια που ενθαρρύνουν τη μονοκαλλιέργεια και την εντατική κατεργασία εις βάρος της βιωσιμότητας. Η προώθηση πρακτικών «καλλιέργειας χωρίς όργωμα» (“minimum / no tillage”) που περιλαμβάνονται ήδη στα πρότυπα της ΚΑΠ (Regulation (EU) 2021/2115 – GAEC 5) αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα, όχι μόνο για τη διατήρηση της παραγωγικότητας, αλλά και για τη μείωση της κοινωνικής ευαλωτότητας απέναντι στις φυσικές καταστροφές.
Η βροχή, στη φυσική της διάσταση, αποτελεί το αποκορύφωμα ενός κύκλου: το νερό ανέρχεται, συμπυκνώνεται και επιστρέφει στη γη. Όμως στη βιογεωχημική και κοινωνιολογική του προέκταση, ο κύκλος αυτός συνδέεται άρρηκτα με τον κύκλο του άνθρακα — με τη «ζωή» του εδάφους, των φυτών και της ατμόσφαιρας. Όπως ορίζει ο Lal (2015), «το έδαφος είναι ο πνεύμονας της ξηράς», καθώς απορροφά και εκλύει διοξείδιο του άνθρακα, ρυθμίζοντας το κλίμα με τρόπους που υπερβαίνουν την ανθρώπινη αντίληψη.
Η ευφορία της βροχής δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα ή μια ποιητική εικόνα· είναι η αναπνοή της γης, μια στιγμή ισορροπίας ανάμεσα στην εδαφική υγρασία, την οργανική ύλη και την ατμοσφαιρική δυναμική. Σε ένα υγιές έδαφος, πλούσιο σε οργανικό άνθρακα, κάθε σταγόνα βροχής γίνεται πηγή ζωής: απορροφάται, αποθηκεύεται, κυκλοφορεί μέσα από τα φυτικά ριζικά συστήματα και επιστρέφει στον αέρα μέσω της διαπνοής, συμβάλλοντας στη μικροκλιματική σταθερότητα.
Αντίθετα, όταν το έδαφος έχει εξαντληθεί από οργανική ύλη λόγω υπερβολικής όργωσης ή απώλειας φυτοκάλυψης, η βροχή παύει να είναι ευλογία και μετατρέπεται σε πλημμύρα. Η απουσία άνθρακα σημαίνει απουσία ζωής — απουσία πόρων που θα «κρατήσουν» το νερό. Ένα φτωχό σε οργανική ουσία έδαφος μπορεί να απορροφήσει έως και 40 % λιγότερο νερό από ένα γόνιμο, πλούσιο σε χούμο (Umweltbundesamt, 2022). Έτσι, κάθε έντονη βροχόπτωση προκαλεί απορροή, διάβρωση και απώλεια θρεπτικών στοιχείων, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο ερημοποίησης και κλιματικής απορρύθμισης.
Αυτή η δυναμική δεν είναι απλώς οικολογική αλλά κοινωνική. Ο τρόπος με τον οποίο οι κοινότητες αντιλαμβάνονται τη βροχή –ως «δώρο», «δοκιμασία» ή «κινδύνου»– αντανακλά τις ιστορικές και οικονομικές τους σχέσεις με τη γη. Η έννοια της «ευφορίας της βροχής» αποκτά έτσι διπλό νόημα: είναι ταυτόχρονα υλικό και πολιτισμικό γεγονός, που εξαρτάται από το πώς η κοινωνία έχει οργανώσει τη σχέση της με τον κύκλο του άνθρακα.
Σε γεωργικά τοπία όπως της Θεσσαλίας, η υπερκατεργασία του εδάφους και η απώλεια φυτικής κάλυψης έχουν αλλοιώσει τη φυσική σχέση βροχής και γονιμότητας. Η γη, απογυμνωμένη από ρίζες και μικροβιακή ζωή, δεν «αναπνέει» πλέον· οι βροχές δεν εισχωρούν, αλλά διαφεύγουν. Όπως δείχνουν τα δεδομένα του JRC (2018), η μείωση του οργανικού άνθρακα κατά 1 % μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια έως 70 m³/ha νερού από το σύστημα, με άμεσες συνέπειες για την τοπική υδρολογία και τον εποχιακό κύκλο βροχής.
Αντιθέτως, η επαναφορά χλωριδικής αγρανάπαυσης —δηλαδή, η διατήρηση φυτικής κάλυψης καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους— όχι μόνο προστατεύει το έδαφος, αλλά ενισχύει την τοπική ατμοσφαιρική υγρασία και συμβάλλει στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για τη βροχόπτωση. Έρευνες του Global Water Partnership (2021) δείχνουν ότι περιοχές με διαρκή φυτοκάλυψη παρουσιάζουν κατά 10–15 % υψηλότερη συχνότητα καλοκαιρινών βροχών λόγω μικροκλιματικής ενίσχυσης της εξατμισοδιαπνοής. Το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως βιοατμοσφαιρική ανατροφοδότηση, επιβεβαιώνει ότι ο κύκλος του άνθρακα και ο κύκλος της βροχής είναι στην πραγματικότητα ένας ενιαίος, ζωντανός μηχανισμός.
Έτσι, η «ευφορία της βροχής» δεν είναι αυτονόητη· είναι προϊόν μιας σχέσης ισορροπίας που στηρίζεται στον άνθρακα του εδάφους, στη ζωή των μικροοργανισμών και στις κοινωνικές επιλογές των ανθρώπων. Όταν ο κύκλος αυτός διαρραγεί, η βροχή παύει να είναι χαρά — γίνεται σύμπτωμα μιας ευρύτερης περιβαλλοντικής και κοινωνικής αστάθειας. Όταν όμως διατηρείται, γίνεται έκφραση της βαθύτερης οικολογικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας.
Η γεωργική γη δεν είναι απλώς πεδίο παραγωγής, αλλά και χώρος κοινωνικής ευθύνης· η διαχείρισή της επηρεάζει άμεσα τη σταθερότητα του κλίματος, τη ροή των υδάτων και τελικά τη βιωσιμότητα των κοινοτήτων που εξαρτώνται από αυτήν.
Η βροχή, ως φυσικό φαινόμενο, υπήρξε πάντοτε φορτισμένη με νοηματοδοτήσεις. Για τις αγροτικές κοινότητες, ήταν άλλοτε ευλογία και άλλοτε δοκιμασία· άλλοτε σημάδι γονιμότητας και άλλοτε τιμωρία των θεών ή του ίδιου του ανθρώπου για την ύβρη του απέναντι στη φύση. Αυτή η ηθική διάσταση της βροχής —το πώς νοηματοδοτούμε το νερό που πέφτει— φανερώνει, όπως θα έλεγε ο Bruno Latour (2018), «την πολιτική της Γαίας», δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος, η γη και οι θεσμοί του διαπραγματεύονται τη συνύπαρξή τους μέσα σε έναν κόσμο όπου η φύση έχει επιστρέψει ως ενεργός πολιτικός παράγοντας. Στη σύγχρονη κοινωνιολογική ανάλυση, η βροχή παύει να είναι απλώς μια μετεωρολογική μεταβλητή και καθίσταται συμβολικό και κοινωνικό γεγονός: αποκαλύπτει τη σχέση μιας κοινωνίας με τη γη, την τεχνολογία, τον χρόνο και τη μνήμη της. Όπως σημειώνει η Anna Tsing (2015) στο The Mushroom at the End of the World, οι οικολογικές μεταβολές δεν είναι απλώς καταστροφές· είναι στιγμές αναστοχασμού, όπου οι κοινωνίες καλούνται να επανεφεύρουν τη σχέση τους με τη φύση και να αναγνωρίσουν την κοινή τους ευαλωτότητα.
Η βροχή, λοιπόν, γίνεται καθρέφτης της ηθικής τάξης μιας κοινότητας. Όταν η γη έχει απογυμνωθεί από φυτοκάλυψη και άνθρακα, όταν η όργωση έχει καταστρέψει τη δομή του εδάφους, τότε η βροχή δεν ευφορεί αλλά καταστρέφει· δεν φέρνει ζωή αλλά πλημμύρα. Η «ηθική της βροχής» είναι στην πραγματικότητα η ηθική της σχέσης μας με τη γη — και επομένως, πολιτική.
Ο Latour (2018) προτείνει να θεωρήσουμε τη Γαία ως «ον πολιτικό» — ως συμμετέχουσα στον δημόσιο βίο και όχι απλώς σκηνικό. Η βροχή, σε αυτό το πλαίσιο, είναι μια μορφή απάντησης του οικοσυστήματος απέναντι στις ανθρώπινες πρακτικές: ο τρόπος με τον οποίο η φύση “εκφράζει” την ισορροπία ή τη διατάραξή της. Όταν η κοινωνία αφαιρεί τη φυτομάζα, διαταράσσει τον άνθρακα του εδάφους και διακόπτει την αγραναπαυτική χλωρίδα, περιορίζει τη φυσική ικανότητα της γης να ρυθμίζει την υγρασία και τον τοπικό κύκλο βροχής· και τότε, η ίδια η βροχή γίνεται φωνή διαμαρτυρίας — έκρηξη, πλημμύρα, κατακλυσμός.
Η «ευφορία της βροχής», λοιπόν, δεν είναι δεδομένη. Είναι προϊόν πολιτισμικής, οικολογικής και ηθικής ισορροπίας. Η κοινωνία που κατανοεί τη βροχή ως κοινό αγαθό —όχι ως εμπόδιο ή ως απρόσωπο δεδομένο— αναπτύσσει σχέσεις σεβασμού και μέριμνας με το περιβάλλον της. Η κοινωνία που τη βλέπει ως «αντίπαλο» ή «μέσο παραγωγής», την αποξενώνει από τη φυσική της λειτουργία και χάνει την ικανότητα να τη διαχειριστεί. Όπως γράφει η Tsing (2015), «εκεί που ο άνθρωπος ξαναμαθαίνει να περιμένει τη βροχή, ξαναμαθαίνει να ζει». Αυτή η φράση συνοψίζει μια ολόκληρη οικολογία της υπομονής, μια αναγνώριση ότι η φύση δεν είναι μηχανισμός που υπακούει αλλά οντότητα που απαντά — και ότι η απάντηση αυτή είναι συχνά ο καθρέφτης των ίδιων μας των πράξεων.
Η αναγνώριση ότι η βροχή είναι πολιτισμικό και οικολογικό γεγονός μας οδηγεί αναπόφευκτα σε μια νέα μορφή πολιτικής σκέψης — μια οικο-πολιτική που δεν αντιλαμβάνεται τη φύση ως εξωτερικό αντικείμενο, αλλά ως εταίρο στη συλλογική μας ύπαρξη. Η έννοια της ανθεκτικότητας (resilience) αποκτά έτσι ένα νέο, βαθύτερο νόημα: δεν αφορά μόνο την ικανότητα μιας κοινότητας να «αντέξει» μια καταστροφή, αλλά και να αναστοχαστεί τις ίδιες της τις πρακτικές, να κατανοήσει πώς η σχέση της με τη γη και τη βροχή καθορίζει τη βιωσιμότητά της.
Στο πλαίσιο αυτό, η κατεργασία του εδάφους δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα, αλλά πολιτικό και ηθικό πεδίο. Ο Ulrich Beck (1992) στην Κοινωνία του Ρίσκου σημείωνε ότι οι σύγχρονες κοινωνίες παράγουν οι ίδιες τους κινδύνους που καλούνται να αντιμετωπίσουν — και ο αγροτικός χώρος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όταν οι ίδιες οι γεωργικές πρακτικές οδηγούν σε εξάντληση του εδάφους, απώλεια άνθρακα και μείωση της απορροφητικότητας, η κοινωνία δεν είναι θύμα της «φύσης», αλλά συν-δημιουργός της κρίσης.
Η κοινωνική ανθεκτικότητα, επομένως, προϋποθέτει μια ηθική ανασύνδεση με τη βροχή, το νερό και το έδαφος. Η ευφορία της βροχής αναδύεται εκεί όπου ο κύκλος του άνθρακα, η χλωριδική αγρανάπαυση και οι συλλογικές πρακτικές καλλιέργειας ευθυγραμμίζονται με την οικολογική ισορροπία. Όπως δείχνουν τα δεδομένα του FAO (2023), η διατήρηση φυτοκάλυψης και η εδαφική οργανική ύλη άνω του 3 % μπορούν να αυξήσουν την απορρόφηση νερού κατά 25–35 % και να μειώσουν την επιφανειακή απορροή έως 50 %. Πέρα από τα ποσοστά, αυτό σημαίνει αποκατάσταση μιας σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση.
Η πολιτική προστασία και η αγροτική πολιτική, σε αυτό το πλαίσιο, οφείλουν να υπερβούν τη στενή τεχνική λογική και να ενσωματώσουν πολιτισμικές και κοινωνιολογικές παραμέτρους. Η ευαλωτότητα δεν είναι μόνο οικολογική αλλά και πολιτισμική: εκδηλώνεται εκεί όπου η κοινωνία χάνει τη μνήμη της σχέσης της με τη βροχή, με τον χρόνο και με το ίδιο το χώμα.
Η επιστροφή σε πρακτικές αγρανάπαυσης, σε τεχνικές χωρίς όργωμα (no-till) και σε συλλογικά σχήματα διαχείρισης του εδάφους δεν είναι απλώς τεχνολογική καινοτομία. Είναι μορφή κοινωνικής και ηθικής ανασυγκρότησης, ένας τρόπος να ξαναμάθουμε να «συνομιλούμε» με τη βροχή — όχι να τη φοβόμαστε.
Στο τέλος, η ανθεκτικότητα μιας κοινότητας μετριέται όχι από τα αντιπλημμυρικά έργα ή τα συστήματα συναγερμού, αλλά από τη βαθιά κατανόηση της κυκλικότητας της ζωής. Εκεί όπου η βροχή βιώνεται ως κοινό αγαθό, εκεί όπου η γη «κρατά» το νερό της και ο άνθρωπος κρατά τη μνήμη του χώματος, γεννιέται η πραγματική ευφορία — η ευφορία της αρμονίας ανάμεσα στο φυσικό και το κοινωνικό, το ουράνιο και το γήινο.
Η σχέση ουρανού και γης δεν είναι απλώς φυσικό φαινόμενο, αλλά σχέση κοινωνική, ηθική και κοσμολογική. Ο ουρανός, με τη βροχή και τη διαύγειά του, και η γη, με τη γονιμότητα και τη μνήμη της, σχηματίζουν ένα αρχέγονο δίπολο αλληλεξάρτησης. Όταν ο άνθρωπος παρεμβαίνει στη γη, διαταράσσει και το ουράνιο μέτρο — όχι με μυστικιστικό αλλά με οικολογικο-κοινωνικό τρόπο. Η απορρύθμιση του κύκλου του άνθρακα, η απώλεια της φυτοκάλυψης, η διάβρωση των εδαφών δεν είναι παρά εκφράσεις μιας ρήξης μεταξύ ουρανού και γης, μιας απώλειας αρμονίας που παλαιότερα οι αγροτικές κοινωνίες κατανοούσαν μέσα από τη μυθολογία, και που σήμερα οι επιστήμες του περιβάλλοντος περιγράφουν με όρους ισοζυγίων και ροών.
Ο ουρανός, στη συμβολική του διάσταση, δεν είναι μακριά από το κοινωνικό. Αντιπροσωπεύει το όριο του ελέγχου μας, το πεδίο όπου η κοινωνία πρέπει να αναγνωρίσει τη δική της ευαλωτότητα και συνάρτηση με δυνάμεις που δεν της ανήκουν. Η βροχή, ως μεσολαβητής ανάμεσα στο ουράνιο και το γήινο, γίνεται έτσι τόπος κοινωνικής αναστοχαστικότητας: μας υπενθυμίζει ότι κάθε τεχνική παρέμβαση (όπως η όργωση ή η αποψίλωση) έχει συνέπειες που διαπερνούν όχι μόνο τα εδάφη αλλά και τους ουρανούς.
Ο Latour (2018) μιλά για την ανάγκη μιας Νέας Κοσμολογίας, όπου οι ανθρώπινες πράξεις αναγνωρίζονται ως μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού οικοσυστήματος της Γαίας. Στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνιολογία της καταστροφής δεν μελετά μόνο θεσμούς ή αντιδράσεις, αλλά και τη μεταφυσική της ύλης: πώς η κοινωνία κατανοεί την πτώση της βροχής, τη μεταβολή του φωτός, την ευωρία της λάσπης· πώς ο ουρανός και η γη επικοινωνούν μέσα από την ανθρώπινη πράξη.
Η επανασύνδεση του ουράνιου και του γήινου είναι, τελικά, πολιτική πράξη. Προϋποθέτει έναν νέο ανθρωπολογικό ορίζοντα, όπου ο άνθρωπος παύει να είναι κέντρο και γίνεται μεσολαβητής. Όπως γράφει η Isabelle Stengers (2015), «το να φροντίζεις τη Γη σημαίνει να φροντίζεις τον ουρανό» — δηλαδή να επαναφέρεις την έννοια της συνύπαρξης ανάμεσα στα στοιχεία, τους ανθρώπους και τις μη ανθρώπινες οντότητες.
Σε αυτή την προοπτική, η «ευφορία της βροχής» γίνεται σύμβολο αποκατάστασης: όταν η γη αναπνέει, όταν το έδαφος κρατά τον άνθρακα και η βλάστηση καλεί τη δροσιά, τότε ο ουρανός ανταποκρίνεται. Δεν πρόκειται για μεταφυσική αλληγορία, αλλά για την πιο απτή μορφή οικολογικής σχέσης· ένα ισοζύγιο φυσικό και ηθικό, όπου ο ουρανός και η γη παύουν να είναι αντίθετα και γίνονται συντονισμένα πεδία ύπαρξης.
Έτσι, η κοινωνιολογία της καταστροφής γίνεται και κοινωνιολογία της δημιουργίας — της δυνατότητας μιας κοινωνίας να ξανασυνδέσει το ουράνιο με το γήινο, το νερό με το χώμα, το φυσικό με το ανθρώπινο, σε μια ενιαία πολιτισμική οικολογία της ζωής.
Η εμπειρία της Θεσσαλίας το 2023 δείχνει ότι οι φυσικές καταστροφές δεν είναι απλά τεχνικά ή περιβαλλοντικά γεγονότα· είναι κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά φαινόμενα που αποκαλύπτουν τις ανισότητες, τις αδυναμίες και τις δυνατότητες των κοινοτήτων. Η κοινωνική τρωτότητα δεν περιορίζεται στα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής ή στις κλιματικές συνθήκες· διαμορφώνεται από τις θεσμικές επιλογές, την οικονομική πίεση, τις αγροτικές πρακτικές όπως η όργωση και τις κοινωνικές σχέσεις (Ζαφειρόπουλος, 2010; Cutter, 2016).
Η όργωση και οι παραδοσιακές μέθοδοι κατεργασίας του εδάφους, όπως δείχνουν μελέτες του JRC, του GWP και του Umweltbundesamt, ενισχύουν την απορροή, μειώνουν την οργανική ουσία του εδάφους, αυξάνουν τη διάβρωση και εμποδίζουν την αποθήκευση άνθρακα. Η συνέπεια είναι η αύξηση της ευαλωτότητας και η αποσταθεροποίηση της σχέσης γης και ουρανού. Η έλλειψη σωστής αγραναπαυτικής διαχείρισης μειώνει τη συγκράτηση νερού και την κλιματική εξισορρόπηση, με αποτέλεσμα οι βροχοπτώσεις να μετατρέπονται σε καταστροφικά γεγονότα αντί για θρεπτική διαδικασία για το έδαφος.
Η βροχή, ως ουράνιο φαινόμενο, συνδέεται άμεσα με τη γη, δημιουργώντας έναν κύκλο ζωής και αναγέννησης. Όταν η ανθρώπινη δράση διαταράσσει αυτόν τον κύκλο, όπως με την υπερβολική όργωση ή τη διάβρωση της οργανικής ουσίας, η ίδια η κοινότητα γίνεται φορέας ευαλωτότητας. Οι αγρότες δεν είναι απλώς παθητικά θύματα· η πρακτική τους μετατρέπει τον αγρό σε σημείο έκθεσης στον κίνδυνο, ενώ η συλλογική ανθεκτικότητα και η κοινωνική συνοχή, όπως επισημαίνει ο Αθανασίου (2021), μπορούν να μετριάσουν αυτές τις συνέπειες.
Η σύνδεση ουρανού και γης, επομένως, αποκτά και κοινωνική διάσταση: ο ουρανός δεν είναι μόνο φυσικό φαινόμενο, αλλά πεδίο που αντανακλά την ικανότητα της κοινότητας να φροντίζει τη γη, να προστατεύει τους πόρους της και να συντονίζει τη συλλογική δράση. Όταν η βροχή αποθηκεύεται σωστά στο έδαφος, όταν η οργανική ουσία συγκρατεί τον άνθρακα και η αγραναπαυτική χλωρίδα λειτουργεί ως φυσικό φίλτρο, τότε η κοινωνία αποκαθιστά έναν αυθεντικό δεσμό ουρανού και γης, μειώνει την τρωτότητα και ενισχύει την ανθεκτικότητά της.
Με άλλα λόγια, η αναγέννηση της κοινότητας συνδέεται με την οικολογική αποκατάσταση: κάθε πολιτική προστασίας που ενσωματώνει κοινωνικές, πολιτισμικές και τεχνικές παραμέτρους — από την ορθή κατεργασία του εδάφους έως την ενεργοποίηση συλλογικών μηχανισμών βοήθειας — επαναφέρει την ισορροπία μεταξύ ουρανού και γης. Η κοινωνία, μέσω της γνώσης, της αλληλεγγύης και της συντονισμένης δράσης, γίνεται μέλος ενός μεγαλύτερου οικοσυστήματος, όπου η βροχή δεν προκαλεί καταστροφή αλλά θρέφει, η γη δεν καταρρέει αλλά αναγεννιέται, και ο ουρανός αντανακλά την ανθρώπινη ικανότητα για φροντίδα και συνύπαρξη.
Έτσι, η σύνθεση της κοινωνιολογικής και οικολογικής ανάλυσης οδηγεί σε ένα συμπέρασμα: η αποκατάσταση του δεσμού ουρανού και γης είναι ταυτόχρονα κοινωνική και οικολογική αναγέννηση, και αποτελεί τον πυρήνα μιας στρατηγικής που μειώνει την τρωτότητα, ενισχύει την ανθεκτικότητα και καθιστά τις κοινότητες ικανές να ζήσουν σε αρμονία με τα φυσικά τους περιβάλλοντα.
«…Κατὰ τὰς ποικίλας κυμάνσεις τῆς ὁδοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ κοιλώματα ἤ τὰς προεξοχὰς τοῦ ἐδάφους καὶ κατὰ τὰς κινήσεις τοῦ ὀναρίου τὰς ἰδιοτρόπους καὶ πείσμονας -καθὼς ἐξάνοιγα τὸ πρῶτον τὴν δρῦν, καθόσον ἐπλησίαζα ἤ ἀπεμακρυνόμην ἀπ’ αὐτῆς,- τόσας θέας, ἀπόψεις καὶ φάσεις ἐλάμβανε τὸ δένδρον. Ἐκ πλαγίου καὶ μακρόθεν εἶχεν ὄψιν λιγυρᾶς χάριτος, ἐγγύθεν καὶ κατὰ μέτωπον προέκυπτεν ὅλη μεστὴ καὶ ἀμφιλαφής, βαθύχλωρος, ἐπιβάλλουσα ὡς νύμφη. Ὅλην τὴν νύκτα, κοιμώμενος καὶ ἀγρυπνῶν, ὠνειρευόμην τὴν δρύν, τὴν θεσπεσίαν καὶ ὑψηλήν...»
«Μετὰ πολλὰ ἔτη, ὅταν
ξενιτευμένος ἀπὸ μακροῦ ἐπέστρεψα εἰς τὸ χωρίον μου κι ἐπεσκέφθην τὰ χωρία ἐκεῖνα,
τὰ προσκυνητάρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων, δὲν εὗρον πλέον οὐδὲ τὸν τόπον, ἔνθα ἦτο
ποτὲ ἡ Δρῦς ἡ Βασιλική, τὸ πάγκαλον καὶ μεγαλοπρεπὲς δένδρον, ἡ νύμφη ἡ ἀνάσσουσα
τῶν δρυμώνων. Μία γραῖα μὲ τὴν ρόκαν της, μὲ δύο προβατίνας, τὰς ὁποίας ἔβοσκεν
ἐντὸς ἀγροῦ πλησίον, εὑρίσκετο ἐκεῖ, καθημένη ἔξωθεν τῆς μικρᾶς καλύβης της. ῞Οταν
τὴν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τὸ «Μεγάλο Δένδρο», τὸ ὁποῖον ἦτο ἕναν καιρὸ ἐκεῖ, μοῦ
ἀπήντησεν:
– Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργέντης τὸ ἔκοψε... μὰ κι ἐκεῖνος δὲν εἶχε κάμει νισάφι μὲ τὸ
τσεκούρι του˙ ὅλα θεόρατα δένδρα, τόσα σημαδιακὰ πράματα. Σὰν τόκοψε κι ὕστερα,
δὲν εἶδε προκοπή. Ἀρρώστησε καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε... Τὸ Μεγάλο Δένδρο ἦταν
στοιχειωμένο.»
Η βελανιδιά που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης δεν είναι απλώς ένα δέντρο· είναι αδιάλειπτα ριζωμένο σε ενορμήσεις τόσο φυσικές όσο και κοινωνικές. Καθώς ο αφηγητής πλησιάζει ή απομακρύνεται από τη δρύν, η όψη της αλλάζει, προβάλλοντας διαφορετικές φάσεις και απόψεις: από μακρινή χάρη και λιγυρικότητα έως εγγύτητα, όπου εμφανίζεται μεστή και επιβλητική, σχεδόν ως νύμφη. Αυτή η παρατήρηση, που συνδυάζει κίνηση, απόσταση και οπτική γωνία, αναδεικνύει πώς η φύση δεν είναι στατική, αλλά βιώνεται και ερμηνεύεται μέσα από την ανθρώπινη αντίληψη και δράση. Ο Παπαδιαμάντης, μέσα από τον συμβολισμό της βελανιδιάς, μας υπενθυμίζει ότι η σχέση μεταξύ ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος είναι αμφίδρομη: η φύση επιδρά στον άνθρωπο και οι κοινωνικές πρακτικές διαμορφώνουν τη συνθήκη της ίδιας της φύσης.
Το κόψιμο της βελανιδιάς, όπως αφηγείται η γραία, δεν αποτελεί απλώς μια υλική πράξη· συνιστά ρήξη με το ιερό και με τη μνήμη του τόπου. Ο Βαργέντης, ενεργώντας από ανάγκη ή απερισκεψία, καταστρέφει ένα συμβολικό σημείο ισορροπίας μεταξύ ανθρώπου και φύσης — και η «τιμωρία» του, η ασθένεια και ο θάνατός του, αποδίδουν την ηθική διάσταση της πράξης. Ο Παπαδιαμάντης δείχνει ότι η αδιαφορία για τη φύση είναι αδιαφορία για το ίδιο το ανθρώπινο μέτρο: το φυσικό στοιχείο «στοιχειώνει» όχι ως δεισιδαιμονία, αλλά ως συλλογική ανάμνηση της ηθικής σχέσης με τον κόσμο.
Αυτή η δυναμική βρίσκει σύγχρονες εκδοχές στην ανάλυση των φυσικών καταστροφών. Η κακοκαιρία στη Θεσσαλία το 2023 έδειξε ότι η τρωτότητα δεν είναι απλώς αποτέλεσμα έντονων βροχοπτώσεων ή πλημμυρών· είναι κοινωνικά κατασκευασμένη. Περιοχές με περιορισμένη πρόσβαση σε υποδομές, τεχνολογία και χρηματοδότηση υπέστησαν τις σοβαρότερες συνέπειες, ενώ οι πιο ανεπτυγμένες κοινότητες ανέκαμψαν ταχύτερα (Ζαφειρόπουλος, 2010; Cutter, 2016). Η συλλογική ανθεκτικότητα και η κοινωνική συνοχή αποδείχθηκαν καθοριστικοί παράγοντες μετριασμού των επιπτώσεων, καθώς κοινότητες με ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς οργάνωσαν άμεσα δράσεις αλληλεγγύης και αποκατάστασης (Αθανασίου, 2021).
Στο ίδιο πλαίσιο, η αγροτική πρακτική παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της ευαλωτότητας. Η παραδοσιακή όργωση, όταν εφαρμόζεται ανεξέλεγκτα σε επικλινή ή ευάλωτα εδάφη, αυξάνει τη διάβρωση, την απορροή και τη δυνατότητα καταστροφής κατά τις πλημμύρες (Umweltbundesamt, 2022; JRC, 2023; GWP, 2020). Οι αγρότες, με τις επιλογές τους, γίνονται φορείς ευαλωτότητας: η ίδια η παραγωγική δραστηριότητα δημιουργεί συνθήκες έκθεσης. Η «φυσική καταστροφή» καθίσταται έτσι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης κοινωνικών επιλογών και οικολογικών διαδικασιών (Oliver-Smith & Hoffman, 2002).
Η ελληνική παράδοση και η λαϊκή γνώση προσφέρουν ένα ακόμη επίπεδο κατανόησης. Οι παρατηρήσεις του καιρού, οι εποχικές αλλαγές και οι τελετουργίες μετάβασης συνδέονται με την οργάνωση της ζωής των κοινοτήτων και την πολιτισμική τους ταυτότητα. Όπως επισημαίνει ο Βαγγέλης Αυδίκος, η παραδοσιακή γνώση για τον καιρό και τις εποχές δεν είναι απλώς πρακτική, αλλά ενσωματώνει συλλογικές αξίες και συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή. Οι τελετουργίες που σχετίζονται με την αλλαγή των εποχών λειτουργούν ως μηχανισμοί κοινωνικής οργάνωσης και ενίσχυσης της συλλογικής ταυτότητας, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν την πολιτισμική μνήμη της σχέσης με τη φύση.
Συνδυάζοντας αυτά τα επίπεδα, διακρίνουμε μια συνεχή γραμμή ανάμεσα στη βελανιδιά του Παπαδιαμάντη, την κοινωνική και οικονομική δομή που καθορίζει την έκθεση των κοινοτήτων σε φυσικούς κινδύνους, τις αγροτικές πρακτικές που ενισχύουν την ευαλωτότητα και τη λαϊκή γνώση που οργανώνει τη ζωή γύρω από τον φυσικό κύκλο. Η «φυσική καταστροφή» δεν είναι ποτέ ουδέτερη· είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης κοινωνίας, πολιτισμού και περιβάλλοντος. Το να την κατανοήσουμε σημαίνει να εξετάσουμε ταυτόχρονα την επιστημονική γνώση, τις τεχνικές πρακτικές και τις πολιτισμικές αναπαραστάσεις που διαμορφώνουν τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Η ελληνική παράδοση και η λαϊκή γνώση προσφέρουν ένα ακόμη επίπεδο κατανόησης. Οι παρατηρήσεις του καιρού, οι εποχικές αλλαγές και οι τελετουργίες μετάβασης συνδέονται με την οργάνωση της ζωής των κοινοτήτων και την πολιτισμική τους ταυτότητα. Όπως επισημαίνει ο Βαγγέλης Αυδίκος, η παραδοσιακή γνώση για τον καιρό και τις εποχές δεν είναι απλώς πρακτική, αλλά ενσωματώνει συλλογικές αξίες και συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή. Οι τελετουργίες που σχετίζονται με την αλλαγή των εποχών λειτουργούν ως μηχανισμοί κοινωνικής οργάνωσης και ενίσχυσης της συλλογικής ταυτότητας, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν την πολιτισμική μνήμη της σχέσης με τη φύση.
Συνδυάζοντας αυτά τα επίπεδα, διακρίνουμε μια συνεχή γραμμή ανάμεσα στη βελανιδιά του Παπαδιαμάντη, την κοινωνική και οικονομική δομή που καθορίζει την έκθεση των κοινοτήτων σε φυσικούς κινδύνους, τις αγροτικές πρακτικές που ενισχύουν την ευαλωτότητα και τη λαϊκή γνώση που οργανώνει τη ζωή γύρω από τον φυσικό κύκλο. Η «φυσική καταστροφή» δεν είναι ποτέ ουδέτερη· είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης κοινωνίας, πολιτισμού και περιβάλλοντος. Το να την κατανοήσουμε σημαίνει να εξετάσουμε ταυτόχρονα την επιστημονική γνώση, τις τεχνικές πρακτικές και τις πολιτισμικές αναπαραστάσεις που διαμορφώνουν τον κόσμο στον οποίο ζούμε.
Η πράξη του βαρκάρη που ρισκάρει τη ζωή του για
να διασώσει τους πλημμυροπαθείς δεν είναι απλώς μια ηρωική χειρονομία ατομικής αυταπάρνησης· αποτελεί έκφραση κοινοτικής ηθικής, αυτής που ο Παναγιώτης Καρακατσούλης (2015) ορίζει ως την «αυτο-αναφορική» διάσταση της κοινότητας. Ο κοινοτισμός, όπως τον περιγράφει, δεν είναι ένα νοσταλγικό υπόλειμμα του παρελθόντος αλλά μια ενεργή μορφή κοινωνικής οργάνωσης, όπου η κοινότητα «ενισχύει τον οικονομικό, πολιτικό και διοικητικό της ρόλο» απέναντι στην απρόσωπη κρατική εξουσία. Ο βαρκάρης δεν ενεργεί ως άτομο εκτός κοινωνίας, αλλά ως ενσάρκωση αυτής της κοινοτικής αυτονομίας — ένας φορέας που δρα όχι επειδή του το επιβάλλει ένας θεσμός, αλλά επειδή αναγνωρίζει ότι το συλλογικό συμφέρον είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικό του.Η σκηνή αυτή προσφέρει ένα ζωντανό παράδειγμα του τι σημαίνει «κοινότητα ως αυτο-αναφορά», όπως το περιγράφει ο Καρακατσούλης. Η κοινότητα δεν περιμένει την επέμβαση ενός εξωτερικού μηχανισμού, αλλά κινητοποιείται από μέσα, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της ίδιας της επιβίωσής της. Αυτή η μετάβαση —από την ατομική «αυτονομία» προς τη συλλογική «αυτο-αναφορά»— είναι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, το καίριο χαρακτηριστικό του σύγχρονου κοινοτισμού: η κοινωνική ζωή αποκτά νόημα όχι μέσα από την εξάρτηση, αλλά μέσα από τη συνειδητή αλληλεξάρτηση των μελών της. Ο κοινοτισμός, επομένως, δεν αποτελεί άρνηση του κράτους, αλλά συμπλήρωσή του, έναν τρόπο να επαναφέρει την πολιτική στο πεδίο του κοινωνικού βίου, εκεί όπου η πράξη αποκτά ηθικό και υπαρξιακό βάθος.
Στο πλαίσιο αυτό, ο βαρκάρης ενσαρκώνει το «κοινωνικό υποκείμενο» που αναδύεται μέσα από τη συνθήκη της κρίσης — ένα πρόσωπο που δρα με γνώμονα τη συνοχή και όχι το συμφέρον. Η πράξη του δείχνει ότι η κοινότητα, όταν ενεργοποιείται, μπορεί να μετασχηματίσει την ευαλωτότητα σε δύναμη, το φόβο σε συλλογική αυτοπεποίθηση. Αυτή ακριβώς είναι και η ουσία του κοινοτισμού που περιγράφει ο Καρακατσούλης: μια θεωρία της κοινωνικής αυτορρύθμισης, όπου η συμμετοχή, η αλληλεγγύη και η τοπική ευθύνη γίνονται μορφές δημοκρατίας σε επίπεδο εμπειρίας.Στην προοπτική αυτή, η πολιτική προστασία δεν μπορεί να περιορίζεται σε τεχνικές διαδικασίες και κρατικούς μηχανισμούς· χρειάζεται να ενσωματώνει το πνεύμα της κοινότητας, όπως αυτό αναδύεται στις πράξεις των πολιτών που αυτοοργανώνονται. Η «διακυβέρνηση των δημοσίων υποθέσεων», όπως σημειώνει ο Καρακατσούλης (2015), οφείλει να αναγνωρίζει ότι «η κοινότητα δεν είναι απλώς μονάδα διοίκησης, αλλά κύτταρο νοήματος και κοινωνικής πράξης». Αυτό το κύτταρο —εκεί όπου ο βαρκάρης, η γειτονιά, οι εθελοντές και οι αγρότες συναντιούνται— είναι το σημείο στο οποίο η θεωρία του κοινοτισμού συναντά την πράξη της ανθεκτικότητας.
Η κοινότητα δεν διασώζεται μόνο μέσα από πράξεις ηρωισμού, αλλά μέσα από θεσμούς καθημερινότητας που διατηρούν ζωντανό το πνεύμα της αλληλεγγύης. Όπως υπογραμμίζει ο Καρακατσούλης (2015), η αυτονομία της κοινότητας δεν είναι απλώς ένα διοικητικό ή πολιτικό χαρακτηριστικό, αλλά μια διαδικασία διαρκούς αυτο-αναστοχασμού και αυτο-οργάνωσης: η κοινότητα υπάρχει επειδή επιτελείται. Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος των τοπικών πολιτιστικών και μορφωτικών συλλόγων είναι καθοριστικός. Ο Μορφωτικός και Εξωραϊστικός Σύλλογος Μεταμόρφωσης, με τη συνεχή του παρουσία, δεν περιορίζεται σε πολιτιστικές δραστηριότητες· λειτουργεί ως θεσμός κοινοτικής μνήμης, ως πεδίο όπου το συλλογικό βίωμα μετασχηματίζεται σε κοινωνικό κεφάλαιο.
Μέσα από δράσεις που συνδυάζουν τη γνώση του τόπου, τη φροντίδα του φυσικού περιβάλλοντος και τη διαγενεακή μετάδοση αξιών, τέτοιοι σύλλογοι επιτελούν αυτό που ο Καρακατσούλης ονομάζει «αυτο-αναφορική λειτουργία του κοινωνικού συστήματος»: συνδέουν την παράδοση με την πράξη, το παρελθόν με το παρόν, τη μνήμη με τη βιωσιμότητα. Σε περιόδους κρίσης —είτε πρόκειται για πλημμύρες, είτε για πυρκαγιές, είτε για κοινωνικές μετατοπίσεις— οι κοινότητες που έχουν ενεργά κύτταρα πολιτισμού αποδεικνύονται πιο ανθεκτικές. Η πολιτική προστασία, τότε, δεν είναι εξωτερική επιβολή, αλλά εσωτερική κουλτούρα φροντίδας.
Η βιωσιμότητα δεν μπορεί να προκύψει μόνο από τεχνοκρατικά μοντέλα. Χρειάζεται να ενσωματώνει τη βαθιά, κοινοτική γνώση του τόπου — εκείνη που εκφράζεται στη συλλογική δράση, στη συναισθηματική προσκόλληση στον χώρο, στην επιτελεστικότητα του «μαζί». Ο κοινοτισμός, όπως τον περιγράφει ο Καρακατσούλης, είναι η κοινωνική συνθήκη όπου η κοινότητα γίνεται ο χώρος της ίδιας της δημοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο σύλλογος της Μεταμόρφωσης δεν είναι απλώς ένας πολιτιστικός φορέας: είναι το ζωντανό κύτταρο αυτής της δημοκρατίας, ο τόπος όπου οι άνθρωποι μαθαίνουν να συνυπάρχουν, να προστατεύουν και να συνδημιουργούν.
Η σύνδεση ανάμεσα στον βαρκάρη που ριψοκινδυνεύει για να σώσει ζωές, στη βελανιδιά του Παπαδιαμάντη που προσωποποιεί την ηθική της φύσης, και στη συλλογική πράξη του τοπικού συλλόγου, συγκροτεί μια κοινή γραμμή νοήματος: ότι η κοινωνική ανθεκτικότητα είναι πάντα πράξη κοινοτική. Δεν επιβάλλεται «άνωθεν», αλλά αναδύεται «εκ των κάτω», μέσα από τη διαρκή συμμετοχή, τη μνήμη και τη μέριμνα. Η κοινότητα, όταν θυμάται και πράττει, γίνεται ο πιο σταθερός μηχανισμός πολιτικής προστασίας — εκεί όπου η ευαλωτότητα μετατρέπεται σε αλληλεγγύη και η κρίση σε συλλογική αυτογνωσία.
Η πολιτική προστασία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μια εξωτερική, κρατική λειτουργία που ενεργοποιείται μόνο σε συνθήκες κρίσης. Όπως υπογραμμίζει ο Καρακατσούλης (2015), η διακυβέρνηση των δημοσίων υποθέσεων είναι ουσιαστικά «διαδικασία κοινωνικής αυτορρύθμισης»· η κοινότητα δεν είναι παθητικός αποδέκτης αποφάσεων, αλλά συνδιαμορφωτής τους. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η πολιτική προστασία πρέπει να ενσωματώνει την τοπική γνώση, τα κοινωνικά δίκτυα και τις μορφές αλληλεγγύης που ήδη υπάρχουν — όχι να τις υποκαθιστά. Η συμμετοχική διακυβέρνηση, όπως τη διατυπώνει ο Καρακατσούλης, αποτελεί προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα, γιατί δημιουργεί δίαυλους επικοινωνίας ανάμεσα στους θεσμούς και την κοινωνία των πολιτών.
Στο επίπεδο αυτό, η πολιτική προστασία αναδύεται ως κοινό αγαθό. Δεν ανήκει αποκλειστικά στο κράτος, αλλά συνδιαμορφώνεται από πολίτες, τοπικούς φορείς, επιστημονικές κοινότητες και συλλογικά όργανα. Η συλλογική ανθεκτικότητα δεν είναι απλώς αποτέλεσμα καλού σχεδιασμού, αλλά προϊόν εμπιστοσύνης και συμμετοχής. Η κοινότητα που οργανώνεται, όπως αυτή της Μεταμόρφωσης με τον Μορφωτικό και Εξωραϊστικό της Σύλλογο, αποδεικνύει ότι η πολιτική προστασία ξεκινά από τον πολιτισμό — από τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της κοινής ευθύνης. Η εμπειρία των φυσικών καταστροφών στη Θεσσαλία έδειξε με σαφήνεια ότι η επιτυχής διαχείριση κρίσεων εξαρτάται από την ενεργοποίηση των τοπικών κοινωνικών δικτύων. Όπως παρατηρεί ο Ζαφειρόπουλος (2010), οι κοινότητες που έχουν αναπτύξει «σχέσεις εμπιστοσύνης και κοινοτικής δράσης» αντιδρούν ταχύτερα, πιο ευέλικτα και αποτελεσματικά. Στον αντίποδα, η υπερσυγκέντρωση της εξουσίας και η αποξένωση των πολιτών από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων οδηγούν σε διοικητική ακαμψία και κοινωνική απάθεια.
Η αναγκαία μετατόπιση, λοιπόν, δεν είναι μόνο τεχνική, αλλά βαθιά πολιτισμική. Χρειάζεται να επανανοηματοδοτήσουμε την πολιτική προστασία όχι ως σύστημα αντιδράσεων, αλλά ως κοινωνικό συμβόλαιο φροντίδας. Ένα σύστημα που εμπεριέχει την τοπική εμπειρία, τη λαϊκή γνώση, τον κοινοτισμό, αλλά και τη θεσμική διαφάνεια και λογοδοσία. Μόνο έτσι το κράτος παύει να λειτουργεί ως απόμακρος διαχειριστής κινδύνων και μετατρέπεται σε συνεργατικό εταίρο των κοινοτήτων.
Στο σημείο αυτό, η διδασκαλία του Καρακατσούλη συναντά τη βαθύτερη ηθική γραμμή της ελληνικής παράδοσης: η προστασία του κοινού δεν είναι υποχρέωση, αλλά σχέση. Μια σχέση που συνδέει τον άνθρωπο με τη φύση, τον πολίτη με την κοινότητα, τη γνώση με την ευθύνη. Ο κοινοτισμός δεν είναι απλώς ιστορικό κατάλοιπο· είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί ένα νέο μοντέλο πολιτικής προστασίας — ένα μοντέλο που δεν «διαχειρίζεται» κινδύνους, αλλά συντηρεί το κοινό μέτρο της ζωής μέσα στον τόπο.
Η φυσική καταστροφή, όπως αναδείχθηκε, δεν είναι ένα απρόσωπο γεγονός της φύσης· είναι ένα καθρέφτισμα της κοινωνικής μας δομής. Από τον Παπαδιαμάντη, όπου το κόψιμο της βελανιδιάς σηματοδοτεί τη ρήξη της ηθικής σχέσης ανθρώπου και φύσης, έως τη Θεσσαλία του 2023, όπου η πλημμύρα αποκάλυψε τις ανισότητες, την απουσία θεσμικής μέριμνας και την αλληλεγγύη των κατοίκων, η «καταστροφή» λειτουργεί ως καθρέφτης της κοινωνίας — αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες, αλλά και τις δυνατότητές της.
Η κοινωνιολογική προσέγγιση της καταστροφής, όπως τη διατυπώνουν οι Ζαφειρόπουλος (2010), Cutter (2016) και Oliver-Smith & Hoffman (2002), δείχνει ότι οι κρίσεις δεν είναι ποτέ αμιγώς φυσικές. Είναι κοινωνικά καθορισμένες: ο τρόπος που πλήττουν, το ποιοι πλήττονται και το πώς αντιδρά μια κοινότητα εξαρτώνται από τις σχέσεις εξουσίας, τις ανισότητες, την πολιτική κουλτούρα και τα θεσμικά ελλείμματα. Στο ίδιο πλαίσιο, ακόμη και οι ίδιες οι αγροτικές πρακτικές —όπως η όργωση σε ευάλωτα εδάφη— μπορούν να μετατραπούν σε παράγοντες ευαλωτότητας, επιτείνοντας τη φθορά του εδάφους και καθιστώντας τις κοινωνίες πιο εκτεθειμένες σε πλημμύρες και ερημοποίηση (Umweltbundesamt, 2022; JRC, 2023). Κι όμως, μέσα από αυτές τις καταστάσεις αναδύεται κάτι βαθύτερο: η συλλογική δύναμη της κοινότητας. Όπως έδειξε ο βαρκαρής της Θεσσαλίας που έσπευσε να διασώσει ανθρώπους μέσα στα νερά, η αλληλεγγύη δεν είναι ηρωισμός, αλλά μορφή κοινοτισμού. Είναι η πραγμάτωση μιας ηθικής της κοινότητας που υπερβαίνει τον ατομισμό και την κρατική αδράνεια, όπως περιγράφει ο Τάσιος (2015) στην ανάλυσή του για τον κοινοτισμό ως ηθική πρακτική αυτονομίας και φροντίδας. Η πράξη του βαρκάρη δεν είναι μεμονωμένο γεγονός, αλλά σύμβολο μιας εσωτερικής κοινωνικής συνοχής που δεν έχει χαθεί — ακόμη και αν οι θεσμοί αποτυγχάνουν.
Αυτή η λογική συναντάται και στο έργο του Καρακατσούλη (2015), όπου η διακυβέρνηση των κοινών δεν είναι απλώς διοικητική διαδικασία, αλλά ουσιαστικά ένας τρόπος αυτοθέσμισης. Η κοινότητα δεν περιμένει τη σωτηρία από τα πάνω· οργανώνει από τα κάτω, μέσα από τη συνεργασία, τη μνήμη και τη συλλογική ευθύνη. Η λειτουργία του Πολιτιστικού και Μορφωτικού Συλλόγου της Μεταμόρφωσης, που διατηρεί την κοινωνική συνοχή και μεταφέρει τις αξίες της κοινότητας από γενιά σε γενιά, αποτελεί ζωντανό παράδειγμα αυτής της κουλτούρας του κοινού — όπου η πολιτισμική ταυτότητα συνδέεται άμεσα με την κοινωνική ανθεκτικότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική προστασία πρέπει να νοηθεί όχι ως γραφειοκρατικός μηχανισμός, αλλά ως συλλογική λειτουργία κοινωνικής μνήμης και ευθύνης. Η γνώση της φύσης, οι παραδόσεις, οι σχέσεις εμπιστοσύνης και οι τοπικές πρωτοβουλίες είναι αναπόσπαστα στοιχεία ενός μοντέλου διακυβέρνησης που σέβεται τον τόπο και τους ανθρώπους του. Η μετάβαση από τη διαχείριση της κρίσης στη συνύπαρξη με την αβεβαιότητα απαιτεί, όπως υποδεικνύει ο Καρακατσούλης, θεσμούς ανοιχτούς, συμμετοχικούς και διαφανείς — δηλαδή, θεσμούς κοινοτικού χαρακτήρα.
Τελικά, η καταστροφή, όσο
επώδυνη κι αν είναι, μπορεί να λειτουργήσει ως ευκαιρία αναστοχασμού. Να μας
υπενθυμίσει ότι η επιβίωση δεν είναι μόνο τεχνικό ζήτημα, αλλά και πολιτισμικό:
αφορά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο. Η
ανασύνθεση της σχέσης κοινωνίας και φύσης, η αποκατάσταση της κοινοτικής
συνοχής και η ενσωμάτωση της τοπικής εμπειρίας στις δημόσιες πολιτικές δεν
είναι απλώς ηθικές επιταγές· είναι όροι βιωσιμότητας.
Η ύλη είναι δύναμις — δυνατότητα, ανοιχτό ενδεχόμενο, μη ακόμη μορφοποιημένο (Αριστοτέλης). Η μορφή, αντιθέτως, είναι εἶδος· είναι ο καθορισμός, η πράξη, η ενέργεια που οδηγεί την ύλη προς την τελείωσή της, προς την ἐντελέχεια. Κάθε πράγμα, κάθε φυσικό ον, είναι σύνθεση ύλης και μορφής· η ουσία του, το τί ἐστίν, αναδύεται από αυτήν ακριβώς τη συνάρθρωση.
Στην περίπτωση της εγκατάστασης της Σταυρούλας Στάμκου στο παλιό κονάκι, η αριστοτελική αυτή διάκριση αποκτά αισθητικό και υπαρξιακό βάθος. Η ύλη —το χώμα, το νερό, το πυρ των κεραμικών, αλλά και το ίδιο το σώμα του χώρου: τα τούβλα, τα δίχτυα, οι πέτρες, τα εργαλεία, οι σκουριές του χρόνου— δεν αποτελεί απλώς υπόβαθρο. Είναι ενεργό υπόστρωμα, το οποίο μέσα από τη μορφοποιητική δύναμη της τέχνης υποβάλλεται σε μετατροπή. Το ερείπιο-κονάκι δεν λειτουργεί ως ουδέτερο «περιέχον», αλλά ως συντελεστής της μορφής· γίνεται τόπος όπου η ύλη ανακαλείται, μεταμορφώνεται και ενεργοποιεί τη μνήμη του τόπου και του χρόνου.Η καλλιτεχνική πράξη, λοιπόν, δεν είναι απλώς η προσθήκη νέας μορφής πάνω σε ήδη υπάρχουσα ύλη· είναι μια διαδικασία εναντιοδρομίας — κίνησης μέσα από τα ενάντια. Το έργο, τα κεραμικά, οι ήχοι, το φως, έρχονται σε διάλογο με τη φθορά, τη σκόνη, το άτακτο δάπεδο, το πρόχειρο σκέπαστρο· μέσα από αυτήν τη συνύπαρξη των αντιθέτων (παλαιό–νέο, φυσικό–τεχνητό, φθαρτό–μορφοποιημένο) αναδύεται το νόημα. Η ύλη, ως ἐν δυνάμει μορφή, δεν αναιρεί τα αντίθετα· τα περιέχει. Είναι, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, το «ὑποκείμενον» που παραμένει ἕν κατ’ ἀριθμόν, αλλά διττό κατ’ εἶδος — το γένος που εμπεριέχει τα αντίθετα ως δυνατότητες.
Αυτή η διττότητα της ύλης —το γεγονός ότι από το ίδιο υπόστρωμα μπορούν να αναδύονται αντίθετες μορφές— είναι και ο πυρήνας της εναντιοδρομικής λειτουργίας της τέχνης. Η τέχνη δεν αίρει την αντίθεση, αλλά τη μεταστοιχειώνει σε μορφή· μετατρέπει τη σύγκρουση σε διάλογο, τη φθορά σε μνήμη, το υλικό σε φορέα νοήματος. Η ύλη του κονάκιου, έτσι, εντελεχεί· ολοκληρώνεται μέσα από την καλλιτεχνική πράξη, όχι επειδή αλλάζει ουσία, αλλά επειδή αναγνωρίζεται ως ενεργό στοιχείο του γίγνεσθαι.
Στο σημείο αυτό, το έργο τέχνης και ο χώρος παύουν να είναι διακριτά. Το ένα είναι η μορφοποιημένη εκδήλωση του άλλου. Η ύλη του τόπου δεν υποστηρίζει τη μορφή· τη γεννά. Και η μορφή, με τη σειρά της, ανακαλεί την ύλη, την καθιστά φανερή, της δίνει λύση. Η ἐντελέχεια, επομένως, δεν είναι μια τελική κατάσταση, αλλά μια συνεχής διαδικασία μεταβολής: η ύλη και η μορφή βρίσκονται σε διαρκή ανταλλαγή, σε ενεργό αντίθεση που συνιστά την ουσία του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι.Στη Στάμκου, η ανάκληση και η ικανότητα της ύλης να αναμνημονεύει περιγράφονται σχεδόν κινηματογραφικά — η εγκατάσταση λειτουργεί ως μεταβαλλόμενο περιβάλλον που εντελεχεί μέσα από τις υλικές του αντιθέσεις. Στον Νικολαΐδη, η ύλη προβάλλεται ως μεταπραγματευόμενο γλυπτικό αντικείμενο δύο κυκλώνων, που κινείται κυκλικά ανάμεσα στη μορφή και την αποδόμησή της. Στον Σολάκη, η ύλη μετατίθεται στο ειδολογικό πεδίο· ο εργάτης της δεκαετίας του ’70 εμφανίζεται ως διττό ον — εργαζόμενος αχθοφόρος και παριστάμενος λογχoφόρος· άμορφο υποκείμενο και ταυτόχρονα μορφή εν εξελίξει· κάτι ενάντιο αλλά και όμοιο, διττό μέσα στη σύστασή του.
Το ερείπιο-κονάκι, ως τόπος και σώμα, γίνεται έτσι συνεκδοχή τόπου: το καθ’ ὕλην ερείπιο μετασχηματίζεται σε καθ’ μορφήν έργο, ενώ η τέχνη γίνεται ο μηχανισμός που επιτρέπει στην ύλη να αναγνωρίσει τον εαυτό της μέσα στην εναντιότητα. Όπως στη φύση «όλα γίνονται από τα ἐναντία ἢ εἰσὶν ἐναντία» (Αριστοτέλης), έτσι και στην τέχνη η μορφή δεν είναι ποτέ χωρίς ύλη, ούτε η ύλη χωρίς τη δυνατότητα μορφής. Η σχέση τους είναι η ζώσα διαλεκτική της ύπαρξης — το πέρασμα από τη δύναμη στην ἐνέργεια, από το άμορφο στο μορφοποιητικά άμορφο, από την ύλη στο υλικό.
Το κοινοτικό κατάστημα: ένας τόπος διάσωσης
Στο έργο Η είσοδος των φωνών θύραθεν, η ύλη δεν είναι απλώς υλικό υπόστρωμα· είναι φως και ήχος, γδυτός από τη φωτογένεια, γδαρμένος από την αφηγηματικότητα. Οι τοίχοι, οι καθρέφτες, οι κουρτίνες, οι βιντεοκαταγραφές προφορικής ιστορίας που επιτέλεσε για λογαριασμό των Εν Φλώ ο Σπύρος Μπουντούρης, ακόμη και η μουσική εισαγωγή του ντοκουμέντου συνεντεύξεων προφορικής ιστορίας —μαζί με το συνοδευτικό βίντεο, το μουσικό έργο των Βασούλας και Σπύρου Μπουντούρη (στίχοι, μουσική) και της Αλεξάνδρας Καπνογιάννη (τραγούδι)— καθώς και τα παλιά αντικείμενα του Λαογραφικού Μουσείου στο κοινοτικό κτίριο, αποτελούν την ύλη ενός συλλογικού σώματος που επικαλούμαστε για την ολοκλήρωση του έργου.
Στον πρώτο όροφο το πεδίο γίνεται υπερβατικό· οι φωνές και οι εικόνες διαχέονται θύραθεν. Η ύλη των πραγμάτων —τα φθαρμένα εργαλεία, τα παλιά υφάσματα, η σκόνη— ανακαλούν την ίδια τη ζωή που τα δημιούργησε. Η φωνή που ακούγεται μέσα στον χώρο δεν είναι μόνο ηχογραφημένη μνήμη· είναι αποτύπωμα διεργασιών του νου, ένας σταλακτίτης σκέψεων που αιωρείται στο κενό του χώρου.Όπως γράφει ο Αριστοτέλης, «ὡς μὲν οὖν ὕλη τοῖς γενητοῖς ἐστὶν αἴτιον τὸ δυνατὸν εἶναι καὶ μὴ εἶναι» (Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, 335a32–33). Η ύλη είναι η δυνατότητα να υπάρχει και να μην υπάρχει, να μεταβαίνει από την απουσία στην παρουσία. Στην εγκατάσταση αυτή η δυνατότητα εκδηλώνεται ηχητικά· η φωνή αναδύεται από τη σιωπή, το ανείπωτο γίνεται ήχος, το φθαρμένο αντικείμενο αποκτά μνήμη και νόημα. Η ύλη είναι, λοιπόν, δυνάμει ομιλούσα· φορέας του νου που εισέρχεται θύραθεν για να τη μορφοποιήσει.
Η έννοια της δυναμικής στέρησης αποκτά εδώ καλλιτεχνική ισχύ· η ύλη συντάσσεται προς πραγμάτωση, γίνεται προσδοκία μορφής. Το βιντεοϋλικό προσποιείται την τηλεοπτικότητα, ώσπου να εμφανιστεί με μιας: χωρικά απλωμένο, παραμορφωμένο, αιωρούμενο, σταλακτιτικό, επιπλέον της αντανακλαστικότητας· παίρνει μορφές μετάδοσης του φωτός και υλοποιεί τη μεταβλητότητά του. Ο επισκέπτης στέκεται εμπρός στην εντελέχεια του νου.
Η φωνή, η προφορική ιστορία, η ανάμνηση λειτουργούν ως ψυχή του χώρου· μορφοποιούν την ύλη του τόπου σε ζωντανό οργανισμό. Η τέχνη δεν προστίθεται απλώς στο κοινοτικό· το εμψυχώνει, του προσδίδει συνείδηση, πνοή. Η είσοδος του νου θύραθεν είναι η είσοδος του νοήματος στο ανείπωτο, του πνευματικού στο υλικό, του χρόνου στο πράγμα.
Στον χώρο του παλιού χορευτικού, εκεί όπου εβδομήντα άνθρωποι διασώθηκαν κάτω από άθλιες συνθήκες, η τέχνη εναντιοδρομεί· δεν εξωραΐζει, αλλά κινεί τη θύμηση. Ο τόπος κουβαλά ακόμη τη βαριά ανάσα των σωμάτων, την υγρασία της αγωνίας, τον ήχο της επιβίωσης· είναι ένας χώρος ορόσημο. Η εγκατάσταση δεν επιχειρεί να αναπαραστήσει την ιστορία, αλλά αφήνει τις φωνές να εξέλθουν θύραθεν. Οι φωνές των μαρτυριών, τα ηχητικά ίχνη, τα βίντεο και οι ζωγραφικές εντυπώσεις των Μπαρκάλη και Νικήτα ενυπάρχουν στον χώρο.
Η ύλη και η μορφή του κτιρίου συμμετέχουν. Ένα υπόστρωμα από χράμια, συμμετρικό της διάχυσης του φωτός, απλώνεται στο πάτωμα για την κατάκλιση των επισκεπτών· το διαποτισμένο φως στο ταβάνι, ουράνιο πια, κοσμικό σέλας, πραγματώνει το κτίριο. Το δυνατόν είναι και μη είναι της ύλης διαχέεται παντού. Η ηχογραφημένη φωνή, άλλοτε ασθμαίνουσα, άλλοτε αποσπασματική, μορφοποιεί τον χώρο, εμψυχώνει την ύλη, ανασυνθέτει τη δυνατότητα. Η αποτηλεοπτικότητα και η ανασυνθετικότητα κυριαρχούν· η στέρηση της τηλεοπτικής καθαρότητας γίνεται καθαρτήρια πράξη.
Το έργο, ως πράξη εμψύχωσης —«ἡ ψυχή ἐστὶν εἶδος σώματος φυσικοῦ»— ενεργεί. Το σκοτάδι και το φως, ο ήχος και η σιωπή, το κενό και η παρουσία συνυπάρχουν ως αντίθετα που μορφοποιούν το ένα το άλλο. Από τη φωτογενή στέρηση γεννιέται μορφή· από την έλλειψη ευκρίνειας, νόημα.
Η είσοδος των φωνών στον χώρο είναι η στιγμή που το ανείπωτο βρίσκει λόγο. Οι φωνές δεν διηγούνται μόνο όσα έγιναν· συνεχίζουν να είναι. Ο χώρος μεταμορφώνεται σε όργανο μνήμης, σε σώμα που αισθάνεται, αναθυμάται, αναπνέει. Κι έτσι, ο χώρος του χορευτικού δεν είναι πια μόνο τόπος διάσωσης· γίνεται τόπος νοήματος, όπου η ύλη μετατρέπεται σε μνήμη και η μνήμη σε μορφή, σε φωνή που εξακολουθεί να ακούγεται θύραθεν.Χρόνος και Εντελέχεια
Κατά τον Αριστοτέλη, ο χρόνος είναι «ἀριθμός κινήσεως κατὰ τὸ πρὸτερον καὶ ὕστερον» — δηλαδή μέτρο της κίνησης, της αλλαγής. Ο χρόνος, λοιπόν, ως κίνηση, ενυπάρχει στα υλικά, στις ύλες, και ειδικά στο Εἴσοδος φωνῶν θύραθεν επιτελεί μια καρτερική πράξη αναμονής και επανάληψης επί μακρόν.
Στο ερείπιο κονάκι, που είναι ήδη μετασχηματισμένο από τον χρόνο —με τα αποτυπώματα του σεισμού και των πλημμυρών, με τη διάβρωση και τη φθορά— ο χρόνος είναι ο αδιαμφισβήτητος σύμμαχος για την επενέργειά του στα παρόντα έργα. Ο θεατής, επομένως, βλέπει την Π-ύλη του Νικολαΐδη σε συνάφεια με την κυκλικότητα, την εύκαμπτη ασυμμετρία· βλέπει την ευθυτενή μορφή του εργάτη του Σολάκη σε αντιθετική, φλογώδη, καμπουρωτή στάση — αντανάκλαση των κοινωνικών προβλημάτων· βλέπει το θέατρο σκιών, όπου τα σκιάχτρα είναι τοποθετημένα μπροστά, στον κυβόσχημο τσαντίρη της Στάμκου, ώστε το πρότερον και το ὕστερον να αποτελούν μια ασύγκριτη στοχαστική εμπειρία, μια αμφίδρομη θέαση του χρόνου.
Αναγωγισμός της μορφής και λειτουργία της τέχνης
Οι εγκαταστάσεις αυτές, ως πολυμορφικά έργα, εικονογραφούν μια φιλοσοφική αλήθεια: ότι η ύλη είναι κατ’ ελάχιστον βιογεωχημικό στοιχείο χωρίς τη μορφή, αλλά και ότι η μορφή δεν είναι αληθινή αν δεν συγκροτεί την ύλη σε παρουσία. Η αναγωγική πράξη της τέχνης ανακαλεί την ύλη στην παρουσία της, αποκαλύπτει την εντελέχειά της, κάνει το αόρατο —τη μνήμη, τον πόνο, την αγάπη, τον μόχθο, τη φύση— ορατό μέσα από μορφοποιημένες υλικές συνθέσεις.
Η Σχέση των πάντων ή διαφορετικά η Ενότητα των πάντων δεν είναι άμεσα φανερή, αλλά αποτελεί μια κρυφή ιδιότητα, μια κρυφή αρμονία, η οποία —κατά τη ρήση του Ηράκλειτου— είναι ανώτερη: «ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων». Συνεπώς, ό,τι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις γίνεται φανερό σε μας, αλλά ό,τι αντιλαμβανόμαστε διαμέσου άλλων δυνάμεων εσωτερικών, όπως της νόησης, είναι μια αρμονία ανώτερη. Επίσης, ό,τι καταλαβαίνουμε μας γίνεται φανερό ενώ πριν όχι· αλλά η διαδικασία της κατανόησης είναι βιωματική και δεν σημαίνει ότι κατανοούμε μόνον μέσω της καλής οδού· είναι δυνατόν η γνώση αυτή να προέλθει και αρνητικά. (Σιώτη Χρύσα, 2025) Η «ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή»(Ηράκλειτος), είναι η εναντιοδρομία των αντιθέτων που αποτελεί τον ρυθμό της φύσης και του κόσμου. Το φως και το σκοτάδι, η γνώση και η άγνοια, η δημιουργία και η φθορά δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά συνυφαίνονται, προσδίδοντας κίνηση και εναντιοδρομική δύναμη . Έτσι, η κατανόηση δεν είναι ποτέ αποτέλεσμα στατικής παρατήρησης, αλλά συμμετοχής στην εσωτερική αρμονία του κόσμου. Το «Φως που δεν δύει ποτέ» ειναι το βλέμμα που ενώνει το ορατό με το αόρατο, το παροδικό με το αιώνιο.
Η φύση, κατά την ηρακλείτεια θέαση, είναι Λόγος — μια ζωντανή αρμονία αντιθέτων όπου το φως και το σκοτάδι, η φθορά και η γέννηση, συνυπάρχουν ως ρυθμός του κόσμου. Η οικολογία δεν είναι επιστήμη της επιβίωσης, αλλά πράξη συνείδησης· η ανάμνηση της ενότητας που μας συγκροτεί. Όταν ο άνθρωπος λησμονεί τη σχέση του με το Όλον, διαρρηγνύει την ίδια του την ουσία. Η ηρακλείτεια οικολογία μάς καλεί να δούμε πέρα από το φαινόμενο — να αναγνωρίσουμε στο αντίθετο το συμπλήρωμά μας και να ζήσουμε μέσα στην αφανή αρμονία που συνέχει τα πάντα. Μόνον τότε το Φως που δεν δύει γίνεται γνώση, και η γνώση σοφία.
[Σ’ αυτόν τον παρόντα χρόνο
Που οι πλείστοι είναι απόντες
Όλοι θα παραβρεθούμε
Για να υποστούμε την απουσία μας.
Το παραπάνω Επίγραμμα της Αλκμήνης Κογγίδου συνδέεται με τη ρήση του Ηράκλειτου: «ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι».
Μετάφραση: Όταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι’ αυτό μοιάζουν με κουφούς. Σ’ αυτούς ταιριάζει η παροιμία: Παρόντες απουσιάζουν.
Η συνειδητή βίωση του παρόντος προϋποθέτει την παρουσία του ανθρώπου. Παρουσία σημαίνει να ίσταται στο παρόν καθολικά. Ας στοχαστούμε τι ενεργοποιεί την εγρήγορση ως προς τη σχέση με τον άλλον και το όλον. Η συνειδητή μετοχή του ανθρώπου στο παρόν τον συνδέει με τη ψυχή και τη συνείδηση που είναι άχρονες και με το δίκαιο και την αλήθεια. Τα παιδιά βιώνουν το άχρονο της υπάρξεώς τους. Το άχρονο είναι ασύλληπτο, καθώς και το παρόν που δεν είναι χρόνος αλλά λειτουργία της ψυχής και της συνειδήσεως, οι οποίες μετέχουν μέσα στο χωροχρόνο ως αλήθεια (θεία άλη) και μνήμη.
Εδώ ακριβώς, με την παρουσία στο χωροχρόνο των δύο άχρονων θείων ιδιοτήτων του ανθρώπου, αποδεικνύεται η αδιάλειπτη συνέχεια της ζωής. Η γέννηση στο χωροχρόνο ορίζει την απαρχή των άθλων, σύμφωνα με την ερμηνεία της λέξεως γενέθλια. Και, μάλιστα, συμβαίνει μια συνεχής άθληση, μέσω της οποίας επιχειρείται η αυτογνωσία και που σκοπό έχει να κρατήσει ζώσα τη συνείδηση και τη ψυχή μέσα στη σχετικότητα του χωροχρόνου.
Η μη συνειδητή βίωση του παρόντος είναι απουσία από το παρόν και λόγος πρόκλησης λαθών, τροχαίων μέχρι και θανατηφόρων ατυχημάτων… τις συνέπειες όμως αυτής της απουσίας θα υποστούν οι παρόντες απόντες, είτε στο φυσικό είτε στο μεταφυσικό.](Παρατηρήσεις διαμοιρασμένες απο την Χρύσα Σιώτη)
Η συνειδητή παρουσία δεν περιορίζεται μόνο στο ατομικό επίπεδο· συνδέεται άμεσα με το περιβάλλον και τις σχέσεις μας με τον κόσμο γύρω μας. Όπως επισημαίνει ο Tim Ingold στο The Perception of the Environment:
«Κάθε μονοπάτι, όσο ανώμαλο και κυκλικό κι αν είναι, αποτελεί μια γραμμή ζωής, μια τροχιά ανάπτυξης. Αυτή η εικόνα της ζωής ως μονοπατιού ή διαδρομής είναι πανταχού παρούσα στους λαούς των οποίων οι υπαρξιακές προσανατολισμοί θεμελιώνονται στις πρακτικές του κυνηγιού και της συλλογής, και στους τρόπους περιβαλλοντικής αντίληψης που αυτές συνεπάγονται».
Αυτό σημαίνει ότι η ενεργή συμμετοχή στο παρόν δεν αφορά μόνο τον εαυτό μας, αλλά και τον τρόπο που αλληλεπιδρούμε με τον χώρο, τους άλλους και το φυσικό περιβάλλον. Η συνειδητή εγρήγορση μάς συνδέει με τη μνήμη, την ψυχή και την αυτογνωσία, επιτρέποντας την κατανόηση της ζωής ως διαρκούς πορείας, στην οποία η αλήθεια και η δικαιοσύνη δεν είναι αφηρημένες έννοιες αλλά ζωντανές εμπειρίες.
Η μη συνειδητή απουσία από το παρόν, αντίθετα, οδηγεί σε αμέλεια, λάθη και κινδύνους, επηρεάζοντας όχι μόνο τον ίδιο τον άνθρωπο αλλά και το κοινωνικό και φυσικό του περιβάλλον. Η επαγρύπνηση και η συμμετοχή στον κόσμο ως ενεργού και συνειδητού υποκειμένου είναι, λοιπόν, θεμέλιο για την καλή διαβίωση, την αντίληψη της πραγματικότητας και τη διατήρηση της ζωής σε ισορροπία με το όλον.
Ρέκβιεμ της μικρής διαφάνειας
Μικρή προκατάληψη της εγγύτητας
στην άκρια του ουράνιου τόξου που φωλιάζεις.
Στη ρίζα ενός βιβλίου του Προυστ
ο εμφύλιος της υποχώρησης και του εμβατηρίου
δέκα μικρά αγγίγματα παραφυλάνε.
Η βροχή κρατάει ομήρους τις λέξεις που περιμένω,
τις αφημένες στο περβάζι από καιρό.
Ένα μικρό κορίτσι μπερδεμένο στη μεθόριο
ανάβει σπίρτα μήπως ζεσταθεί.
...Η φοβισμένη του προσήλωση σκηνοθετεί τις καταστάσεις.
Αποφοιτούν με άριστα,
με λίαν καλώς,
σε χωριστά δωμάτια —
ενηλικίωση και ηλικία παιδική.
Η μία στον Καιάδα κι η άλλη στα χαλάσματα
δικαιώνουν τον αμοραλισμό της αγάπης. (Κατερίνα Τάπανα 2025)
Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα, και οι λέξεις που ήθελα να εκφράσω παρέμεναν όμηροι στο περβάζι. Το νερό ανέβαινε, πλημμύριζε τα δωμάτια, φέρνοντας μαζί του την αίσθηση της απώλειας και της αδυναμίας να ελέγξεις το περιβάλλον. Οι άνθρωποι μετακινούνταν από δωμάτιο σε δωμάτιο, αναζητώντας καταφύγιο και ασφάλεια, ενώ το μικρό κορίτσι παρέμενε ακίνητο στη μεθόριο. Ο ήχος του νερού γέμιζε τον χώρο, κάθε κίνηση γινόταν προσεκτική, γιατί η δύναμη της πλημμύρας ήταν εκκωφαντική. Κάθε βήμα, κάθε ανάσα, φαινόταν βαριά μέσα στον κατακλυσμό. Η ζωή, για μια στιγμή, περιοριζόταν στην αδιάκοπη επαφή με το νερό που έπρεπε να αποφύγεις και στην ανάγκη να παραμείνεις παρών, να επιβιώσεις και να κρατηθείς στη ροή της στιγμής.
«Η τοπιογραφία λέει – ή μάλλον είναι – μια ιστορία. Περιλαμβάνει τις ζωές και τους χρόνους των προγόνων που, μέσα από τις γενιές, κινούνταν σε αυτήν και έπαιξαν τον ρόλο τους στη διαμόρφωσή της. Η αντίληψη του τοπίου είναι, επομένως, μια πράξη μνήμης, και η μνήμη δεν είναι τόσο θέμα ανακλήσεως μιας εσωτερικής εικόνας, αποθηκευμένης στο μυαλό, όσο της συνεχούς εμπλοκής με το περιβάλλον που είναι έγκυο με το παρελθόν.»(Tim Ingold Η αντίληψη του περιβάλλοντος: Δοκίμια για τη διαβίωση, την κατοίκηση και τις δεξιότητες)
Ο κατακλυσμός είναι ένα φυσικό φαινόμενο· είναι μια εμπειρία που κατακλύζει στη μνήμη την ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του. Κάθε πλημμυρισμένο δωμάτιο, κάθε δρόμος με νερά, γίνεται μέρος της συνεχούς αφήγησης του τοπίου.
«Τί εἶνε τὸ δίκτυ; Ἕνας ἱστὸς ἀράχνης προορισμένος γιὰ τὰ ψάρια. Τὰ ψάρια μπλέκουσιν στὸ δίκτυ, ὅπως τὰ ἔντομα στὸ πανὶ τῆς ἀράχνης. Ἀλλὰ πόσον τελειοποιημένος εἶνε αὐτὸς ὁ ἱστός! Δέκα σχέδια, δέκα εἴδη διχτυῶν, δέκα συστήματα· δίκτυα γιὰ κάθε ψάρι. Δίκτυα ἁπλὰ, δίκτυα μανωτὰ, δίκτυα εὐθύγραμμα, δίκτυα κυκλικὰ, δίκτυα ἀκίνητα, δίκτυα περιπατητικὰ… Τὰ καθ᾿ αὐτὰ ὅμως δίκτυα, τὰ κλασικὰ, εἶνε τὰ ἀκίνητα· ὅμοια μὲ ὅλες τὶς παγίδες, στέκουν ἀκίνητα σ᾿ ἕνα μέρος καὶ περιμένουν τὸ θῦμα. Τὸ ψάρι θὰ ἔρθῃ μόνο του νὰ πέσῃ ἀπάνω.»(Θέμου Ποταμιάνου, ἐδῶ βυθός σελ 207
Ο κύριος Κώστας καλαφάτιζε τα δίχτυά του μόνος· τα έπλεκε και τα δρασκέλωνε στον ποταμό, πέρα πίσω από το σπίτι, από τότε που οι κλαίουσες ιτιές στον ποταμό γίνονταν πυκνές και ανυπόπτες.
Σ’ αυτά τα δίχτυα ενός κυνηγετικού και λαογραφικού πολιτισμού μπλέχτηκαν τα μικρά ψάρια της Χρύσας Διαμαντοπούλου, ενώ κρεμάστηκαν τα ζωγραφικά τομάρια των τεράστιων γουλιανών έξω από το δεξί κλίτος του ερειπωμένου κονάκιου, στο χωράφι του κυρ-Κώστα.
Η καταστροφή από τον «Ντάνιελ» είχε πια περάσει· όλες οι αμυγδαλιές είχαν πεθάνει, κι οι δύο παλιές κερασιές μαζί τους.
Η Χρύσα Σιώτη επέκτεινε την εγκατάσταση των ψαρόδικτων σε ένα στιγμιότυπο εν αργία, όπου οι αμυγδαλιές, παρασυρμένες από την ορμή, είχαν σκαλώσει στον τοίχο. Κάποια ρούχα — μια νιτσεράδα κίτρινη και ένα χειμωνιάτικο μπουφάν — είχαν πιαστεί επάνω.Όλα μαζί, με τη βάρκα του κυρίου Κώστα βαμμένη σ’ ένα γαλάζιο ουρανού, ένα λαμπερό ουλτραμέρ, όπου τα αγωνιώδη ψάρια του Στέλιου Καρά βοσκούν μέσα στη βάρκα, στην ρηχότητα ενός ταψιού .
Κύματα Κυριακής, τα μάτια μου κύματα μοναξιάς· τα χέρια μου τρίζουν από ύπνο αθώο, τα δόντια μέσα στην καρδιά μου(Μίλτος Σαχτούρης ). Κάθε Κυριακή, στον ποταμό, ξυπνούν τα αρχέγονα ένστικτα· η υπομονή γίνεται αναμονή θανάτου, και η ροή του νερού αντηχεί σαν αμείλικτο κάλεσμα. Το ψάρεμα γίνεται τελετή, και η λεία πληρώνει την ύπαρξη της φύσης.. Το ψάρεμα , αμείλικτο, καθρεφτίζει την παλιά φύση που κατοικεί στον κυνηγό.
Μετρούσε τα δάχτυλα των χεριών του, όσα κρατούν τα δίχτυα στον ποταμό·
τα νερά βαρύνονταν από λάσπη και σκοτεινά φυλλώματα, και τα αρχέγονα ένστικτα ξυπνούν, αγριεμένα και αδιάλλακτα. Αλλά τα ψάρια δεν ήταν η μοναδική λεία·άνθρωποι αναρριχόμενοι στα κεραμίδια, πνιγμένοι από το φόβο, κινδύνευαν να χαθούν στον βούρκο, στα νερά που σέρνουν φθαρτά κλαδιά και μυρωδιές ασυγκράτητες και εκείνο το ρακτώδη βόμβο.
Από τα δωμάτια στα δώματα του ανέμου, η βάρκα του Κώστα γινόταν σκαλοπάτι·τα χέρια του, υγρά και δυνατά, τραβούσαν, στήριζαν, οδηγούσαν όσους έβρισκε. Κάθε στιγμή, το καρτέρι του ψαρέματος μεταμορφωνόταν· η υπομονή γινόταν σωτηρία, και ανασύρονταν οι καταποντισμένοι και οι καταποντίσαντες σε μια στιγμή ανάσαμματος και ζωής, όπου ο ψαράς γινόταν αγγελιοφόρος της φύσης και της ανθρωπιάς.
Ο Σωτήρας
(Μίλτος Σαχτούρης, από τη συλλογή Λησμονημένη, 1945)
Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι
Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
ἕνα γαλανὸ παράθυρο
πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη
Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου
Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία
Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ
Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους
Οι διασωθέντες και τα γεγονότα της 7ης Σεπτεμβρίου 2023 στη Μεταμόρφωση Παλαμά
Κοινοτικό Γραφείο, 7/9/2023
Αναγνωστόπουλος Βασίλειος, Αναγνωστόπουλος Πέτρος, Αναγνωστοπούλου Ελένη, Αναγνωστοπούλου Αργυρώ, Αναγνωστόπουλος Βασίλης, Βαλογιάννης Δήμος, Βαλογιάννη Παναγιώτα, Γκουσιάρης Ευάγγελος, Γκουσιάρη Ρένα, Γκουσιάρης Βασίλης, Κοντογιάννης Βάιος, Κοντογιάννη Παναγιώτα, Κοντογιάννης Χρήστος, Καραγιαννάκης Ελευθέριος, Καραγιαννάκη Ευαγγελία, Καραγιαννάκης Νίκος, Καραγιαννάκη Στέλλα, Καραγιαννάκη Σταυρούλα, Καραγιαννάκη Ευαγγελία, Κωστής Δημήτρης, Κουζούνης Στέφανος, Κουζούνη Ελένη, Κατσάνος Μάνθος, Κούλπα Ελισάβετ, Καραγιαννάκης Αθανάσιος, Κηρύκος Βάιος, Κηρύκου Ευτυχία, Λιάμπου Δέσποινα, Μπαντής Χρήστος, Μπαντή Αφροδίτη, Ντάντου Αθανασία, Ντάντου Βάια, Πανάγος Δημήτριος, Πανάγου Ελένη, Πανάγος Αθανάσιος, Πανάγου Χαρίκλεια, Πανάγου Σοφία, Ρητά Ελένη, Ρητά Λίτσα, Ρητάς Ευάγγελος, Ρητά Μαρία, Ρητάς Κώστας, Ρητά Μαρία, Ρητάς Δημήτρης, Ρητά Ευαγγελία, Τσιούκας Κώστας, Τσιούκα Έφη, Τσιούκας Δημήτρης, Τσιούκα Θωμαή, Τσιούκας Απόστολος, Τσιούκα Χριστίνα, Τσιούκα Άννα, Τρίχας Χρήστος, Τασιόπουλος Αθανάσιος, Τασιοπούλου Βασιλική, Τασιοπούλου Νικολέτα, Τασιοπούλου Σωτηρία, Τασιοπούλου Χρύσα, Τασιοπούλου Αλεξάνδρα, Τασιόπουλος Κων/νος, Τσουκαλάς Δημήτριος, Τσουκαλάς Κων/νος, Τασιόπουλος Αναστάσιος, Τασιοπούλου Γεωργία, Τέγας Φίλιππος, Τέγα Βάσω, Τέγας Θωμάς, Φιρφιρής Σωτήρης, Φιρφιρή Βάια, Φιρφιρή Γωγώ.
Εγκλωβισμένοι στη γέφυρα και στο ανάχωμα του ποταμού Καλέντζη
Κοντογιάννης Πέτρος, Αναγνωστόπουλος Δημήτρης, Αναγνωστοπούλου Αρετή, Αναγνωστόπουλος Κων/νος, Αναγνωστόπουλος Βασίλης, Καλέτσης Κων/νος, Κουζούνη Αντωνία, Νταβατζίκος Άγγελος, Νταβατζίκος Πέτρος, Ντάντος Ηλίας, Ντάντος Βαγγέλης, Ντάντος Βάιος, Ντάντου Φανή, Ντάντος Παντελής, Πανάγος Βαλάντης, Πανάγου Κλεοπάτρα, Ντάντος Γιώργος, Τέγας Ευάγγελος, Τέγας Κων/νος, Τέγας Θωμάς, Τσιούκας Χρήστος.
Άλλοι διασωθέντες.
Κινδύνευσαν πάνω σε σκεπές και πάνω σε τρακτέρ και μεταφέρθηκαν με βάρκες — άλλοι στο Κοινοτικό Γραφείο και άλλοι στο ανάχωμα του ποταμού Καλέντζη.
Οι διασωθέντες:
Πανάγος Δημήτριος, Πανάγου Ελένη, Πανάγος Αθανάσιος, Τσουκαλάς Κων/νος, Κωστής Δημήτρης, Βαλογιάννης Δήμος, Κούλπα Ελισάβετ, Τσουκαλάς Θωμάς, Τσουκαλά Άννα, Ροδόπουλος Ντίνος, Ροδοπούλου Σωτηρία, Κατσάνος Στέφανος, Κατσάνος Μάνθος, Ντάντος Θωμάς.
Δυο θάνατοι.
...δυστυχώς δύο χωριανοί μας ο Γιώργος Λιάμπος και η μητέρα του Ελένη Λιάμπου εγκλωβίστηκαν στο σπίτι τους και πνίγηκαν
Ως τελετουργία ορίζεται «η κάθε προκαθορισμένη, επαναλαμβανόμενη, συμβολική δραστηριότητα πρακτική, η οποία συνίσταται από στοιχεία λεκτικά ή μη λεκτικά, όπως κίνηση, χρήση αντικειμένων, χειρονομίες και διάφορους άλλους εκφραστικούς τρόπους» (Σκουτέρη-Διδασκάλου, 1991:114). Η τελετουργία αποτελεί τρόπο επικοινωνίας, τον λεπτό ιστό που συνδέει το άτομο με την κοινότητα, τον κόσμο και το άρρητο. Στις κρίσιμες στιγμές της ανθρώπινης ύπαρξης — στη γέννηση, στον γάμο, στον θάνατο — αναδύεται η ανάγκη για πράξεις που εξασφαλίζουν την ομαλή μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη. Οι Hendry (2011) και Βαρβούνης (2017) ορίζουν τις διαβατήριες τελετές ως τελετουργίες που συνοδεύουν και προστατεύουν τη μετάβαση, οργανώνοντας το πέρασμα μέσα από μια μεθοριακή, κρίσιμη περίοδο.Μια τέτοια μεθοριακότητα είναι το πένθος. Ο Danforth (1982) επισημαίνει ότι το πένθος συνιστά κατάσταση «μιαρή και επικίνδυνη», όπου ο νεκρός δεν ανήκει ούτε στους ζωντανούς ούτε στους νεκρούς. Οι συγγενείς απομονώνονται, αλλάζουν τη συμπεριφορά τους, εισέρχονται σε έναν συμβολικό θάνατο. Μέσα από τις τελετές αποχωρισμού και ενσωμάτωσης επιδιώκουν να προστατεύσουν όχι μόνο τον εαυτό τους, αλλά και ολόκληρη την κοινότητα από την «εξάπλωση του θανάτου» (Σέργης, 2007). Ο θάνατος, γράφει ο ίδιος, αποτελεί κρίση που απειλεί τη συνοχή της κοινωνίας· οι τελετουργίες αποσκοπούν στην αποκατάσταση της ισορροπίας, στο ομαλό πέρασμα από τον έναν κόσμο στον άλλο — για το σώμα, την ψυχή και τους πενθούντες.
Στις κρίσιμες ώρες του κατακλυσμού και της αποκατάστασης μετά τη θεομηνία Daniel, η κοινότητα δεν κατάφερε να αποδώσει στους δύο νεκρούς — τον Γιώργο και τη μητέρα του, Ελένη Λιάμπου — τα δέοντα. Ο κίνδυνος να απομνημονευθούν χωρίς ιερό τόπο ταφής, να χαθούν στη λήθη, στεκόταν μπροστά στους εναπομείναντες.Η παραδοσιακή σκέψη, ωστόσο, αντιστέκεται στην αταξία που περιγράφουν οι φυσικοί νόμοι. Παρά την εντροπία του σύμπαντος, η λαϊκή κοσμολογία εξακολουθεί να πιστεύει στον κύκλο της ζωής, στην αιώνια επιστροφή στη γη, «τροφό και καταλύτρα» όλων. Αυτή η κυκλική αντίληψη του χρόνου, που μελετά η Ελένη Ψυχογιού στο έργο της Μαυρηγή και Ελένη: Τελετουργίες θανάτου και αναγέννησης (2008), εκφράζει την πίστη πως ο θάνατος δεν είναι απουσία αλλά μετάβαση — μια ανακύκλωση ύλης, πνεύματος και μνήμης. Στον λαϊκό πολιτισμό, οι τελετές θανάτου και αναγέννησης λειτουργούν ως μηχανισμοί επανένταξης του κόσμου στην αρμονία του κύκλου.
Αυτό ακριβώς επιχειρεί και η σύγχρονη κοινότητα, όταν ο φυσικός κύκλος σπάει. Όπως γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος, «όλα όσα πλαισιώνουν την τελετουργία του θανάτου στοχεύουν στην ασφαλή τοποθέτηση του νεκρού σώματος στον τάφο του» (Η Καθημερινή). Όταν αυτή η πράξη δεν είναι δυνατή, η κοινότητα καλείται να επινοήσει νέες μορφές τελετουργίας.
Έτσι δημιουργήθηκε ένα κενοτάφιο στο σπίτι των αδικοχαμένων. Στο παράθυρο όπου χάθηκαν, τα δύο πορτρέτα, κοιτούν προς τους ζωντανούς, φωτισμένα από εσώθυρο φως,. Οι στάθμες του νερού ζαρωμένες χαράζουν τη μνήμη της πλημμύρας πίσω τους . Και γύρω από αυτό το σπίτι, σαράντα συγχωριανοί περπάτησαν σιωπηλά. Η πορεία τους, μια περιπατητική λιτανεία από το κτήριο διάσωσης των πλήστων , αποτέλεσε μια νέα διαβατήρια επιτέλεση περφόρμανς: ένα δρώμενο μνήμης , μια τελετουργία μετάβασης των αλήστων για την κοινότητα που θρηνεί αλλά ποτε δεν εν-θρήνησε.
Η πράξη αυτή συνδέεται με την έννοια της συλλογικής μνήμης του Halbwachs (2013), σύμφωνα με τον οποίο καμία ανάμνηση δεν υπάρχει έξω από το κοινωνικό της πλαίσιο. Η μνήμη ανασυντίθεται μέσα από τελετές που ανακαλούν το παρελθόν, λειτουργώντας ως συνεκτικός κρίκος μιας κοινότητας (Δρουμπούκη, 2014). Οι κάτοικοι, με τη συμμετοχή τους στο δρώμενο, μετατρέπουν το τραύμα σε κοινή εμπειρία· εγγράφουν τον πόνο τους στον χώρο και τον επανανοηματοδοτούν. Η τοπικότητα — η σχέση του ανθρώπου με τον τόπο και τη συλλογική του αφήγηση — γίνεται η σκηνή όπου η μνήμη παίρνει σχήμα και σώμα.
Στο λευκό δάπεδο της βεράντας έχει χαραχθεί ένα ανάγλυφο του τοπίου που πλημμύρισε εκείνη τη νύχτα. Το «διαβατήριο παράθυρο» δεσπόζει σαν σύνορο ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στη φύση και στον άνθρωπο, στο χάος και στην τάξη. Εκεί, μέσα από την τελετουργική πράξη, ο κύκλος κλείνει και ξανανοίγει. Ο θάνατος μεταμορφώνεται σε μνήμη, η Χρύσα Σιώτη ανασχεδιάζει δυο πορτραίτα -Φαγιούμ τοποθετημένα στο δεξιό παράθυρο του σπιτιού των θρηνούμενων και η μνήμη σε πράξη συνέχειας καρτερεί. Παρά την αταξία του κόσμου, ο άνθρωπος επιμένει να δημιουργεί νόημα — και αυτό το νόημα είναι ο κύκλος, η επιστροφή, η αρμονία που ξαναστήνει τον κόσμο από την αρχή σε ενδελέχεια .(Σημείωση 2)
Τραγούδια διασκευασμένα από τον πολιτιστικό και μορφωτικό σύλλογο Μεταμορφώσεως.
Φίλοι μ καλώς ορίσατε απόψε στο χωριό μαςΚαθήστε για να ακούσετε τον πόνο τo δικό μας.
Θα πω τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο
Αυτή η πλημμύρα μ’ έκανε να ζω ξεριζωμένο
Να βλέπω το σπιτάκι μου να είναι ρημαγμένο
Αυτό το χρόνο που περνά τον άλλο ποιος τον ξέρει
Για ζούμε για πεθαίνουμε για σ’ άλλο τόπο πάμε.
Ανταριαστήκαν τα βουνά συννέφιασαν οι κάμποι
Βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
Η Μεταμόρφωση πνίγηκε έσβησε από το χάρτη
Μπήκε νερό μεσ’ το χωριό ως τις σκεπές επάνω.
Βγήκαν οι βάρκες παγανιά καταμεσής του κάμπου
Να σώσουνε τους χωριανούς να μην πνιγούνε όλοι.
Είχα μηλιά στην πόρτα μου και δέντρο στην αυλή μου
Και στέγη κατακόκκινη το σπίτι σκεπασμένο
Τώρα η μηλιά μαράθηκε το δέντρο εξεριζώθη
Και η στέγη η κατακόκκινη κι εκείνη μαύρη εγίνη
Το σπίτι εγκρεμίστηκε απ’ το νερό τ’ Σεπτέμβρη
Που ‘ρθε στη Μεταμόρφωση και μας τη σκέπασε όλη.
Επήραν σβάρνα τα χωριά όλα τα καμποχώρια
Φτάσαν στη Μεταμόρφωση κι ήταν ανταριασμένα
Σκεπάσανε τα σπίτια της και τα νοικοκυριά της.
Κάτω στον κάμπο τον πλατύ τον όμορφο τον τόπο
Εκεί βουλιώνται οι Κουρτικιανοί να χτίσουν το χωριό τους
Τα περιστέρια κουβαλούν τα χελιδόνια χτένουν
Να φτιάξουν όμορφο χωριό καλύτερο από πρώτα
Μα έχουν πόνο στην καρδιά και βάσανο στα χείλη
Μήπως ξανάρθει το νερό και τους τα πάρει ούλα.
Στη Θεσσαλία, βρε παιδιά, αχ έγινε πλημμύρα
Που πνίγηκαν πολλές ψυχές που ΄χαν κακή τη μοίρα
Κλαυθμοί, φωνές και οδυρμοί τον κόσμο εχαλούσαν
Βοήθεια φωνάζανε για να σωθούν ζητούσαν.
Αδίκως εφωνάζανε, κανείς δεν ημπορούσε
Ο Πηνειός κι ο Πάμισος τον κόσμο εχαλούσαν.
Σε Παλαμά και Βάναρη πνιγήκανε ανθρώποι,
Και στο Κουρτίκι πνίγηκε μιά μάνα με το γιό της.
Αχ, τι κακό ήταν αυτό, μεγάλη τρικυμία,
Στους δρόμους έμειναν πολλοί κι είναι σ’ απελπισία.
Με τη φετεινή πλημμύρα, όρη και βουνά επήρα,
Είδα μάνα να φωνάζει βρε, και βαρειά ν’ αναστενάζει.
Το μωρό, το μικρό, το παιδί μου σώσε μου το και πάρ’ τη ζωή μου,
Έπεσα για να το σώσω, βρε κόντεψα να μη γλυτώσω.
Με παρέσυρε το ρέμα, βρε μάνα μου δεν είναι ψέμα,
Μεσ’ το ρέμα κολυμπούσα, βρε να το σώσω δεν μπορούσα.
Μόλις βγήκα στη στεριά, δυό παιδιά και μια γιαγιά,
Σ’ ένα δέντρ’ ανεβασμένοι, βρε εγλυτώσαν οι καημένοι.
Μεταμόρφωση Βλοχό, πλημμυρίσαν στο λεπτό,
Μαραθέα και Παλαμά, έμπαιναν νερά πολλά.
Ποιήματα
Ήλιε που βγαίνεις την αυγή κι όλο τον κόσμο φέγγεις,
σ’ όλο τον κόσμο ανάτειλε σ’ όλη την οικουμένη.
Στης Μεταμόρφωσης τις αυλές ήλιε μην ανατείλεις,
κι αν ανατείλεις ήλιε μου να γοργοβασιλέψεις.
Γιατί έχει σπίτια έρημα και σπίτια γκρεμισμένα,
τ’ Οκτώβρη η πλημμύρα έκανε χωριό ερημωμένο.
Τα χελιδόνια του Βλοχού και τα πουλιά του Μάρκου,
κλαίνε αργά κλαίνε ταχιά κλαίνε το μεσημέρι.
Κλαίνε τη Μεταμόρφωση την πολυπλημμυρισμένη,
όπου την πλημμυρίσανε εφέτος τον Οκτώβρη.
Το πίνω μάνα το κρασί το πίνω να μεθύσω
να μη θυμάμαι τι έγινε εφέτος τον Οκτώβρη.
Ήπια και εψές που βρέθηκα στην άκρη του χωριού μου
βλέπω τα σπίτια σφαλιστά, αυλίτσες ρημαγμένες.
Σκύβω, φιλώ τα χώματα του έρημου χωριού μου,
και μέσα από τα δάκρυα θερμά παρακαλάω.
Παρακαλώ σε Παναγιά το χέρι σου να βάλης
να ξαναγίνει το χωριό πλημμύρα μην το πάρει.
Εγέρασα μανούλα μου πρωτύτερα από σένα,
δεν με γερνούν γεράματα, δεν με γερνούν τα χρόνια.
Με γέρασε η φετεινή τ’ Σεπτέμβρη η πλημμύρα.
Νύχτα και μέρα σέρνομαι σαν πρόσφυγας τριγύρω
μήπως και βρω βοήθεια το σπίτι μου να φτιάξω.
Σαράντα χρόνια πέρασα σ’ αυτόν τον μαύρο κόσμο,
κι άνθρωπο δεν φοβήθηκα, άνθρωπο δεν ψηφούσα.
Και τώρα χέρια και κορμί τρέμουνε και ριγώνω,
γιατί δεν έχω που να πάω δεν έχω που να γείρω.
Το σπίτι μου εγκρεμίστηκε εφέτος τον Οκτώβρη,
πού ‘ρθε νερό μεσ’ το χωριό θολό κι ανταριασμένο,
εσκέπασε τα σπίτια μας και τα νοικοκυριά μας.
Σημειώσεις
1.Η πολιτική όργωσης και γενικότερα η διαχείριση του εδάφους στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί βασικό πυλώνα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, καθώς συνδέεται άμεσα με τη βιωσιμότητα της γεωργίας, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διατήρηση της παραγωγικότητας των εδαφών. Η όργωση είναι μια παραδοσιακή γεωργική πρακτική που συμβάλλει στην προετοιμασία του εδάφους για καλλιέργεια, ωστόσο, όταν εφαρμόζεται υπερβολικά ή χωρίς περιβαλλοντικά μέτρα, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή διάβρωση, απώλεια οργανικής ουσίας και υποβάθμιση της γονιμότητας του εδάφους. Για τον λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει συγκεκριμένες πολιτικές και κανόνες που στοχεύουν στην ορθολογική και βιώσιμη διαχείριση των εδαφικών πόρων.ο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, οι οικονομικές ενισχύσεις που λαμβάνουν οι αγρότες συνδέονται με την τήρηση ορισμένων περιβαλλοντικών προτύπων, γνωστών ως «καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση». Οι κανονισμοί αυτοί περιλαμβάνουν διατάξεις που αφορούν άμεσα την όργωση, όπως η υποχρέωση ορθής διαχείρισης σε περιοχές με κίνδυνο διάβρωσης και η διατήρηση ελάχιστης κάλυψης του εδάφους ώστε να προστατεύεται από τη διάβρωση και τη συμπίεση. Οι ρυθμίσεις αυτές εντάσσονται στις αρχές των GAEC, οι οποίες αποτελούν θεμέλιο της ευρωπαϊκής γεωργικής πολιτικής. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκρίνει τη Στρατηγική Εδαφών της Ε.Ε. για το 2030, καθώς και την πρόταση για τον Νόμο Εδαφικής Παρακολούθησης, που στοχεύει στη συνολική προστασία και αποκατάσταση των εδαφών έως το 2050. Οι πρωτοβουλίες αυτές βασίζονται στην ανησυχητική διαπίστωση ότι περίπου τα δύο τρίτα των εδαφών της Ευρώπης θεωρούνται μη υγιή, αντιμετωπίζοντας προβλήματα διάβρωσης, απώλειας οργανικής ουσίας και ρύπανσης.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία της Eurostat για το 2016, η πλειονότητα της καλλιεργήσιμης γης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περίπου τα δύο τρίτα, εξακολουθεί να καλλιεργείται με τη μέθοδο της συμβατικής όργωσης, δηλαδή με βαθιά αναστροφή του εδάφους μέσω αρότρου. Περίπου ένα πέμπτο των εκτάσεων χρησιμοποιεί μειωμένη ή συντηρητική όργωση, όπου η διατάραξη του εδάφους είναι μικρότερη, ενώ η μηδενική όργωση, δηλαδή η πρακτική κατά την οποία το έδαφος δεν αναστρέφεται καθόλου μεταξύ συγκομιδής και επόμενης σποράς, παραμένει περιορισμένη και σπάνια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών με αυξημένη εφαρμογή ήπιων πρακτικών είναι η Εσθονία, όπου περίπου το έντεκα τοις εκατό της καλλιεργήσιμης γης ακολουθεί μηδενική όργωση, καθώς και η Κύπρος και η Πορτογαλία, όπου περίπου οι μισές καλλιεργήσιμες εκτάσεις εφαρμόζουν συντηρητική όργωση. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι, παρά τις περιβαλλοντικές πολιτικές και τις τεχνικές οδηγίες, η Ευρώπη εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις παραδοσιακές πρακτικές όργωσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω προγραμμάτων όπως το SoilCare, προωθεί πρακτικές που συμβάλλουν στη βελτίωση της υγείας του εδάφους και στη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων της εντατικής κατεργασίας. Η ελάχιστη όργωση, η μηδενική όργωση, η κάλυψη του εδάφους με φυτικά υπολείμματα ή καλλιέργειες επικάλυψης, η αμειψισπορά και η σωστή διαχείριση των υπολειμμάτων καλλιεργειών αποτελούν πρακτικές που ενισχύουν τη φυσική δομή του εδάφους, περιορίζουν τη διάβρωση και αυξάνουν την οργανική του ουσία. Η επιτυχία των πρακτικών αυτών προϋποθέτει σωστό σχεδιασμό, κατάλληλο εξοπλισμό, ενημέρωση και εκπαίδευση των αγροτών, καθώς και την ύπαρξη κινήτρων μέσα από την αγροτική πολιτική.
Ωστόσο, η υιοθέτηση αυτών των πρακτικών δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη την Ευρώπη. Σε πολλές χώρες, η περιορισμένη γνώση, το υψηλό αρχικό κόστος του εξοπλισμού και ο φόβος για μείωση των αποδόσεων δυσκολεύουν τη μετάβαση σε πιο ήπιες μορφές κατεργασίας του εδάφους. Παράλληλα, οι γεωμορφολογικές και κλιματικές συνθήκες κάθε περιοχής επηρεάζουν την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των εναλλακτικών μεθόδων. Παρ’ όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει να επενδύει σε έρευνα, παρακολούθηση και οικονομικά κίνητρα με στόχο να υποστηρίξει τη σταδιακή αλλαγή των καλλιεργητικών πρακτικών.
Συνολικά, η πολιτική όργωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τη διατήρηση της γονιμότητας και της βιωσιμότητας των εδαφών. Μέσα από την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, τις κανονιστικές ρυθμίσεις των GAEC και τις στρατηγικές για την υγεία του εδάφους, η Ένωση επιχειρεί να περιορίσει τη διάβρωση, να αποκαταστήσει τις υποβαθμισμένες εκτάσεις και να ενισχύσει μια πιο βιώσιμη, υπεύθυνη και ανθεκτική γεωργία. Η μετάβαση προς την ελάχιστη και μηδενική όργωση δεν αποτελεί μόνο περιβαλλοντική ανάγκη, αλλά και στρατηγική επιλογή για το μέλλον της ευρωπαϊκής γεωργίας, που θα επιτρέψει την αρμονική συνύπαρξη παραγωγικότητας και προστασίας των φυσικών πόρων.
(A millennium of arable land use – the long-term impact of tillage and water erosion on landscape-scale carbon dynamics (Öttl et al., 2024) με έμφαση στον οργανικό άνθρακα του εδάφους (SOC) και τη διάβρωση)
Η μελέτη εξετάζει πώς η μακροχρόνια καλλιεργητική δραστηριότητα, και ιδιαίτερα η όργωση, επηρεάζει τη διάβρωση του εδάφους και τη δυναμική του οργανικού άνθρακα (SOC) σε βάθος περίπου 1000 ετών. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε περιοχή 200 km² στη βορειοανατολική Γερμανία και χρησιμοποίησε ένα χωρικό μοντέλο (SPEROS-C) για να προσομοιώσει τη μετακίνηση εδάφους και άνθρακα με ανάλυση 5 m × 5 m.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η όργωση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα διάβρωσης, προκαλώντας ανακατανομή του εδάφους και μεταφορά οργανικού άνθρακα από τις κορυφές προς τις χαμηλότερες περιοχές των αγρών. Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε τοπικές απώλειες SOC στις ανώτερες θέσεις, αλλά σε συσσώρευση στις χαμηλότερες, όπου το έδαφος τείνει να παραμένει πιο υγρό και σταθερό.
Σε μακροχρόνια κλίμακα, αυτή η συνεχής μετακίνηση δημιουργεί ένα ισοζύγιο αποθήκευσης άνθρακα στο τοπίο: παρά την απώλεια οργανικού άνθρακα στις ανώτερες περιοχές, η συνολική κατανομή οδηγεί σε καθαρή αποθήκευση (carbon sink) έως και 0,66 ‰ ετησίως του συνολικού αποθέματος SOC.
Η μελέτη καταλήγει ότι για να κατανοηθεί πραγματικά η επίδραση της γεωργίας στην κλιματική ισορροπία, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνο η διάβρωση από το νερό, αλλά και η διάβρωση που προκαλείται από την όργωση, καθώς επηρεάζει ουσιαστικά τη μακροχρόνια δυναμική του οργανικού άνθρακα στο έδαφος και άρα τη δυνατότητα δέσμευσης CO₂.
2.Το θεωρητικό υπόβαθρο του κειμένου αντλείται σε μεγάλο βαθμό από την ερευνητική εργασία «Αντιλήψεις και τελετουργικές πρακτικές γύρω από τον θάνατο στην Κυρτώνη Φθιώτιδας ως εκφάνσεις της συγκρότησης και του μετασχηματισμού της συλλογικής ταυτότητας» (ανέκδοτη μελέτη). Επιπλέον, αξιοποιούνται οι θεωρητικές προσεγγίσεις των Σκουτέρη-Διδασκάλου (1991), Hendry (2011), Βαρβούνη (2017), Danforth (1982), Σέργη (2007), Ψυχογιού (2008), Halbwachs (2013), Δρουμπούκη (2014) και Αυδίκου (Η Καθημερινή).




























































































Η εμπεριστατωμένη αυτή ανάλυση αποδεικνύει τη ρήση του Ηράκλειτου περί Λόγου και περί Ενότητας των πάντων. Βλέπουμε πως μια φυσική καταστροφή δεν είναι γεγονός τυχαίο, ουδέτερο ή άσχετο από τις ανθρώπινες επεμβάσεις στη φύση και γενικά από εγωϊστικές συμπεριφορές, την εκμετάλλευση της γης μόνο για την επιδίωξη του ατομικού κέρδους. Χωρίς τη συνείδηση της αρμονικής συνυπάρξεως με το φυσικό περιβάλλον, το σεβασμό προς τη γη, τον ουρανό, το σύμπαν που διέπεται από νόμους ο άνθρωπος όσο κι αν προσπαθεί να επιβιώσει, ουσιαστικά κόβει το κλαδί του δέντρου πάνω στο οποίο κάθεται. Τα φαινόμενα καταστροφής είναι ένα καμπανάκι αφύπνισης της άγνοιάς του, εκτός κι αν η άγνοιά του είναι ηθελημένη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜοναδικό έργο. Πηγαίνει πολύ πέρα από την απλή τεκμηρίωση μιας καταστροφής. Είναι μια εικαστικά δομημένη θεραπεία της μικρής αυτής κοινώτητας, που χρησιμοποιεί κάθε δυνατό εργαλείο στην διαθεσή της, από την κοινωνιολογία την ποίηση μέχρι και τα υπαρκτά πρόσωπα, πόρους, ύλες και καλλιτέχνες, για να διαγνώσει τα αίτια. Επιδιώκει να καταγράψει το τραύμα, να τιμήσει την αλληλεγγύη και την θυσία ορισμένων, και να προτείνει ένα μοντέλο ανθεκτικότητας βασισμένο στην συνύπαρξη με τη φύση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι ένα σπάνιο παράδειγμα πώς η ακαδημαϊκή έρευνα, η τέχνη και η ακτιβιστική δράση μπορούν να συγχωνευθούν για να δημιουργήσουν ένα ισχυρό αφήγημα.