Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Ναυτικό ημερολόγιο – Τα δαχτυλίδια του βαφτιστή κι ο αβάφτιστος που κράτησε το όνομά του. Της Χριστίνας Κοντούλη






-Οι όμορφοι άνθρωποι είναι όμορφοι όπως και να ‘χει, δεν χρειάζονται στολίδια. Το μεγαλύτερο στολίδι σ’ ένα σώμα  ή ένα πρόσωπο είναι ο χαρακτήρας. Ναι τα σώματα είναι όμορφα, ναι τα πρόσωπα είναι όμορφα κι αυτό είναι κάτι ελκυστικό, σε έναν κόσμο όπου το διαφορετικό είναι άσχημο, μήπως είμαστε όλοι άσχημοι; Έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι διαφορετικοί.


Πάνω στη γαλάζια ερημιά γράψαμε το όνομά της, από όταν γεννήθηκε μας έμαθαν να τη λέμε θάλασσα, εμείς την λέγαμε ελευθερία. Όταν μιλούσαμε για εκείνη κι όταν τη φανταζόμασταν, όταν τη σιχτιρίζαμε κι όταν κλαίγαμε να την μεγαλώσουμε κι άλλο, πάντα τότε μόνο της δίναμε το πρόσωπό της. Κυρά με τα χίλια πρόσωπα, τα χίλια φύλλα, χίλια έθνη και μια γλώσσα συρτή γεμάτη υγρασία, σκληρή κι αμείλικτη, υπομονετική, χρόνια έγλυφε την πέτρα μέχρι να λιώσει να περάσει κι άλλες φορές ανυπόμονη κι άγρια ανέβαινε πάνω από τα βράχια να ηρεμήσει τα δίκια της. Εμείς θυσιάζαμε σ’ εκείνη πριν το ταξίδι και τη γεμίζαμε με άχρηστα δώρα και φυλακτά, άλλοι φορώντας το πρόσωπο της Αγαύης κι άλλοι σοφότεροι κέρδιζαν την εύνοια της δένοντας τα μάτια τους μ’ ένα μαντίλι κι αποτυφλώνονταν, παραδίνονταν στη θέλησή της και περπατούσαν στο κύμα αφήνοντας πίσω τους πατημασιές χρησμούς για τους μύστες. Κάποιοι στάθηκαν μπροστά της ντυμένοι αλαζονικοί Πενθέες μα σαν το ρούχο τους, σχίστηκαν κι εκείνοι κι έμεινε μονάχα το θλιβερό, το κακόηχο προσωπείο…
Κι εμείς νεοσσοί κι ασχημάτιστοι, αφύλαχτοι, ανεβήκαμε στο καράβι, με σώματα τρυφερά κι ανέγγιχτα, γυμνά, ντροπιασμένα για την άγνοιά μας, να κάνουμε την πρώτη μας θυσία.
-Αφήστε τα γούρια των γονιών σας, τα πορτοφόλια σας κι όσα έχετε ντυθεί, αφήστε ό,τι κουβαλάτε μαζί σας, αφήστε τις φωτογραφίες των φίλων και των ερώτων σας, αφήστε τους λογαριασμούς σας, άμα θα συναντήσετε την θάλασσα , άμα θα συναντήσετε την ελευθερία θα’ χετε μαζί ό,τι θα είχατε στο θάνατο. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα ’ρθει μαζί σας στην ελευθερία παρά μόνο ό,τι χωράει στο κεφάλι σας, ακόμα και το ίδιο σας το σώμα, σήμερα μένει εδώ.
Ένας ψηλός γέρος βγήκε από την καμπίνα. Τα μάτια του ήταν παράξενα, θολά. Το πρόσωπό του είχε κάτι ακόμη πιο περίεργο, σε κάθε έναν μας έμοιαζε αλλιώς, κανένας δεν μπορούσε να τον περιγράψει κι όμως για όλους είχε κάτι γνώριμο. Στα δάχτυλά του φορούσε δώδεκα δαχτυλίδια. Κάποια από αυτά ήταν γυρισμένα ανάποδα κι είχανε πάνω μια μικρή σκαλιστή άγκυρα, τα άλλα δεν μπορούσα να τα δω καλά μα είχα την αίσθηση πως κάποιο από αυτά έγραφε τα ονόματά μας… Ο καπετάνιος ήρθε προς το μέρος μας και πιάνοντας έναν από το σβέρκο του βούτηξε το κεφάλι στο νερό.
Έπειτα από λίγο κι ενώ εμείς κοιτούσαμε με αγωνία, ο άνθρωπος έπαψε να κουνιέται. Τότε ο καπετάνιος τράβηξε τα χέρια του κι ο άνθρωπος σηκώθηκε με το νέο του δέρμα. Στο σώμα του είχαν σχηματιστεί τα όπλα του. Ένα ασημένιο μελάνι έβγαινε από τη θάλασσα κι απλώνονταν απάνω του παίρνοντας σχήματα που έμοιαζαν με αστερισμούς.
-Τώρα ανήκεις στη σκέψη σου, τώρα ανήκεις στην κρίση σου, τώρα ανήκεις σ’ εσένα. Πάνω σου να γράφονται οι επιλογές σου, πάνω σου να γράφονται οι πράξεις σου, βαφτίζεται ελεύθερο το σώμα σου, πάρε τα χρώματα και το όνομα που διάλεξες, ας είναι δυνατά τα μάτια σου να βλέπουν την αλήθεια, ας είναι δυνατά τα αυτιά σου να την βρίσκουν μέσα στα ψέματα, ας είναι δυνατή η μύτη σου να βρίσκεις τα χνάρια της, ας είναι δυνατή η γλώσσα κι ας είναι δυνατά τα χέρια σου να την πουν, να την κρατήσουν, σε παραδίνω στην σκέψη σου, ας σε παραδώσει κι η ελευθερία σ’ εσένα. Είπε ο καπετάνιος και ντύνοντας τον άνθρωπο με πορφυρά και μοβ του ψιθύρισε το όνομά του. 
Όταν έφταναν οι βαφτίσεις στους τελευταίους, στο κατάστρωμα είχαν συγκεντρωθεί λογιών λογιών πλάσματα και μας κοιτούσαν από ψηλά, κάθε βαφτισμένος είχε πάρει τη θέση του ανάμεσα στις κάστες, τη μορφή, τα αστέρια και το όνομά του. Κάποτε έφτασε και σ’ εμάς η ώρα. Πήγα πρώτος μπροστά στον καπετάνιο και του έδηξα τα υπάρχοντά μου. Δεν είχα φωτογραφίες αγαπημένων, ούτε φυλαχτά, δεν είχα χρήματα, ούτε λογαριασμούς, δεν είχα τίποτα. Ο καπετάνιος με κοίταξε καλά από πάνω μέχρι κάτω.
-Πως σε λένε;
-Όπως θέλεις, του είπα χωρίς να ξέρω γιατί, κάτι μέσα μου με έσπρωχνε να αντιδράσω. Ο καπετάνιος με κοίταξε ξανά κι ύστερα έστρεψε τα μάτια του στα δικά μου. Το βλέμμα του είχε και πάλι κάτι απροσδιόριστα παράξενο, διαφορετικό αυτή τη φορά, σαν μια μικρή φλεγόμενη ύπαρξη να μου χαμογελούσε μέσα από τα ομιχλώδη του μάτια.
-Μισός στεριανός… μισός θαλασσινός…. Το όνομα που θα έχεις είναι αυτό που έχεις ήδη. Εσύ δε θα βαφτιστείς σήμερα. Ή  θα κρατήσεις το όνομά που έχεις σε όλο το ταξίδι ή θα διαλέξεις το καινούργιο σου όνομα μονάχος σου, εμείς δε θα σου δώσουμε κανένα. Ούτε ρούχο θα πάρεις ούτε χρώμα, αν θέλεις ρούχα θα τα φτιάξεις μόνος σου κι αν θέλεις χρώμα θα δημιουργήσεις ένα καινούργιο, ούτε όπλα θα σου δώσουμε , ούτε αστέρια να προσευχηθείς. Δεν έφερες πρόσφορο για την ελευθερία, το πρόσφορο θα είσαι εσύ. Μα θα έχεις μια επιλογή κι αυτή θα είναι η προσφορά μας, κανείς από όσους βαφτίστηκαν σήμερα δεν θα κατέβει από το πλοίο, εσύ όμως θα μπορείς, μα αν κατέβεις δε θα ξαναγυρίσεις. Έκανε ο καπετάνιος κι έπειτα στάθηκε σιωπηλός απέναντί μου περιμένοντας την απάντηση. Αισθάνθηκα ξαφνικά μια δυσφορία, όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω μου κι ήταν παράξενο πως όλοι περίμεναν την απάντησή μου, άλλοι έβλεπαν ήδη την πλάτη μου καθώς έβγαινα από τη θάλασσα και εξαφανιζόμουν ανάμεσα στα χορτάρια κι άλλοι περίμεναν να βάλω τα κλάματα και να ικετέψω. Κοίταξα δίπλα εκείνους που ακόμη περίμεναν τη βάφτιση κι εκείνους που είχαν βαφτιστεί, ένας από τη σειρά μας χαμογέλασε κι έστρεψε τα μάτια του προς τα πάνω. Τότε γύρισα και κοίταξα τον ουρανό, πίσω από την αχνή πάχνη  των σύννεφων ξεχώριζε ο αστερισμός του Ωρίωνα…
Ανάμεσα στους βαφτισμένους και σ’ εκείνους που περίμεναν , υπήρχε μια πλωτή ξύλινη  γέφυρα που ένωνε τη στεριά με το πλοίο. Χτύπησα τη χούφτα μου όσο πιο δυνατά μπορούσα κι ύστερα παίρνοντας ένα από τα σανίδια της γέφυρας χάραξα στο χέρι μου τ’ αστέρια της ζώνης. Όταν τελείωσα το άφησα στα χέρια του βαφτιστή.
-Αφού το πρόσφορο είμαι εγώ, δίνω σαν πρόσφορο τον πόνο μου, το ξύλο σας και την επιλογή μου. Κι από δω και μπρος αυτά θα είναι τα όπλα μου στο ταξίδι. Κι αν θέλω να ταξιδέψω στη στεριά θα το κάνω κι αν θέλω να ταξιδέψω στη θάλασσα θα πάρω ξύλα από τη γη και θα φτιάξω καράβι κι αν το όνομά μου είναι σήμερα Δούλος κι αύριο Δούλος θα’ ναι μα θα ‘με ελεύθερος όχι γιατί με βάφτισαν έτσι, όχι γιατί εσύ επέλεξες να μου δώσεις την ελευθερία μου αλλά γιατί την έχτισα με τον πόνο μου, το ξύλο σας και την επιλογή μου. Είπα και πηγαίνοντας κοντά στον βαφτιστή πήρα το ξύλο από τα χέρια του και το έμπηξα στην άμμο εκεί που συναντιόνταν η ξηρά κι η θάλασσα.
-Το χρώμα μου θα ‘ναι το χρώμα του αίματος κι αυτό το ξύλο θα ‘ναι το πρώτο κομμάτι του καραβιού μου. Δεν τάζω στη γη ούτε στη θάλασσα τίποτα, δεν τάζω τίποτα στην ελευθερία, παρά μονάχα τάζω αυτά τα τρία πράγματα σ’ εμένα κι αυτά ας με περάσουν στη γη, στη θάλασσα και στην ελευθερία.
Οι βαφτιστές ψιθύριζαν μεταξύ τους ρίχνοντας μου άγριες ματιές, μπροστά στη φωτιά της θυσίας που πάλλονταν από τον άνεμο οι μορφές τους άρχιζαν να αλλοιώνονται κι οι περίτεχνες στολές τους να θυμίζουν φτερά από μαύρες κότες ενώ μικρές τσιριχτές αποδοκιμασίες  έπεφταν από τις γλώσσες τους. Οι βαφτισμένοι τώρα άρχιζαν κι εκείνοι να τους μοιάζουν. Κοίταξα ψηλά: Η απαλή πάχνη που σέρνονταν νωχελικά στον ουρανό είχε δώσει τη θέση της σε γκρίζα παραφουσκωμένα σφουγγάρια   ενώ η θάλασσα ακολουθούσε το παράδειγμα τους χτυπώντας ολοένα και πιο δυνατά το αραγμένο σκαρί. Τα κύματα έρχονταν σε τριάδες που όσο πήγαινε και δυνάμωναν ορμώντας με μανία πάνω στο κατάστρωμα ξεπλένοντας τα στολίδια από τους ανόητους βαφτιστικούς.




Οι βαφτιστές στρίγκλιζαν ανάμεσα στα δόντια τους τις λέξεις «ύβρης», «βλασφημία» , «τιμωρία». Κι οι «απελευθερωμένοι δούλοι» έτρεχαν τώρα πάνω κάτω στο κατάστρωμα ψάχνοντας τους ψιθύρους με τα ονόματά τους που είχαν πέσει στις τρύπες του ξύλου. Ο άνεμος έκανε τα κύματα να ψηλώνουν όλο και πιο πολύ γλείφοντας βιαστικά το καράβι ενώ η φωτιά τίναζε τη χαίτη της παραμιλώντας νανουρίσματα για τους ναυαγιστές που έσερναν τα βήματά τους στη βυθισμένη έρημο. Οι αβάφτιστοι  ανάμεσα σε στεριά και θάλασσα τραβούσαμε όσους από τους βαφτισμένους προλαβαίναμε, μα τα ρούχα τους ήταν βαριά και οι ψίθυροι τριγύριζαν σαν σφήκες πάνω από τα κεφάλια τους κάνοντας όλο και πιο δύσκολο να τους τραβήξουμε έξω. Κάποιοι πάλι ξεγυμνώνονταν για άλλη μια φορά κι έτσι γυμνοί κι ανώνυμοι ήταν πιο εύκολο να κολυμπήσουν.
Ξάφνου  το βλέμμα μου έπεσε στο γέρο καπετάνιο. Στέκονταν καταμεσής του  χάους κοιτώντας πότε γύρω του πότε τα ρούχα του. Έμοιαζε σκεπτικός. Πήγα προς το μέρος του πιστεύοντας πως είχε σοκαριστεί από την καταιγίδα, εκείνη τη στιγμή όμως πρόσεξα πως δεν ήταν η καταιγίδα ούτε οι βαφτιστές , ούτε οι βαφτιστικοί , ούτε κι εγώ αυτό που είχε προκαλέσει το σοκ. Ήταν η αντανάκλαση του. Τώρα φορούσε δυο πρόσωπα, κι είχε χάσει τα μάτια της Κασσάνδρας. Ο Πενθέας έριξε τις εντολές κι Αγαύη τις μάζεψε με κακή πίστη. Μέσα στα νερά δέκα μικροί Πενθέες και Αγαύες φώναζαν ντυμένοι με ψιθυριστά ονόματα, πολύχρωμους χιτώνες και μπαλωμένα μεσοφόρια γεμάτα πρόσφορα ανόητων δούλων που πίστευαν πως πλήρωναν αντίτιμο για την ελευθερία τους μα στην ουσία πλήρωναν ενοικίαση έξτρα χεριών κι αιώνια υποταγή. Κι εμένα που δεν ήμουν διόλου εξυπνότερος , ούτε ομορφότερος, ούτε δυνατότερος, ούτε πιο ικανός με είχε γλιτώσει αυτή η μικρή μέλισσα μέσα στο κεφάλι μου που αντιδρούσε στους προκάτ όρκους. Τώρα αυτή η μέλισσα τσιμπούσε τον γέρο βαφτιστή που νόμιζε ή που ήθελε να νομίζει πως υπηρετούσε την μεγάλη ιδέα.
Εκείνη τη στιγμή κάτι μέσα μου με έκανε να σηκώσω το χέρι και να χώσω ένα γερό πάτημα στον βαφτιστή μέσα στην κολυμπήθρα. Όταν έβγαλε το κεφάλι του από το νερό το πρόσωπό του είχε καθαρίσει.
-Είσαι ακόμα καπετάνιος, τι θα γίνει με το καράβι, πρέπει να το βγάλουμε έξω.
-Όχι, πρέπει να το σπάσουμε, έκανε και μπαίνοντας πιο βαθιά μέσα στα αγριεμένα νερά άρπαξε το πρώτο ξύλο.
-Εμπρός σύντροφοι! Φώναξε κάποιος μέσα στο πλήθος. Οι λέξεις όπλισαν τα χέρια κι όλοι έτρεξαν προς τη θάλασσα. Μα κάποιος άλλος είχε μια καλύτερη ιδέα. Την ίδια στιγμή που αβάφτιστοι κι ξεβαφτισμένοι ετοιμάζονταν να ρίξουν το άδειο σκαρί κάποιος στο βάθος σκέφτηκε να το γεμίσει. Κρατούσε στο χέρι μια φωτογραφία, την κράταγε από το πίσω μέρος χαμηλά κι έτσι δεν είδαμε τη έδειχνε μα καθώς περνούσε ανάμεσά μας κάτι μας έκανε να σταματήσουμε. Έφτασε κοντά στο τρύπιο σκαρί, που τώρα έμοιαζε περισσότερο με  Ελβετική γραβιέρα παρά με καράβι και βούλωσε μια τρύπα με τη φωτογραφία του.
-Δεν θα ξεχάσουμε, ούτε θα χαρίσουμε αυτό που μας κάνει να ζητάμε ελευθερία, δεν θα το θυσιάσουμε σε κανένα βωμό, ό,τι είχαμε το είχαμε για να μας θυμίζει κάποιο μέρος που λέγαμε σπίτι, κι ό,τι δεν είχαμε ήρθαμε να το βρούμε εδώ, είπε ρίχνοντας μου μια χαμογελαστή ματιά. Αυτό σημαίνει να είσαι ελεύθερος, να θυμάσαι, ό,τι σε έκανε να προχωράς, καλό ή κακό, ό,τι σε έκανε να είσαι αυτός που είσαι, ό,τι θα σαι κάνει αύριο αυτόν που θα γίνεις! Ελευθερία δεν είναι να ξεχνάς, είναι να θυμάσαι, σε πείσμα όσων ξεχνούν , σε πείσμα όσων θέλουν να ξεχάσουμε τους λόγους που παλεύουμε για την ελευθερία, αυτοί οι λόγοι δεν είναι πρόσφορο, αυτοί οι λόγοι είναι ο λόγος.  Γεννηθήκαμε γυμνοί μα σήμερα εδώ δεν ήρθαμε έτσι, ήρθαμε φορώντας τα βάρη μας, ήρθαμε φορώντας τα ρούχα του εαυτού μας, ήρθαμε για να επιλέξουμε όχι για να επιλέγουμε. Κι εσύ, γύρισε προς το μέρος μου, που δεν έφερες τίποτα, σήμερα έφερες την αλλαγή, έφερες την ελευθερία.
Οι άνθρωποι χαμογέλασαν. Κανείς δεν είχε προσέξει πως η καταιγίδα είχε περάσει. Τώρα κρατούσαν στα χέρια τους τα όπλα τους, τώρα κρατούσαν στα χέρια τους τους λόγους. Το πλαγκτόν που λαμπύριζε στα σώματά τους ζωγραφίζοντας τυχαίους αστερισμούς είχε κι εκείνο χαθεί μέσα στην ταραχή και τα νερά, τώρα λαμπύριζαν μόνο δυνατά βλέμματα. Τότε κατάλαβα τι εννοούσε εκείνο το παραμύθι που μας έλεγαν μικρούς γιατί εκείνο το ξημέρωμα είδα τα χίλια πρόσωπα της θάλασσας να χτίζουν την ελευθερία τους, κοιτάζοντας το μέλλον με χίλια λαμπερά μάτια.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου