Η έκθεση του 950-2016) στον νέο χώρο της γκαλερίCitronne στην Αθήνα θέτει το ζήτημα της επανεκτίμησης του έργου – τριανταένα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή του στη Γκαλερί Ζουμπουλάκη το 1987, και τριάντα χρόνια από την ολοκλήρωσή του στο Aperto της 43ης Μπιενάλε της Βενετίας το 1988.
Η πρόκληση είναι ερεθιστική γι αυτόν το πληθυσμό αλληλοεξαρτώμενων γλυπτών που αποτελείται από εκατόν εξήντα τέσσερις «πλάκες-μήτρες» (χάρτες), και τρείς χιλιάδες «στοιχεία». Πρόκειται, δίχως άλλο, για ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής μεταπολεμικής γλυπτικής, που η αχλή του ξεπερνά κατά πολύ μια τέτοια συμβατική διατύπωση.
Στην έκθεση μαζί με ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα του έργου εκτίθεται και ένας άγνωστος μέχρι σήμερα χειροποίητος άτλαντας του έργου που επεξεργάστηκε ο καλλιτέχνης με τη μορφή ενός βιβλιοδετημένου τόμου που συμπεριλαμβάνει φωτοτυπημένες φωτογραφίες, αυτόγραφες σημειώσεις, υπολογισμούς και σκίτσα, καθώς και δύο διπλωμένες έγχρωμες σελίδες που απεικονίζουν όργανα του ανθρώπινου σώματος από βιβλίο ανατομίας.
Ξεκινώ από την ίδια τη σύλληψη του έργου η οποία βασίζεται στο τέχνασμα της Αριάδνης. Εννοώ το σημάδεμα του δρόμου «σπέρνοντας πέτρες σε μια γραμμή, ή χαρτάκια, ή κλαδιά ή άλλα ετερόκλητα αντικείμενα», όπως γράφει ο ίδιος ο Γιώργος Λάππας στο σημείωμα που συνοδεύει την έκθεση του έργου στη Μπιενάλε της Βενετίας. Παραθέτω ένα απόσπασμα από τη συνέχεια:
«Αφού δούλεψα πάνω από δύο χρόνια, κάποτε μου φάνηκε πως τα στοιχεία λειτουργούσαν συγχρόνως και σαν χάρτης ενός κόσμου, με την έννοια των παλιών ‘mappemonde’.
Στο έργο ‘Mappemonde’ γίνονται αναφορές σε μια οικογένεια έργων: του Fahlström, τουCragg, του Woodrow, της σειράς ‘Οι Εντολές’ του Kirili και του έργου του Carl Andreβασισμένο στο ‘I Ching’.
Θέλω να συμπληρώσω πως σκοπεύω να χρησιμοποιήσω αργότερα έναν παρόμοιο ‘χάρτη’ σαν ένα δίχτυ και να ενσωματώσω στις διατάξεις του στοιχεία μιας άλλης τάξης, μηχανήματα, ζώα ή και πρόσωπα.
Να πω και δύο λόγια για τις πλάκες-μήτρες που κόπηκαν τα στοιχεία. Μελέτησα τα ιερογλυφικά και τους κώδικες των Μάγια και διαμόρφωσα έναν τρόπο παραγωγής και διάταξης που ακολούθησα σε όλο το έργο. Το δυσκολότερο είναι η εξόρυξη των εικόνων από μέσα μας.»
***
Όπως μπορείτε να υποθέσετε έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έργο μυστικιστικού χαρακτήρα, το οποίο αυθόρμητα θα μπορούσε κανείς να συνδέσει και με την αιγυπτιώτικη καταγωγή του καλλιτέχνη (Κάιρο). Το Mappemonde είναι μια μικρογραφία ενός κόσμου που στον πυρήνα του βρίσκεται το ζήτημα της ταξινόμησης. Ή μάλλον καλύτερα, της «διάταξης» μιας σειράς στοιχείων γύρω από ένα μυστικό νόημα. Για μια στιγμή σκέφτομαι ότι θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε και διαφορετικά: μια αλληγορία της πάλης ανάμεσα στο χάος και την τάξη (ή τη «διά-ταξη») που διαθέτει κάτι αρχέγονο και σύγχρονο ταυτόχρονα.
Σε κάθε περίπτωση η αναδιάταξη της γλώσσας του κόσμου είναι το μείζον θέμα αυτού του έργου. Ο Λάππας, στην 35η σελίδα του βιβλιοδετημένου τόμου των σημειώσεων, μας παρέχει ένα περιορισμένο λεξιλόγιο, υπό μορφή καταλόγου, ορισμένων στοιχείων του Mappemonde, το οποίο εναλλάσσεται με γεωμετρικά σχήματα και σημεία στίξεως: «σκιά, γουρούνι, αίμα, ριξιά, άγγλοι[;], φύκι μπλε, αστέρι, πηγάδι, αλήθεια, 7, 9, φορεύς, 12, νησίδα, ποτάμι, Μπρανκούζι».
Εφόσον κάθε γλώσσα είναι ένα αλφάβητο συμβόλων, η χρήση της προϋποθέτει –για όποιον θέλει να την καταλάβει– μια μετάφραση ή τουλάχιστον ένα κοινό παρελθόν στην επικοινωνία της. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να δούμε και ν’ αντιληφθούμε σήμερα το Mappemonde; Η απάντηση που μου ’ρχεται αβίαστα είναι να το διαβάσουμε – προσέξτε: «Διαβάζω, ήγουν Διαβιβάζω, σημαίνει διέρχομαι, διαπερνώ· όθεν το ρηματικόν Διαβάτης», σημείωνε ο Αδαμάντιος Κοραής στα Άτακτα το 1828. Να το διαβάσουμε, λοιπόν, σαν μια τρισδιάστατη ποίηση ιερογλυφικών, μια γλυπτική γλωσσικών στοιχείων, ένα γλυπτό-κείμενο σχεδόν σημειωτικής τάξεως, που μπορεί να γίνει κατανοητό «μέσα σε μια ολότητα και [να] περικαλυφθεί μέσα στα φύλλα ενός τόμου ή ενός βιβλίου» 1: για σκεφτείτε ότι «γράφω σημαίνει χαρτογραφώ, σημαίνει “είμαι χαρτογράφος”».2
Ιδού πώς περιγράφει ο ίδιος το έργο, σε μια συνέντευξη του στο περιοδικό Τεύχος (3, 1990), συνοψίζοντας την εμπειρία του, δύο χρόνια μετά την παρουσίασή του στην Μπιενάλε της Βενετίας:
«Πιστεύω πως με τον καιρό θα καταλάβω αν ο χάρτης αυτού του κόσμου είναι ένα είδος “κειμένου”. Αυτό το υποπτεύτηκα όταν είδα το έργο από ψηλά, από το δεύτερο πάτωμα τωνArsenale στη Βενετία. […] Η απλωμένη μάζα από σιδερένιες εικόνες είναι προϊόν ένας μεθοδευμένου παραληρηματικού τρόπου εργασίας. […] στο Mappemonde η έννοια του κατακερματισμού πολλαπλασιάζεται, είναι σπαρμένες εικόνες ενός “πολιτισμού” κατά κάποιο τρόπο. Είναι ένας “πολιτισμός” του οποίου θα ήθελα να είμαι ο Scribe και ο Champollion. Ο παραλληλισμός αυτός στη φαντασία μου έφτασε μέχρι το σημείο να φτιάξω μαζί με τοMappemonde και τη στήλη της Rosetta του. Ένα βιβλίο μυστικό. Νομίζω ότι για ένα διάστημα είχα χαθεί σε μια προσπάθεια να καταλάβω τι θα μπορούσε να είναι “κίνηση” μέσα στοMappemonde. Τώρα καταλαβαίνω ότι η ουσιαστική ιδέα ήταν η συρραφή, η συναρμολόγηση του κατακερματισμένου, μια “συστολή”, όπως πολύ σωστά το διατύπωσες.»6
Στα τρία συναπτά αποσπάσματα αυτής της συζήτησης του Γιώργου Λάππα με τον Χρήστο Παπούλια βρίσκουμε συγκεντρωμένες τις προϋποθέσεις, τις προθέσεις και τη μεθοδολογία συγκρότησης του υπό εξέταση έργου και μια πιθανή αποκαλυπτική περιγραφή του ευρήματός μας. Σχηματοποιώ, ξεκινώντας από το τελευταίο: (α) την πιθανή αντιστοιχία του βιβλιοδετημένου τόμου που μόλις ξεφυλλίσαμε με το «μυστικό βιβλίο»· (β) τη νοηματική του ραφή («κείμενο»)· (γ) τη μεθοδολογική του αρχή («παραλήρημα»)· (δ) την εκφραστική του ύφανση («συρραφή, συναρμολόγηση»)· και (ε) τρεις από τις αλληγορικές λαβές του: τον «Scribe», δηλαδή τη φιγούρα του γραφέα-αντιγραφέα, τον «Champollion», τουτέστιν τον αποκρυπτογράφο των αιγυπτιακών ιερογλυφικών, και το μείζον γλωσσολογικό του επίτευγμα: την κατανόηση της τρίγλωσσης «Στήλης της Ροζέτας», που βρέθηκε στο βορειοδυτικό δέλτα του Νείλου. Με αυτά τα εφόδια μπορούμε πλέον να εντοπίσουμε εκείνα που δεν πρέπει να σβήσουν ούτε να ξεχαστούν από το Mappemonde του Γιώργου Λάππα.
Παραλείπω, για λόγους οικονομίας, άλλους πιθανούς συμπληρωματικούς συνειρμούς και συσχετίσεις. Δεν μπορώ, ωστόσο, να αποφύγω την –υποθετική έστω– σύνδεση του «μυστικού βιβλίου» του Mappemonde με την παράδοση του liber mundi. Δηλαδή, με όλη εκείνη την πλατωνική και θεολογική παράδοση που εξετάζει τον ορατό κόσμο με συμβολικούς όρους, ως ένα σύστημα σημείων και κρυπτογραφημένο («μυστικό») μήνυμα.
Ένας συγγραφέας που τον απασχόλησαν παρόμοια ζητήματα, όπως ο Μπόρχες, σημειώνει στο «Άλεφ»: «Σε ανάλογες περιπτώσεις, οι μύστες δεν φείδονται αλληγοριών: για να αποδώσει τη Θεότητα, ένας Πέρσης μιλάει για ένα πουλί που κατά κάποιον τρόπο είναι όλα τα πουλιά μαζί· ο Αλανός της Λίλλης, για μια σφαίρα, το κέντρο της οποίας είναι παντού και η περιφέρειά της πουθενά· ο Ιεζεκιήλ, για έναν άγγελο με τέσσερα πρόσωπα, που κατευθύνεται ταυτόχρονα προς τη Δύση και την Ανατολή, προς τον Βορρά και τον Νότο».
Υπ’ αυτήν την έννοια, το Mappemonde καθιστά τον Λάππα έναν σύγχρονο γλύπτη μυθολόγο, ο οποίος στην περίπτωση αυτή δεν σμιλεύει τόσο –γλύφοντας με τη σμίλη κάποιο υλικό– αλλάκατασκευάζει, χαράσσει, κόβει και προπάντων συναρμολογεί. Ο τρόπος του είναι ένα μοντάζ γλυπτών σχημάτων, στοιχείων και μορφών, ώστε το νόημα να παραμείνει καθολικό και ταυτόχρονα θρυμματισμένο. Το γενικό της γνώσης να συσχετίζεται με το ειδικό της γλυπτικής. Η ολοκλήρωση με το ατελεύτητο (non finito). Το Mappemonde είναι, λοιπόν, ένα σύνθεμα αποθησαύρισης, όπου η δουλειά του καλλιτέχνη είναι κατασκευαστική και συνδυαστική(τουτέστιν μαγική), που επανατοποθετεί τη γλυπτική στο κέντρο του κόσμου.
Μη ξεχνάμε, άλλωστε, τη μυθική καταγωγή της γλυπτικής –που δύσκολα μπορούμε να αποφύγουμε την έλξη της– και τον θρύλο εκείνο που υποστηρίζει ότι οι πρώτοι γλύπτες ήταν δαίμονες (Τελχίνες) και τα πρώτα γλυπτά είχαν μαγικές ιδιότητες που τα έκαναν ακόμη και να ζωντανεύουν. Το μυθικό Γκόλεμ του εβραϊκού μυστικισμού –το όνομά του προέρχεται από μια λέξη της Βίβλου και σημαίνει το «ακατέργαστο», το ανθρώπινο πρόπλασμα– δεν είναι παρά η συνέχιση μιας τέτοιας παράδοσης «ζωντανών γλυπτών». Πιο ζόρικη, στις συμπαραδηλώσεις της, είναι η εξήγηση που προσθέτει ο Σάββας Μιχαήλ: «Η κατασκευή ενός τεχνητού ανθρώπου, του Γκόλεμ, στην εβραϊκή παράδοση, δεν θεωρείται μαγεία άλλα μίμηση της πράξης δημιουργίας του Αδάμ από τον Θεό, imitatio Dei, ή, στη βιβλική γλώσσα, ένα Κιντούς Α-Σεμ, αγιασμός του Ονόματος».3
Αν το έργο αυτό το διαπερνά ένας μελαγχολικός τόνος, αυτός οφείλεται σ’ εκείνο που ο ίδιος ο καλλιτέχνης περιέγραψε στο προσωπικό του σημείωμα: «Το δυσκολότερο είναι η εξόρυξη των εικόνων από μέσα μας». Με δύο λόγια, όχι η imitatio Dei της εβραϊκής παράδοσης αλλά μια, κατά κάποιον τρόπο, Imitatio Hominis: η εξόρυξη (διαμέσου μιας χαρακτηριστικής γλυπτικής πρακτικής) της εικόνας και της ομοίωσης του εαυτού μας. Η δυσκολία αυτή προσδίδει στοMappemonde έναν «υπο‑νεωτερικό» χαρακτήρα από τη στιγμή που το έργο αυτό χαρτογραφεί την ίδια τη γλυπτική, της οποίας μια τουλάχιστον δεσπόζουσα πλευρά (η «εξόρυξη των εικόνων») είναι κατειλημμένη από αυτή τη δυσκολία.
Ιδού μια σύγχρονη εκδοχή του «φαντάσματος της ψυχής», όπως το όρισε κάποτε ο Αριστοτέλης, και η πολιτική διάσταση αυτού του έργου, η οποία έγκειται σε μια άλλη χρήσητης αλληγορίας, της επαναμύθευσης, του παράδοξου, της χαρτογραφικής έκπληξης και της καταλογικής ειρωνικής ιδιοσυγκρασίας. Η υλικότητα αυτής της ειρωνικής –ή περιπαικτικής– ενατένισης του Λάππα είναι μια παραμελημένη στις μέρες μας, αλλά εντελώς σύγχρονη πολιτική στάση. Η οποία τείνει στον κλονισμό όλων των οικειοτήτων και τω στερεοτύπων της σκέψης.
***
Το επόμενο βήμα σ’ έναν τέτοιο συλλογισμό είναι να θέσουμε το ερώτημα: Τι είναι, εντέλει, τοMappemonde; Έχω την αίσθηση ότι πρόκειται για την επιτομή μιας γλυπτικής σιωπηλής, χάρη στην οποία όλος αυτός ο πληθυσμός των γλυπτών γίνεται ένα σύνολο μεταλλικών ιδεογραμμάτων ή εικονογραμμάτων (που προκύπτουν από «εξόρυξη»). Δηλαδή, ένα γεγονόςυλικό και οπτικό, του οποίου το περιεχόμενο είναι ένας κόσμος ανύπαρκτος όσο και πραγματικός: όπως η ουτοπία, το «Άλεφ» ή ακόμη και τα περίχωρα του παραδείσου. Δηλαδή ένας κόσμος του οποίου η κατανόηση προϋποθέτει και τη δική μας διαθεσιμότητα, αν όχιτελετουργία. Παράδεισος, εξάλλου, λέγεται και το παλιό επιτοίχιο ξυλόγλυπτο με τα ρόδα, τους αγγέλους και τα λουλούδια, που ο Γιώργος Λάππας και η Αφροδίτη Λίττη απέκτησαν μερικά χρόνια πριν από το παλαιοπωλείο της Ηρακλείτου.
1. Ζακ Ντεριντά, Περί Γραμματολογίας, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1990, σελ. 38.
2. Gilles Deleuze, «Ένας νέος χαρτογράφος» (1986), στο Φουκώ, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος. Πλέθρον, Αθήνα 2005, σελ. 84.
3. Σάββας Μιχαήλ, Γκόλεμ ή Περί υποκειμένου και άλλων φαντασμάτων. Άγρα, Αθήνα 2010.
Διαβάστε περισσότερα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου