Στην εικαστική εγκατάσταση στον χώρο «έρωτας για πάντα / όφις οφιόδηκτος» αναπτύσσονται σε μεταβλητές διαστάσεις τέσσερεις ενότητες έργων: Α/ βιντεοπερφόρμανς καταγραμμένη στα εγκαταλειμμένα σύνορα Λαιμού-Ντούπενι Πρεσπών σε συνομιλία με ένα ζωγραφικό έργο στο πάτωμα, Β/ στρωμένο τραπέζι με την σκιά του, Γ/ στον μεταμορφωμένο λεκέ στο πάτωμα, με οργάνωση έργων ζωγραφικής και κατασκευών με ευρεθέντα αντικείμενα, Δ/ μια γλυπτική αιωρούμενη γυναικεία μορφή σε άνωση. Υλικά:ζωγραφική εναπόθεση βιντεοπροβολής σε δυο μέσα, γλυπτική με πλαστικές ύλες και σίδερο, κεντημένα πανιά, επεμβάσεις σε ευρεθέντα αντικείμενα) Συμμετέχοντες καλλιτέχνες:Αναγνωστοπούλου Πέννυ, Αντωνακάκη Σοφία, Διαμαντοπούλου Μαρία, Διαμαντοπούλου Χρύσα, Κοντοσφύρης Χάρης, Κούλη Ειρήνη, Λεωνίδου Σοφία, Χριστοπούλου Μάγδα. Επιμέλεια: Διαμαντοπούλου Χρύσα. Αλληλεπίδραση: Κοντοσφύρης Χάρης.Υποστήριξη: Ανδρέας Θανασούλας Συντονισμός: Μαρία Φραγκή
Όταν κάποιος θέλει να διερευνήσει την ειλικρίνεια μιας έντιμης ψυχής και πώς θρυμματίζεται η συνείδηση, θα ασχοληθεί με μικροϊστορίες της επίδρασης των προσωπικών επιλογών στο κοινωνικό και εθιμικό περιβάλλον των εμπλεκόμενων. Η Γκόλφω, ενώ αποτελεί ιστορία έκπληξη, απορρέει από τέσσερεις άλλες γυναικείες συνειδήσεις, αυτές της Ιουλιέτας, της Αρετούσας, της Χλόης και της Εύας, σε αντιστοιχία με τον Ρωμαίο, τον Ερωτόκριτο, τον Δάφνη και τον Αδάμ. Η καθεμιά τοποθετεί το γενετήσιο ένστικτο ως δεσμό αιώνιο στον πήχη της αγνότητας, όπου θα αποδεθεί των κοινωνικών εξαναγκασμών. Η ειλικρίνεια αποφαίνεται των επιλογών για κοινωνική συμπερίληψη. Τα πολιτισμικά ήθη εξαναγκάζουν τις δρώσες να λειτουργήσουν αναπάντεχα συνειδητά και να εξελίξουν τα καταναγκαστικά γεγονότα.
Στον δημόσιο βίο, ο προσωπικός και ο ιδιωτικός εαυτός σιγοκαίεται στην εκατόμβη των παραδοσιακών τρόπων κοινοτικής οργάνωσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις ανθρώπων οι ατομικότητες ή εξονυχίζονται από την αδιαφορία ή καταλήγουν να θυσιαστούν, καθώς, κατά τον τρόπο αυτό, η κοινωνία θα υποστεί εκείνη την δυσμένεια που θα την αλλάξει. Στην ιστορία της Ιουλιέττας αναδύεται η ιστορία της Αρετούσας και της Γκόλφως. Παρόμοια και στο αφήγημα της Χλόης, ενώ όλες μαζί εντοπίζονται στην οφιόδηκτη Εύα και ανάποδα. Στη διαλεύκανση της κατηγορηματικότητας, η ειλικρίνεια, ως ιδεώδης κρίση, έχει ουσιαστική σημασία. Σε μια πρώτη εκδήλωση η πρόδηλη ειλικρίνεια των προσώπων, όπως η Γκόλφω, είναι αναμφισβήτητη, εφόσον το στίγμα και οι αξίες που προτείνει στην κοινωνία αμφισβητούν την πραγματική και δίκαιη συμπερίληψη. Η εγκαρτέρηση των ηρωίδων, ως πλάσματα ενορμήσεων της εν λαγνείας ζωής και του αθέμιτου πόθου για καρποφορία και διαιώνιση, δύναται να υποστεί βλάβη. Δεδηλώνονται ως υπερασπίστριες της έλλογης ηθικής. Οι ηρωίδες μεσουργούν των ανθρώπινων αντιφάσεων, του ανθρώπου ως το αντίθετο του εαυτού του. Η κοινωνία είναι ένα πεδίο πορείας του ανθρώπου, όπου η έκταση αυτής της πορείας δεν είναι παρά το φανέρωμα της κοσμικής του αποξένωσης. Οι ηρωίδες δεν είναι κύριες του εαυτού τους. Το συναρπαστικό αίσθημα του έρωτα, ως προδιάθεση δυο ατομικότητων σε μία, είναι αναμφίβολα το εύρημα όλων των ανθρώπινων καταστάσεων, για την διεκδίκηση μιας αυθεντικής ζωής, χωρίς το άτομο να πρέπει να διαχωρίζεται συστηματικά από τον πραγματικό εαυτό. Η αυθεντικότητα εκφράζεται αποενοχοποιημένη στη διαύγεια του έρωτα. Η κοινωνία επιζητά απόδοση ρόλων που εξασφαλίζει μια ενεδρεύουσα εξουσία, μια σκηνοθεσία στους ρόλους πυγμής και αδυναμίας. Το κοινωνικό όν συντελείται σε μια υποκριτική αντιπροσώπευση ρόλων επί των ρόλων. Άνθρωπος «πιθηκίζει» άνθρωπο. Οι θεατρικές ενσαρκώσεις της κοινωνικής συνύπαρξης είναι ανειλικρινείς, καταδεικνύοντας την απώλεια της προσωπικής ακεραιότητας. Οι ηρωίδες διακατέχονται από την αλήθεια τους και την αυθεντικότητα στην ορμή της ζωής που δεν χαρίζεται. Στις επινοήσεις της ελευθερίας των Σαίξπηρ, Κορνάρου, Περεσιάδη, του Λόγγου, αλλά και της ιστορίας για το προπατορικό παράπτωμα, η Γκόλφω πιθηκίζει την Αρετούσα και η Αρετούσα την Ιουλιέτα, τη Χλόη, την Εύα και εμείς αυτές. Η φύση και η μοίρα του ανθρώπου δεν κατανοούνται πλήρως μεταξύ αρετής και φαυλότητας. Χρειάζεται στις ιστορίες να παραχθεί οίκτος, αναίδεια και πρόσκρουση προσωπικοτήτων, έτσι ώστε η ηρωίδα στη ζέση της προσπάθειάς της να καταβάλει την απαντοχή, τον πόθο, την επίγνωση εαυτού με απεριόριστες αντιφάσεις. Στο τέλος της ιστορίας να αποδέχεσαι το παράλογο και την άλαλη συμμόρφωση της ατομικής συνείδησης προς την κοινωνιοκρατούμενη προκρούστια εξουσία. Ήταν γυναίκα η Γκόλφω, ήταν γυναίκες ονειροπόλες όλες οι αναφερόμενες που χτυπιούνται από την στεναχώρια, δύσμοιρες βουτηγμένες στην απελπισία, ορθωμένοι ναοί, πουλιά άλαλα στη δύση του ήλιου, νερά γεμάτα βουνό, κουβεντολόι με τον τοίχο, δάκρυα ελευθερίας, ρίγη σφοδρού πόθου, σύγκορμη βροντή με άνεμο και, τέλος, αέρας ελευθερίας αλλά και θανάτου.
Στην εικαστική εγκατάσταση το γεύμα του άγαμου έρωτα στρώθηκε με ψάρια καλομαγειρεμένα για όλους. Πιάτα γεμάτα σιωπές ιχθύων ζέχνουν το ξάφνιασμα, το τέλος της γιορτής. Το γαμήλιο τραπέζι μπαταρισμένο ανάκατο, έτοιμο για την πρόσκρουση με το άφανδρο πλοίο της ανυπομονησίας. Το κρασί χύθηκε κατάχαμα. Η αλήθεια, η αγαθότητα και η ομορφιά σχηματίζουν την κηλίδα του άπιωτου κρασιού. Το κρασί, κόκκινος καθρέφτης, ειδωλοποιεί τον Τάσο με τα μπατιρισμένα μάτια και την ορμέμφυτη Γκόλφω κατάχαμα. Μύγες ξεβρομίζουν τη σκήτη των πιάτων, καίνε τα φτερά τους στα κεριά. Πολυφωνικοί ύμνοι σύρουν μοιρολόγια. Νέες αφηγήσεις εξιστορούνται. Παλαιϊκά αντικείμενα συχνολαλούν αηδόνια. Φαντάσματα γιγαντώνονται. Όλα ρέουν. (Ο Ρωμαίος, εισερχόμενος. -Ω! η καρδιά μου είν’ εδώ. Κ’ εγώ εδώ θα μείνω. Κυλίσου, ζύμη γήινη, το κέντρον σου να εύρης. Σαίξπηρ)
Η σκηνή ενός πλουσιοπάροχου γεύματος ως σκηνή κηδεύοντος εαυτού και αλλήλων είναι σπαραχτική. Στην αναταραχή το κρασί χύνεται από το τραπέζι ως ατυχία και σπονδή. Κηλιδώνει τη γη, ευφραίνοντας το νεκρό ζευγάρι. Το χύμα απλώνεται σχηματίζει την Γκόλφω και τον φοβισμένο Τάσο, κομιστές σπίθας καρβουνιασμένης μέσα στην στάχτη από την ιερή φλόγα του έρωτα. Στο θεατρικό έργο αλλά και στην εικαστική εγκατάσταση «όφις οφιόδηκτος» εγγράφονται δυο εντελώς αντίθετες εθιμικές συμπεριφορές, η ελευθερία και η επιβολή.
Από τη
μια μεριά, ο πολιτισμός αποτελεί μια μη αυθεντική συμπεριφορά, όπου για να
επισπευτεί η ειλικρινής του συστροφή μπορούν μόνο να αντιστραφούν και να αναστραφούν
οι διακηρυγμένες του αρχές και, από την άλλη μεριά, εκπληρώνεται η λειτουργία του πολιτισμού ως ρυθμιστή των
αρρύθμιστων επιλογών. Η ανακατεύθυνση των τετελεσμένων γεγονότων μιας εθιμικής
εκλογικευμένης επιβολής ανθρώπων σε άλλους ανθρώπους γίνεται με αντίσταση και
σμίλευμα τους. Η Γκόλφω είναι μια
γυναίκα που θέλει να εκπληρώσει την ωοτοκία της με βαθειά γενετήσια, σχεδόν
κυτταρική, ευστοχία. Ο Τάσος είναι ο προπατορικός σύντροφος, η φύση τον έχει
προστρέξει στην Γκόλφω, υπάρχει κυτταρική απαντοχή, κοινός ταιριάζουν. Ο
κοινωνικός πολιτισμός θα παρέμβει αμέριμνα και η σύγκρουση στις επιταγές των
άλλων καταλύουν τη διανοητική ακεραιότητα και την ψυχική ανοιχτοσύνη των ηρώων.
Η εγκαρτέρηση και η αξιοπρέπεια μας επιτρέπει να στοχαστούμε τη φύση της
ύπαρξης μας. Είναι συμπεριφορές του προσωπικού πολιτισμού που οποιοσδήποτε θα μπορεί
να σταθεί σώος και αληθινός απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Η κοινή γνώμη
αφήνεται σε μια συμπαγή σύνθεση κανόνων, συχνά άγραφων, που δεσμεύει την
κοινωνία. Η κοινότητα αναγνωρίζει ένα ηθικό βάθος, που προκύπτει από τούτη την
ιστορία αγάπης και συνομολογίας των ηρώων, για αιώνια ένωση επί παντός
αισθητού.
Ο όρκος αποτελεί ένα θάμπος του εσωτερικού δέους που μετατρέπει τον Τάσο και ειδικότερα την Γκόλφω σε ήρωες, με θρυμματισμένη συνείδηση πέρα από την ειλικρίνεια και την υποκρισία της κοινωνικής συμπερίληψης. Έντιμες ψυχές, στο μετερίζι της ανέντιμης κοινωνικής οργάνωσης, εμπλέκονται με την αρχαϊκή δυσαγωγία των ταξικών δομών. Το πρόσωπο αποδέχεται την ταξική του θέση, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή, ως δεδομένη και αναγκαία συνθήκη της ζωής του, ακόμη και αν ανακατευθύνεται αυτορυθμιζόμενη. Η τύχη χαμογελά στον Τάσο για έναν αυθεντικό ταιριαστό προπατορικό γάμο και ένα αταίριαστο γνωμοδοτιμένο γάμο προικός. Ο ακέραιος εαυτός βάλλεται και η Γκόλφω εγκολπώνεται τον θάνατο, ενάντια στην ξιπασιά και την χυδαιότητα («…τα νεκρωθέντα χείλια σου και πώς να σ’ τα φιλήσω;..» Μοιρολόι Μ. Πέμπτης, Βάρος Λήμνου).
Η εγκατάσταση απλώνει τα αφηγηματικά υλικά και αντικείμενα στον αίθριο χώρο υποδοχής, ανάμεσα στις συνεδριακές αίθουσες, σε ένα αρχιτεκτονικό περιβάλλον δέκα παραστάδων κολώνων. Η προσπάθεια επικεντρώθηκε στην αξιοποίηση μιας αρχιτεκτονικής εσοχής (προνοημένης για κυλικείο). Η σκηνογραφική εκτατικότητα της εγκατάστασης στον χώρο εστιάζεται σε ένα εγκαταλειμμένο από τους συνδαιτυμόνες ετοιμόρροπο γαμήλιο τραπέζι, στο φόντο μιας βιντεοπτασίας ενός φυσικού περιβάλλοντος.
Η κάτοψη του συνεδριακού κέντρου Πανεπιστημίου Πατρών. |
Μια γυναικεία μορφή, με παραδοσιακά ρούχα, πηγαινοέρχεται, παραβιάζει δυο όρια: το εγχώριο τοπικό, το θολό και το διασυνοριακό, το χαρτογραφημένο ξεκάθαρα, το οριοθετημένο. Παλεύει να βρει πού να εγκαταλείψει τη σωρό της, στο χωριό της ή στο εξωχώριο. Το βίντεο της Σοφίας Αντωνακάκη, με επαγωγές κοινωνικών συνδέσμων για την απαγόρευση διάβασης συνόρων και ορίων, επιχειρεί τη σωματική κυκλοτερότητα από το σημείο μηδέν στο τίποτα. Οι εθνοκεντρικοί χάρτες είναι ασυνήθιστα παραπλανητικοί σε τέτοια ζητήματα. Η αποσταθεροποιημένη κοινωνικά Γκόλφω, αποεδαφοποιημένη, πασχίζει να εμβαπτίσει τον θάνατό της σε τόπο χλοερό και οικείο. Ακούγεται βαρύ και συγκεχυμένο πολυφωνικό τραγούδι της ηπείρου(Άνω Δερόπολη, πολυφωνικό καραβάνι). Κρατώντας ισχυρή την επιθυμία και το δικαίωμα να γενεσιουργεί με έναν σπερματοδότη ενόσω θα αυτοκλιθούν. Η εναγώνια αφύπνιση του θανάτου της καταγράφηκε στα κλειστά σύνορα Λαιμού Πρεσπών. Το παλιό απενεργοποιημένο πέρασμα, έγκλειστος θύλακας διαβατήριας κοινοκτημοσύνης αιώνων, είναι το σημείο όπου η νεωτερική Γκόλφω με στολή γιορτινή Πρεσπών εγκλωβίζεται προς την απονενοημένη θυσία της. Τα όρια ανάμεσα σε επιθυμία, καθήκον και εθιμικότητα θολώνουν.
Η γεωμετρία της εξουσίας σε οριακή συμπίεση. Η γενετήσια ορμή με το προσδόκιμο του θανάτου στη λογοτεχνική πραγματικότητα αποθέτει το προσωπείο στην άκρη. Η ασυνεπής λογοτεχνία ξεπηδάει από το γνήσιο συναίσθημα όχι των ηρώων αλλά των λογοτεχνών. Ο Περεσιάδης εναγκαλίζεται μια αλήθεια για την τέχνη που είναι εκείνη που το αντίθετο της είναι επίσης αλήθεια. Η θεατρική αφήγηση του εξουδετερώνει τη σοβαρότητα του καθήκοντος και του πεπρωμένου. Πεθαίνουν οι ήρωες ατελεύτητα, όχι ηρωικά αλλά βλακώδη, και ενάντια στο πεπρωμένο, με πεπρωμένο τη δύναμη της ανυπαρξίας. Κωμειδύλλιο και δραμειδύλλιο, «φίδι δίγλωσσο, τρικέφαλη σαΐτα». Πώς αλλιώς η ύπαρξη θα καταδεικνύονταν. Η αυτοεκπληρούμενη ανάγκη του να είσαι ο εαυτός σου υπηρετεί και την ανάγκη το γεννόσημο σου να παρέχει μέρος του εαυτού σου. Στο ζωγραφικό ριχτάρι της Μαρίας Διαμαντοπούλου, ως είδωλο κάτω από το διπλό ανάπτυγμα προβολών του βίντεο από βιντεοπροτζέκτορα και δέκτη τηλεόρασης, ο Τάσος τρισυπόστατος περιτριγυρίζει με τρία προσωπεία την Γκόλφω. Το προσωπείο του σπερματοδότη, του προικοθήρα και του μετανιωμένου σε μέλαν άγχος αυτοκτονούντος. (Ρωμαίος : - Όποιος δεν έπαθε πληγήν, γελά τον πληγωμένον! Σαίξπηρ ).
Το ξύλινο τραπέζι ανασηκώνεται και αναριγεί σαν ταφόπλακα βαριά. Προσδοκά την ανάσταση. Ο νεκρός Τάσος (Αναστάσιος) βρίσκεται σφηνωμένος στην πίσω οριζόντια τραβέρσα του ποδιού. Το τραπέζι συγκρατείται ανασηκωμένο από προτομή πρωτόλεια αγνώστου σπουδαστή της γλυπτικής, με σφήνες καταστραμμένου βιβλίου. Η κατασκευαστική ροή του ποδιού, σε σχήμα ανεστραμμένου Η, ακολουθείται από την βουτιά συντριβής του Τάσου, τον ελεύθερο πότμο του για την αιδώ που τον απέλπισε. Η συντριβή της πτώσης του συντελείται από το ανεστραμμένα τοποθετημένο έργο της Μαρίας Διαμαντόπουλου. Σε όλα τα εκτεθειμένα έργα της τα πρόσωπα των μοντέλων της είναι τα ίδια, η γυναικεία όσο και η αντρική μορφή παρίσταται παντού, βαλλόμενα από αγωνία, σύγχυση, θαυμασμό και αυτοχειρία. Οι ήρωες της, ηθοποιοί εμψυχωμένοι των πόθων και των φόβων, αποκαρτερούν τα συναισθήματα, ξεψυχούν στην ερμητικότητα της αλήθειας: για τους θνητούς ο θάνατος όχι μόνο δεν είναι κακό, αλλά καλό! ( επιτάφιο επίγραμμα από την Ελευσίνα «ου μόνον είναι τον ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑθάνατον θνητοΐς ου κακόν, άλ’ αγαθόν»).
Το μακρόστενο τραπέζι στρωμένο με λευκό τραπεζομάντιλο ευτράπελο, συγκρατεί με τα βίας τα απομείναντα πιάτα ενός επιθανάτιου γαμήλιου τραπεζιού ιχθυοφαγούντων. Στο κέντρο ένας αυγωμένος ιχθύς, μυγιασμένος, ξεκοιλιασμένος, φέρει αυγά πτηνών στα μισοψημένα αίματα. Αυτή η ανάρμοστη εκκόλαψη είναι η κρεμάμενη ανησυχία, η ανυπόφορη κατάρα της Γκόλφως. Θέλει να εκκολάψει άνθρωπο ανθρώπινο, βγαλμένο από τον «γκόλφω» της.
Το ανήσυχο συμπόσιο αιωρείται μετέωρο, με τη μορφή της αναστάσιμης Γκόλφως κλαίουσας, σε μια δραματική πραγμάτωση. Ενόσω βρισκόταν υπό την παρουσία των άλλων, η ίδια επιλέγει την αυθεντική εικόνα της μητριαρχούσας γυναίκας, που επιθυμεί ζωτικά τον συνσπερματοδότη της. Ο όρκος της αιωνίας σύμπραξης θα παρέμενε αφανής και σκοτεινός στην περίπτωση της ευτυχίας. Στη στρέβλωση και την υποταγή ο Τάσος αλλαξοπιστεί. Η Γκόλφω ακαριαία αποφασίζει αυτοθελεί το τέλος της μητρικής επιθυμίας, για να βεβαιώσει προς όλους την ακεραιότητα της κρίσης. Η απόφαση της αυτοχειρίας της αποτελεί εύρημα για τον συγγραφέα, για τον λόγο ότι αναπτύσσει στο μέγιστο τη δραματική αυτοέκφραση, ώστε η Γκόλφω να είναι υποδειγματική και να της αποδοθεί εξέχουσα θέση στις φαντασιώδεις ηρωίδες ενός ολόκληρου πολιτισμικού γίγνεσθαι. Η αιώρηση της διάφανης ύπαρξης της απελθούσας Γκόλφως (έργο τρισδιάστατο από επιζωγραφισμένο πλαστικό φύλλο της Ελένης Γάτσιου) δραματοποιείται αναπάντεχα από την μετουσίωση της κεφαλής σε κλαίοντα πορτραίτο (έργο δισδιάστατο σε χαρτί της Μαρίας Διαμαντοπούλου) Η ανύψωση αυτή φτάνει μέχρι το ταβάνι του εκθεσιακού χώρου, υποστασιοποιώντας τις δέκα διακριτές κολώνες όλου του αίθριου σε παραστάδες αρχαίου ελληνικού χορού. Η εγγενής αλληλεπίδραση αρχιτεκτονικών μελών και εγκατάστασης μετουσιώνει το συνεργατικό έργο των Ελένης Γάτσιου – Μαρίας Διαμαντοπούλου σε δραματοποιημένη έκφραση ενός ισχυρού χαρακτήρα δύναμης και εγκαρτέρησης. Ο κλαυθμός του πορτραίτου αποσυνθέτει το φάντασμα σε ανθρωπινή μορφή και το διάφανο σώμα αποϋλοποιείται σε ποτάμι δακρύων. Η Γκόλφω κλαίει και ενδύεται τα δάκρυα της. Ένα πιάτο επιπλέει στην ουρά του ποταμού, το πιάτο που προορίζονταν για το συμπόσιο του γάμου, κάτω στο πάτωμα.
Η ρέουσα πηγή δακρύων ενισχύει την εικόνα ενός κήπου, ενός ανοιχτού τοπίου, όπου θα ενορχηστρώνονταν το γαμήλιο γεύμα. Η κλαίουσα Γκόλφω αφηγείται με την φωνή της Σοφίας Λεωνίδου: Με στιγμάτισες βαθύτερα τις στιγμές που δεν με άγγιξες παρά μονάχα με το βλέμμα. Το πιο βαθύ τραύμα πως καμία πληγή δεν πρόκειται να επουλωθεί ποτέ, διανοίγματα που δεν προφτάνουν την επανένωση τους. Καμία αυτο-ίαση δεν θα επέλθει. Η δίχως διαφυγή «αγάπη» σου, ό,τι παρέμεινε, ό,τι μου απέμεινε. Σαν ταυτόσημες αντηχούν οι λέξεις έρωτας και τίμημα. Μας εγκατέλειψε εκείνο το «μαζί», με περισσότερα τώρα να είναι τα σημεία αντι-επαφής μας. Η μοναξιά του σώματός μου πλάι στο δικό σου, το πιο αβάσταχτο από όλα, μια ακόμα αβίωτη συμβίωση. Ανυπόφορα υπάρχεις μέσα μου. Δεν σε παρακάλεσα ποτέ για μια αγάπη υπό όρους και όμως μόνο έτσι ήταν. Νοσταλγία για τα αληθινά, όλα εκείνα τα μισοθαμμένα στη λήθη. Ατάκτως ερριμμένα όσα στιγμιαία υπήρξαν, εσώκλειστα τώρα σε φωτογραφίες μιας υποκριτικής ευτυχίας. Όλο και φθίνει ο έρωτας, ακρότητα μετά την ακρότητα. Σου παραχώρησα την σιωπή μου, τόσο πρόθυμη να πράξω το πιο ακαριαίο λάθος. Δέσμιες σκέψεις με ρημάζουν, χτύπημα την κραυγή, κραυγή το χτύπημα. Πέρασες κυριολεκτικά δια μέσω μου, άφησες σχάσεις πάνω στο ελάχιστο σώμα, αυτές είναι οι από κοινού αναμνήσεις μας, με κάθε χάρα(γ)μα να λιγοστεύω. Τώρα, λευκές παράλληλες ουλές, καταγεγραμμένες πάνω στο ημι-σώμα. Δέρμα μου ως μαρτυρία. Όταν απόκρημνο το κορμί, πιο κρημνώδης είναι η ψυχή. Δεν επιτρέπεις τη λησμονιά, βλέπω ακόμη τις διαδρομές πάνω στο σώμα και θυμάμαι, σε θυμάμαι. Λεκέδες από βαριά λόγια και βαρύτερα αγγίγματα. Πονώ και πονώ πάντοτε εκ των έσω, μουδιάζει το έξω. Ελάχιστες αισθήσεις για βίωμα, περισσότερες παραισθήσεις. Αν δεν χωρώ ούτε μέσα μου, υπο-χωρώ. Αν τυχόν έχω από εκείνο το λιγοσώμα, είναι απομεινάρι δικό σου. Αν δεν μου μένει τίποτα άλλο να αγαπήσω, κατάντια απέραντη γίνομαι. Το ατελείωτο παρόν μας, οφείλει να τελειώσει, πριν μας (απο)τελειώσει. Στο αθέατο ρημάζω. Εαυτός υπό την καταδίκη της διάλυσης. Ζώντας πάντα μέσα από τα όρια σου. Το χώρο να θολώνουν απόηχοι της ανημποριάς, μετά από αυτόν, το έσχατο σημείο που παύω πια να υφίσταμαι. Με το βλέμμα πάντοτε να εστιάζει στους βηματισμούς αποχώρησής σου, τότε μόνο σιωπά η σύγχυση, εντός και εκτός μου. Είμαι σχεδόν εξαϋλωμένη, δίχως είδωλο στις αντανακλάσεις και έχω τόσο ανάγκη να υπάρξω έστω έτσι ως έχει, έστω δια του ψευδο-καθρεφτίσματος. Κανένα βλέμμα δεν γυρίζει να με κοιτάξει στο καθρέφτισμα και εκεί αποστροφή. Με εξαφάνισα για να σε αντέξω, ποιόν εαυτό να γυρέψω τώρα πια; Όσο σε υπομένω, τόσο περισσότερο με υπομένω, ποιο είναι πιο βάναυσο αναρωτιέμαι. Είναι αργά, είναι αργά για να αποσχιστώ της «αγάπης μας». Αν τυχόν λοιπόν με αγάπησες με πάθος, το τόλμησες με οργή, με μανία. Με απαρνήθηκα για μια αγάπη απόκλισης. Με θυσίασα για μια απόπειρα έρωτα. Διαλυμένα όλα τα ενδότερα, σε ποιόν να τα αφηγηθώ; Μονολογώ και χάνομαι, χάνομαι δια μονολόγου. Δεν παλεύω για καμία ζωή, αυτή παλεύει να με κρατήσει έσω της. Κανένας οίκτος τους δεν είναι ικανός να με διασώσει. Σταυρώνω τα χέρια γύρω μου, μια ιδιόμορφη αγκαλιά, η μόνη παρηγοριά. Ο έρωτας σου ακραία ελλειπτικός, τίθεται κάθε στιγμή υπό αναίρεση. Όταν το συναίσθημα διαφεύγει, καταφύγιο βρίσκει πάντοτε στην ανεπάρκεια. Τόσο καταραμένη από τα ενάντια του έρωτα. Πεθαίνω από αντι-αίσθηση, πεθαίνω από αντι-έρωτα. Η μεγαλύτερη συμφορά, να βιώνεις την αγάπη της εγκατάλειψης. Το ομολογώ, γοητεύτηκα με μάτια ολότελα κλειστά, έπειτα, ολότελα απογοητεύτηκα κοιτώντας σε πραγματικά, κοιτώντας το βεβηλωμένο κορμί μου. Πόσο ακόμη να αντέχω να ζω για όλα όσα δεν αισθάνομαι και δεν πρόκειται ποτέ μου να αισθανθώ; Πλήθος γκρίζων σε κάθε αντίκρισμα, έχουν κάτι από εκείνο το τέλος, το τέλος που με αποζητά. Και αν κάπου έχω να επιστρέψω εκείνη την μαρτυρική ψυχή μου, είναι πίσω στην ολική κατάπτωση. Δεν μου απομένει τίποτα άλλο να δώσω, σου παραδόθηκα από το πρώτο κιόλας λάθος. Αφέθηκα στην υποχώρηση, λοιπόν, τόσο με άντεξα. Τελματικές στιγμές ψελλίζουν τα χείλη μου. Εν κενό παραπατώ ενώ παράλληλα όλα συνθλίβονται. Το βλέμμα εν κενό θωρεί, τίποτα περισσότερο πια δεν προσμένει. Όλα προς μια κατάληξη. Η προδοσία του εαυτού είναι η υπέρτατη μορφή αφανισμού. Τις στιγμές που θέλω κάτι να αισθανθώ, αναμετρώ τους θανάτους εντός μου, όσο οδυνηρό, τόσο αληθινό. Απελπισία της αίσθησης, του σώματος. Μετά τα άκρα του μεταξύ μας, εκεί, εκεί παραστέκει περιμένοντας η ελευθερία. Δεν προφταίνει να ειπωθεί κανένας επίλογος. Η ανα-τροπή θα επέλθει μόνο δια του τέλους. Βεβηλωμένο σώμα μου, σου χρωστώ την λύτρωση αυτή. Μια ακόμα ζωή που ματαιώθηκε νωρίτερα. Το τελικό αντίο. Α --- ν--- τ --- ί --- ο.(κείμενο της Σοφίας Λεωνίδου που απήγγειλε από αναπαραγωγή ψιθυριστά μέσα από το διάφανο δακρύβρεχτο γλυπτό σώμα, έργο της Ελένης Γάτσιου )
«Με απαρνήθηκα για μια αγάπη απόκλισης». Λόγια ωσάν χαρακιές επάνω στο τόσο ευάλωτο από τον έρωτα σώμα της Γκόλφω και από κάτω από το σώμα εκεί που θα αρχίσει το ξεθώριασμα της σάρκας δια μέσου της παράθεσης ασπρόμαυρων φωτογραφιών επιχειρείται η αποτύπωση του ερειπίου σώματος-συναισθήματος, σε σχέση με το ερείπιο τραπέζι. Στη σκιά του τραπεζιού απλώνονται σε ένα σώμα οι τυπωμένες φωτογραφίες της Σοφίας Λεωνίδου, διηγούμενες τα χημικά εγκαύματα, την νευρική παράλυση, τους οξείς πόνους από το δηλητήριο, με τις τελευταίες χειρονομίες από τα φαινόμενα ασφυξίας στους οργανισμούς της Γκόλφως και του Τάσου. Η σκιά ομοιάζει με γη άνυδρη εύθραυστη και αφημένη στην σκόνη μαύρη και άραχνη.
Το γαμήλιο γεύμα, το νηφάλιο συμπόσιο, το ξιπασμένο άφησε μια μετέωρη άχλη διαλόγων πριν οι παριστούντες αποχωρίσουν.
-Καλεσμένος Α: Μήπως έχεις δει ποτέ κάτι πιο τερπνό από αυτόν τον κήπο;
-Καλεσμένος Β: Νομίζω ότι κάτι πιο ευχάριστο υπάρχει στους Κήπους των Μακάρων.
-Καλεσμένος Γ: Μου φαίνεται καθαρά ότι βλέπω τον παράδεισο, στον οποίο ο Θεός είχε ορίσει τον Αδάμ ως φύλακα και κηπουρό.
-Καλεσμένος Δ: Πράγματι, και ένας νεκρός θα μπορούσε να αναστηθεί. Πόσο τυχερή ήταν η Εύα!
-Καλεσμένος Α: Θα προσέθετα με ευχαρίστηση κάτι στην υπερβολή σου, αν μπορούσα.
-Καλεσμένος Β: Πράγματι, με θαυμαστούς τρόπους όλα συναινούν. Ένας κήπος νεκροταφείο.
-Καλεσμένος Α: Σε τέτοια μυστήρια ήδη από παλιά έχει μυηθεί αυτός ο τόπος, αυτός ο θαλερός κήπος.
- Ο Τελετάρχης ανάστατος: Όμως μάθε ότι τίποτα εδώ δεν υπάρχει από όπου θα μπορούσα να σας παρέχω ένα γεύμα, αν σας αρέσει ένα γεύμα λυτό άοινο ή οινικό. Να σας προσφέρω μαρούλια χωρίς αλάτι, ξύδι και λάδι: έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, σταγόνα κρασιού δεν θα υπάρχει. Ούτε κάποιος άρτος θα υπάρχει. Και είναι αυτή η εποχή του χρόνου η οποία περισσότερο τρέφει τα μάτια, παρά την κοιλιά. Αφήστε τα λόγια δεν μάθατε για το κακό που μας βρήκε, είμαστε ανάστατοι, νεκρόδειπνο ετοιμάσαμε. Παγαίνετε παρακαλώ σας όλοι… (Ο διάλογος Νephalion sive, νηφάλιον συμπόσιον του Εράσμου σε παράλλαξη)
Ακολουθεί σιγή ιχθύος. Το γεύμα εγκαταλείφτηκε, το κρασί εχύθει στο σκούντημα του τραπεζιού και μια κηλίδα κύλισε στο χώμα του περιβολιού. Στο περίγραμμα της κηλίδας συμπεριλήφθησαν οι τελευταίες σύμφωνες εκφράσεις της Γκόλφως και του Τάσου κηλιδωμένου με κόκκινα μάτια. Κατάχαμα νεκροί. Τα έργα των συμπρωταγωνιστών της Μαρίας Διαμαντοπούλου επανεμφανίζονται βεβαιώνοντας την παρουσία γεγονότων, τα οποία δεν συμβαίνουν εκεί και τώρα αλλά εδώ και κείθε. Σε όλα τα ζωγραφικά της έργα οι ήρωες είναι ίδιοι. Αναμετρημένοι με την θεατρική ζωγραφική του 1860- 1890, χωρίς το σφουμάτο και με πινελιές απλωμένες χειρονομιακά στην παλέτα των βασικών χρωμάτων λίγο ξινότερα λίγο κοφτά.
Η κηλίδα κλείνει και ενισχύεται με αντικείμενα εποχής, αγάνωτα σκεύη, χαλιά και πήλινα θυμιατά και ένα έντεχνο ταγάρι εναποτιθέμενα από την Πέννυ Αναγνωστοπούλου. Το ταγάρι συμπυκνώνει την ειδυλλιακή μεμψιμοιρία ενός ρομαντικού κόσμου, όπου, για το τέλος της εποχής του δεκάτου ενάτου αιώνα, αποκαθιστάται ο δόλιος κόσμος της υπαίθρου, εξιδανικεύεται η αγροτική κοινωνική ζωή και μέμφεται το βάρος μια ηθικοπλασμένης εξουσίας. Το ταγάρι της Γκόλφως φτιαγμένο από παλιό χειροποίητο, σεμεδάκι, με λουλουδιασμένα κεντίδια, λεπτομερή μοτίβα και χερούλι πλεγμένο στο χέρι εσωκλείει τον επέκεινα κήπο. Κάθε βελονιά και ένα νοερό δάκρυ, ποτίζει το νήμα με μνήμες και παράπονο. Μια βαριά νοητή κληρονομιά, μια ανολοκλήρωτη αγάπη αναδιπλωμένη. Τα γύρω αντικείμενα ενισχύουν την αίσθηση της αποταύτισης από την εποχή της. Ραβασάκια από τον Τάσο, λουλούδια αποξηραμένα και άχρονα, εικόνες Αγίων, κλειδιά κλειστών στιγμών και ξεχαρβαλωμένων θυρών προς το παρελθόν που ανοίγουν θεατρικά συντρέχουν την εικόνα της κηλιδωμένης Γκόλφως.
«Όφις οφιόδηκτος»
Αλλοίμονο στον Κίτσο και τον Γιάννο
τη Θανάσαινα και την Αστέρω
αλλά το πιο μεγάλο αλλοίμονο
στη ρόδινη την Γκόλφω
που φάντασμα εμφανίζεται
τους άκαιρους καιρούς
γενναία νεκρή
με μόνο καθρέφτη στα μάτια της
το φεγγάρι
με τα μεγάλα γεγονότα
του έρωτά της μόνα
που για έναν Τάσο
τ΄ άφησε όλα πίσω της ακίνητα
με την τίμια σιωπή τους
να σαπίζει πλάι της
Κι αυτή νεκρή.
Για έναν Τάσο!
Ο έρωτας για πάντα
όφις οφιόδηκτος.
Μάγδα Χριστοπούλου Φλώρινα 9/2024
(ποίημα που γράφτηκε εξ αφορμής για την συνέργεια της έκθεσης )
Η καλλιεργούμενη φαινομενικότητα και η πραγματικότητα είναι μια επ’ αυτοφώρω διαδικασία αναβίωσης μιας συμπυκνωμένης εμπειρίας στο αποκύημα του θεατρικού έργου Γκόλφω του Περεσιάδη για την ευθάνατη ενηλικίωση. H Μάγδα Χριστοπούλου και η Ειρήνη Κούλη ενισχύουν την ρευστότητα της κηλίδας με μια παράθεση του πουκάμισου του Τάσου κεντημένο με τον δεικτικό στίχο του ποιήματος της Μαδάς Χριστοπούλου «όφις οφιόδηκτος» και την περιπλέκουσα κεντητή σκιά ενός ανέμελου επισμαλτωμένου γύψινου αγαλματιδίου παιδιών που φιλιούνται υπό το φως των τραγικών γεγονότων.
Το γκροτέσκο της εγκατάστασης, με blow up στην εικονοποίηση καταστάσεων, συντελεί στη μη οπτική εξοικείωση των ευρημάτων στην σύνολη συνεργία τόσων καλλιτεχνών με τον χώρο. Η εγκατάσταση μέσα στο αίθριο του συνεδριακού κέντρου Πανεπιστημίου Πατρών είναι ένα τοπίο, όπου «βογγάν και τρέμουν τα βουνά, αχούν οι λόγγοι, κλαίνε, κλαίνε τριγύρω τα κλαριά κι ο ουρανός ακόμα σάμπως να συγκινήθηκε, βαριοβογγάει και κλαίει».
Ο Τάσος περιμένει την Γκόλφω πριν το κακό να τους εύρει «επήρ’ η μέρα κι η αυγή, βασίλεψεν η πούλια, πήρε κι ο ήλιος στις κορφές, συχνολαλούν τ’ αηδόνια. Οι πέρδικες ροβόλησαν στις βρύσες και λούζονται, μα […] η Γκόλφω η πεντάμορφη, δε φάνηκεν ακόμα». Η αυθεντικότητα των αντιηρώων σε ολοκληρωτική αποξένωση επιτυγχάνεται μέσα από την εσχατιά του θανάτου. Στο έργο του Περεσιάδη παρατηρείς πώς τελεύεσαι. Τετέλεσθαι παράφρων ριζωμένος της αγάπης.
Ήρωας είναι κάποιος που μοιάζει με ήρωα!
Κοντοσφύρης Χάρης για λογαριασμό της συνέργειας. Σκοπιά Φλώρινας 29/10/2024
Πολύτεχνη έκθεση στο Φουαγιέ του Συνεδριακού Κέντρου Πανεπιστημίου Πατρών
“Η ΓΚΟΛΦΩ με τα μάτια σύγχρονων νέων δημιουργών”
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας,Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών
- Ο έρωτας για πάντα, Όφις οφιόδηκτος
Πέννυ Αναγνωστοπούλου, Σοφία Αντωνακάκη, Μαρία Διαμαντοπούλου, Χρύσα
Διαμαντοπούλου, Χάρης Κοντοσφύρης, Ειρήνη Kούλη, Σοφία Λεωνίδου, Μάγδα
Χριστοπούλου, Ελένη Γάτσιου Αλληλεπίδραση: Χάρης Κοντοσφύρης, Επιμέλεια: Χρύσα Διαμαντοπούλου
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τμήμα Εικαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης
- “Τρεις περδικούλες κάθονται και πίνουνε ταμπάκο”
Νίκος Αρτέμης, Βίκτωρας-Μηνάς Καραμανλής, Σάκης Κόκκινος, Υπεύθυνος Νίκος Αρτέμης
Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών
- Golfo’s μονόλογοι , Εργαστήριο Θεατρικής Γραφής ,Υπεύθυνη Γιάννα Ροϊλού
Συντονισμός : Μαρία Φραγκή
Εγκαίνια στις 16/10/2024, 20.30, Ωράριο έκθεσης : 10.00-15.00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου