Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

...της Χριστίνας Κοντούλη

 Τι είναι τέχνη; Ποια ταξίδια μπορεί να μας προσφέρει η ερώτηση αυτή; Κάθε πότε διεκδικεί από εμάς, από πριν, από μετά μας, την απάντησή της; Ας σκεφτούμε τον ορισμό της ως την εικόνα μια παραλίας, κι ας τρέξουμε, ας παίξουμε κι ας εξερευνήσουμε , αφήνοντας την φαντασία μας να κάνει το σκουπίδι αστρόπλοιο και τη μορφοποίηση , συνέντευξή μας, αναίρεση, σκοπό και καταφύγιο μιας άψογα ατελούς φύσης.

της Χριστίνας Κοντούλη




Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο

 

 

Οι ώρες ταξίδευαν με την ταχύτητα του φωτός, οι μέρες... στην αγκαλιά της Ανατολής ο χρόνος έμοιαζε να διαστέλλεται κι εκείνος μαζί με την διάρκεια της ηλιακής επικράτειας. Συζητήσεις, ιστορίες, αγκαλιές κι απορίες, έστρωναν το κρεβάτι της μέρας του, μυστήρια έστρωναν τον καναπέ της ξάγρυπνης νύχτας και μια γλυκιά αναλαμπή σαν δροσερό νερό, ταράζονταν από ένα κουτάλι με βανίλια. Οι φιλόσοφοι στέκονταν βαρετά επιχρωματισμένοι και παράξενα επίχριστοι κι επιχρισμένοι ανάμεσα σε οδηγίες για την δημιουργία δαντελωτών μαντάλων και χειμερινών μπουφάν. Χαρούμενα πρόσωπα πόζαραν με χάρη στο φακό δίνοντας την εντύπωση πως ο παράδεισος βρίσκονταν σε μια κούπα με την επωνυμία ενός καφέ, γραμμένη σε άπταιστους καλλιγραφικούς χαρακτήρες σε μια εκ δυτικοποιημένη βόρεια γη, με γλαφυρό φόντο της προηγούμενης δεκαετίας. Η Νορβηγία ήταν το ίδιο μακριά όσο και το απέναντι νησί, η Πάφος και η Γουαδελούπη, το Μαρρακές, η Κωστάντζα και η Γαλλική Πολυνησία, η Ινδία των αποικιοκρατών, το Βυζάντιο, οι Κρήτες και η σφηνοειδής Β’. Κι οι φιλόσοφοι, δεν ήταν παρά κουρσάροι των εποχών και χρονοταξιδιώτες της αβέβαιης συνέχειας των εικόνων. Προφήτες με σιωπηλή συμφωνία αντί για σύμφωνο, εν δυνάμει φερέφωνα μιας ευρύτατης εποχής κι αλήτες του καλού κόσμου….

Τα αγάλματα του μουσείου στέκονταν άψογα τοποθετημένα σε μια αλληλουχία εποχών, ορίζοντας στην ιστορία περιόδους, θέτοντας αρχή, μέση και τέλος.. Ο Χριστόφορος χασμουρήθηκε και έφυγε από την αίθουσα, οι ατέρμονες ερμηνείες τον κούραζαν πάντοτε, οι αυθεντίες δεν μπορούσε να είναι φυσικές παρά μόνο αφήνοντας την υπόνοια της κατάρρευσής τους. Καμιά πραγματική αυθεντία δεν θα επιθυμούσε να ερμηνευτεί  ως πραγματικότητα παρά μόνο ως πιθανότητα κι έτσι διατηρούσε αποστάσεις από την σχολαστικότητα, παραδεχόμενη μονάχα τον στοχασμό.

-Βαρέθηκα, θα βγω για ένα τσιγάρο στην αυλή… ψιθύρισε στον κύριο Φωτεινό και στην μεσαία αδερφή του. Ο μικρόκοσμος, ο μεσόκοσμος και ο μακρόκοσμος, ενσαρκωμένοι από τρείς θηλυκότητες στέκονταν με σηκωμένα φρύδια- βιολογική κληρονομιά; ,εξελικτική ανάγκη; Ποιος ξέρει;- σαν ευφάνταστοι μύκητες, προσφέροντας την αμφισβήτηση του τοπίου ήρεμα και σταθερά ενώ εκείνος πότιζε τις κατευθύνσεις τους με την απαξίωσή του στο υποτιθέμενο γεγονός κι απομακρύνονταν από την αίθουσα αφήνοντας τους αρχαίους να ησυχάσουν. Καθώς περπατούσε στους διαδρόμους του μουσείου προσπαθώντας να βρει την έξοδο ή έστω την αρχή της πομπώδους αυτής έκθεσης ένα χέρι τον τράβηξε από το μανίκι.

Οι αποθήκες των μουσείων, θυμίζουν τρομερά τις κουζίνες των σπιτιών και τα παρασκήνια των θεάτρων. Όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα, οι καλύτερες συζητήσεις, οι πιο σπουδαίες απορίες κι οι μετέωρες απαντήσεις τους ΄κυλούσαν πάντοτε μακριά από την κοινή θέα, προτιμούσαν τους μικρούς χώρους, εκεί που η κοινωνικοποίηση γίνονταν με την ευλάβεια της κοινωνίας και καλωσόριζε τους πιστούς στο λαβύρινθο του λαγού. Η Αλίκη κατέβασε μονορούφι το μπουκάλι, η ετικέτα στο πλάι μεγάλωσε ξαφνικά καθώς εκείνη μετατρέπονταν σε αρχείο zip και μπορούσε να χωρέσει πίσω από τις μελανιές των γραμμάτων.

-Bonjour Christophe! Rapproce toi mon ami!  Έκανε ο φιλόσοφος τραβώντας μια γρήγορη ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Ο Χριστόφορος έγνεψε καταφατικά και ακολούθησε. Καθώς περνούσε το σκαλοπάτι ένας μικρός λαβύρινθος απλώνονταν μπροστά του. Τα όρια του χρόνου συναντούσαν εκείνα της τέχνης και σαν πυροτέχνημα έσβηναν στο αέρα δημιουργώντας μια ομιχλώδη εικόνα που διατηρούσε το μυστήριο σε μια πολυπολιτισμική αίσθηση απλωμένη σαν άλλο φρεσκοπλυμένο σεντόνι στο χάος. Το φως του ήλιου γλιστρούσε από τα παράθυρα γεννώντας μια ανθρωποκεντρική νότα στην ιστορία, ονομάζοντας για πρώτη φορά το υλικό ανάγοντάς το σε άυλο, διατηρώντας εκείνη την λεπτομέρεια πέρα από το μύθο, την ζωή. Η τέχνη διεκδικούσε το χρωματικό φάσμα και επέστρεφε στον χώρο και στον χρόνο ακέραιη, αποκτώντας σάρκα και οστά καθώς οι Πυγμαλίωνες κλείνοντας το μάτι στην νέα αποχή κι αποδεχόμενοι το ταξίδι αφήνονταν σε γήινες απολαύσεις και περιορισμούς που στέκονταν πίσω από την πλάτη του. Η μισάνοιχτη πόρτα χτύπησε… μια άγνωστη αραβική διάλεκτος έκανε τον καθηγητή να σχολάσει νωρίς το μάθημα κι ένα κρυφό τσούρμο ανθρώπων άφησε την αίθουσα το ίδιο γρήγορα όσο είχε εμφανιστεί κι εκείνος. Μικρές Αφροδίτες με εξωτικά χαρακτηριστικά πολλαπλών διαστάσεων και νεαροί δανδήδες πολλαπλών παραστάσεων, ποικίλοι και κάπως οικείοι άδειαζαν την αίθουσα, παίρνοντας μαζί τους μορφές που δεν υπήρξαν ποτέ, ξεσηκώνοντας πρόσωπα που μετρούσαν χιλιάδες χρόνια….

Για λίγο ένιωσε κι εκείνος σαν ταξιδιώτης του χρόνου. Τα βήματά του ακούσθηκαν εκκωφαντικά μέσα στην ησυχία… Έκλεισε τα μάτια του κι οι σκέψεις του «πέταξαν σαν πουλιά». Ύστερα έριξε μια ματιά στις φωλιές τους και στα αυγά από πέτρα που αντικατόπτριζαν το χτες. Ο χρόνος σταμάτησε.  Ο χρόνος επιβραδύνονταν μέσα από την τέχνη. Επιβραδύνονταν όσο είχε τη δυνατότητα της συνέχειας…. Ξάφνου δυο απαλά χέρια πλησίασαν το πρόσωπό του και έκλεισαν τα μάτια του.

-Άραγε το βράδυ… όταν όλοι λείπουν….Ξυπνά η ιστορία; Η τέχνη ξυπνά; Ψιθύρισε χαϊδεύοντας το δέρμα της.

-Γλεντούν; Κάνουν έρωτα; Σπάνε τα δεσμά της πέτρας….

-Ο χρόνος…σταματάει…ο χρόνος;

Τα χέρια της ..κυλούσαν σαν απάντηση, σαν παράδοξο στο κορμί του, κυλούσαν,  ορίζοντας και τοποθετώντας την διττότητα του χώρου σε συνάρτηση με τον χρόνο. Καθώς οι πραγματικότητες ξεχώριζαν και νέοι εφήμεροι πλανήτες δημιουργούνταν και τοποθετούνταν σε μια παράλληλη τροχιά, η φωνή της καλούσε σαν μυστηριακός αστρολάβος την πορεία να εισέλθει σε ένα προγραμματισμένο σχέδιο, να θέσει σε εφαρμογή την διαδρομή και να ζωντανέψει μυστικά και ταυτόχρονα, όλες εκείνες τις εποχές και τις ώρες που ο έρωτας αποκτούσε τη χροιά των θνητών και τη γεύση του νέκταρ. Χιλιάδες μυριάδες χείλια ενώνονταν κι άλλα τόσα αστέρια συγκρούονταν δημιουργώντας το δικό τους σύμπαν σε ένα πεδίο βολής που κανείς δεν έβγαινε αλώβητος και κανείς αλώβητος δεν ήθελε να φύγει. Ο χώρος παρέμενε σταθερός καθώς ο χρόνος καμπυλώνονταν κι ο χώρος καμπυλωμένος πια κι εκείνος διατηρούσε την σταθερότητα του χρόνου ορίζοντας την ως σχετικότητα κι ως ανάλογη την ώρα που τα αγάλματα χόρευαν απαξιώνοντας την σταθερή τους φύση μέσα σε μια άρρυθμη διάσταση συγκοινωνούντων, απροσπέλαστων δοχείων , ελαφρώς ταλαιπωρημένων από τον καιρό κι ανυπόφορα γεμάτων.





https://bluerabbit26.blogspot.com/2022/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου