Η συνέχεια του κεφαλαίου 13 και το τέλος του.
Οι πρωινές σκέψεις άλλοτε περιορίζονται σε ένα μυρωδάτο πρωινό κι άλλοτε σε μια αλληλουχία σκέψεων όπου η μια οδηγεί την άλλη, σκουντουφλώντας στο αρχέγονο ερώτημα, "τι συμβαίνει;" Κι ύστερα χάνεται στο πρώτο κρακ της φρυγανιάς...
της Χριστίνας Κοντούλη
Ένα θολό πλάνο της κάμερας σε μια εποχή που ακόμη δεν είχε φτάσει, κακά μπάσα και πουαντιγιστική εικόνα, υπερβολές στα κοστούμια και σκηνοθετημένα βλέμματα, λάθος γλώσσες σε λάθος χείλια, παραδώσεις που έσπαζαν και μια λαμπύριζέ τσάκιση, που γύριζε την σελίδα…; Ίσως πάλι να ήταν και μια θολή ανάμνηση, μια φωνή που πέταγε μέσα στο φάσμα του χρόνου με την ταχύτητα του φωτός και καθιστούσε το αντικείμενο ακίνητο, ακλόνητο κι αγέραστο σύμφωνα με την γωνία που στέκονταν ο παρατηρητής ή σύμφωνα με εκείνη που στέκονταν η σκέψη του. Η αντίληψη, θα μπορούσε να είναι κι ο πρώτος αντιρατσιστικός κανόνας, όποιος την έχει ξέρει πως υπάρχουν κι άλλες ακριβώς απέναντι, ξέρει πως δεν είναι ο μόνος και δεν μπορεί παρά να δεχτεί πως είναι ένας από τους πολλούς, καθώς βαδίζει μέσα στην προσωπική του αγωνία αναγάγωντας εκείνη των ξένων σαν πιθανή λύση στη δική του εξίσωση.
-Άτιμε Καββαδία, συλλογίστηκε καθώς ο μπούσουλας και το καράβι παραπέαν ανάμεσα στις πορείες σηκώνοντας μπαϊράκι ταυτόχρονα, έτσι που να ξορκίζουν τον δρόμο αφήνοντας στην τρέλα του, εκείνον που ξεστόμιζε την ερώτηση και θαρρούσε πως είχε τη δύναμη να χαράξει τον χάρτη. Όχι, όχι δεν ήταν όνειρο τα γέλια της, η υπόσταση που μας όριζε και μας γεννούσε, η τύχη που είχε φερθεί καλά στη σύσταση της της ενσάρκωσης κι οι πενιχρές φιλοσοφίες που κατέρρεαν και ξαναχτίζονταν μπροστά της. Μπροστά σε τι; Σε ένα πλάσμα όπως όλα τα άλλα, σε μια τυχαία συνάρτηση που έμοιαζε να ορίζει το σύμπαν.
Οι δικοί του , καλοδέχτηκαν την Νηνεμία κι ο άνεμος κόπασε για λίγο στα ανατολικά. Όπως είχε προβλέψει, η αιτία ήταν ένα ψέμα μα άξιζε τον κόπο εκείνο το πρωινό κατάστρωμα, η βόλτα στην παραλία όπως και το ταπεινό άγγιγμα του σεντονιού πάνω στο πρόσωπο. Σαν να μην είχε περάσει μια μέρα , μόνο που έβλεπε τώρα στον καθρέφτη ένα καινούργιο στοιχείο. Ανήσυχο, γεμάτο απορίες και σκαμπανεβάσματα, απομακρυσμένο από την πρώτη νιότη, ένα στοιχείο που έδινε μια τάση ασυνάρτητου χορού στο φρύδι του και μια μικρή ρυτίδα στο μάγουλό του, που σκιαγραφούσε τον χώρο. Μα ο χρόνος, παγωμένος σε ένα διαγαλξιακό ταξίδι, στεγνός από άνεμο, αφαιρούσε από την εξίσωση τον ίδιο αριθμό που είχε προσθέσει, φέροντας ξανά το παιδικό είδωλο στην αντανάκλαση οραματιζόμενος μονάχα μια υγρή εφηβεία και μια έξαψη που ξεπερνούσε ατάραχη ,τις φοβίες των άλλων ανθρώπων. Το ζενίθ της δόξας του απρόσκλητου, του παλιού, ορίζονταν με τις φλέβες του ήλιου. Εκεί που ο Νείλος, μυστηριώδης κι απροσάρμοστα πραγματικός, διηγούνταν τις λεπτομέρειες, προσθέτοντας ό,τι έλειπε, με το αλάτι. Κι ήταν παράξενο τούτη τη φορά οι αφηγήσεις της μέρα, οι εντροπίες του μεσημεριού να ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες της ονειρικής νύχτας , που έμοιαζε τώρα με κουρασμένο δημόσιο υπάλληλο που είχε έρθει η ώρα της σύνταξής του.
-«Εμείς τη νύχτα κοιμόμαστε, τη μέρα φτιάχνουμε έργα…»* ψιθύρισε λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος στον καναπέ του σαλονιού, ξεχνώντας εκείνη την παράφραση με την εναλλαγή της ώρας, που έκανε στα μικράτα του. Η Σωτηρία τράβηξε το σάλι του καναπέ μέχρι τους ώμους του κι αφήνοντάς τον στο μεταίχμιο της αναπόλησης πήρε το βιβλίο από τα χέρια του και ρίχνοντας γύρω μια ματιά, κάθισε στην πολυθρόνα απλώνοντας τα πόδια της προς το μέρος του. Ύστερα από λίγο κοιμήθηκε κι εκείνη. Στα όνειρά της οι ψαράδες του ποταμού τραγουδούσαν σε υπέροχες άριες το ταξίδι καθώς πελώρια γυαλιστερά ψάρια έβγαιναν από τα κύματα σαν πουλιά και κούρνιαζαν ανάμεσα στα απομεινάρια αρχαίων ναών και μελλοντικών ήλιων που ακόμη δεν είχαν γεννηθεί για να ανατείλουν το βράδυ τους. Τα τείχη της Αρράντης χαμήλωναν αφήνοντας μονάχα τους μενεξέδες να φυτρώνουν στην άμμο, καθώς γύρω τους υψώνονταν οι Αλεξανδρινοί ήρωες που κάποτε ,κοιμόταν σαν όλους τους άλλους κι όλους τους επόμενους…. Ίσως να ροχάλιζαν σε πρίμο σεκόντο, ίσως να σφύριζαν απαλά με την ακολουθία του φλοίσβου , ίσως να έξυναν τη μύτη τους και να αλλάζαν κάθε τόσο πλευρό , ίσως και να μην κινήθηκαν καθόλου, όμοιοι με αγάλματα του παρελθόντος να άφησαν το μέλλον τους, να καλπάσει μέσα στο όνειρο, ορίζοντας με κόκκινες κλωστές τα επίπεδα της φυσικής ακολουθίας. Ίσως πάλι να έγιναν ξανά παιδιά και να έπαιξαν αμέριμνα με την άμμο, επιτρέποντάς της να τρέξει στα γόνατα και να λασπώσει στα χέρια καθώς εκείνοι ενήλικες πια προσπερνούσαν χαμογελώντας, το παράδοξο. Το όνειρο έρεε ανάμεσα στα δάχτυλα, συνοψίζονταν κι αφιερώνονταν στην επιθυμία, χτίζοντας το νέο σινικό εκεί που θα κατέρρεαν γερές πέτρες αιώνων, αφομοιώνοντας την πραγματικότητα ως άλλη επιδρομή, ως λαίλαπα κι ως νέα γη κι αρχέγονη κουλτούρα.
*Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Η πραγματικότητα ταυτίζονταν με την συνοχή, την αλληλουχία ή μήπως τελικά με ένα παζλ αμφίρροπων ισορροπιών όπου η επιλογή ήταν μονόδρομος κι ο έρωτας ως καθρέφτης των ταλαντεύσεων η μόνη σύνδεση με την αντίληψη κι εν τέλη την ανέλπιστη ισορροπία; Ήταν ο έρωτας η θέση που ορίζει την ταχύτητα της χρονική διαδρομής άρα και τη λύση της εξίσωσης ή έστω την πορεία; Ή μήπως μια τυχαία συνιστώσα που δημιουργούσε το νέο πρόβλημα ; Ερώτηση ή απάντηση και γιατί όχι και τα δυο; Πάντα ανάλογα , οπωσδήποτε σχετικά, Ωστόσο ήταν σίγουρα αστείο, η ανυπαρξία της τέλειας εξίσωσης κι όμως η μόνη στιγμή τελειότητας μας, είναι εκείνη που είμαστε πιο ατελείς από ποτέ, η στιγμή που είμαστε ερωτευμένοι, η στιγμή που είμαστε τέλειοι…. Χημικές ενώσεις, απελευθερώσεις και επεξεργασίες, επανεκκίνηση. Κι ένα βαρύγδουπο «γνώθι σαυτόν» που άρχιζε πια να μοιάζει με γνέθω εαυτόν…καθώς νομίζοντας πως γνωρίζουμε ξεκινούσαμε να πλέκουμε εκείνο που τελικά πιστεύαμε πως είμασταν, μια αυτοεκπληρώμενη προφητεία έκλεβε τα φώτα της γέννησής μας κι άκουγε το τραγουδάκι των γενέθλιων της διακόπτοντας την πιθανότητα στη μέση. Η απάτη της αυτογνωσίας, ήταν κι εκείνη μια εκδοχή ή μια τυποποιημένη κατεύθυνση που χρόνια τώρα οριοθετούσε την εξελικτική πορεία; Πόσες φορές συνεχίζαμε να επαναλαμβάνουμε ή να διατηρούμε μια κατάσταση απλά και μόνο επειδή υπήρξε αρχικά ή επειδή συγκρατούσαμε την θεωρία της επιβεβαίωσης εαυτού; Θέλαμε απλά να έχουμε δίκαιο; Ακόμη κι αν γινόμασταν άδικοι απέναντί σε εμάς τους ίδιους; Η ανακαλούσαμε τάχα μια τυχαία αυθεντία που κατάφερε να τσαλακώσει ή να εξυψώσει το εγώ μας τόσο ώστε να θέσει εκ νέου τις ταλαντευόμενες βάσεις μας; Μήπως εν τέλη το σύστημα ήταν γερά θεμέλια ναι, πάνω σε ευπροσάρμοστες βάσεις δε; Το μυστικό βρίσκονταν άραγε στην διατήρηση μιας ανοιχτής πόρτας και όχι μιας σταθερής πορείας; Μπορεί ποτέ η πορεία να διατηρηθεί σταθερή τη στιγμή που ο κόσμος παραμένει εύπλαστος κι αν ναι, , τι χάνεις προσπερνώντας τις γωνίες; Με την παραδοχή της άγνοιας διατηρούμε την πιθανότητα της γνώσης; Με την αποδοχή του μετέωρου ισορροπούμε στον ανισόρροπο κόσμο; Κάπου ο Σωκράτης έκλεινε το μάτι μασουλώντας χουρμάδες στον ήλιο καθώς ένας νέος πλανήτης αποκτούσε την πρώτη του μορφή μέσω της επανάστασης. Ο κολυμβητής βγήκε στη στεριά κι έχτισε την κοινωνία. Η κοινωνία λάτρεψε ετεροχρονισμένα τον κολυμβητή και φορώντας του το στέμμα του ανόητου πορεύτηκε αυτοφυής κι ανόητη γιορτάζοντας μέσα στο τσόφλι την πνευματική της προέλευση που απομάκρυνε τον φόβο του τέλους. Όμως το λάθος στον κώδικα δεν βρίσκονταν εκεί , όχι, όχι, το λάθος ήταν η αποκοπή από την ανακυκλωτική πορεία της φύσης κι η αναγωγή της ανθρώπινης στασιμότητας σε κέντρο του σύμπαντος και εξελικτική πορεία. Αν ο κόσμος άλλαζε συνεχώς τότε πως ήταν δυνατή η στάση σε μια γενική αλήθεια; Θα μπορούσε εκείνος ο μικροοργανισμός που βγήκε από το νερό πριν εκατομμύρια χρόνια να μας είχε νικήσει με μια απλή κίνηση, η ανθρώπινη ευφυία ανταγωνίζονταν υπογείως την επαναστατικότητα μιας αμοιβάδας , αγνοώντας μια εκπληκτική κίνηση μάτ πάνω στο στρόγγυλο ταμπλό; Είχαμε είδη νικηθεί όταν σταματήσαμε να εξελισσόμαστε; Κι αν ναι, τότε αυτά τα λίγα λεπτά ύπαρξής μας στον κόσμο, δεν ήταν παρά ο απόηχος ενός κακού αστείου που κανένας δεν γέλασε. Είχαμε γίνει παρελθόν τη στιγμή που εγκατασταθήκαμε στην υπόνοια του μέλλοντος;
Οι αναστάσιμες καμπάνες περιορίστηκαν σε μια προσδοκία, μια ανάγκη που βασίστηκε στον βίαιο σχισμό των ματιών μας από την εικόνα, στον βίαιο σχισμό των αυτιών μας από τον ήχο, στην βίαιη αποκοπή μας από την απάντηση, αφήνοντάς μας με μια ερώτηση μετέωρη, μια παρουσίαση δίχως κοινό που τελικά ανακυκλώναμε τις λέξεις στον εαυτό μας. Προσδοκούσαμε την επιστροφή, την απάντηση που θα έκανε τον μονόλογο , διάλογο, την παγωμένη ηρεμία γλυκιά φασαρία. Μα περιοριζόμασταν στην εικόνα, σε ένα σύνολο αναμνήσεων που θα έπαιζαν σε ένα τοπικό θερινό σινεμά, μια φορά στις 8 και μια στις 10 κι εσύ με ένα εισιτήριο, αν περίμενες λίγο, θα έβλεπες το έργο ξανά, ελπίζοντας να απολαύσεις μαζί με τα γλυκά και τα pop corn σου και την αίσθηση, αδιαφορώντας για την μοναδικότητα, αχ τι ωραία που θα ήταν ακόμη και μια φθηνή κόπια! Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ για το ταξίδι κι ούτε μπορέσαμε να σκεφτούμε αυτή τη λέξη δίπλα στο θάνατο, έρχονταν άσχημος, θλιβερός, σκληρός δάσκαλος τσίριζε στα μεγάφωνα, «εδώ που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα’ρθεις» κι έτσι πάτησες παύση. Το ταξίδι περιορίστηκε σε συγκράματα ιδεαλιστών αλκοολικών και βασανισμένων σωμάτων. Το ταξίδι τελείωνε για την ανθρωπότητα κι έτσι τέλειωσε η ανθρωπότητα μαζί του. Κι εκεί νέοι κόσμοι δημιουργήθηκαν σε περιορισμένους κρεάτινους δρόμους. Το σώμα σταμάτησε, το πνεύμα άνθισε. Η ζυγαριά έγειρε κάνοντας κρότο.
Ο Χριστόφορος άνοιξε τα μάτια του και μύρισε τις πασχαλιές δίχως να τις αγγίξει με την μύτη. Η άτιμη θνητότητα παραμόνευε διαταράσσοντας τις σκέψεις του στις ώρες της υποτιθέμενης ηρεμίας. Η ανάσταση σωμάτων έμοιαζε πάντα παράξενη, κρατούσε όμως την ανάσταση των σκέψεων και σε εκείνη είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες. Μικρές αναλαμπές διαττόντων αστέρων που έπεφταν γρήγορα μέσα στη σιωπή κρατώντας μας για λίγο συντροφιά, λάμποντας μαζί με την ανθρωπότητα και χαμηλώνοντας μαζί της. Τι όμορφα παράξενο να μοιάζουμε τόσο με τα αστέρια, κι ίσως αδιάφορα και λυπητερά ρομαντικό μέσα στο πέρασμα του χρόνου να μην έχουμε καταφέρει να ζήσουμε όσο ζει ένας ήλιος..
-.. φτιαγμένοι από αστερόσκονη κι όμως ποτέ δε γίναμε πλανήτες…. Συλλογίστηκε χαμογελαστά και γύρισε πλευρό. Λαμπεροί διάδρομοι σκόνης εκτελώνιζαν σωματίδια και νεκρά κύτταρα αφήνοντας πίσω μια αίσθηση δυνατού θορύβου που χάνονταν σιωπηλός στην αιωνιότητα. Καμιά φορά τα μάτια άκουγαν καλύτερα και τα αυτιά έβλεπαν πιο μακριά, τα λόγια ένιωθαν περισσότερο και το σώμα μιλούσε με άγνωστους διφθόγγους….
Η μέρα προβλέπονταν ηλιόλουστη, ανέφελη και ανώφελη , ζεστή, παραδεισένια.. Γεμάτη εαυτούς που νόμιζαν πως ήξεραν τα πρόσωπά τους και πρόσωπα που γνώριζαν την τέχνη του μακιγιάζ κι ως καμουφλάζ χρησιμοποιούσαν τις ολοκαίνουργιες μέρες των νέοσυσταθέντων γενέθλιων τους για να μαγέψουν ένα κοινό που θα ζούσε μόνο για απόψε. Οι μικροσκοπικές κι ασήμαντες μέρες μας είχαν την τάση να μοιάζουν αιώνες ατέλειωτοι, έτσι που να αντιλαμβανόμαστε την πρόσκαιρη συμβολή μας στο ευρύτερο “ψηφιδωτό” μονάχα από παλιά φιλμ και εικόνες που διατηρούνταν στο άσπρο-μαύρο. Το χρώμα άλλωστε είχε τη συνήθεια να ξεφτίζει γρήγορα, αλλά στην ώρα της ακμής του, ήταν πάντοτε έντονο.
https://bluerabbit26.blogspot.com/2022/