Για τους όσους αναγνώστες μου, εδώ σας παραθέτω άλλο ένα κομμάτι της ιστορίας. Ένας προσκυνητής που μέσα στο χαώδη κόσμο της ανθρώπινης ανάγκης για οργανοτικότητα και πρόβλεψη, ψάχνει να βρει την δική του Εδέμ, ένα νησί στοχασμών φτιαγμένο από τις απορίες του αύριο και τις αναρτήσεις του παρελθόντος, επιθυμώντας το σήμερα καθώς χάνεται με ταχύτητα φωτός μέσα στο ανθρώπινο χρονικό περιθώριο.
Απόσπασμα:
Κεφάλαιο τέταρτο ( πράξη δεύτερη)
Η αυλή των θαυμάτων, η αυλή των χρωμάτων, ένας κήπος ογδόντα τετραγωνικών που συνέχιζε την ζωή αργά, σταθερά και ταυτόχρονα γρήγορα κι άρρυθμα. Έξω από το παράθυρο, το πρώτο πρωινό φως αντάμωνε παλιές πήλινες γλάστρες στα παράθυρα, καμωμένες από την τέχνη της μαρμαρόκολλας των βιβλίων, πολύχρωμες και παράξενες, σαν φωτογραφίες του μικροσκοπίου, φαίνονταν να στέκονται εκεί, αέναες, δίχως έγνοιες, απλά διακοσμητικά στις άκρες του πίνακα. Τα χαμηλά περβάζια λερωμένα από χρώματα που έμειναν εκεί περισσότερο από τον αδέξιο ζωγράφο και δέντρα που στέκονταν με λυγισμένα κορμιά ακουμπώντας τους καρπούς τους στο πάτωμα. Ανάμεσα από διάφορα μικρά ρήγματα στις πλάκες, αγριόχορτα, ραδίκια και τρέβυλα, ακούσια σπαρμένη μέντα και δυόσμος μεγάλωναν με τα φύλλα στην μέση και τα κοτσάνια τους ορθά καταστρώνοντας στρατηγικές ενάντια στον χειμώνα. Δεν νικούσαν ποτέ, μα η ήττα δεν ήταν γραμμένη στον γενετικό τους κώδικα, συνέχιζαν πεισματικά να πολεμούν κι έτσι άθελά τους κέρδιζαν κάθε φορά μια μικρή παράγραφο στα απόκρυφα της ιστορίας. Μόνο και μόνο γιατί υπήρξαν εκεί, σε πείσμα του καιρού γεμάτα άκαμπτη θέληση, άξιζε η μνημόνευσή τους. Το ομορφότερο όμως, το σπουδαιότερο ήταν μια μικρή λεπτοκαμωμένη συκιά που σήκωνε τα μάρμαρα του πρώτου σκαλιού φυτρώνοντας επαναστατικά εκεί που δεν την σπείραν, φτιάχνοντας με το τρυφερό κορμί της το μανιφέστο της. Αν αυτό το λεπτεπίλεπτο κλαρί με τις άγριες και δυνατές ρίζες δεν άξιζε να μετακινήσεις το σπίτι, τότε, συλλογίστηκε, τι άξιζε;
Έξω από το τζάμι δυο παλιά τετράγωνα οικήματα, διαφορετικά από τούτο-σχέδιο Παρασκευοπούλου θα υπέθετε – στέκονταν δίχρωμα, το ένα γαλάζιο και το άλλο κίτρινο , τραβώντας την θάλασσα πιο κοντά στο κέντρο. Πάνω από το κίτρινο σπίτι στα αριστερά, μια κληματαριά άπλωνε τα φύλλα της ενώνοντας σαν τηλέφωνο με σπάγκο και χάρτινο κύπελο το γαλάζιο σπίτι. Εκείνα τα δυο σίγουρα φτιάχτηκαν αρκετά αργότερα από τούτο, το μεγάλο. Τα παραθυρόφυλλά τους εναλλάξ αντάλλασσαν χρώματα κι έτσι η άμμος έμπαινε στο νερό και το νερό στην άμμο. Σαν να προμήνυαν τα μάτια των δυο γατιών, ένωναν την έρημο με την όαση σε ένα μέρος που ο χρόνος έμοιαζε να έχει ξεχάσει να ελέγξει πριν χτυπήσει την κάρτα του κι έτσι τούτος ο μικρός παράδεισος αψηφούσε τους νόμους της φυσικής αλλά και του συστήματος υπάρχοντας αδιάφορα κι αδιάκριτα κάτω από τα βλέφαρα της ταχύτητας που διέκρινε τον κόσμο.
Ελάχιστες φορές είχε δώσει σημασία στο σκηνικό… Ο φίλος μας χαμήλωσε το κεφάλι κι έφερε στα χείλια του ένα μακρουλό τσιγάρο. Πόσο λάθος ήταν….χωρίς το σκηνικό δεν υπήρχε τίποτα, το περιβάλλον όχι μόνο παρουσίαζε σιωπηλά και μυστικά την έκβαση μιας υπόθεσης αλλά και τους λόγους της έκβασής της. Το περιβάλλον σαν ψηφιδωτό έπλαθε τους χαρακτήρες και τους τοποθετούσε ανάλογα με την χρησιμότητά τους, τους περίβαλλε και τους αποδέσμευε, τους έδιωχνε και τους επιζητούσε. Καμία τέχνη δεν θα άντεχε δίχως σκηνογραφικό υπόβαθρο. Ξάφνου θυμήθηκε μια σχολική παράσταση όπου τον είχαν τοποθετήσει στην θέση του σκηνογράφου –υπέθετε, λόγω της αυξημένης φαντασίας του- κι εκείνος φώναξε, τσίριζε και χτυπιόταν για να γίνει ένας από τους ηθοποιούς.
-Να! Στα μούτρα μου! Συλλογίστηκε χαμογελώντας καθώς αναλογίζονταν την σπουδαιότητα εκείνης της πρότασης που τόσο απόλυτα είχε απορριφθεί. Στο τέλος μάλιστα κατάφερε να κλάψει κιόλας κι έτσι οι δάσκαλοι του πρόσφεραν ένα μικρό ρολάκι στην παράσταση. Ήταν μονάχα ένα λεπτό, μια πενιχρή παρέμβαση δίχως καν λόγια μα τα μάτια του άστραφταν από συγκίνηση. Ωστόσο ποτέ ως τώρα δεν είχε καταλάβει τι ήταν αυτό που απέρριψε. Εκείνος νόμιζε σαν παιδί πως έσωζε το τομάρι του από το χαμαλίκι όμως η αλήθεια , μεγαλώνοντας, απλώθηκε πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πλατιά μπροστά του. Η θέση που του είχε δοθεί απαιτούσε ιδιαίτερη σκέψη και καλό συγχρονισμό, ευστροφία και ηγετικές ικανότητες, ο σκηνογράφος άλλωστε κυριολεκτικά όχι απλά έλεγχε τον κόσμο, τον δημιουργούσε κιόλας. Ο Χριστόφορος όμως από παιδί ακόμη, δεν αγαπούσε ιδιαίτερα την εξουσία κι έτσι προτίμησε την ανωνυμία του ελεγχόμενου. Προτίμησε να παρουσιάσει το πρόσωπό του έστω κι αν αυτό δεν του έδινε καμία στρατηγική θέση, έστω κι αν τον έφερνε ως κομπάρσο μπροστά στο κοπάδι, σαν το νέο κι ασήμαντο αρνί. Η τέχνη της σκηνογραφίας διέθετε για εκείνον μια αίσθηση απομάκρυνσης από τον κόσμο και σίγουρα μια έλλειψη αναγνωσιμότητας όπως πίστευε. Κι ήθελε τόσο να ξεχωρίσει, η αποδοχή μέσω του θαυμασμού, η σφραγίδα της καλής παρτίδας ήταν τόσο δελεαστική για τον παιδικό νου… Ωστόσο η παιδική του γνώμη απείχε πολύ από την νεοσύστατη σκέψη του καθώς ξάφνου έμοιαζε το κομμάτι του σκηνογράφου σαν το πιο πολύπλοκο απ’ όλα, ίσως και το πιο σεβαστό.
Για να δημιουργήσεις ένα σκηνικό απαιτούνταν βαθιά γνώση των πραγμάτων και μια αντίληψη της κατάστασης από όλες τις κατευθύνσεις, η σκηνογραφία απαιτούσε την σοφία της παρατήρησης, την ακεραιότητα της κατανόησης και την πρόβλεψη του λάθους καθώς και την ένταξή του ως μέρος της υπάρχουσας εικόνας. Όλες οι τέχνες ήταν μέρος της κι ήταν μέρος όλων των τεχνών. Η αισθαντικότητα κι η αυθεντικότητα μιας μουσικής, ενός στίχου πήγαζε από την σκηνογραφική δεινότητα της φαντασίας του καλλιτέχνη. Η δύναμη μιας εικόνας, ενός ήχου, ενός ποιήματος, διηγήματος ή στατικού γλυπτού πήγαζε από την ικανότητα του καλλιτέχνη να συνθέτει πραγματικότητες. Όλη μας η ζωή δεν ήταν παρά πρόζα μέσα σ’ ένα σκηνικό, η ύπαρξή μας αποσπούνταν κι αφομοιώνονταν σε ένα κομμάτι ξεχωριστής δημιουργίας. Ζεύξη και διαίρεση για την επιτυχία των μικροσκοπικών καθημερινών μας παραστάσεων. Πότε είμασταν πρωταγωνιστές, πότε δεύτεροι ρόλοι και πότε κομπάρσοι, καλοί ή κακοί ανάλογα με τον αφηγητή όμως είμασταν γιατί βρισκόμασταν κάπου. Κι αυτό το κάπου συνέβαλε στην ποιότητα, το στιλ και την έκβαση της ύπαρξής μας.
Ίσως η τέχνη της σκηνογραφίας να απαιτούσε τόση σοφία που να ήταν αδύνατο για εκείνον να διαχειριστεί με ακεραιότητα και σύνεση την υπόθεση της επιτυχίας της παράστασης, ίσως πάλι να φοβόταν τις ευθύνες λόγω της έλλειψης πραγματικής εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Ίσως και να είχε τόσο μεγάλη αίσθηση της εξουσιαστικής έκβασης που δεν επιθυμούσε να θέσει ούτε τον εαυτό του ούτε κανέναν άλλο κάτω από την προσωπική του πιθανότητα. Ίσως και να μην είχε καταλάβει ως τώρα τη σημασία αυτής της θέσης. Το παράξενο όμως, ήταν πως μεγαλώνοντας επέλεξε να αναλάβει ένα λειτούργημα με όλα τα χαρακτηριστικά αυτής της ανεπιθύμητης ευθύνης. Υπήρχαν τελικά κακές συνθήκες ή κακοί άνθρωποι; Κι αν το ένα έπαιρνε τη μορφή του 1 και το άλλο του -1 συμάνοντας την εξουδετέρωση των δυο περιπτώσεων τότε έπαιζε στα αλήθεια τόσο μεγάλο ρόλο το σκηνικό; Ήταν το σκηνικό το + ή το – στην εξίσωση του γεγονότος; Εμείς καθορίζαμε το σκηνικό ή εμάς εκείνο, ποιος ήρθε πρώτος, η κότα ή το αυγό;
Ο Χριστόφορος αναστέναξε ελαφρώς καθώς το τσιγάρο του είχε καεί ως τον πάτο. Άφησε τα απομεινάρια του στο τασάκι και δάγκωσε τα χείλη του στο περπάτημα προς την πολυθρόνα. Του άρεσε να περπατά όταν σκέφτονταν μα κι από την πολυθρόνα μπορούσε να τα καταφέρει. Ο κύριος Φωτεινός είχε φύγει με την υπόσχεση του πρωινού φαγητού κι η Σωτηρία κοιμόταν χυμένη σαν κρόκος σε μια κόκκινη φλοκάτη στο πάτωμα. Ο Μίο κι ο Νεφερτέμ συμμερίζονταν τους συλλογισμούς του παίρνοντας σαν δυο εξωτικά αμπαζούρ τις θέσεις τους δεξιά κι αριστερά του παραθύρου επιλέγοντας τη συμφωνία ή τη διαφωνία ανάλογα με το λίκνισμα της ουράς. Αν το χτεσινό βράδυ δεν ήταν το πιο παράξενο βράδυ στην ζωή του, δεν ήξερε ποιο θα μπορούσε να είναι.
Κι ακόμη δεν είχε νιώσει το παραμικρό σημάδι συγκίνησης για τον Δομένικο. Πέρα από εκείνο το όνειρο στο νοσοκομείο, ακόμη δεν ήταν έτοιμος να νιώσει τίποτα προτού να σκεφτεί. Η συνειδητοποίηση άλλωστε έρχονταν πάντα με τον καιρό, μπορεί αυτός να ήταν ο λόγος που ο θάνατος ονομάζονταν απώλεια. Ναι απώλεια, ένα κομμάτι που φεύγει, κυλάει ανάμεσα στα δάχτυλά σου κι εσύ το κοιτάς, και δίχως να ξέρεις τι άλλο να κάνεις, συνεχίζει να το βλέπεις να χάνεται ως που τα μάτια σου επιμένουν να παύουν να το περιμένουν. Το πιο δύσκολο πράγμα στην ζωή του ήταν να αποδεχτεί την φυσικότητα της αλλαγής που δεν θεωρούσε απαραίτητη….
Κάποια στιγμή έπρεπε να πάει να δει και το σπίτι του, δεν ήξερε το μέγεθος της ζημιάς… Και τούτη η “ζημιά” σίγουρα δεν θα περιορίζονταν στα ντουβάρια. Ήταν τόσα πολλά όσα είχε να σκεφτεί, δεν προλάβαινε να αναπολήσει, η θλίψη περπατούσε αργά κι η σκέψη του έπρεπε να προλάβει τα γεγονότα. Το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί τώρα ήταν η πρώτη του καραμέλα βουτύρου, τυλιγμένη στο χρυσαφένιο χαρτί, καθώς έπεφτε μέσα στην παιδική του χούφτα. Ο Δομενένικος χαμογελούσε. Ένωσε τα δάχτυλά του στο σήμα της ευλογίας κι η μάνα παρόλο που ήταν κάπως αγνωστικιστικά “πιστή”, φίλησε το χέρι του τότε νέου παππά. Το πρόσωπό του ήταν ακόμη φρέσκο, δροσερό μα κουρασμένο όμως η καραμέλα έμενε ακούραστη και πάντα ολοκαίνουργια πίσω από τα δάχτυλά του. Εκείνη την στιγμή δίχως να το ξέρει επέλεξε μια εικόνα ταυτοποίησης για τον Δομένικο, μια εικόνα που χρόνια τώρα, απλή, ανούσια και υπέροχη είχε πλάσει ένα μέρος του σκηνικού του, ανάγοντας τον ήλιο της Αρράντης στην ομοιότητα μ’ εκείνη της πρώτης του μαλακής καραμέλας.
Ξάφνου ένα απαλό άγγιγμα στην πλάτη του, τον έκανε να γυρίσει.
-Μμμμ ξύπνησες; Έκανε η γυναίκα τεντώνοντας το κορμί της.
-Δεν κοιμήθηκα…
-Ναι… αν δεν ήταν τα ουίσκια, δεν νομίζω να κοιμόμουν κι εγώ… Τι σκέφτεσαι;
-Σκεφτόμουν την σκηνογραφία… σίγουρα είχα… ας πούμε, παραμελήσει την σημασία της.
-Χμ έκανε η Σωτηρία γελώντας.
-Τι; Γέλασε κι εκείνος.
-Σου είπα πως είμαι… καλλιτέχνης, αλλά δεν σου είπα τι ακριβώς κάνω.
-Τι κάνεις;
- Είμαι σκηνογράφος Χριστόφορε.
-Σκηνογράφος;
-ΜΜΜ ναι…. Σκηνογράφος και ενδυματολόγος.
Ο Χριστόφορος χαμογέλασε.
Τι σκεφτόσουν για μας λοιπόν;
-Πως εσείς είστε ο κόσμος. Έκανε ξεφυσώντας μια τολύπη καπνού.
-Όχι Χριστόφορε, δεν είμαστε ο κόσμος, είμαστε αυτό που ο άνθρωπος σκέφτεται, είμαστε πολύ παρακάτω και πολύ παραπάνω ανάλογα πιο μυαλό και ποια σκέψη του έχεις επιλέξει να ντύσεις και να πλαισιώσεις. Δίνουμε στην ανθρωπότητα τις σκέψεις που εκείνη δημιούργησε και τις συνθήκες που χρειάζεται για να συνεχίσει. Δίνουμε στον κόσμο –σςςς μην το πεις – τις πιθανότητες που νομίζει πως έχει. Έκανε αφήνοντας το κεφάλι της να γύρει πάνω στο μπράτσο του. Οι ώμοι του ήταν ψηλά, Ο Χριστόφορος χαμήλωσε λίγο και το πρόσωπό της χώρεσε μέσα στις κλειδώσεις του. Το σκηνικό φάνταζε ομορφότερο από πριν, όμως μαζί με όλα εκείνα τα στοιχεία της ομορφιάς άλλα τόσα αποκαλύφθηκαν προς εξερεύνηση. Ίσως εντέλει ο έρωτας να ήταν ένα ζευγάρι γυαλιά που φορώντας το οι λεπτομέρειες να μεγάλωναν, να παρελαύναν και να χόρευαν επιζητώντας τον ανταποκριτή τους ή απλά ένα καθημερινό παρατηρητή. Ίσως ο έρωτας να ήταν αυτές οι λεπτομέρειες που πριν δεν ήταν εμφανείς, τα στοιχεία που σε βοηθούσαν να λύσεις το μυστήριο.
Αν δούλευες σε μια παράσταση, ποια δουλειά νομίζεις πως θα έκανες;
Ο Χριστόφορος χαμογέλασε κρατώντας το βλέμμα του σταθερό στην γκρεμισμένη γλάστρα που κυλιόνταν απαλά στην ευθεία.
-Θα ήθελα να είμαι φροντιστής σκηνής… Έτσι θα ήξερα τα μυστικά όλων και θα ήμουν εκείνος που θα διάλεγε πως να πέσει στα πρόσωπά τους το φως ανάλογα με τις προσωπικότητές τους.
-Θα ήσουν λοιπόν αυτός που θα με βοηθούσε να πούμε το μυστικό στον κόσμο ενώ εκείνος δεν θα καταλάβαινε τίποτα.
-Κι έτσι σκορπίζοντάς το στην σκηνή….θα το αφήναμε σε κοινή θέα.
-Ποιος καλύτερος τρόπος να κρύψεις κάτι, από…
-… το να το αφήσεις να φαίνεται!
Οι δυο άνθρωποι χαμογέλασαν νιώθοντας πως κατέκτησαν την μυστική γλώσσα που ξεγλιστρούσε από τα μάτια τους. Ωστόσο ο Χριστόφορος δεν είχε καταλάβει πως για άλλη μια φορά είχε επιλέξει την επιλογή του. Ούτε κι η Σωτηρία πως έγραφε με τα λόγια της την τύχη τους. Απλοί και όμοιοι ξάπλωναν στο χορτάρι του παραδείσου ξεχώνοντας τον καιρό, λογαριάζοντας χωρίς τον σκηνογράφο στην ιστορία που οι ίδιοι έπαιρναν τον ρόλο του πρωταγωνιστή. Ο Χριστόφορος κι η Σωτηρία είχαν μάθει να βλέπουν τους εαυτούς τους μέσα από ένα καθρέφτη που περνούσαν πολλά πρόσωπα και στο βάθος της άγνοιάς τους να φανερώνουν κάθε φορά τον αντικατοπτρισμό άρτιο δίχως να αντιληφθούν μέσα σε πόσα πρόσωπα είχαν καθρεφτιστεί εκείνοι. Το μυστήριο ποτέ δεν περίμενε την λύση του, στο κέντρο του χρόνου κάπου, κάπως την είχε αποκτήσει από την αρχή, ακριβώς γιατί διέθετε κάθε πτυχή του, η εξίσωση είχε απαντηθεί στο λυσάρι κι εκείνο που δεν είχαν αντιληφθεί ήταν πως το ίδιο το πρόβλημα προσπαθούσε να λύσει εκείνους. Η κίνηση ήταν πάντοτε το άγνωστος παράγοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου