Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

 Ο άνθρωπος και το θηρίο


της Χριστίνας Κοντούλη




Το θηρίο στέκεται μπροστά μου, στέκεται δίπλα μου, κουλουριάζετε μέσα στην βοή της πολιτείας κάτω από το τραπέζι, ζητάει από το ποτήρι μου, πίνει από τα χείλη μου την τελευταία σταγόνα, θα καλοπαντρευτεί. Στάζει από το στόμα του στο δικό μου και βρυχάται πως μου χαρίζει την τύχη μα ξέρω πως με κοροϊδεύει αφού γνωρίζει καλά πως πάμε δυο δυο.
Τόσα χρόνια δε σκέφτηκα να του δώσω ένα όνομα κι έτσι καμιά φορά όταν είμαι πολύ κουρασμένος φοράει το δικό μου και μ’  αφήνει να καθίσω κάτω από το τραπέζι σιωπηλά. Δεν με ξεχνάει όμως, με εφοδιάζει με φρέσκα κόκαλα από ψάρια και μου μαζεύει μπουκιές από το λάδι το πιάτο του, σαν μάνα στοργική μου τις ταΐζει στο στόμα. Μ’ αφήνει να ακούσω τις ιστορίες των άλλων αλλά και τις δικές του όταν συζητά με ξένα θεριά, με πηγαίνει πάντα στο σπίτι. Μου βγάζει με τα νύχια τους φακούς από τα μάτια μου, μου φορά την ξεχειλωμένη φανέλα του πατέρα για πιζάμα και ανάβει τον ανεμιστήρα πριν κοιμηθώ. Καμιά φορά άμα έχει πιει πολύ ξεχνάει τα παντζούρια μισάνοιχτα κι ας ξέρει πως μ’ αρέσει να κοιμάμαι στο σκοτάδι. Του αρέσει όταν βλέπω παράξενα όνειρα, τότε έχει την ευκαιρία του να έρθει πάνω μου και να κουλουριαστεί, τότε ξέρει δε θα το διώξω, θα το αγκαλιάσω πιο σφιχτά για να συνεχίσω τον ύπνο μου.
Το θηρίο μου με πιάνει με τα δόντια από το σβέρκο σαν κουτάβι και με ακινητοποιεί, με πιάνει με τα δόντια του από τα χέρια και μου δείχνει το δρόμο που βρήκε για να περπατήσουμε.. Το θηρίο μου έχει μεγάλα κοφτερά δόντια κι είναι άγριο κι απαιτητικό μα καμιά από τις πληγές μου δεν τις έκαμε εκείνο. Κι όμως εγώ ευθύνομαι για όλες τις δικές του πληγές, για κάθε τραύμα του. Σπάνια έμπαινα μπροστά για να το προστατεύσω, το άφηνα στη μοίρα του από φόβο μα εκείνο δε με άφησε ποτέ. Το θηρίο ήταν σοφότερο από μένα. Το θηρίο ήταν εξυπνότερο.
Κάποτε έμεινε καιρό χωρίς φαί, εγώ δεν είχα χρόνο, δεν είχα όρεξη, δεν είχα τίποτα κι έτσι έμεινα νηστικός κι ούτε που πάλεψα την πείνα μου, ούτε που με ένοιαξαν τα κόκαλα μου που φαινόταν στο δέρμα μου, ήθελα μόνο να περάσει ο χρόνος… να τελειώνει ο χρόνος…. Μια μέρα άκουσα βρυχηθμούς μα δεν έδωσα σημασία, θα ήταν η μάταιη ανάγκη μου σκέφτηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Μια μέρα άκουσα κλάματα μα δεν με ένοιαξε, σκέφτηκα πως είναι η θλίψη μου που προσπαθούσε να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της, να εδραιώσει την αυτοκρατορία της στο μικρό μου δωμάτιο. Γύρισα πλευρό. Μια μέρα άκουσα χτύπους μα δεν σκέφτηκα τίποτα, έκλεισα τα μάτια, παραδέχτηκα πως τρελάθηκα και παρακάλεσα το χρόνο να τελειώσει τις δουλειές του και να εξετάσει την περίπτωση μου γρήγορα, να μου δώσει τη λύτρωση από τον άδικο κόσμο.
Κοιμόμουν σε ένα δωμάτιο σκοτεινό, απ’ έξω απ’ το παράθυρο υπήρχε μόνο βροχή, διάττοντες αστέρες τάραζαν τον ύπνο μου που και που μα  ως που να ξαραχνιάσω την ελπίδα από το βλέμμα εξατμίζονταν στα απομακρυσμένα νεφελώματα κι εγώ μονάχος στο σκοτάδι έκλεινα πιο σφιχτά τα μάτια για να μη με ξυπνάει το ανέλπιδό τους φως. Τότε δεν άκουσα τίποτα.
Ξάφνου, ένας κρότος μου τάραξε αυτή τη φορά τον ύπνο, μα πάλι δεν έδωσα καμιά σημασία, άκουγα τα βήματα αλλά και πάλι δεν έκανα τίποτα, ξάπλωσα πίσω και περίμενα χωρίς λαχτάρα, χωρίς θλίψη ή χαρά, το αναπόφευκτο. Τέσσερα βαριά πόδια στάθηκαν δίπλα μου, η ανάσα  του απλώθηκε στο δωμάτιό μου, μια μυρωδιά λησμονιάς, πείνας, μια μυρωδιά θανάτου με σήκωσε για τα καλά. Πέταξα από πάνω μου τα βαριά σκεπάσματα, πήδηξα από το κρεβάτι κι άρχισα να ψάχνω την πόρτα σα μανιασμένος μέσα στο έρεβος. Δεν υπήρχε τίποτα, όσο κι αν άγγιζα κι αν ψηλάφιζα κι αν έψαχνα ένιωθα το μέρος να στενεύει κι ανάσα να με πλησιάζει, τα βήματα ακούγονταν πιο δυνατά κι οι βρυχηθμοί με κύκλωναν ολοένα. Ήμουν σίγουρος πως ήμουν νεκρός, ήμουν νεκρός κι ο θάνατος δεν είχε λευκά φώτα, ούτε ανταμώματα με αγαπημένους, δεν είχε γέλια, ούτε χερουβείμ , μονάχα αγωνία, φόβο, σκοτάδι κι αυτό το άγνωστο, ό,τι κι αν ήταν αυτό, αυτό που ετοιμάζονταν να με ξεσκίσει.  Ξάφνου το χέρι μου έπιασε κάτι στερεό πέρα από τους τοίχους, κάτι σαν υφασμάτινη κορδέλα. Το τράβηξα με μανία, τα μάτια μου ήταν κλειστά, σφιγμένα, γεμάτα δάκρυα, ένας επίμονος αναστεναγμός που έφραζε το λάρυγγα και το κορμί μου έκαιγε, έβραζε από τον φόβο. Μια ζεστή ανάσα προσγειώθηκε στα μούτρα μου,  έσφιξα τα μάτια περισσότερο κι έβαλα τα κλάματα, έκλεψα ώρες, χρόνια, αιώνες, δεν είμαι σίγουρος, ως που στέρεψαν τα δάκρυα κι αυτή η ζέστη που ένιωθα δεν έλεγε να φύγει.
Άνοιξα τα μάτια μου κι ένα παράξενο φως όρμισε κάτω από τα βλέφαρά μου. Πονούσα, μα τα άνοιξα περισσότερο…. Έπειτα από λίγο κι όταν πια συνήθισα κοίταξα γύρω μου σαστισμένος, ήμουν ακόμα στο μικρό μου δωμάτιο, όλα τα πράγματά μου ήταν εκεί, όλα, η πόλη ήταν στη θέση της, εγώ ήμουν. Χάρηκα τόσο πολύ που για λίγο δεν πρόσεχα τίποτα άλλο πέρα από το ύψος που έφταναν τα μάτια μου, μέχρι που μια καυτή ανάσα κι ένας εξασθενημένος βρυχηθμός με έκαναν να  ανατριχιάσω. Κοίταξα μπρος μου, το θηρίο είχε σπάσει το κουτί του, στέκονταν τώρα μπροστά μου, πεινασμένο, εξαθλιωμένο, έτοιμο. Έκλεισα ξανά τα μάτια μου και περίμενα, αυτό τελικά θα ήταν το τέλος, έπειτα από τόσο καιρό χωρίς φαΐ ήταν σίγουρο πια πως θα με κατασπάραζε. Έσφιξα τα άκρα στο κορμί μου και ξέσπασα σε κλάματα.
Ξάφνου ένιωσα μια υγρασία στο πρόσωπό μου, άνοιξα τα βλέφαρα. Μπροστά μου ένα κοκαλιάρικο θηρίο, μικροσκοπικό και μισοπεθαμένο με κοίταζε τρυφερά. Σήκωσε το πόδι του αργά κι ακουμπώντας στο χέρι μου έγνεψε με το κεφάλι προς τα κάτω.  Μπροστά μου βρίσκονταν ακουμπισμένα ένα σμάρι τρυφερά κρέατα, αχνιστά ψωμιά με μαλακή ψίχα κι ένα μπολ με νερό… Το θηρίο μου έγνεψε να φάω. Για πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωθα να πεινώ, ένιωθα. Άρπαξα ένα κομμάτι κρέας και το πέρασα στα χείλια μου, η ζουμερή του σάρκα έλιωνε ανάμεσα στα δόντια μου καθώς τα ζουμιά του τρέχαν στο λαιμό μου. Άρπαξα στα χέρια μου το ψωμί. Το καυτό σιτάρι μύριζε ξύλο και στάχτη, τα έβαλα στο στόμα μου κι άρχισα να μασουλάω τόσο δυνατά, τόσο γρήγορα, που να σιγουρευτώ πως είμαι ακόμα ζωντανός λες κι η επιβεβαίωση της ύπαρξής μου εξαρτιόταν από τούτο το καρβέλι. Ύστερα πήρα το μπολ με το νερό και το κατέβασα μονορούφι.
Ανάμεσα στα απαλά κομμάτια του ψωμιού και στα λύπη του κρέατος, ένας λυγμός, μια ταπεινή ανάσα θρυμμάτισε την πείνα μου. Το θηρίο μου με κοίταξε δακρυσμένο κι έκλεισε τα μάτια. Δίχως να σκεφτώ έτρεξα δίπλα του, για μια φορά έτρεξα δίπλα του δίχως να έχω ανάγκη από εκείνο. Όρμισα πάνω του και έσφιξα τη γούνα του στην αγκαλιά μου, φίλησα τα πόδια του, το πρόσωπό του. Καθώς περνούσα τα δάχτυλά μου πάνω στο δέρμα του ένιωσα δέκα λεπτούς μικρούς τοπογράφους να καταγράφουν τα κόκαλά του με περισσή λεπτομέρεια.   Τότε για πρώτη φορά στην εγωιστική μικροσκοπική ζωούλα μου ένιωσα τη μεγαλύτερη θλίψη, την τραγική λύπη της κατανόησης. Άρπαξα το κρέας και του το έφερα στο στόμα μα ήταν πολύ αδύναμο για να μασήσει κι έτσι το μάσησα εγώ και το έβαλα στο στόμα του, πήρα το ψωμί και το έλιωσα στις χούφτες μου προσπαθώντας να το ταΐσω. 
Κάποια στιγμή το θηρίο μου, ζήτησε νερό. Κοίταξα γύρω μα το μόνο νερό που υπήρχε ήταν εκείνο που με μανία είχα καταβροχθίσει εγώ. Τότε άνοιξα το στόμα του κι έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στα κοφτερά του δόντια μα αυτή τη φορά δεν φοβόμουν, αυτή τη φορά ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Πέρασα γύρω μου το χέρι του και το αγκάλιαζα καθώς τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν. Το θηρίο έγλυψε με ευγνωμοσύνη τα μάτια μου κι όταν πια χόρτασε , γρύλισε ευχαριστημένο και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Ύστερα ξάπλωσα δίπλα του κι εγώ κι αποκοιμήθηκα, για πρώτη φορά ονειρεύτηκα ήρεμα με ανοιχτά παντζούρια…. Κι ονειρεύτηκα ένα καλύτερο κόσμο κι ως τώρα που στα λέω αυτά παιδί μου δεν είδα όνειρο κακό ούτε ένιωσα άλλο φόβο.
Ο γέρος σηκώθηκε από το κρεβάτι κι έκανε μερικά δειλά βήματα προς την πόρτα, το θηρίο σηκώθηκε κι εκείνο σιγά σιγά και γέρικο πια δίχως δόντια, με θαμπό τρίχωμα και βαριά περπατησιά κατέβηκε μαζί του τη σκάλα. Ο γέρος ανάσανε ευχαριστημένος που  χρόνος είχε κάποτε ξεχάσει το παράγγελμα του κι ανασκαλεύοντας το χώμα σ’ ένα παρτέρι ντομάτες έσκυψε κι έκοψε ένα ντοματόφυλλο.  Ύστερα το έκοψε στη μέση κι αφού μύρισε τα δυο μισά έβαλε το ένα κομμάτι στο στόμα του και το άλλο στο στόμα του θηρίου. Το θηρίο άπλωσε το πόδι του στο πόδι του γέρου και τον κοίταξε στα μάτια. Ο γέρος κάθισε στο σκαλοπάτι σα μικρό παιδί και το θηρίο σαν κουτάβι ξάπλωσε χαρούμενο δίπλα του.
Ο εγγονός τους κοίταξε χαμογελαστός και χάιδεψε το δικό του θηρίο στη πλάτη.
-Παππού τελικά πως το λένε;
-Άλλοι το λένε Άγγελο, άλλοι Θηρίο, άλλοι το λένε Συνείδηση, άλλοι Ένστικτο παιδί μου
-Κι εσύ πως το λες;
-Εγώ το λέω Εαυτό παιδί μου. Είπε ο γέρος κι ο Εαυτός συμφώνησε ακουμπώντας το κεφάλι του στα γόνατα του ανθρώπου του.
-Τον εμπιστεύεσαι παππού;
Ο γέρος γέλασε. –Το θέμα είναι να με εμπιστεύεται εκείνος. Όλοι ερχόμαστε στον κόσμο με ένα θεριό παιδί μου, κι οι πιο πολλοί αναρωτιούνται αν τελικά το θεριό θα τους πληγώσει, αλλά καλέ μου, αυτό που δε ξέρουν οι πολλοί είναι πως εμείς πληγώνουμε το θεριό. Το θεριό δεν κάμει κακό, ο άνθρωπος κάμει. Το θεριό παιδί μου ξέρει μονάχα να δίνεται. Κι ο άνθρωπος ξέρει να παίρνει, ποιος λες να είναι πιο τρομαχτικός;
Το παιδί αγκάλιασε το θηρίο του, το έσφιξε τόσο δυνατά που το θηρίο δάκρυσε. Το θηρίο έμεινε για πάντα κοντά του, ο άνθρωπος παρέμεινε ασφαλής.





https://bluerabbit26.blogspot.com/2020/07/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου