Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Άννα Καμπουρίδου - Το Θείο Σόλο του Τραγιού στο Ουλαλούμ

Άννα Καμπουρίδου, Το Θείο Σόλο του Τραγιού στο Ουλαλούμ, μελάνι σε καμβά, 8cm x 6cm



Ευρύνοντες τα όρια της τέχνης μέχρι σχεδόν του απρόσιτου, δεν έκτειναν  - μπορεί να πεί μολαταύτα κανείς – την ορθόδοξη αισθητική των πραγμάτων, παρά ανατρέψαντάς την, ξεκίνησαν απ’ την πρώτη ουσία της, απ’ αυτή την καταβολή του αιστήματος. Θάλεγε κανείς, παραμόρφωσαν την παραδεγμένη «ηθική» της , κάμαντας την υπόσταση: έκφραση, και την ουσία: μορφή.

Ήταν σαν να σε πρόσμενα κυρά,
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι έλεγα: Θα 'ρθει απόψε απ' τα νερά, κι από τα δάσα!

Ο κόσμος αργά ˙ τα πράγματα αφημένα στο πάει τους ˙ να δημιουργούνται οι ορίζοντες ˙ να γεννιέται – μούλος-  ο χρόνος ˙ οι τόποι, οι εποχές να πηγαίνουνε. Ξέρετε πως περπατάνε στη γη; να, πηγαίνουν ˙ τίποτ’ άλλο ˙ πηγαίνουν σέ προϋπαντάνε τα όρια σε ακολουθάν πίσω οι δρόμοι – οι πολιτείες – σου τραγουδάνε βαθιά. Έχει ένα χτύπο το χάος ˙ έχει ένα σφυγμό το κενό ˙ και μόνο οι ώρες σωπαίνουν ˙ και μόνο οι καιροί δε μιλούν. Η αιωνιότη σε κοιτάζει και σκέφτεται ˙ τα πλάτη, οι αποστάσεις, είναι αφιερωμένα στο βάδι σου ˙ αναθυμιάζει μ’ εύλάβεια κατ’ απ’ το βήμα σου η γη.
Έτσι πάνε ˙ όλο ίσα και ντρίτα ˙ άκρη – άκρη στους ωραίους γιαλούς ˙ πάντα δημοσιά κι όλο κάμπο ˙ δεν ανεβοκατεβαίνουν τα βήματα, δεν παν οι στράτες λοξά ˙ για σένα δεξά ή ζερβά να διαβαίνουν τα όρη, να εξελίσσονται οι θάλασσες ˙ η καμπύλη, η ευθεία, αλλά τί καμπύλη; Όση η γή. Και τί ευθεία; Όσο ατέρμονη είναι η πλήξη των όρνιων και το τέρμα των τραίνων που κουβαλάν το χιονιά… κι ο κόσμος αργά ˙ η αιωνιότη πιστώνει. Η φυγόκεντρη δύναμη ας είναι ένα παραμύθι των κύκλων, και μόνο μια ψείρα νάσαι συ στις στροφές ˙ έτσι ˙ έτσι όπως πάνε οι δρόμοι μονάχοι τους έτσι όπως στέκουν τα βράχια.

Πλάϊ μου εκεί, κάποιος στέκονταν – άναυδος – κρατώντας ένα μυστήριο στο χέρι . Ήταν αυτό, ένας μηχανισμός ρολογιού, ένα γυμνό ξυπνητήρι. «Κυττάω – μου λέει – τα γρανάζια. Παρατηρόντας την τρομερή του προς την αιωνιότητα κίνηση, σκέφτομαι – λέει – κάτι πολύ φοβερό!...»
- Δηλαδή;
- Μα, πώς να στο εκφράσω χρυσέ; Να – λέει- την πλάνη! Το μυστήριο της ύλης… Της ζωής μας το μάταιο…
 Πάσχιζα κι εγώ νάβρω τη λύση. Ναι, θα πρόφερνα τον παρθένο αριθμό – το σημείο, το σύνθημα – που συμβολίζει το σύμπαν.

Θα 'ρθει αφού φλετράει μου η ψυχή
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι,
και θα μυρίζει φώτα ήλιο και βροχή το νιο φεγγάρι!...
Θα εξακολουθήσωμεν εις το διηνεκές την τρομώδη πορείαν μας, επί μάλλον και μάλλον ριγηλοί και αντίνομοι – υψηλοί και χυδαίοι – μέχρις ού επ’ αυτοφώρω συλλάβομεν τον παρθένον αριθμόν, το σημείον, που συμβολίζει το σύμπαν!...

Και να, το κάθισμά σου συγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα,
και να μαζί σου κιόλας αρχινώ, χρυσή, κουβέντα.

Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ...
Κίνησα να σε βρω στο δρόμο ωϊμένα!
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα), χρυσή, κι εσύ με μένα!...
Μήτε σπείρουμε, μήτε θερίζουμε γιατί για μας είναι τα χούματα μπρούτζινα και νικέλινη η γή μας. Τα Έθνη, οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουνε σύνορα στον δικό μας το χάρτη και τα δυό ημισφαίρια μας πέφτουνε λίγα. Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: της ζωής και του θανάτου ˙ μια πατρίδα γνωρίζουμε: των σολών μας το πάτι. Είμαστε μείς οι πολίτες του άπειρου, κ’ έχουμε κ’ εμείς μια σφραγίδα: τον πάτο μας. Μ’ αυτήν σφραγίζουμε μείς τα πιστοποιητικά της τιμής των.

Η αίστηση του σπασμένου με κέντριζε, του απωλεσμένου, του άπατου… Μούφερναν φρίκη οι αδυσώπητοι νόμοι της ύλης, έτσι που – στα τυφλά – προχωρούσε ο χρόνος, αχ της ζωής μου η ρόδα έτσι που γύριζ’ αμείλιχτα.

Αν δεν ύπαρχε ατμόσφαιρα, πως θάταν των ήχων το πρόσωπο; δε θάταν ο κόσμος βουβός; Αν δεν ύπαρχε διάστημα, που θα πατούσε ο χρόνος;

Η ψυχή μου αντίστατο. Σαν ανώμαλα ρήματα, αιστάνομαν ν’ αλλάζουν ύφος και όψες οι σκέψεις! Δεν μου ήταν ανεχτή η υπόθεση, πως μεσ’ στο διάστημα μπόραε νάταν φυσικό ένα στοιχείο κι ο χρόνος. Τον εννοούσα σαν άρνηση.

Οι εικόνες του ήσαν «ανεδαφικές και επίπεδες» τους έλειπαν οι άλλες δύο «διαστάσεις».
Δεν είχα πια τη λεπτολόγο ακρίβεια, αυτήν που τώρα μύριζε όλιο. Είχα πια λευτερωθεί απ’ τη μώρα της. Ένα σπίτι το θεωρούσα ως «σύνολον» και δεν μ’ έγνοιαζε για τα δυο πατώματα πούχε. Τί μ’ έγνοιαζε μένα πούσαν τα σπίτια τετράγωνα; Τ’ είχα να κάμω πούταν στρόγγυλη η ημέρα;
Στραβώθηκε να κυττάει, αντίς νάβλεπε, - σαν ποιος ξέρει τι- .

Αυτά σκέφτομαν και έσκανα. Υποψιάζομαν πως ο χρόνος δεν υπάρχει στο χώρο.

Πως να... θα μείνει ο κόσμος με το "μπα"
που μ' έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει καπνός
και τάχας σύγνεφα θαμπά, προς τη σελήνη...

Πώς να εμπιστευθώ – έλεγα – στον ωκεανό πουν’ ο ύπνος μου αν δεν σε ονειρεύομαν εσένα; Η σιωπή σου με βλέπει…

Η μουσική της σιγής είναι η γλυκότερη απ’ ούλες.

Πέθανε πριν να με καλογνωρίσει ποιος είμαι.

- Πως την έλεγαν;
- Μηδά ξέρω; Το ξέχασα! Ξεχνώ ως και των ματιών της το χρώμα. Τωρ’ αν την έβλεπα «Ουλαλούμ» θα την φώναζα.
Κι η μορφή της – φτερουγική στην απόσταση – ήταν σα να μούλεγε: Φώς!.. το φως ιλαρόν…

Πέθανε, όταν με καλογνωρίσεις ποιος είμαι.

Τόσο πολύ μ' αγάπησες, κυρά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
πάταγα γω στραβός μες στα νερά; κι εσύ κοντά μου!...

Στη Γής αυτή που κι ο ασπάλακας χαίρεται, εγώ ερωτεύτηκα με τις ομορφιές των χρωμάτων ˙ με τον αχό των βημάτων μου!

Ω, ναι , το καλλίτερο έργο μου θάταν αυτό που δε θάγραφα, κι ιδανικώτερή μου ερωμένη αυτή που ποτές μου δεν είδα.










Στίχοι: Γιάννης Σκαρίμπας
(Ουλαλούμ, Ποιήματα
Σκαρίμπας, Γ., (1993), Το Θείο Τραγί, Αθήνα: Νεφέλη
Σκαρίμπας, Γ., (1992), Το Σόλο του Φίγκαρω, Αθήνα: Νεφέλη)

Επαναπροσδιορισμός στίχων: Άννα Καμπουρίδου



annakab@hotmail.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου