Το Art Symposium Restart 230 - Ολες οι τέχνες Μαζί- αποτελεί ένα αλληλέγγυο και συνεργατικό εικαστικό συμπόσιο που ενσωματώνει την έννοια της συνεργασίας και της συλλογικότητας. Στόχος του είναι η δημιουργία έργων που υπηρετούν τις ανάγκες της κοινότητας, προάγοντας την αλληλεγγύη, την επικοινωνία και τη συμμετοχή των κατοίκων, ώστε η κοινότητα να μετασχηματιστεί σε μια ισότιμη εξ-διερευνητική κατάσταση.
καὶ εἶναι θαῦμα πῶς δὲν πέφταν πάνω μου.
Προχωροῦσα λοιπὸν μέσα στὸ βουητὸ καὶ τὸ κακό,
καὶ νά, ξαφνικὰ βρέθηκα
μπροστὰ στὸ σπίτι μου, ποὺ ἦταν ἀκόμη
ὄρθιο.
Στάθηκα λοιπὸν στὴν ἐξώπορτα καὶ
καθὼς προχώρησα πρὸς τὴ μεγάλη
πόρτα τοῦ σαλονιοῦ, εἶδα τὸ Χριστό,
μέσα σὲ λάμψη, μὲ τὰ χέρια ἁπλωμένα
στὰ πλάγια νὰ μὲ κοιτάζει αὐστηρά.
Ἀνατρίχιασα, κοπῆκαν τὰ πόδια μου,
ἔγειρα καὶ ἔπεσα κάτω λιπόθυμος.

Στο πλαίσιο που προαναφέρθηκε, οι καλλιτέχνες συνεργάζονται με τοπικές ομάδες για να συνδιαμορφώσουν έργα που αντανακλούν τις ανάγκες των Μεγάλων Καλυβίων Τρικάλων, μιας περιοχής βαριά πληγείσας από τη θεομηνία «Ντάνιελ». Το Συμπόσιο θα διεξαχθεί από τις 4 έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2025 και συντονίζεται από την εικαστική ομάδα Εν-Φλω και το Thessaly Projects. Η Εν-Φλω, αποτελούμενη από φοιτητές, αποφοίτους και διδάσκοντες της Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας, δραστηριοποιείται σε δράσεις εντός και εκτός Ελλάδας από το 2011.
Περιλαμβάνουν συνεργατική έκθεση της ομάδας Εν-Φλω με έργα που ενσωματώνουν τα ίχνη της πλημμύρας, φωτογραφικά τεκμήρια, καθώς και επτά εγκαταστάσεις των καλλιτεχνών Ελένης Δαλάκα, Χρύσας Διαμαντοπούλου, Στέλιου Καρρά, Χάρη Κοντοσφύρη, Σταυρούλας Στάμκου, Πόπης Σχιζοδήμου και Κώστα Σολάκη και μια γλυπτική παρουσίαση του Λεωνίδα Νικολαΐδη. Παράλληλα, θα λάβουν χώρα εργαστήρια μαρμαρογραφίας και κατασκευής κούκλας, καθώς και συμβολικές δράσεις, όπως η δενδροφύτευση 230 δέντρων – όσα και τα σπίτια που χάθηκαν – και η ωρίμανση της ιδέας ενός διαδραστικού μετεωρολογικού γλυπτού στον κόμβο των Μεγάλων Καλυβίων. Την εμπειρία συμπληρώσαν μουσικές βραδιές και ποιητικές αναγνώσεις.
Η πρωτοβουλία υποστηρίζεται από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, τους καλλιτέχνες και τους κατοίκους της περιοχής, ενδυναμώνοντας τη συλλογική ανάταση. Το THESSALY PROJECT συνιστά σπονδή στο νερό, που άλλοτε προσφέρει ζωή και άλλοτε απαιτεί σεβασμό, υπενθυμίζοντας τον κίνδυνο της ύβρεως. Η μυθολογία το αποδίδει σε θεότητες όπως ο Ποσειδώνας, ο Νηρέας, η Αφροδίτη και οι Ναϊάδες, ενώ η χριστιανική παράδοση το συνδέει με τον Άγιο Νικόλαο και τους Αγίους του υδροβιώματος. Όμως, το νερό είναι και φορέας τιμωρίας: η Νέμεση, οι Σειρήνες, η Λερναία Ύδρα και η Μέδουσα ενσαρκώνουν το στοιχείο που εκδικείται όταν χάνει τη ροή και την ισορροπία του.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, οι κοινότητες που βίωσαν την καταστροφή ξαναβρίσκουν την αξία της αλληλεγγύης και της ενότητας. Η εμπειρία μιας φυσικής καταστροφής καθιστά την κοινωνία σε εγρήγορση· δημιουργεί την ευκαιρία για ανατροφοδότηση των κοινωνικών δομών και αναζήτηση νέων απαντήσεων γύρω από την ουσία και τον σκοπό της ζωής, αλλά και για την οικοδόμηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στην ανθρώπινη δραστηριότητα και το φυσικό περιβάλλον.Η συμβολική εμπειρία –ως μνήμη, μύθος, τελετουργία ή καλλιτεχνικό δρώμενο– φέρει ένα ιδιαίτερο είδος γνώσης που επιτρέπει στον άνθρωπο να ενταχθεί εκ νέου στην κοινωνική και κοσμική τάξη. Η ιστορική εμπειρία των κοινοτήτων δείχνει πως η συγκρότηση της κοινωνικής συνοχής υπήρξε ανέκαθεν συνυφασμένη με το τελετουργικό και το ιερό. Μια «φαντασιακή ενότητα» συχνά νομιμοποιούσε την κοινωνική συνοχή και την εξουσία ως ομόκεντρη συμπεριφορά που υποθάλπεται από τα παραδοτέα.
Οι τελετουργικές πρακτικές της Εκκλησίας, ιδιαίτερα η λατρεία του αγίου-προστάτη και οι λιτανείες, αποτέλεσαν κεντρικούς άξονες συγκρότησης συλλογικής ταυτότητας. Στα Μεγάλα Καλύβια, ο Άγιος Νικόλαος αναγνωρίζεται ως ο κατεξοχήν προστάτης, ενώ η λαϊκή ευσέβεια στράφηκε και στο ζεύγος των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης λόγω ενός δημοφιλούς καλοκαιρινού πανηγυριού. Η τοπική παράδοση, όπως καταγράφεται από τον ερευνητή Μεγαλοκαλυβιώτη Σωτήρη Ρουσάκη, συνδέει την κοινότητα με την ιστοριογεωγραφία της περιοχής από την εποχή του Αλή Πασά και του γιου του Βελή, έως τη συμβολή της Κυράς Βασιλικής στη δημιουργία βακουφίων που αφιερώθηκαν στον Άγιο Νικόλαο. Τα βακούφια, θεσμός αφιερωμένος στο κοινό καλό, ενίσχυσαν τη θέση του Αγίου ως προστάτη και μεριμνητή της περιοχής.
Στην ενορχηστρωμένη τελεστικότητα, η προσφορά ταμάτων που δημιουργήθηκαν από τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες αποτελεί ένα σύγχρονο τάμα που καταγράφει την προσωπική και συλλογική μνήμη μέσα από μια υλοποιημένη μικρογραφική πράξη προσφοράς. Λειτουργεί ως αποταμιευτήρας εμπειριών, προσδοκιών και δεσμεύσεων, ενώ η παρουσία του στον χώρο θυμίζει και επικαλείται γεγονότα ή πρόσωπα. Κάθε τάμα γίνεται φορέας μνήμης, αναπαράγει πρακτικές πίστης και τελετουργίας, και επιτρέπει στους δημιουργούς και στους παρατηρητές να αναστοχαστούν την κοινωνική και πολιτισμική τους ταυτότητα, διατηρώντας ζωντανή τη σχέση ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και τις συλλογικές ελπίδες. Όπως σημειώνει ο Ευάγγελος Γ. Αυδίκος, τα υλικά αντικείμενα της καθημερινής λαϊκής τελετουργικής πρακτικής λειτουργούν ως ενσώματα ίχνη μνήμης και κοινωνικής ταυτότητας, μεταφέροντας στον χώρο όχι μόνο την προσωπική ιστορία αλλά και τη συλλογική συνείδηση. Τάματα δημιούργησαν οι καλλιτέχνες : Ελένη Θεοδωρίδου, Φανη Καπουλίτσα, Χάρης Κοντοσφύρης, Μίνα Κουζουνη, Δήμητρα Σιατερλή, Όλγα Μοναχού, Αθανασία Λυκουρέση.
Στο πλαίσιο του Restart 230, η παρουσία του Αγίου Νικολάου «επανεκκινείται» συμβολικά. Εμψυχώνεται μέσα από λιτανείες και αρτοκλασίες, ενώ τα αγιασμένα πρόσφορα με την ανάγλυφη αγιογραφική σφραγίδα του «Αγίου Νικολάου Δακρύζοντος» προορίζονται να εναποτεθούν στα εικονοστάσια των οικογενειών που έχασαν τα σπίτια τους. Η σφραγίδα σχεδιάστηκε από τη Μαρία Διαμαντοπούλου, η μακέτα της αποδόθηκε από τον Χάρη Κοντοσφύρη, ενώ η προσαρμογή της σε 3D εκτύπωση έγινε από τον Δημήτρη Χαϊδά. Τα ανάγλυφα ψωμιά τοποθετήθηκαν στην ισόγεια αίθουσα του παλιού Δημαρχείου, σε σχηματισμό απείρου – ενός ξαπλωμένου οχταριού. Το άπειρο αυτό περικλείει γλυπτά του Στέλιου Καρά, μια μακέτα εικαστικής πρότασης για τον κόμβο Καλυβίων, ένα μετεωρολογικό γλυπτό και ένα σύνολο από σχέδια των μελών της εικαστικής ομάδας «Εν-φλώ», που λειτουργούν ως εικαστικοί καταλύτες της μνήμης της καταστροφής. Στο πρώτο γλυπτό του Στέλιου Καρά, μέσα σε ένα άπατο στεφάνι γεμάτο νερό, τρία ψάρια παλεύουν αέναα να βυθιστούν. Το έργο, φτιαγμένο από υαλονήματα, ενσαρκώνει την ένταση του στοιχείου που κατέκλυσε τη γη. Γύρω τους, τα ψωμιά αγκαλιάζουν μια μαύρη γοργόνα από ανθρακόνημα – οιωνό της καταστροφής, σκοτεινό μυθικό αντίβαρο στην αγιασμένη ύλη του άρτου. Ακολουθούν μικροί σηματοροι του Καρά, σαν προειδοποιήσεις μιας συμπαντικής συνακολουθίας. Η δίνη του απείρου ολοκληρώνεται με την ακολουθία 23 κιόνων λάσπης, που μεταμορφώνονται σε ουράνιο τόξο: ένα έργο προτεινόμενο για τον κόμβο Καλυβίων, σημάδι υπέρβασης και ελπίδας. Το άπειρο σχήμα των 230 ψωμιών έκλεισε τελετουργικά μετά τη λιτανεία. Παιδιά, φέροντας τα τελευταία πρόσφορα από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, σφράγισαν τον κύκλο της μνήμης με την παρουσία τους, αφήνοντας το άπειρο να πάλλεται στο κέντρο της κοινότητας
Το άπειρο σχήμα των 230 ψωμιών έκλεισε τελετουργικά μετά τη λιτανεία. Παιδιά, φέροντας τα τελευταία πρόσφορα από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, σφράγισαν τον κύκλο της μνήμης με την παρουσία τους, αφήνοντας το άπειρο να πάλλεται στο κέντρο της κοινότητας.
Κι όμως, στο βάθος του δρόμου, σαν αντήχηση, τα πανό θύμιζαν ξανά και ξανά:
«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ»…
...«–Ἐντάξει, μοῦ εἶπε, εἶναι ὅλα κανονισμένα.
–Σᾶς ἐξασφαλίσαμε ἀκόμα καὶ νερό.
–Ἡσυχάστε, Ἡσυχάστε, Ἡσυχάστε».
(Μίλτος Σαχτούρης, Καταβύθιση, 1990)
Ο «Άγιος Νικόλαος Δακρύζων» ολοκληρώνεται με άλλη μια εγκατάσταση στον δεύτερο όροφο του παλαιού Δημαρχείου Μεγάλων Καλυβίων, μπροστα στο γραφείο διεκπεραίωσης πληγέντων .Διακόσιες τριάντα καταρρεύσεις πλινθόκτιστων σπιτιών δεν σήμαναν μονάχα την απώλεια υλικών δομών, αλλά και ενός πολύτιμου πολιτισμικού κεφαλαίου που συνόδευε τη ζωή και την ταυτότητα της κοινότητας. Η Πόπη Κατράνα Σχιζοδήμου εγκατέστησε μια μικρογραφία πλίνθινου αγροτικού σπιτιού από τα πλιθιά των κατακλυσμιαίων σπιτιών, όπου η αιωρούμενη μορφή του Αγίου Νικολάου το σκέπει, δακρύζοντας τους ποταμούς του κάμπου που ξεχείλισαν το 2023. Το αγροτόσπιτο εμψυχώνεται, φωτιζόμενο εσωτερικά από τον Βαγγέλη Μακρή.Αναθήματα της Αθανασίας Λυκουρέση δέθηκαν πάνω στη θολωτή σιδερένια κατασκευή που επιστεγάζει το αγροτόσπιτο. Ενθυμήματα, γλυπτικά πορτρέτα –μεταξύ αυτών και της μητέρας της καλλιτέχνιδας, καθώς και ένα σχεδιαστικό πορτρέτο του πατέρα της– κοιτώνται στο δεξί πίσω μέρος του πλινθόκτιστου θυμικού σπιτιού.
Ηχητική εγκατάσταση της Σοφίας Αντωνακάκη κατακλύζει τον χώρο με ήχους χελιδονιών, απαγγελία του απολυτικίου του Αγίου Νικολάου, δημοτικά τραγούδια για το νερό και την κενή αντήχηση παλιών λαγηνιών, δημιουργώντας μια ηχητική παλίμψηστη αφήγηση – μια μνήμη που ακούγεται και αντιλαλεί. Μυρωδιές σκορδομυριστού αχινάριου συμπλέκονται με τη μνήμη σε ενεργό δράση με τα ζωγραφικά έργα ενθύμισης του Παναγιώτη Μπαρκαλή γύρω από τα κατεστραμμένα αξονομετρικά γραμμικά σχέδια του Νικολάου-Μάριου Ανυφαντή. Στην ενότητα ζωγραφικών έργων των Νικολάου-Μάριου Ανυφαντή και Παναγιώτη Μπαρκαλή, η εμπειρία της καταστροφής, όπως η πλημμύρα, μετατρέπεται σε πηγή δημιουργίας και νοηματοδότησης. Οι εικόνες τους δεν περιορίζονται στην απλή απεικόνιση της καταστροφής· μέσω της μνήμης και μιας καθαρτήριας διάθεσης, μορφοποιούν το βιωμένο και συνδέουν το προσωπικό με το συλλογικό τραύμα. Η ζωγραφική του Ανυφαντή, έντεχνη, και αυτή του Μπαρκαλή, λαϊκή, συναντιούνται στη δυνατότητα να κάνουν ορατή την καταστροφή και να τη μετατρέψουν σε ανάμνηση που καθαίρει και ενώνει. Στο έργο του Μπαρκαλή, η νοσταλγία εμφανίζεται ως συμβολικοποιημένη: οι εικόνες και οι φιγούρες δημιουργούν γέφυρες μεταξύ σημασίας και βιώματος, ενώ η ζωγραφική εφευρετικότητα πάνω σε χαρτόνια νοτισμένα και λιασμένα αποτυπώνει την αμεσότητα της εμπειρίας. Ο Ανυφαντής καταγράφει την προσπάθεια αποκατάστασης μετά την πλημμύρα, αποτυπώνοντας τις πρώτες ημέρες της αποκατάστασης. Ενταγμένα στο ειδολογικό πλαίσιο της έντεχνης και λαϊκής ζωγραφικής, τα έργα τους συνδυάζουν αφηγηματική, συμβολική και καταγραφική λειτουργία, καθιστώντας τη νοσταλγία μέσο κοινωνικού φαντασιακού. Έτσι, η ζωγραφική γίνεται μέσο αποτύπωσης της ιστορικής μνήμης, κάθαρσης και ταυτόχρονα πηγή κοινωνικής σύνδεσης.
Η τοπική ιδιαιτερότητα εκφράζεται μέσα από τις σκηνές υπαίθρου και μνήμης του Παναγιώτη Μπαρκαλή, ενώ οι έντεχνες, καλοσχεδιασμένες εικόνες πλημμυρικής καταγραφής του Νικόλαου-Μάριου Ανυφαντή αποτυπώνουν μνήμες δυσφορίας. Μαζί αναπτύσσονται περιμετρικά του πλίνθινου αγροτόσπιτου, λειτουργώντας ως εικαστικός κύκλος μνήμης. Εκεί, στα σκαλοπάτια προς το ισόγειο, ένα ζωγραφικό έργο του Ανυφαντή, όπου ένα παιδί σκουπίζει τα πόδια του στο κατώφλι της εξώπορτας, αναδιπλώνει παιδικά σχέδια πάνω στην πλημμύρα.
Ο Χρήστος Στέφας, δουλεύοντας υπομονετικά πάνω σε μια επιφάνεια με δεκάδες κλωστές, υφαίνει το πορτρέτο του Κώστα Τασιόπουλου· ένα πρόσωπο που αναδύεται κυριολεκτικά από τις στάθμες της πλημμύρας. Πρόκειται για μια ιδιότυπη μορφή String Art, όπου η εικόνα δεν είναι απλώς αναπαράσταση, αλλά μνήμη και τραύμα του τόπου.Η μαύρη κλωστή, τεντωμένη με αλλεπάλληλες κλίσεις πάνω στο λευκό φόντο, πότε πυκνώνει και πότε αραιώνει, σαν ανάσα. Από αυτή τη ρυθμική συμφωνία γραμμών ξεπροβάλλει ο καθημερινός ήρωας,της Μεταμόρφωσης Καρδίτσας, μορφοποιημένος μέσα σε μια κυκλική σύνθεση, σαν μαύρο φεγγάρι. Ένα εικονιστικό πλαίσιο, που στέκει πίσω από τον αναδυόμενο Άγιο Νικόλαο.
Η νεωτερική τους πρόταση για έναν νέο τρόπο αναστήλωσης της μνήμης των 230 χαμένων πλίνθινων σπιτιών προστρέχει στην υπεραξία της λαογραφικής κληρονομιάς· ωστόσο, το πράττει πολυαισθητηριακά και βιωματικά. Όπως σημείωνε ο Ν.Γ. Πολίτης στη Λαογραφία, η λαογραφία «εξετάζει τας κατά παράδοσιν διά λόγων, πράξεων ή ενεργειών εκδηλώσεις του ψυχικού και κοινωνικού βίου του λαού· ... Συνεξετάζει δ’ αναγκαίως και τας μη εκπορευομένας μεν αμέσως εκ της παραδόσεως κατά παρόδοσιν».
Έτσι, η λαογραφία αναδεικνύει από την αφάνεια το «χωριό», είτε μέσα από λαογραφικές συλλογές είτε μέσα από λογικές πολιτικής αξιοποίησης της τοπικής μνήμης. Η έννοια του «κοινοτισμού», δηλαδή της ικανότητας των ντόπιων για αυτοδιοίκηση –που αντλεί τις ρίζες της από την οθωμανική περίοδο και παραπέμπει έμμεσα στην αρχαιότητα μέσω της πόλης-κράτους– αποτέλεσε πλαίσιο για την παραγωγή μιας «τοπικής κλίμακας» λαογραφίας ως πολιτισμικό πρόταγμα, το οποίο αντιμετωπίζει την κοινότητα ως ζωντανό οργανισμό με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες που υφίστανται μεταβολές και μεταστροφές στο πέρασμα του ιστορικού χρόνου ως τοπικά συμβάντα.Το Art Symposium Restart 230 δεν έρχεται απλώς να καταγράψει την απώλεια, αλλά να αναγεννήσει μέσα από την τέχνη, τη μνήμη, την τελετουργία και τη συλλογικότητα τη σχέση των ανθρώπων με τον τόπο τους, με τη φύση και με το νερό που τους ζωογονεί και ταυτόχρονα τους δοκιμάζει. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενυπάρχει σε κάθε τελετουργία ένταση ανάμεσα στον ρόλο της ως συντηρητικής αντανάκλασης μιας πραγματικότητας και στον ενδεχόμενο ρόλο της ως ουτοπικής πρότασης για ανάπλαση αυτής της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα χρησιμοποιεί τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις και αντιλήψεις που εκφράζονται μέσα από συγκεκριμένες χειρονομίες και επαναλαμβανόμενες πράξεις –αυτές τις ενδόμυχες διαθέσεις που ενσωματώνουν εμπειρίες του παρελθόντος– και εμφανίζονται σε κάθε περίσταση προκειμένου να εμβολιάσουν την κοινωνική ζωή.
Το νερό, ως στοιχείο, είναι η χημική ένωση Η₂Ο, η πιο απλή και
ταυτόχρονα η πιο θεμελιώδης για τη ζωή. Καλύπτει περίπου το 71% της
επιφάνειας της Γης και αποτελεί σχεδόν το 60% του ανθρώπινου σώματος. Οι
φυσικοχημικές του ιδιότητες –η ικανότητα να διαλύει ουσίες, να
μεταφέρει θερμότητα, να μεταβάλλει καταστάσεις– το καθιστούν
ανεπανάληπτο ρυθμιστή του κλίματος και των οικοσυστημάτων. Χωρίς νερό,
δεν υπάρχει βιολογική διαδικασία, δεν υπάρχει βλάστηση, δεν υπάρχει
πολιτισμός. Η κατανομή του όμως είναι άνιση· το 97% βρίσκεται στους
ωκεανούς, ενώ μόλις ένα μικρό κλάσμα είναι διαθέσιμο ως γλυκό νερό,
πολύτιμο και συχνά απειλούμενο. Όσο νερό υπάρχει στο πλανητικό μας
σύστημα, τόσο παραμένει· δεν ελαττώνεται, δεν περισσεύει, δεν αυξάνεται.
Αλλά το νερό δεν είναι μόνο στοιχείο· είναι και στοιχειό. Η ελληνική παράδοση, όπως την αποτύπωσε ο Παπαδιαμάντης, το γέμισε με μυστήριο: οι θάλασσες, οι πηγές και τα ρέματα έχουν ψυχή, φιλοξενούν νύμφες και δαίμονες, καλούν ή απειλούν τον άνθρωπο. Η διττή του φύση –τροφοδότης και καταστροφέας– έγινε βίωμα για τις κοινότητες που έζησαν πλημμύρες, αλλά και για τους ναυτικούς που πάλευαν με το κύμα. Το νερό «θυμάται» και «εκδικείται», στοιχειώνει τόπους και μνήμες. Έτσι, παραμένει ταυτόχρονα ύλη και μύθος, φυσικό υπόστρωμα και πνευματική δύναμη: στοιχείο και στοιχειό, ευλογία και απειλή, επιστήμη και ποίηση.
Η ανακατασκευή από μνήμης της Πόπης Κατράνα-Σχιζοδήμου ενός πλινθόκτιστου σπιτιού μέσα σε μια ημισφαιρική κάψουλα συνιστά, τουλάχιστον, μια πρώτη διασωστική αφύπνιση για την απολεσθείσα αρχιτεκτονική και τη μηχανική ξηρής δόμησης του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ο θύλακας διασπείρεται με βιωματικές μνήμες: η προτομή της μητέρας και το λασπωμένο προσχέδιο του πατέρα στην πίσω δεξιά όψη της υπερμεγέθους μακέτας, μαζί με γλυπτικές αξίες και διασπορά αποκεντρωμένων μνημών, δημιουργούν μια εκδοχή συνομιλίας, αναπαράστασης και προφορικής αυθόρμητης αφήγησης μέσω της τέχνης.
Αυτή η διαδικασία προδιαγράφει μια τοπιογραφία της κοινωνικής μνήμης και διαδικασίες παραγωγής προφορικής πληροφορίας — κάτι σαν μνημονικό αρχείο. Η αποκατάσταση της προφορικότητας και της αναμνησιακής εμπειρίας, που συντελέστηκε μέσα από τη νοσταλγία ενός ερείπιου σπιτιού στις αυλές των κατοίκων δύο χρόνια μετά την κατάρρευσή τους από τη θεομηνία, αποτελεί ευνοϊκή προϋπόθεση για την ανασκευή του πρόσφατου παρελθόντος μέσω της συνδυαστικής χρήσης αναμνήσεων και τοπιολογικά εδραιωμένων βιωματικών εμπειριών.
Χωρίς αμφιβολία, ο επαναπροσδιορισμός του αντικειμένου της λαογραφικής μνήμης στην κατεύθυνση της προφορικότητας, του αυθορμήτου και της σκηνογραφικά και εγκαταστασιακά ανασυσταμένης μακέτας του αγροτόσπιτου επιτρέπει στη μνήμη να αποτελέσει όψη της παροντικής δράσης. Η μνήμη, σε αυτή τη θεώρηση, δεν είναι απλώς αποθήκη γεγονότων· είναι κοινωνικός και πολιτισμικός μηχανισμός που επιτρέπει στις κοινότητες να διαπραγματεύονται την ταυτότητά τους, να διατηρούν τη συνοχή τους και να διαμορφώνουν νοήματα για την εμπειρία τους.
Σημαντικό στοιχείο σε αυτή τη διαδικασία αποτελεί η ύλη: τα αντικείμενα, τα κτίρια, οι χώροι και οι τελετουργίες λειτουργούν ως φορείς μνήμης. Προίκες, εργαλεία, έγγραφα, ακόμα και οι ίδιες οι κατοικίες φέρουν ιστορικές εμπειρίες και πολιτισμικές αξίες. Η διατήρηση και η επιμέλεια αυτής της υλικής κουλτούρας δημιουργούν ένα εμψυχωμένο αποτύπωμα που συνδέει μηχανισμούς ανάκλησης μνήμης του παρελθόντος με το παρόν και επιτρέπει τη βιωσιμότητα της συλλογικής μνήμης ως ανεξάρτητης κατάστασης. Δημιουργούνται έτσι «καταστασιακά μνημονικά περιβάλλοντα», όπου η μνήμη είναι διαρκώς παρούσα και καθορίζει τις συμπεριφορές χωρίς να χρειάζεται να επισημαίνεται.
Αυτό αναδεικνύεται και στο έργο της Σταυρούλας Σταμκού στο Λαογραφικό
Μουσείο, στο ημιυπόγειο του διατηρητέου Κονάκιου (σπίτι ενδιαιτήσεως
του Αγά της περιοχής), όπου η συνύπαρξη ήχου, φωτός και ύλης δημιουργεί
μια πολυαισθητηριακή εγκατάσταση υλοποιημένης μνήμης. Στο συνεργατικό
έργο Ο Άγιος Νικόλαος Δακρύζων, η ημισφαιρική κάψουλα υπερβαίνει
τον χώρο μέσα από το κατακλυσμιαίο ηχητικό περιβάλλον της Σοφίας
Αντωνακάκη, με τις οσμές της σιγομαγειρεμένης χήνας να δημιουργούν μια
πολυαισθητηριακή παλίμψηστη αφήγηση (Δημήτρης Μακρής).
Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν πώς η ανθρωπολογική θεώρηση του Παπαταξιάρχη βρίσκει εφαρμογή πέρα από τη θεωρία, σε πραγματικές κοινωνικές πρακτικές και πολιτισμικά έργα. Η μνήμη και η ύλη αλληλοσυνδέονται, δημιουργώντας ένα δίκτυο συμβόλων και πρακτικών που μεταφέρει ιστορική γνώση, συναισθήματα και κοινωνικά νοήματα. Μέσα από την τέχνη, τα αντικείμενα και τους χώρους, οι κοινότητες συνθέτουν και βιώνουν μια μνήμη που είναι ταυτόχρονα ιστορική, κοινωνική και αισθητηριακή.
Συνολικά, η μελέτη του παρελθόντος ως εργαλείο πολιτισμού και νοήματος, η μνήμη ως κατασκευή ταυτότητας και η σχέση ύλης και μνήμης —υλοποιημένης και αποϋλοποιημένης— αποκαλύπτουν τις πολύπλοκες διαδικασίες μέσω των οποίων οι κοινωνίες ανασυνθέτουν και μεταφέρουν την εμπειρία τους. Απαιτείται να προσβλέπουμε στο παρελθόν ως ζωντανό και ενεργό στοιχείο, που συνεχώς διαμορφώνει τον παρόντα κοινωνικό κόσμο.Μόνου γαρ τούτου καὶ θεὸς στερίσκεται, ἀγένητα ποιεῖν ἅσσ’ ἂν ἢ πεπραγμένα.
(Ακόμα και ο θεός δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει σαν να μην έχουν γίνει αυτά που έχουν γίνει).
— Αγάθων, αρχαίος τραγικός (450–400 π.Χ.)
Όταν εισέρχεσαι στο Κονάκι, το νυν Λαογραφικό Μουσείο, έχει ήδη εισέλθει βιαστικά ένας άντρας με παλιωμένο σακάκι με ελαφρές βάτες στους ώμους, τραγιάσκα και αχτένιστα, άγρια μαλλιά. Το πρόσωπο είναι οστεώδες, κακοτράχαλο, με φρέσκα χείλη. Κουβαλά δύο ντενεκέδες τσιμέντο. Θέλει να ανέβει τη σκάλα. Ανακατασκευάζει στον δεύτερο όροφο. Χαρακτηριστικός εργάτης της δεκαετίας του ’70, την περίοδο της απόλυτης ανοικοδόμησης και των αυθαιρέτων. Ο εργάτης ιδιοκατασκευάζει το σπίτι του, αλλά ένα λερναίο εμπόδιο τον περιμένει στο κεφαλόσκαλο: μια λογχοειδής σιδερένια κατασκευή, ασύμμετρη, φλογώδης, ατσάλινη, ερπούσα και κοφτερή. Θα λογχιστεί από τη γραφειοκρατία, την ανέχεια, τη μη τυπική αλλά και τυπική λαϊκή παραδοσιακή κατασκευή, τους όρους δόμησης, τα ρουσφέτια, τον αχαλίνωτο καπιταλισμό.
Εντοπισμός ακινήτουΣυντεταγμένες:
421376.1800440267 4352150.802218274, 421375.6508763017 4352159.004318011, 421376.1800440267 4352165.354330711, 421371.1529506392 4352171.704343411, 421370.3591990517 4352182.552281774, 421371.1529506392 4352198.
Έγκυρο Αντίγραφο
Α/Α Πράξης: 141132
1FAC1673D48AF88F
Έλεγχος εγκυρότητας
Υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας
Έχοντας υπ’ όψιν:
– τις διατάξεις του τμήματος Β’, κεφαλαίου πρώτου του Ν. 4495/17 ΦΕΚ
167Α/3.11.2017 «Έλεγχος και προστασία του Δομημένου Περιβάλλοντος και
άλλες διατάξεις»,
– την ανωτέρω αίτηση του έχοντος νόμιμο δικαίωμα για το έργο, όπως
μελετήθηκε από τους μηχανικούς σύμφωνα με τα στοιχεία που αναγράφονται
στα ανωτέρω πεδία,
– τα συνημμένα στην αίτηση στοιχεία και μελέτες,
ΔΕΝ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ: Η αναθεώρηση έντυπης άδειας χωρίς μεταβολή κάλυψης/δόμησης/όγκου.
Το γλυπτικό σφυρήλατο σε ευρεθείσες λαμαρίνες του Κώστα Σολάκη παρεμποδίζει και αιφνιδιάζει την απρόσκοπτη είσοδο από το κατώφλι του Κονακίου. Δεν σε προϋπαντά· με γυρισμένη την πλάτη προς την είσοδο του επισκέπτη αναιρεί την ιδιότητα του θεατή· εισέρχεσαι κομπάρσος είσαι οικοδόμος στην ανοικοδόμηση. Μέχρι να μπεις στον ενεργό σου ρόλο, μέχρι να διαδράσεις, να περιεργαστείς, είσαι συντελεστής και συντελούμενος των εικαστικών εμψυχώσεων. Αυτή η χρονική καθυστέρηση της αναγνώρισης του γλυπτικού συνόλου εξελίσσει τη συμμετοχή των επισκεπτών στο πρόβλημα του εργάτη αλλά και στα ζητήματα που προκάλεσε ο Ντάνιελ. Η αναστροφή στο πρόσφατο παρελθόν, συνοδευόμενη από την ανομολογήτη επιθυμία τα Μεγάλα Καλύβια, με τον ευκρινή πολεοδομικό τους σχεδιασμό, να αποτελέσουν προάστιο των Τρικάλων, ωριμάζει το σύνολο των εικαστικών κρίσεων επί του φαινομένου της αίσθησης του ανέστιου που κατέτρεξε τον κάτοικο της περιοχής από την θεομηνία.
Από τη στιγμή, ωστόσο, που ο άνθρωπος στοχαστεί τον τρόπο κατοίκησης των προγόνων του, πάνω στο γεγονός ότι είναι ανέστιος, αμέσως η συνθήκη της αναζήτησης τρόπου κατοίκησης παύει να είναι άθλια. Ταυτόχρονα, όμως, δημιουργούνται οι συνθήκες για συνέχιση της πραγματικής κατοίκησης μέσα στον χρόνο.
Το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα είναι μία περίοδος κατά την οποία οι πόλεις επεκτείνονται πληθυσμιακά και χωρικά. Για τις περιόδους όπου η πληθυσμιακή επέκταση ξεπερνά τη χωρική, η πόλη πυκνώνει εσωτερικά με την αντιπαροχή και διαχέεται εκτός (εκτός σχεδίου δόμηση), με τυπικό ή άτυπο τρόπο, αυθαίρετα, κατά τον Ευστάθιο Μπούκουρα.
Τα αγροτόσπιτα της Θεσσαλίας κατοικούνταν από ένθεους, εν κοινωνία ανθρώπους, που με συνείδηση της θνητότητάς τους δούλευαν τη γη και αντλούσαν από τη φύση τα μέσα επιβίωσης, μέχρι που η διαχείριση της φύσης επέβαλε μηχανικές παρεμβάσεις: εκτροπή ποταμών, αποστράγγιση λιμνών και κάθετη παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Το αποτέλεσμα ήταν η πρωταρχική, ανόθευτη, πηγαία αρχιτεκτονική του Βιτρούβιου να μην επαρκεί πια και η χειρωνακτική δουλειά να μην προσδιορίζεται πλέον στη λόγια αρχιτεκτονική.
Κατακλυσμοί έγιναν η μόνη άμυνα της φύσης. Διακόσια τριάντα καλοσυνάτα αγροτόσπιτα της κεντρικής Θεσσαλίας, νότια των Τρικάλων, κατέρρευσαν από τον κατακλυσμό του 2023.
Ο Άρης Κωνσταντινίδης εστιάζει στην καλοσύνη της αρχιτεκτονικής στα ημερολόγιά του (19.7.1939):
– Η αρχιτεκτονική ντύνει το κορμί όπως ένα ρούχο.
– Η αρχιτεκτονική είναι ο καθρέφτης όπου απάνω του γράφονται όλες οι εκδηλώσεις της ζωής.
– Η αρχιτεκτονική είναι το δοχείο όπου μέσα του φωλιάζει η ζωή.
– Η αρχιτεκτονική στέκει μέσα στη φύση για να της κρατάει συντροφιά. Και μιλάει μαζί της, σε μια διαλογική συζήτηση. Και δεν υπάρχουν περιθώρια για διαφωνίες.
Η ζωγραφική εγκατάσταση της Χρύσας Διαμαντοπούλου στις βιτρίνες του Λαογραφικού Μουσείου Καλυβίων, με τον τίτλο «Ο ωκεανός ήρθε στη γη», αναπτύσσεται στο αριστερό πίσω δωμάτιο του πρώτου ορόφου. Τα ψάρια, τοποθετημένα σε ανθρώπινα περιβάλλοντα, μυαρά αλλά ταυτόχρονα εξιδανικευμένα, λειτουργούν ως μεταφορές για την εύθραυστη συμβίωση φύσης και πολιτισμού. Δύο μεγάλα ακέφαλα ψάρια χασκούν επί παραθύρου, κρεμάμενα. Η θυσιαστική πράξη των ψαριών αποτελεί τελετουργική επίδειξη για την ενίσχυση της δύναμης της βλάστησης, την αποτροπή θεομηνίας ή μιάσματος, με την επιδίωξη του τελετουργικού καθαρμού ή της σωτηρίας από κίνδυνο· την εξασφάλιση μιας καλύτερης επίγειας και μεταθανάτιας ζωής. Η τελείωση του σκοπού μέσω αυτών των τελετουργιών αποσκοπούσε στην αφύπνιση των εσωτερικών δυνάμεων των ανθρώπων, ώστε να μπορέσουν να αντισταθούν στα ίδια τους τα πάθη και να παρηγορηθούν για τις καταστροφές που η φύση μπορούσε να προκαλέσει στη ζωή τους.
Η επιτομή του πρωτόγονου τελετουργικού μέσα σε αυτή τη φανταστική τέλεση ολοκληρώνεται με τα επίσης θυσιασμένα μικρά ψάρια, αιματοβαμμένα πάνω σε καθαρά τακτοποιημένα ρούχα της μεσαίας οριζόντιας διπλής βιτρίνας. Η τζαμαρία που τα περιέκλειε φαντάζει γεμάτη κατακλυσμιαίο νερό. Η ανθρώπινη παρουσία αποτυπώνεται ρητά· υπονοείται μέσα από τις σιωπηλές κούκλες, ντυμένες με παραδοσιακά ρούχα, ικέτιδες θεσμοφοριάζουσες απέναντι στη συντέλεια της θεομηνίας. Οι βιτρίνες, ως κατεξοχήν τόπος διατήρησης και έκθεσης μνήμης, γίνονται θάλαμοι μεταμόρφωσης, όπου το υγρό στοιχείο παρεισφρέει στο γήινο, ανατρέποντας τη σταθερότητα του οικείου. Ο ωκεανός, εδώ, δεν είναι απλώς μια εικόνα ή ένα σύμβολο· είναι η εισβολή του απρόβλεπτου στο κανονικό, η υπόμνηση πως το σπίτι της μνήμης δεν είναι ποτέ αδιαπέραστο από τα ρεύματα της φύσης.Η συμμετρία, η περιφορά των επισκεπτών, τα αντικαθρεφτίσματα και οι ανακλάσεις μέσα στον χώρο τελεσουργούνται. Μια διαλεκτική πραγματικότητα που αναπλάθεται κάθε στιγμή μέσα από τον τρόπο που βιώνεται και γίνεται αντιληπτή, ως ιδανική σχέση αλλά και ως συγκεκριμένη κατάσταση και συνθήκη, είναι και η θυσία. Η κοινωνία είναι συλλογικά και ατομικά βιώματα, αντιλήψεις, παραστάσεις, συνειδήσεις και οραματισμοί, που διαμορφώνονται αέναα μέσα από τις άπειρες διαπλοκές τους και τις ασταμάτητες αμοιβαίες επιδράσεις τους. Ο άνθρωπος δεν στέκεται απέναντι στην κοινωνία ως κάτι διαφορετικό. Η κοινωνία είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Είναι ο άνθρωπος, στις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του και τον κόσμο.
Η πεμπτουσία της αποφατικότητας του έργου της Χρύσας Διαμαντοπούλου έγκειται ακριβώς σε αυτή τη σχέση ιστορίας και εσχατολογίας. Αντικείμενό της είναι η υπόνοια της πραγμάτωσης ενός εσχατολογικού οράματος στη συγκυρία της θεομηνίας Daniel, μέσα στην κοινωνία, στην κοινωνική ζωή, περιλαμβανομένης και της κτίσεως, με όση οικολογική και συμπαντική αφοσίωση απαιτείται. Στον Λεβιάθαν του συγκεκριμένου χώρου είναι σαν να απαγγέλλεται ένα ποίημα της: «Κρεμώμενη
Ποια είναι αυτή;
Κάποια που πίστεψε.
Όχι, είναι αυτή που ακόμα πιστεύει.
Σε τι;
Ποιος να ξέρει άραγε…;
Κάποιος σίγουρα.
Ποιος είναι;
Ο κάποιος; Ένας που θα πιστέψει μαζί της.
Τότε θα είναι αυτός.
Τον ξέρεις;
Δεν είναι άνθρωπος.
Αν δεν είναι, τότε -τι- είναι;
Είναι αυτός που την έχει τοποθετήσει εκεί.
Που εκεί;
Ανάμεσα από κάτι λεπιασμένα τέρατα.
Ακούγεται τρομερό. Τρομακτικό. Καταριακό.
Είναι σίγουρα αυτή που πιστεύει;
Πού;
Στα τετρά- γωνα.
Από αυτά με τις γωνίες;
Κάποτε βρέθηκε σε έναν κύκλο.
Αυτή;
Αυτή και ο κάποιος.
Ο κάποιος έσβησε τον λευκό διακόπτη.
Αυτός φταίει;
Πάντα κάποιος φταίει.».
Στο πρώτο αριστερό δωμάτιο, η μικρή γλυπτική εγκατάσταση του Χάρη Κοντοσφύρη, σε προθήκη όπλων του 1821 του ίδιου μουσείου, με τίτλο «Η ευγένεια της Μύγας», κινείται στον αντίποδα, αλλά συναντά την ίδια προβληματική: πώς το ευτελές μπορεί να ανατραπεί σε σύμβολο νοήματος. Η μύγα, το πιο κοινότοπο και συχνά απωθητικό των εντόμων, αναδεικνύεται σε άφθαρτο καθαρτήριο, ανατρέποντας την ίδια την ιεραρχία του ωραίου και του άξιου. Οι γλυπτές μεταλλικές μύγες δεν λειτουργούν απλώς ως απεικονίσεις· γίνονται φύλακες, σχεδόν ιερά τοτέμ, που περιφρουρούν τα αιματηρά παραδοσιακά πολεμικά αντικείμενα του μουσείου. Η ειρωνεία και η ανατροπή συνυπάρχουν με τη σοβαρότητα ενός εικαστικού σχολίου: η μνήμη των αντικειμένων δεν χρειάζεται επιβλητικούς φρουρούς, αλλά βρίσκει εποπτεία στο πιο ταπεινό και παραγνωρισμένο πλάσμα. Έτσι, το ευτελές αναβαθμίζεται, το περιθωριακό αποκτά κύρος και ο επισκέπτης καλείται να αναστοχαστεί τη σχέση του με το ασήμαντο που τον περιβάλλει. Ανάμεσα στον χώρο του καθημερινού και στον χώρο της αναπαράστασης, όπως είναι και ένα μουσείο που ενώ αναπαριστά διασωστικά, στην προκειμένη περίπτωση αντικείμενα, παρεισφρέει και μια άλλη αναπαράσταση, φανταστική και διττή. Η εγκατάσταση με τις μύγες αξιοποιεί την ήδη υπάρχουσα βιτρίνα φύλαξης ως προκατασκευασμένο χώρο – φυσικό και ιστοριογραφικό – στον οποίο «επιτρέπεται στα αντικείμενα να παρεισφρήσουν» και οι επισκέπτες να τα εμψυχώσουν με μια υποκείμενη αφήγηση και φαντασία.
Οι δύο εγκαταστάσεις, μέσα από την αντίθεση απουσίας και υπερ εμφάνισης, οργανώνουν μια κοινή αφήγηση: η μνήμη και η κατοίκηση δεν στηρίζονται μόνο στο μεγάλο, το επιβλητικό, το ηρωικό, αλλά και στο ευτελές, το σιωπηλό, το υπονοούμενο. Εκεί ακριβώς, όπου το παρελθόν και η φύση διαπλέκονται με τον πολιτισμό, προκύπτει το απρόβλεπτο πεδίο της τέχνης. Στα εικαστικά συμφραζόμενα των δύο καλλιτεχνών, κάθε αλληγορία και σχέση προς κάτι άλλο είναι ένα παρεμβαλλόμενο εμπόδιο, αφού η σημασία μιας επιτελεστικής πράξης – θυσία και κάθαρση στην προκειμένη περίπτωση – συνάγεται πάντοτε από τις υψηλότερες συμβολικές θέσεις και ποτέ από μια άλλη, άσχετη πραγματικότητα.
Στον διάδρομο του ημιυπογείου, η εγκατάσταση της Σταυρούλας Στάμκου μετατρέπει τον χώρο σε ηχητικό θάλαμο μνήμης. Ένας σειριακός ήχος, σαν από σπλάχνα απρόσιτα, αναδύεται από την απλή θέα κεραμικών αντικειμένων, παρατεθειμένων σε πλήθος πάνω σε ένα τραπέζι. Τέσσερα πορτρέτα ανδρών, αγρυπνούν στις άκρες, σιωπηλοί μάρτυρες. Ο ήχος, ποντισμένος, ανασαίνει σαν φάλαινα, μακρόσυρτος και μεταλλικός, καθιστώντας τον επισκέπτη συμμέτοχο σε τελετουργία ενός λασπωμενου βυθού. Οι κορυφές των κεραμικών αναδύονται σαν άκαπνα φουγάρα, δείκτες ενός μυστηρίου: μιας άδηλης επιφάνειας του ονείρου. Το πλήθος των αντικειμένων λειτουργεί ως τοπογραφία της μνήμης· ένα φανταστικό αστικό τοπίο που αναδύεται μέσα από τη σκοτεινιά, σαν πολιτεία ορατή μόνο από το απέναντι βουνό. Σφυρίγματα, συριγμοί και θραύσματα ήχων εκσφενδονίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις, ενεργοποιώντας την αίσθηση του ανήκειν σε έναν τόπο που δεν είναι μόνο φυσικός αλλά και βιωματικός.
Η νύχτα, πηχτή και άφωνη, σκεπάζει την πολιτεία που αχνίζει μνήμη. Η πολιτεία ονειρεύεται την ευγενική καθημερινότητά της. Οι καμινάδες καπνίζουν. Οι βαρκάρηδες –σκιές σωτηρίας– παρεμβάλλονται ως παραμυθιακή ανάμνηση μιας ιστορίας που επαναλαμβάνεται, όπως στη Μεταμόρφωση Καρδίτσας. Ο ουρανός-λάσπη, τα φύλλα που χάνουν τη σκιά τους, οι στέγες που κυματίζουν στο νερό συνθέτουν ένα σκηνικό όπου η καθημερινότητα αναμένει το ηρωικό. Να οι δύο από αυτούς –ο ήρωας Κώστας και ο ήρωας σύντροφός του– παραπατούν μέσα στον ήχο της μεταλλόφωνης βάρκας τους. Ο ουρανός είναι λάσπη ανάποδη. Τα φύλλα των δέντρων, τόσο βρεγμένα, που η σκιά τους γλιστρά και χάνεται.
Η εγκατάσταση δεν μιλά μόνο για την καταστροφή, αλλά και για την αδιάσπαστη αλληλεγγύη της κοινότητας. Τα κεραμικά, ως υπολείμματα μιας άλλης ζωής, μετατρέπονται σε όργανα αντήχησης της συλλογικής εμπειρίας. Ο ηρωισμός εδώ δεν ξεχωρίζει από την καθημερινότητα· είναι η ίδια η πράξη επιβίωσης, η άρνηση της λήθης, η μνήμη που επιστρέφει πεισματικά μέσα στα άδηλα τοπία του πηλού.
Οι βαρκάρηδες έσωσαν κόσμο μέσα σε συρτάρια, λιμενίστηκαν σε πάνω ορόφους, μάζεψαν όση μνήμη βρήκαν μπροστά τους. Η δυστυχία απ’ έξω έγδερνε πόρτες, τοίχους, κεραμοσκεπές· όλα αδιαίρετα. Μα δεν υπάρχει λόγος να χωρίσουμε τον ηρωισμό από την καθημερινότητα. Γιατί ο ηρωισμός δεν κατοικεί στους τίτλους ή στις εξάρσεις· είναι η ίδια η πράξη επιβίωσης των απλών ανθρώπων, εκείνων που αγωνίζονται αθόρυβα, μες στη ροή του ποταμού, της λίμνης, στην αβέβαιη διάρκεια της πλημμύρας. Καθημερινοί ήρωες, που ο θεόκοπος έστειλε εκεί — κι όμως, δύο νεκροί μένουν να θυμίζουν πως κάθε μνήμη έχει το τίμημά της.
«Ο Κυρ Κώστας ο Βαρκαρής, Τιμής Ένεκεν»
Δύο εικονιζόμενοι και πέντε πορτρέτα συνολικά αφιερώνονται στους
καθημερινούς αυτούς ήρωες, τους βαρκάρηδες–διασώστες στο χωριό
Μεταμόρφωση Καρδίτσας. Ήρωες εκ του συνεγγύς, αμετάκλητοι, μικροί
απερίσκεπτοι δηλωτές της αλληλεγγύης· μιας αλληλεγγύης που δεν είναι
μόνο πράξη αλλά και θεμελιώδης αρχή ενός άγραφου εθιμικού δικαίου, που
αναδύεται πάντοτε μέσα από τις κρίσιμες ώρες της κοινότητας.
Η Αθανασία Λυκουρέση αποδίδει μνήμη και τρυφερότητα στη μορφή του
βαρκάρη Κώστα Τασιόπουλου, ο οποίος συνέδραμε στη διάσωση.Η Χρύσα Σιώτη
εστιάζει στη λεπτομέρεια των χειρονομιών και των εκφράσεων,
αναδεικνύοντας την ανεπιτήδευτη γενναιότητα της στιγμής μέσα από δύο
πορτρέτα: του Κώστα Τασιόπουλου και του Στέφανου Κουζούνη.Ο Χρήστος Στέφας, δουλεύοντας πάνω σε μια επιφάνεια με δεκάδες κλωστές, από τα ίχνη πολλών αλλεπάλληλων πλημμυρών, χαράσσει τις διαδρομές της βάρκας μέσα στο τοπίο της πλημμυρισμένης Μεταμόρφωσης.
Μέσα από αυτά τα έργα, οι βαρκάρηδες δεν παρουσιάζονται ως υπεράνθρωποι, αλλά ως «ήρωες της διπλανής πόρτας»· πρόσωπα που με αυθορμησία, τόλμη και ευθύνη ανέλαβαν να γίνουν φορείς σωτηρίας, γραφείς μιας συλλογικής μνήμης που ακόμη παραδειγματίζει.
Ο Λεωνίδας Νικολαΐδης παραθέτει έξω από το παλιό δημαρχείο των Μεγάλων Καλυβίων μια ρευστή πύλη, με τίτλο «π–Ὕλη». Η μορφολογία της ενώνει δύο σπειροειδή συστήματα δίνης, δυναμικά και ανορθωτικά, που συνυφαίνονται και γεφυρώνονται, δημιουργώντας μια εντύπωση συνεχούς κίνησης και ρευστότητας.
Το «π–Ὕλη» δεν λειτουργεί μόνο ως μαθηματικό–υλικό γλυπτό, αλλά και ως χειρονομία που μας φέρνει μπροστά στη θεμελιώδη αξία του «άχρηστου». Όπως υπενθυμίζει ο Nuccio Ordine στο μανιφέστο του Η χρησιμότητα του άχρηστου, μια κοινωνία που μετρά την αξία των πραγμάτων αποκλειστικά με όρους κέρδους και πρακτικής απόδοσης, χάνει την ικανότητα να αναγνωρίζει εκείνες τις εμπειρίες που τρέφουν τον άνθρωπο: την καλλιέργεια της ευαισθησίας, την ανάπτυξη της φαντασίας, την ελευθερία της σκέψης.
Το γλυπτό, φτιαγμένο και από δύο παλιές οικιακές ντουλάπες που ανακυκλώθηκαν και μεταμορφώθηκαν, ανασυνθέτει ένα σύνολο αχρηστευμένων μελών που, ξαφνικά, φαντάζουν απολύτως χρήσιμα. Η ύλη, αποφορτισμένη από τη χρηστική της ταυτότητα, αποκτά νέα δυναμική και γίνεται σώμα κίνησης. Μέσα από τον στροβιλισμό των ξύλινων στεφανιών και την υγρή ύλη του νερού, το έργο δεν στέκεται απλώς στον χώρο αλλά τον αφομοιώνει: ρουφά το βλέμμα, παρασύρει τον επισκέπτη, δημιουργεί ένα πεδίο που πάλλεται και μοιάζει να ανακυκλώνει τη μνήμη του περιβάλλοντος.
Το νερό, υγρή ύλη και φορέας μεταμόρφωσης, ενισχύει τον στροβιλισμό του γλυπτού, καθιστώντας τον αέναο και ρευστό. Η κίνηση των ξύλινων στεφανιών μέσα στην υγρή επιφάνεια δημιουργεί μια αίσθηση κύκλου χωρίς αρχή και τέλος, όπου το πεπερασμένο της ύλης συναντά το άπειρο του αριθμητικού π. Το «π–Ὕλη» γίνεται έτσι μια γέφυρα ανάμεσα στον χώρο και τον χρόνο, ανάμεσα στη χειροπιαστή πραγματικότητα και την αέναη κίνηση.
Εγκατεστημένο έξω από το παλιό δημαρχείο, το γλυπτό παλεύει να τον
μετασχηματίσει. Το παρελθόν του κτιρίου – τόπος διοίκησης,
γραφειοκρατίας, κοινότητας – δυναμοποιείται και αποκτά νέα διάσταση. Το
«π–Ὕλη» είναι λοιπόν μια πράξη αντίστασης στην ωφελιμιστική λογική. Η
φαινομενικά «άχρηστη» κατασκευή αποκαλύπτει την ουσιαστικότερη
χρησιμότητά της: να μεταμορφώνει, να μετα-πράττει, να εμφυσά κίνηση και
ψευδαίσθηση ανορθωμένης δύναμης. Με τη μορφή σίφουνα, η μνήμη ενεργεί
όπως το νερό: ρευστά, αέναα. Ένα γλυπτό που δείχνει πως το άπειρο δεν
βρίσκεται μόνο στους αφηρημένους αριθμούς, αλλά και στις ατελείωτες
δυνατότητες της ύλης να μετασχηματίζεται, να ανακυκλώνεται και να γεννά
νέες μορφές ζωής, νοήματος και χώρου.
Στο τέλος, το «π–Ὕλη» μένει ως δίνη και πύλη. Η ύλη χάνει το βάρος της, το νερό παίρνει φωνή, ο χώρος αναπνέει. Κι εκεί, ανάμεσα στο πεπερασμένο και το άπειρο, απομένει μόνο η κίνηση∙ ένα ίχνος μνήμης που ξαναγεννιέται.
Η έννοια των εαυτών και οι αντιλήψεις των πραγματικοτήτων δεν αποτελούν σταθερές οντότητες· είναι κοινωνικές και πολιτισμικές κατασκευές που επαναπροσδιορίζονται από συγκυρίες ιστορικογεωγραφικές και από μια πληθώρα κοινωνικών συμβάντων. Στη σύγχρονη εποχή, όπου η τέχνη και η πολιτική διαπλέκονται με νέους τρόπους, η «ανα-σύσταση» εαυτών και πραγματικοτήτων αναδεικνύεται ως καίριο εργαλείο αμφισβήτησης, αντίστασης και δημιουργίας εναλλακτικών μορφών ζωής. Ατομικά υποκείμενα, σε πολλά διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια, προσπαθώντας να απεγκλωβιστούν από στερεοτυπικές λειτουργίες, συχνά επαναπροτείνουν τρόπους με τους οποίους η συμμετοχή τους επαναπροσδιορίζει τόσο τον εαυτό τους όσο και το πλαίσιο υποδοχής. «Η ανα-δημιουργία του εαυτού είναι μια μορφή αντίστασης. Στο βαθμό που αρνούμαι να καθοριστώ από τις κατηγορίες που μου επιβάλλονται, διεκδικώ το δικαίωμα να υπάρχω αλλιώς.» (Δαναδάκη Ευαγγελία Αθανασίου).
Η τέχνη λειτουργεί ως χώρος πειραματισμού με νέες μορφές πραγματικότητας. Από την avant-garde του 20ού αιώνα μέχρι τις σύγχρονες performance και την πολυμεσική τέχνη, κάθε καλλιτεχνικό έργο μπορεί να ιδωθεί ως παρέμβαση στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η τέχνη δεν μιμείται απλώς την πραγματικότητα· τη διαρρηγνύει και την ξαναφτιάχνει, επιτρέποντας την ανάδυση νέων δυνατοτήτων.
Σύμφωνα με τον Michel Foucault, η πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα λόγων, θεσμών και μηχανισμών εξουσίας. Η αποδόμηση αυτών των μηχανισμών είναι κατεξοχήν πολιτική και καλλιτεχνική πράξη. Η δημιουργία εναλλακτικών αφηγήσεων – είτε μέσω μορφών τέχνης όπως το θέατρο δρόμου, είτε μέσω διαδικτυακού ή συμβατικού ακτιβισμού, είτε με εικαστικές δραστηριότητες με νεοφυή χαρακτηριστικά – αποδεικνύει ότι η πραγματικότητα μπορεί να επαναδιατυπωθεί.
Σε μια νέα ιδιαιτερότητα, η βίντεο-εγκατάσταση της Ελένης Δαλάκα «Ελέου Νερού» στο ισόγειο περιγράφει ειδυλλιακά επαναλαμβανόμενους παφλασμούς νερού, σε αντιστικτική μνήμη – όμορφου και δυσοίωνου. Το νερό, ανέκαθεν τόπος με μεταμορφωτική δύναμη, υποβάλλει ρευστότητα και θέτει ερωτήματα για τη διαφάνεια, τον αντικατοπτρισμό, τη διήθηση και τη διύλιση.
Στη σκάλα του μεσορόφου του παλιού Δημαρχείου προς τον πρώτο όροφο αναπτύσσεται έκθεση φωτογραφίας από την πλημμύρα του μηχανικού Παπαναγιώτου Γεωργίου (με δύο φωτογραφίες του Ζαφείρη). Η αστάθεια των σκαλοπατιών θα εμψυχώνει την αναβιωτική παρατήρηση των φωτογραφιών, ενθαρρύνοντας τη βιωματικότητα της καταστροφής και συνέχεια της μαρτυρίας.
Στη μέση της ισόγειας αίθουσας του παλιού Δημαρχείου Μ. Καλυβίων είχε ανασυσταθεί μια εγκατάσταση 230 ψωμιών-προσφορών με την ανάγλυφη μορφή του Αγίου Νικολάου, τα οποία, σε σχηματισμό του απείρου, περικλείουν μια σειρά γλυπτών: μια πρόταση για γλυπτική σύνθεση στον κόμβο έξω από το χωριό, καθώς και έναν σωρό σχεδίων των Εν-Φλω. Το σχήμα του απείρου δεν ήταν κλειστό· το οριοθέτησε επιτελεστικά μια ομάδα παιδιών του χωριού που συμμετείχε στη λιτανεία.
Μια τέτοια προσπάθεια αποτελεί και το συμπόσιο Restart 230 στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων, και ειδικά η εκτεταμένη παρέμβαση των Εν-Φλω στον πρώτο όροφο του παλιού Δημαρχείου. «Η ανα-δημιουργία της πραγματικότητας δεν συντελείται μόνο σε γκαλερί ή θέατρα· συμβαίνει στους δρόμους, στα κοινωνικά δίκτυα, στις καθημερινές μικρές χειρονομίες που αμφισβητούν την κανονικότητα.» (Δαναδάκη Ευαγγελία Αθανασίου). Η ανα-δημιουργία του εαυτού και της πραγματικότητας δεν είναι απλώς περιοδική προσωπική αναζήτηση· είναι βαθιά πολιτική και καλλιτεχνική διαδικασία. Μέσα από την τέχνη, το υποκείμενο πειραματίζεται με νέες μορφές ύπαρξης· μέσα από την πολιτική και κοινωνική δράση, αμφισβητεί τις κυρίαρχες κατασκευές και ανοίγει δρόμους για συλλογικούς μετασχηματισμούς. Χαρακτηριστικά, στον δεύτερο όροφο του παλιού Δημαρχείου έχει εγκατασταθεί το γραφείο εξυπηρέτησης πληγέντων από τη θεομηνία Daniel. Μπροστά του, στον χώρο υποδοχής, υπάρχει το ανασκευασμένο πλινθόκτιστο σπίτι που ανασύστησε η Πόπη Σχιζοδήμου σε μια συνεργατική εγκατάσταση ζωγραφικής, ήχων και μυρωδιών, προκειμένου η νοσταλγική αναπόληση για το χαμένο αρχιτεκτονικό πολιτισμικό κεφάλαιο των 230 σπιτιών να θέτει ενώπιον του εαυτού τους τόσο τη συλλογική ευθύνη όσο και τη διασωστική ανάγκη. Μνήμη και ευθύνη οργανώνουν την αποκατάσταση ως αίτημα για δικαιότερη διαχείριση κρίσεων και αποζημιώσεων.Η τέχνη και η πολιτική, όταν συναντώνται, λειτουργούν ως δημιουργικές δυνάμεις που όχι μόνο αποκαλύπτουν τις αντιφάσεις της πραγματικότητας, αλλά και προσφέρουν εναλλακτικά μοντέλα ζωής. Η ανα-δημιουργία δεν είναι μια μεμονωμένη πράξη· είναι μια συνεχής διαδικασία αντίστασης, πειραματισμού και φαντασίας [εργαστήρια Ελένη Αλεξίου, Όλγα Μαρτίνοβα].
Από τη θεωρία της επιτελεστικότητας (Butler, 1990) μέχρι τις πρακτικές της επιτελεστικής τέχνης (Schechner, 2013), η ανα-δημιουργία του εαυτού και της πραγματικότητας έχει νοηθεί ως μορφή αντίστασης απέναντι σε κυρίαρχες εξουσιαστικές δομές (Foucault, 1977). Οι παρεμβάσεις στο Λαογραφικό Μουσείο (αποδεκτό αρχείο πολιτισμικού στερεοτύπου), όσο και στο παλιό Δημαρχείο του χωριού (κτήριο γραφειοκρατικής οργάνωσης της κοινότητας), εξετάζουν την ανα-δημιουργία ως πολιτική και καλλιτεχνική δράση. Εστιάζουν σε νέες επικοινωνιακές καλλιτεχνικές πρακτικές, με αλλαγή παραδείγματος, όπου η παραγωγή γίνεται με οριζόντιο, αλληλέγγυο τρόπο και με εθελοντική εργασία ηθικής υπεραξίας.Η τέχνη λειτουργεί ως πεδίο ανασύνταξης πραγματικοτήτων. Σύμφωνα με τον Jacques Rancière (2004), η τέχνη έχει τη δύναμη να αναδιανέμει το «αισθητό», δηλαδή να καθορίζει τι είναι ορατό, τι λέγεται και τι αποκλείεται από το κοινωνικό πεδίο. Επίσης, ζητήματα πολιτικής προστασίας (κοινωνικό πεδίο) αναδείχθηκαν, εφόσον δεν έχει ακόμη γίνει σήμανση εξόδων διαφυγής (αορατότητα κινδύνου), ούτε έχει χαρακτηριστεί ποιο είναι το υψηλότερο σημείο στάθμης της περιοχής (αισθητό πέραν του οπτικού), στοιχεία που θα αποτελούσαν ένα κοινωνικό μέτρο ασφαλέστερης διαχείρισης στο μέλλον (εκτενής σήμανση).
Οι καλλιτέχνες που συνέδραμαν στην ομάδα Εν-Φλω δημιούργησαν έργα δύο διαστάσεων και τα ανασκεύασαν, εμποτίζοντάς τα σε λασπόνερο. Η δημιουργία και η καταστροφή συνυπάρχουν στην ανάμνηση των γεγονότων του κατακλυσμού και του καταποντισμού. Τα έργα παρουσιάστηκαν με τρόπο που η γραμμή ορίου της λάσπης, ενωμένη με συνεχή εφαπτόμενο τρόπο, δημιουργούσε μια επιφαινόμενη στάθμη πλημμύρας. Αυτός ο άβολος τρόπος ανασυνθέτει την πραγματικότητα, καλώντας σε επαγρύπνηση.Η performance art, όπως η αναθηματική περφόρμανς της Όλγας Μαρτίνοβα «Ο Απόλλωνας και οι εννέα Μούσες», ζωντανεύει τον μύθο της έμπνευσης και της δημιουργίας. Ο Απόλλωνας, θεός του φωτός και της τέχνης, συναντά τις Μούσες σε μια τελετουργική παράσταση που συνδέει όλες τις τέχνες μαζί, αναδεικνύοντας την αρμονία ανθρώπου και θεϊκού. Χρησιμοποιεί το σώμα και την επιθυμία για επανεκκίνηση της περιοχής, μέσα από την επίκληση στις Μούσες, οι οποίες ανήκουν σε ένα πανάρχαιο αξιακό σύστημα.
Η παράσταση ακολούθησε μετά την εκκλησιαστική δέηση για τους πληγέντες και καταποντισμένους, με διανομή αρτοκλασίας, ως σύγχρονο αξιακό θρησκευτικό σύστημα επίκλησης βοήθειας και σύμπραξης. Οι κοινωνικοί κανόνες κανονικοποιούνται ως επαγρυπνητικές δράσεις, δημιουργώντας νέες αναγνώσεις της υποκειμενικότητας και της συστολής των προσωπικοτήτων.
Ο Michel Foucault (1977) υποστηρίζει ότι οι θεσμοί και οι λόγοι συγκροτούν τις «αλήθειες» που καθορίζουν τη ζωή των υποκειμένων. Η πραγματικότητα, επομένως, δεν είναι ουδέτερη αλλά αποτέλεσμα εξουσιαστικών μηχανισμών. Η αποδόμηση και η ανα-δημιουργία της πραγματικότητας είναι μια μορφή αντίστασης απέναντι σε αυτούς τους μηχανισμούς και συμβάλλει σε μια εξίσου δίκαιη απόσταση από τα γεγονότα.
Η τέχνη και η πολιτική δράση λειτουργούν ως εργαλεία αυτής της διαδικασίας. Οι κοινωνικοί αγώνες αποδεικνύουν ότι η πραγματικότητα μπορεί να ανα-δημιουργηθεί μέσα από συλλογικές πρακτικές που διεκδικούν ορατότητα, φωνή και χώρο. Μια εγγραμμένη τέτοια δράση είναι το αίτημα των κατοίκων για έγκαιρη απομάκρυνση των ερειπίων τους από τα οικόπεδα. Η ολιγόωρη ζωγραφική περφόρμανς σε δημόσια θέα του Στράτου Μπομπολού, που ολοκληρώθηκε στις 25/8/2025, έληξε με την κατεδάφιση τόσο του σπιτιού όσο και της τοιχογραφίας από εντεταλμένες μπουλντόζες που απομάκρυναν τα μπάζα του πλίνθινου σπιτιού.
Η εγκατάσταση της Πόπης Σχιζοδήμου ,Κώστα Σολάκη, Χρύσας Διαμαντοπούλου και της Σταυρούλας Στάμκου με το ανασκευασμένο πλινθόκτιστο σπίτι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου η μνήμη (Halbwachs, 1992) και η συλλογική ευθύνη διασταυρώνονται με τη βιοπολιτική του χώρου (Foucault, 1977). Η ανασύσταση ενός χαμένου πολιτισμικού κεφαλαίου δεν είναι μόνο αισθητική πράξη, αλλά και πολιτική, καθώς θέτει ερωτήματα για την ευθύνη της κοινότητας και της πολιτείας απέναντι στη διατήρηση των κατασκευαστικών επινοήσεων για την δημιουργία τεχνιτών σπηλιών. Το έργο λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η υλικότητα του χώρου συνδέεται άρρηκτα με τη μνήμη και την επιβίωση της συλλογικής ταυτότητας.
Η εγκατάσταση«Ο ωκεανός ήρθε στη γη» της Χρύσας Διαμαντοπούλου, απλώνεται στις βιτρίνες του Λαογραφικού Μουσείου Καλυβίων σαν μια τελετουργική εναπόθεση. Ψάρια μεγάλα, ξεκοιλιασμένα, επικρεμάμενα στα παράθυρα του πρώτου ορόφου, και μικρότερα, ματωμένα, τοποθετημένα στις προθήκες-θυσιαστήρια, μαζί με τα κομμάτια της γυναικείας καραγκούνικης φορεσιάς: τις φανέλες με τα χερότια, τα πουκάμισα, την τραχηλιά, τα χαμπλουσαγιά, τα καβάδια και τα καβαδομάνικα, τους σαγιάδες, τις ποδιές, τα ζουνάρια ή τη χρυσοκέντητη ζώνη, το γκιουρντί ή το σιγκούνι, τη φλοκάτα, τα τσιρέπια και τα κορδέλια, τις κάλτσες και τα άλλα «ανθρώπινα λέπια». Όλα κοιτώνται ζωγραφιστά αλλά αποσαρκωμένα, εξιδανικευμένα και θυσιασμένα, εναποτεθειμένα.Τα παραδοσιακά ρούχα, λεπιδωτές επενδύσεις υφασμένες με χρόνο, μνήμη και κόπο, φέρουν την ιστορία τους: απογυμνωμένα από σώματα, αλλά ακόμη ζωντανά στη μνήμη.
Η αντιπαράθεση είναι έντονη: φυσικό και πολιτισμικό, ζωή και κατασκευή, σώμα και ύφασμα. Τα ψάρια είναι εκεί· τα ρούχα περιφέρονται μέσα στη συλλογική μνήμη. Και τα δύο εκτίθενται ανείπωτα.
Η ατμόσφαιρα είναι ταυτόχρονα γήινη και ωκεάνια. Τα ψάρια –τα «επτά πράσινα», τα «δέκα νεκρά»– λάμπουν σαν ασήμι, φέρουν την ομορφιά του χαμένου. Η πλημμύρα ήρθε· θα ήταν ένα όνειρο και εφιάλτης τριών μέτρων. Ο θεατής ακούει τον βόμβο της, νιώθει το ασημένιο τείχος να υψώνεται, βλέπει τη βύθιση να το διαπερνά και να του ψιθυρίζει έναν νεκρό ωκεανό. Στέκεται, λοιπόν, μπροστά στα ψάρια, μπροστά στα λέπια των ρούχων, και αναλογίζεται: τα γήινα θα γίνουν θαλάσσια και τα θαλάσσια θα είναι η γήινη μνήμη.
«...Τόσο, τόσο και λίγο παραπάνω από -το εκείνο.Ο ωκεανός ήρθε στη γη.
Η γη είναι -ωκεάνια.
Ρητορική ερώτηση. (που σημαίνει απάντηση χωρίς διάλογο)
Οι δεινόσαυροί του εξαφανίστηκαν.
Και ήταν τεράστιοι.
(τους αντικατέστησε κάποιος άλλος)
-με δέκα- νεκρά
Όμορφα νεκρά.
Δέκα ωκεάνια νεκρά ψάρια.
Είναι γήινα πλέον.
Έχτισε το ασημένιο τείχος,
(λαμπρό και θορυβώδες)
Η φωτιά θα το περάσει,
θα δει τι κρύβεται πίσω του.
και θα το ψιθυρίσει {επιστρέφοντας}
στο νεκρό ωκεανό.
Στάσου, λοιπόν, μπρος στα 7 πράσινα »
(Ποίηση: Χρύσα Διαμαντοπούλου)
Η εγκατάσταση δεν είναι μόνο εικόνα· είναι μια τελετή θυσίας και μνήμης. Ο ωκεανός έρχεται στη γη, τα ψάρια και τα ρούχα στέκονται δίπλα-δίπλα, και ο άνθρωπος βρίσκεται ανάμεσά τους με άδεια χέρια.
«Ψάρια· έμβια όντα, απομακρυσμένα από το υγρό περιβάλλον τους και τοποθετημένα σε χώρους οικείους και καθημερινούς, ανάμεσα στην ανθρώπινη παρουσία η οποία είτε εμφανίζεται είτε υποδηλώνεται, καραδοκεί πίσω από το έργο, σαν ο θεατής να αισθάνεται μόνο την ανάσα του. Ψάρια νεκρά, κατακρεουργημένα, που όμως συγκρατούν ένα είδος εξιδανίκευσης, χωρίς να υπονομεύονται και να προκαλούν λύπηση… Αντιμετωπίζονται, έτσι, ως ένα ψυχολογικό ον, μια ανοδική δύναμη που αφορά κυρίως το ασυνείδητο".»
Η ίδια διάσταση αποκτά και συμβολικό χαρακτήρα: «Η σημασία της ιερότητας, που επιπλέον αποδίδεται, οφείλεται στην εξομοίωση του υδάτινου περιβάλλοντός τους, της θάλασσας, με τη magna mater. Για την αρχαϊκή σκέψη, η έννοια του «ιερού» προϋποθέτει τη συνύπαρξη της φύσης και του συμβόλου.»
Στην περίπτωση των υδάτων και των ιχθύων ως συμβόλων αναδεικνύεται κυρίως η σχέση «περιέχοντος – περιεχομένου», η οποία, ως σχέση οικολογικής τάξης, επιδέχεται αρκετές ηθικές συνδηλώσεις. Στον βαθμό που αυτή επιτρέπει την εξάλειψη των ορίων, οι μεταβάσεις από επίπεδο σε επίπεδο μπορούν να γίνονται ανεπαίσθητα, έτσι ώστε να ακυρώνεται ο ιεραρχικός τρόπος αντίληψης της πραγματικότητας και να καταγγέλλεται ως ανυπόστατος ο ανθρωποκεντρισμός. Γίνεται ιδιαίτερα εμφανές πως μια βαθύτερη ενότητα συνέχει την άπειρη ποικιλότητα των όντων. Οι αλληλουχίες είναι, συνεπώς, δυνατές και οι αναλογίες είναι επιστημολογικά νόμιμες.(Οι ιχθύες ως σύμβολο και τεχνούργημα – Απόπειρες ερμηνείας, Ευαγγελία Γκούβα, Γιάννης Πάσχος, Μαίρη Γκούβα, Ίνδικτος 2010).
Το πολυμεσικό έργο της Ελένης Δαλάκα καταγράφει την έλευση και τις αιχμαλωτίσεις στιγμών τόσο μέσω των αντανακλάσεων του φωτός στο υγρό στοιχείο όσο και των αντανακλάσεων μνήμης, ως αλησμόνητη καταγραφή της έλξης και του φόβου του νερού. Το υψηλογραφικό αξονομετρικό γλυπτικό έργο του Λεωνίδα Νικολαΐδη συνδέει γη και ουρανό σε μια «πύλη νεροσροβίλου», προσφέροντας δυνατότητα μαντικής και μαθηματικής πρόβλεψης των καιρικών φαινομένων.
Η αναθηματική performance της Όλγας Μαρτίνοβα «Ο Απόλλωνας και οι εννέα Μούσες» ως επιτελεστική πράξη, σε μορφοπλασία των αρχών του 20ού αιώνα(η Nelly στην Ακρόπολη Αθηνών) , και οι λιτανείες ήταν πράξεις απομνημόνευσης (Butler, 1990· Schechner, 2013). Το σώμα, ως φορέας μύθου, τελετουργίας και τέχνης, γίνεται πολιτικό εργαλείο επανεγκαθίδρυσης της μνήμης στο σώμα. Η επίκληση στις Μούσες δεν περιορίζεται σε μια αναπαράσταση του αρχαίου παρελθόντος, αλλά λειτουργεί ως δυναμική επανεκκίνηση για μια πληγείσα κοινότητα, μετατρέποντας την τέχνη σε πράξη συλλογικής ανθεκτικότητας. Η παράσταση, τοποθετημένη ανάμεσα σε εκκλησιαστική δέηση και καλλιτεχνική επίκληση, αποτυπώνει το πώς το επιτελεστικό μπορεί να παράγει νέες πραγματικότητες που συνδυάζουν το μυθολογικό, το καλλιτεχνικό και το πολιτικό.
Η κατεδάφιση της τοιχογραφίας του Στράτου Μπομπολού σε δημόσια θέα, μαζί με το πλινθόκτιστο σπίτι, αποκαλύπτει την προσωρινότητα της τέχνης και τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία αλλά και η κοινότητα διαχειρίζεται – ή ακυρώνει – τη μνήμη (Assmann, 2011). Η πράξη αυτή καταδεικνύει την ένταση ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και τη γραφειοκρατική λογική της «απομάκρυνσης των ερειπίων».
Συνολικά, τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι η ανα-σύσταση του εαυτού και της πραγματικότητας δεν περιορίζεται στην ατομική σφαίρα αλλά εκτείνεται στο συλλογικό. Η τέχνη, όταν συναντά την πολιτική, λειτουργεί ως χώρος πειραματισμού και αντίστασης, παράγοντας νέες αφηγήσεις που αποδομούν την κανονικότητα (Διαμαντοπούλου )και δημιουργούν εναλλακτικά σχήματα ζωής. Είτε μέσα από τη μνήμη (Σχιζοδήμου- Σολάκης - Σταμκου ), είτε μέσω της επιτελεστικότητας (Μαρτίνοβα-Λιτανεια αρτοκλασία- Δεντροφυτεύσεις ), είτε μέσα από την ανάδειξη της προσωρινότητας και της καταστροφής (Μπομπολός, Σολάκης, Νικολαϊδης), οι παρεμβάσεις αυτές αποτυπώνουν τη δυνατότητα της τέχνης να υπερβαίνει τα όρια της αισθητικής και να διεκδικεί χώρο(Ανυφαντής -Μπαρκαλής ) στο πεδίο του πολιτικού.
Στο Λιβάδι της Πόπης Σχιζοδήμου, η γλυπτική εγκατάσταση του Στέλιου Καρά ανασυνθέτει την έννοια του κήπου ως τόπου σκέψης, περιπάτου και επανασύνδεσης με την ύλη. Αυτός ο σύγχρονος αδόκιμος κήπος του Θεόφραστου απαιτεί την περιπατητική διάθεση· κάθε βήμα αποκαλύπτει διαφορετικές πτυχώσεις, καμπυλώσεις και σχέσεις μεταξύ χώρου, χρόνου και υλικού. Η μνήμη της ύλης βρίσκεται σε μια διαρκή, ανεξέλεγκτη και φευγαλέα κίνηση.
Τα έργα του Καρά, ενώ είναι αναπαραστάσεις, ταυτόχρονα είναι εκδηλώσεις μιας διαδικασίας, μιας εικαστικής σκέψης που πτυχώνει, αναδιπλώνει και ρέει την ύλη. Τα υλικά – νήμα άνθρακα και υάλου – φέρουν ήδη την οργανική τους μορφή και την καμπυλωτική τους δύναμη, ενώ η μορφοπλασία τους αναδύεται μέσα από την ίδια την πτύχωση, σαν να έχει δική της βούληση, σκέψη και επιθυμία. Η καταστροφή του 2023, που βύθισε τον κήπο κατά 120 εκατοστά, υπενθυμίζει τη δύναμη του φυσικού κόσμου και την αλληλεπίδραση της τέχνης με τις κατακλυσμιαίες δυνάμεις. Όλες οι τέχνες, μαζί με τη φύση, καλούν για περισσότερη σκέψη και περισσότερη ποίηση εκ του μηδενός. Όπως γράφει ο Μίλτος Σαχτούρης στην ποιητική συλλογή Εικόνες: «Ἡ βροχὴ ἔρχεται μέσα στὸ μυαλό μου, πλένει τὰ ὄνειρά μου.», τα απλώνει η ίδια στη λιακάδα του επέκεινα.
Για τον Deleuze, η πτύχωση είναι τρόπος σκέψης και ύπαρξης· δεν περιορίζεται στη γεωμετρία. Αποτυπώνει την πολυπλοκότητα, τη ρευστότητα και τη διαρκή μεταβολή – όχι μόνο της ύλης, αλλά και της ταυτότητας, του χώρου, του χρόνου και της εμπειρίας. Στο πλαίσιο αυτό, η γλυπτική του Καρά γίνεται πεδίο σύνδεσης με το υλικό και ταυτόχρονα παρτέρι για την ανθρώπινη φωνή.
Ο κήπος λειτουργεί ως καταφύγιο ήχων και σκέψεων. Οι φωνητικές ταλαντώσεις του ανθρώπινου λάρυγγα, οι απωφωνήσεις και τα τραγούδια, όπως θα τα εκτελούσαν η Σωτηρία Μπέλλου και η Σωτηρία Λεονάρδου, στο παλκό του χώματος, μπροστά σε μια συστάδα γερμένων ομόκεντρων φωτεινών σωλήνων, απορροφούνται από την αγριάδα του κήπου, αναβαθμίζοντας την ακουστικότητα. Ενσωματώθηκαν οι φωνές, οι ήχοι και οι νότες όσων βρέθηκαν την Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025 στο Λιβάδι, δημιουργώντας μια πολυπρόσωπη αφήγηση που αντιπαλεύει τη γεωμετρία και υπακούει στον ρυθμό της αναπνοής του νερού και της ροής του χρόνου.
Η Κατερίνα Τάπανα σκέφτηκε: «Στο δρομολόγιο Λιβάδι, η ετερόκλητη συντροφιά των υπαίθριων γλυπτών χαρτογραφεί τις πληγές του τόπου και, ταυτόχρονα, δημιουργεί πεδίο λυτρωτικό· οι φωνές που αντηχούν ανάμεσα στα πλεγμένα υλικά και τις καμπυλώσεις του χώρου γίνονται εργαλεία ίασης, απελευθέρωσης από τον θυμό και την απογοήτευση.» Και συμπλήρωσε μουρμουρίζοντας από το ποίημά της: «Θέλω με την χτένα των μαλλιών μου να κτενίζεις τους κάκτους στο γραφείο σου. Κι από το χαμόγελό σου οι αμφιβληστροειδείς μου να καούν, όπως καήκανε τα φύλλα του σπαθίφυλλου από τον ήλιο του Σεπτέμβρη.»
Μαζεύτηκαν όλοι εκεί σιγά σιγά με τους ρυθμούς των μυρμηγκιών, προσπαθώντας ν’ αλλάξουμε το χρώμα μέσα μας κι έξω. Ήθελα απ’ έξω να πρασινίσουμε σαν φύλλα και μέσα να γίνουμε όλοι κόκκινοι. Ήθελα ν’ ανοίξουμε σαν τα σύκα. Τα σύκα, μαζί με τα έργα των μικρών ηφαίστειων, είχαν γλυκάνει κι άλλο.
Περπατούσα στον κήπο· στήναμε τούφες τούφες τα μαλλιά του, το δέρας μου έφερνε το χρυσάφι στο στόμα, κι όλο μου μιλούσε και φώναζε: «Κάτω ο ιμπεριαλισμός!»· «Όλο το χρυσάφι της γης είναι στην ψίχα του σταριού»· «Τραγουδήστε 230 μικρές προσευχές.»
Νύχτωνε κι ο κήπος είχε πλέον βγάλει χέρια, πόδια και αφαλό. Γεμάτος κι αρματωμένος, γλυπτά, καβαλέτα και φωτογραφίες. Μονάχα του έλειπε το στόμα. Και γίναμε πέντε άνθρωποι το στόμα του, με ποιήματα και μουσικές – ο κήπος που ναυάγησε τώρα μιλάει πέντε γλώσσες!
Τον έκλαψε η φυσαρμόνικα. Τον σάρωσε ο Τσιτσάνης. Τον όργωσαν οι φωνές. Και τον έσπειραν τα ποιήματα. Ό,τι φυτρώσει τώρα θα έχει την ευλογία του γέρου πλατάνου.
Στην καληνύχτα το φεγγάρι έριχνε 45 μοίρες φως στο ιγκλού κι όπως μπήκαμε, βγήκαμε. Και μαζί, πάνω από 100 νοματαίοι, σύκα ώριμα πλέον κι αγκαλιασμένα.
Πώς το ’πε ο ποιητής να δεις: «Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδερφέ μου, από τον κόσμο.»
Οι «Υδατογραφίες» επιτελέστηκαν στο Λιβάδι της Πόπης Κατράνα – Σχιζοδήμου – ο κήπος της οδού Καραϊσκάκη 18. Μουσικοποιητική βραδιά με την Κατερίνα Τάπανα (τραγούδι, κιθάρα). Συμμετοχή με ποίηση: Ελπίδα Θεοφανίδου. Τραγούδι – κιθάρα: Παναγιώτης Ζαχαρόπουλος. Μπουζούκι: Γκοράντης. Φυσαρμόνικα ο Άκης Κοτρώτσιος. Η βραδιά πλαισιώθηκε και από την έκθεση φωτογραφίας του Ιωάννη Παπαχρήστου.
Ο κήπος δεν είναι απλώς χώρος αισθητικής απόλαυσης, αλλά ένα πεδίο όπου η φύση και η τέχνη συνυπάρχουν και ανασυντάσσονται. Η ίδια αναδεικνύει τη σημασία των φυτών ως ζωντανών στοιχείων που συμμετέχουν στη φιλοσοφία του χώρου· τα φυτά, με τις πτυχώσεις τους και τη δυναμική ανάπτυξή τους, ενσωματώνονται στην καλλιτεχνική πράξη, και μαζί με την ανθρώπινη παρέμβαση, καθιστούν τον κήπο ένα συνεχές πεδίο αναστοχασμού, όπου η ύλη, η μορφή και ο ήχος συνυφαίνονται. «Στον κήπο αυτές οι πρακτικές είναι αλληλένδετες και συνεισφέρουν στη θεώρησή τους ως μικρόκοσμου στον οποίο διαδραματίζεται η σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τον κόσμο.» (Φαίη Ζήκα Απορία Τέχνες και Σκέψεις κατεργάζεται εκδ. Άγρα)
Γλάστρα, περβάζι, κηπάριο, κήπος , λιβάδι , πεδιάδα,η πλαση όλη, καλλιεργητής, αγρότης ... Ανακηρύσσουμε προς τους αγρότες:προσοχή - προσοχή - Ας σταματήσει, επιτέλους, η αχαλίνωτη όργωση. Διατηρήστε το χώμα, εμπλουτίστε το με διοξείδιο του άνθρακα μέσω φυτικής εδαφοκάλυψης και φυτέψτε ακακίες παντού. Η ανταλλαγή άνθρακα στη βιόσφαιρα από την ατμόσφαιρα είναι κρίσιμη. Ο βιολογικός κύκλος του άνθρακα βασίζεται στη φωτοσύνθεση, με την οποία οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί αφομοιώνουν το διοξείδιο του άνθρακα ή τα ανθρακικά άλατα από το περιβάλλον.
Τα φυτά μετατρέπουν το CO₂ της ατμόσφαιρας σε ενώσεις με βάση τον άνθρακα (υδατάνθρακες):
CO₂ + H₂O + φως → CH₂O + O₂
Τα βακτήρια, τα ζώα και οι άνθρωποι μετατρέπουν τους υδατάνθρακες σε CO₂ μέσω της αναπνοής για να παράξουν ενέργεια:
CH₂O + O₂ → CO₂ + H₂O + ενέργεια
Τα φυτά είναι επομένως υπεύθυνα για την παρουσία οξυγόνου στην ατμόσφαιρα. Ο άνθρακας, αφού αφομοιωθεί από τους φωτοσυνθετικούς οργανισμούς και από τα ζώα που τους τρώνε, απελευθερώνεται ξανά ως CO₂ μέσω της αναπνοής, ολοκληρώνοντας τον βιολογικό κύκλο.
Ωστόσο, τα μονοπάτια του παγκόσμιου κύκλου του άνθρακα δεν είναι ποτέ πλήρως ισορροπημένα. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις CO₂ και O₃ προκαλούν κλείσιμο των στομάτων των φύλλων, εμποδίζοντας την ανταλλαγή O₂ και CO₂ με το περιβάλλον. Αν αυτή η διαδικασία διαρκέσει, αναστέλλονται οι λειτουργίες των φυτών και η ανάπτυξή τους.
Η οικολογική συνείδηση στον κήπο, στο λιβάδι, στην πεδιάδα και στον πλανητικό κήπο του Gilles Clément συνιστά έναν συνεχή διάλογο μεταξύ ανθρώπου και φύσης· η πτύχωση της ύλης και η δυναμική των φυτών ενσωματώνονται στη βιοσφαιρική εμπειρία, υπενθυμίζοντας τη σύνδεση της τέχνης του κήπου, όλων των τεχνών, με τον βιολογικό κύκλο.
ΝΕΡΟ
Μέρα δεύτερη
Τούτες τις μέρες φύτρωναν
ολοένα νεκρά πουλιά στους αργούς
Τα τσίνορά μας βαριά και νωθρά
τρέμανε ομπρός στα αγαλμάτινα φτερά τους
Ζωγράφιζα ώμους ανθρώπων
Ώμους να κλαις
Ώμους να σηκώνουν τους κίονες του ξεριζωμού
Ώμους ν ακουμπάς το κεφάλι
Το νερό ψήλωνε
Μας έφτανε ίσαμε την κοιλιά
Δίχως δελφίνια μας πολιορκούσε
Τα σπίτια μουσκεύαν
και βάρυνε η καρδιά τους ολοένα
Οι τοίχοι ραΐζαν
Άπλωνε η σιωπή του νερού
ρουφούσε τις κραυγές
Μάγοι στα χαλάσματα
Γελωτοποιοί στους δρόμους...
Μας εγκατέλειψε πρώτα ο θεός
ή μήπως τ' όνειρά μας;
Λαβύρινθος κι ως είμαστε ακοίμητοι
ποιον στρατό να ξυπνήσεις....
Μέρα Τρίτη
Κάθε τόσο μου ‘ρχεται
η μνήμη του τρεχούμενου νερού,
σαν κάποιος αταξίδευτος καημός
Όμοια τα μπιστικά της Πυθίας
τις νύχτες δίχως ξημέρωμα :
Όλοι οι πόνοι είναι δίγλωσσοι...
Κάθομαι τότες και μονολογώ
για την κακοτυχιά
και την ηλιοκαμένη γη
που ο παραπόταμος την άλλαξε
Για μια στιγμή αφήσαμε τις δισύλλαβες λέξεις
Είπαμε : τίποτε δεν είναι ίδιο πια...
Και λιμνάσαμε στην αλήθεια μας
παρέα με τα τριζόνια που συνωστίζονταν
στις κερκίδες του αρχαίου μας θεάτρου
Πέφτει η βροχή σαν Κρέοντας ακόμη
Και μας δίνει φιλιά στο στόμα
η δύσβατη ζωήΑπόψε στον παράδεισο
Ο Άγιος Καποδίστριας
το μέλλον μας υποδέχτηκε
με δάκρυα στα ματιά
2 Χρόνια μετά
Σαν χθες
Ξεχύθηκε ο ωκεανός ανάμεσα στα πόδια μας
Η γη τόσο κοντά στο θάνατο
Τα πουλιά αρχίσανε την άρια
των δολοφονημένων σκύλων
Σκοτάδι ….
Σαν τόνοι δάκρυα να μας ‘πνίξαν
Τα δάκρυα μιας παραμελημένης γης
Ο θεός ξέρει
Ο θεός μπορεί
Ο θεός ανέχεται την απελπισία των ανθρώπων
Ο θεός μας στέλνει στολές ηρώων
Φορεσιές
που δε χωράνε
τα χέρια και τα πόδια μας
Σήκω αγάπη μου
Με πυρετό, μες στη βροχή
Μες στο ποτάμι που φουσκώνει
θα σταθούμε όρθιοι τώρα
Λίγο αλάτι , λίγο ψωμί
Πολύ κουράγιο και κραυγές που χάραξαν οι κεραυνοί
Τώρα πια στο αίμα μας κυλάει λούνη
Τώρα πια η σοφία μας σωριάστηκε βρεγμένη
Και όλη η απώλεια μας θύμισε την αρχή
Να κοίτα!
Ήρθε το περιστέρι!Μέρα δεύτερη
Τούτες τις μέρες φύτρωναν
ολοένα νεκρά πουλιά στους αργούς
Τα τσίνορά μας βαριά και νωθρά
τρέμανε ομπρός στα αγαλμάτινα φτερά τους
Ζωγράφιζα ώμους ανθρώπων
Ώμους να κλαις
Ώμους να σηκώνουν τους κίονες του ξεριζωμού
Ώμους ν ακουμπάς το κεφάλι
Το νερό ψήλωνε
Μας έφτανε ίσαμε την κοιλιά
Δίχως δελφίνια μας πολιορκούσε
Τα σπίτια μουσκεύαν
και βάρυνε η καρδιά τους ολοένα
Οι τοίχοι ραΐζαν
Άπλωνε η σιωπή του νερού
ρουφούσε τις κραυγές
Μάγοι στα χαλάσματα
Γελωτοποιοί στους δρόμους...
Μας εγκατέλειψε πρώτα ο θεός
ή μήπως τ' όνειρά μας;
Λαβύρινθος κι ως είμαστε ακοίμητοι
ποιον στρατό να ξυπνήσεις....
Μέρα Τρίτη
Κάθε τόσο μου ‘ρχεται
η μνήμη του τρεχούμενου νερού,
σαν κάποιος αταξίδευτος καημός
Όμοια τα μπιστικά της Πυθίας
τις νύχτες δίχως ξημέρωμα :
Όλοι οι πόνοι είναι δίγλωσσοι...
Κάθομαι τότες και μονολογώ
για την κακοτυχιά
και την ηλιοκαμένη γη
που ο παραπόταμος την άλλαξε
Για μια στιγμή αφήσαμε τις δισύλλαβες λέξεις
Είπαμε : τίποτε δεν είναι ίδιο πια...
Και λιμνάσαμε στην αλήθεια μας
παρέα με τα τριζόνια που συνωστίζονταν
στις κερκίδες του αρχαίου μας θεάτρου
Πέφτει η βροχή σαν Κρέοντας ακόμη
Και μας δίνει φιλιά στο στόμα
η δύσβατη ζωή
Απόψε στον παράδεισο
Ο Άγιος Καποδίστριας
το μέλλον μας υποδέχτηκε
με δάκρυα στα ματιά
2 Χρόνια μετά
Σαν χθες
Ξεχύθηκε ο ωκεανός ανάμεσα στα πόδια μας
Η γη τόσο κοντά στο θάνατο
Τα πουλιά αρχίσανε την άρια
των δολοφονημένων σκύλων
Σκοτάδι ….
Σαν τόνοι δάκρυα να μας ‘πνίξαν
Τα δάκρυα μιας παραμελημένης γης
Ο θεός ξέρει
Ο θεός μπορεί
Ο θεός ανέχεται την απελπισία των ανθρώπων
Ο θεός μας στέλνει στολές ηρώων
Φορεσιές
που δε χωράνε
τα χέρια και τα πόδια μας
Σήκω αγάπη μου
Με πυρετό, μες στη βροχή
Μες στο ποτάμι που φουσκώνει
θα σταθούμε όρθιοι τώρα
Λίγο αλάτι , λίγο ψωμί
Πολύ κουράγιο και κραυγές που χάραξαν οι κεραυνοί
Τώρα πια στο αίμα μας κυλάει λούνη
Τώρα πια η σοφία μας σωριάστηκε βρεγμένη
Και όλη η απώλεια μας θύμισε την αρχή
Να κοίτα!
Ήρθε το περιστέρι!(Ποίηση Κατερίνας Τάπανας)
Αντίπαλες δυνάμεις
Τόση δύναμη έχει η αλήθεια
που μπορεί τελείως να νικάει
ακόμα και το πιο καλοστημένο ψέμα.
Τόση δύναμη έχει το ψέμα
που μπορεί να επανέρχεται και να πείθει
παριστάνοντας μια νέα αλήθεια.
(Τίτος Πατρίκιος, Ο δρόμος και πάλι, εκδ. Κίχλη, 2020)
Ευχαριστίες
Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται για την αμέριστη υποστήριξή τους στους:
Αμπράζη Κωνσταντίνο, Θώθη Κωνσταντίνα, Κουφογιάννη Ευθύμιο, Κουφογιάννη Νίκο, Λαγάρα Παναγιώτη, Λαγάρα Σπυριδούλα, Λάππα Μιχάλη, Όλγα Μοναχού, Σπύρο Μπουντούρη, Πούλιο Παναγιώτη, Ρητά Λίτσα, Ρόζα Βαλλίνα, Ρουσάκη Ηλία, Σαργιώτη Θεοδώρα, Σπυρόπουλο Παναγιώτη, Τσιάρα Κωνσταντίνο, Στέφανο Χιώτη.
Δημόσιες ευχαριστίες αποδίδονται επίσης στη Διεύθυνση Κοινωνικής Προστασίας, Παιδείας, Πολιτισμού και Τουρισμού του Δήμου Φλώρινας, στον Πολιτιστικό και Μορφωτικό Σύλλογο Μεταμόρφωσης Καρδίτσας, στα Λιγνιτωρυχεία Αχλάδας Α.Ε. και στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας για τη συνεργασία.
Υποστήριξη και συμμετοχή:
-
Δήμος Τρικαίων
-
Τοπική Κοινότητα Μεγάλων Καλυβιών
-
ΕΛΟΚ (Εκπολιτιστικός Λαογραφικός Όμιλος Καλυβίων)
-
ΤΟΕΒ (Τοπικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων)
-
Προπτυχιακοί φοιτητές και απόφοιτοι της Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας, Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
-
Η εικαστική ομάδα «Εν-Φλώ»
-
Πρωτοβουλίες πολιτών από Καρδίτσα, Τρίκαλα, Μεγάλα Καλύβια και Μεταμόρφωση
Οι δράσεις αποτελούν συνέχεια της εικαστικής εγκατάστασης που παρουσιάστηκε στο Πάρκο Τρίτση πριν από έξι μήνες, με θεματικό άξονα τον Daniel και τη μνήμη της καταστροφής.
Συμμετέχοντες καλλιτέχνες:
Αλεξίου Ελένη, Αντωνακάκη Σοφία, Γεωργίου Παπαναγιώτου, Δαλάκα Ελένη, Διαμαντοπούλου Μαρία, Διαμαντοπούλου Χρύσα, Ζαχαρόπουλος Παναγιώτης, Καρράς Στέλιος, Σιώτη Χρύσα, Κατράνα-Σχιζοδήμου Πόπη, Κεφάλας Ηλίας, Κοντοσφύρης Χάρης, Λυκουρέση Αθανασία, Μαγκλάρας Παναγιώτης, Μαγγού Νίτσα, Μαρτίνοβα Όλγα, Μπράμη Ευαγγελία, Μπομπολός Στράτος, Μπουντούρης Σπύρος, Νικολαΐδης Λεωνίδας, Ρουσιάκης Σωτήρης, Σολάκης Κώστας, Στάμκου Σταυρούλα, Στέφας Χρήστος, Τάπανα Κατερίνα, Χιώτης Νικόλαος Στεφ.
Καλλιτέχνες από την ευρύτερη περιοχή Θεσσαλίας:
Ανυφαντής Νικόλας-Μάριος, Άγγελος Θανάσης, Καπράνος Νικήτας (από τη συλλογή του Άγγελου Θανάση), Κοτρώτσιος Άκης, Κουκόσιας Αλέκος, Μπαρκαλής Ηλίας, Μπαρκαλής Παναγιώτης.
Οπτικοακουστική καταγραφή – βιντεοληψία: Δημήτρης Πορφύρης
Εικαστική Ομάδα «Εν Φλώ» – συμμετέχοντες καλλιτέχνες:
Αντωνακάκη Σοφία, Βαλλιάνου Ειρήνη, Βλαχίδου Κωνσταντία, Γεωργιάδου Μαρία, Δαλάκα Ελένη, Ευδαίμων Μηνάς, Θεοδωρίδου Ελένη, Καβαδία Λέα, Καλιτσουνάκη Κατερίνα, Καπουλίτσα Φανή, Κοντοσφύρης Χάρης, Κουζούνη Μίνα, Κουνάβη Κατερίνα, Κωνσταντίνου Νέλα, Λυκουρέση Αθανασία, Μαυρίδη Κυριακή, Μητσάκου Σταυρούλα, Μηναδάκη Φωτεινή, Μοναχού Όλγα, Μπακογιάννη Κατερίνα, Μπουντούρης Σπύρος, Οικονομάκος Σταύρος, Σαμουηλίδου Βασιλική, Σέντζας Βασίλης, Σιατερλή Δήμητρα, Σιώτη Χρύσα, Στέφας Χρήστος, Σχιζοδήμου Πηνελόπη, Φλέγγα Αντωνία, Φωτιάδης Κωνσταντίνος, COM.ODD.OR.
Χάρης Κοντοσφύρης για λογαριασμό όλων έκανε την τεκμηρίωση.




































































Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου