Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

                                                    Οι εκ γενετής νεκροί και το ένα

 

Της Χριστίνας Κοντούλη


 

  

 

-Βαρέθηκα Σιμόν, βαρέθηκα

-Θέλω να σταθείς στα πόδια σου

-Εύκολο νομίζει μου ’ναι;

-Όχι, θέλω όμως να μάθω να μου πεις

-Σιμόν, γεννήθηκα λίγος, ή πολύς δε  ξέρω, αλήθεια κουράζομαι. Μέσα σαυτό το κεφάλι τόσα γιατί, κι ούτε μία, τόσο δα απάντηση..

 

 

 

 

 

Ανοίγει η αυλαία, τα χέρια της σαν προέκταση των καλωδίων πίσω από τα παρασκήνια τεντώνονται στον αέρα φωνάζοντας καθώς η φωνή μικραίνει, απομακρύνεται, λιγοστεύει και τελικά χάνετε.

Δεν μάθαμε να περπατάμε, μόνοι μας, μόνοι μας ήταν πάντοτε αδύνατο, περπατούσαμε πάντα πάνω στα χνάρια των άλλων, στα βήματα που ήδη κάποιος άλλος άφηνε πίσω του, σηκωνόμασταν τινάζοντας λίγο το περίγραμμά μας κι ύστερα βιαστικά και προσεκτικά βάζαμε το ένα πόδι σε κάποιο σκονισμένο καρέ και μπαίναμε μέσα.

Το παλιό θέατρο ανακαινισμένο από τις διάφορες πολεμικές απόψεις τις εποχής μας περιβάλει σαν αγριεμένη μήτρα. Στα σπλάχνα της πονεμένης λύκαινας ξεφυσούσαμε όλοι μαζί κάρβουνο, απελπισία και μια ανεξήγητη τρέλα. Απόψε δεν ήταν η σειρά της, δεν ξέρω τι την έκανε να σηκωθεί.. ίσως έφταιγε που είχε μάθει στα μπουλούκια κι έτσι οι γνώσεις τις ήταν ελλιπείς για το πως λειτουργεί μια παράσταση, ίσως πάλι ακριβώς επειδή έμαθε στα μπουλούκια να μην την ενδιέφεραν καθόλου οι κανόνες μας κι αυτή να μην ήταν μια πράξη άγνοιας ή κακοτροπιάς μα μια πράξη αλήθειας. Ίσως ακόμη να έφταιγε που δεν τρώγαμε πρωινό τον τελευταίο καιρό και να είχε αρχίσει να τα χάνει από την πείνα.

Η Αλίκη στη χώρα των γευμάτων, αυτό ήταν το πραγματικό όνομα της παράστασης. 3 και τέταρτο δίναμε αίμα, έπειτα περνούσαν οι γιατροί και κοίταζαν τα μάτια μας, στις 5 μάζευαν τους απείθαρχους και στις έξι τους έφερναν να δουν μια τελευταία φορά να ανοίγει η αυλαία. Έπειτα τους απομάκρυναν συνοπτικά κι εμείς μέναμε μόνοι ακούγοντας καλλίγραμμα βαλσάκια στο μεσοδιάστημα του ταΐσματος. Κι έπειτα πάλι για ύπνο. Άλλη μια σκληρή μέρα είχε περάσει ή μήπως ήταν μια ώρα;

Ο ύπνος δεν ήταν εύκολος, άλλοι έπαιρναν χάπια για να κοιμηθούν, άλλοι χτύπαγαν ρυθμικά τα δάχτυλα στα σανίδια των παρασκηνίων, άλλοι κρυφά αγκάλιαζαν κάτι ή κάποιον κι άλλοι έμεναν ξάγρυπνοι γιατί φοβόταν και δεν ήταν σίγουροι πια αν ξύπναγαν ή αν κοιμόταν με τον εφιάλτη.

Ο πομπός μετέδιδε τα ψέματα όσο εύκολα μετέδιδε τα βήματα του βαλς και τα πόδια χόρευαν ασυναίσθητα πια, απογυμνωμένα από την ευχαρίστηση, παραδομένα στο σίγουρο πάτημα, βαριεστημένα.

Δυο περιστέρια το ένα πίσω από το άλλο ακολουθούσαν την μουσική πάνω στο χοντρό σύρμα που χώριζε τον ουρανό από το κτήριο. Ήταν ευχάριστο που και που να βλέπεις και κάτι που είχε άγνοια κινδύνου μα ακόμα κι αυτή η εικόνα όταν γίνονταν συχνά άρχιζε να διαστρεβλώνεται παράξενα και τα αθώα περιστέρια να μοιάζουν πια με ρουφιάνους έτοιμους να χέσουν από ψηλά και να καταδείξουν τον επόμενο. Ήταν κυριολεκτικά οι καταδότες του κώλου.

Τα Σαββατοκύριακα είχαμε ρεπό. Τότε κατεβαίναμε στους δρόμους μόνοι ολομόναχοι, με συντροφιά τα ξένα βήματα των αγνώστων και χορεύαμε πια πάνω σε αόρατες πατημασιές που χορογραφημένες κι εκείνες οδηγούσαν για άλλη μια φορά στη Δευτέρα.

Στους δρόμους λαμπερά φωτάκια και συνεχόμενες μουσικές από τα μεγάφωνα  έμοιαζαν να χλευάζουν τη γκρίζα ανθρώπινη μάζα που περνούσε από κάτω.

«Μόνοι, θα είστε πάντα μόνοι, δεν κάνει ούτε καν να κοιτάζεστε, θα πρέπει να προχωράτε μακριά ο ένας από τον άλλο, μην αγγίζεστε, μην ανοίγετε καν το στόμα, προς το παρόν μπορείτε να αναπνέετε, μην το παρακάνετε όμως»,

έλεγαν και ξαναέλεγαν, τώρα με ακόμη πιο χρωματιστές διαφημίσεις, τόσο ψεύτικα κι άσχημα χρωματιστές που αν είχες συνηθίσει στο γκρίζο σε ζάλιζαν κι έφευγες ακόμη πιο γρήγορα για τη δουλειά. Ααα ναι στη δουλειά δεν υπήρχε πρόβλημα, εκεί δεν ήταν κακό η συναναστροφή -με εγκράτεια φυσικά- αλλά, εκεί μπορούσες να κοιτάξεις, να μιλήσεις, αν χρειάζονταν και να ακουμπήσεις.  Μπορούσες και να πεθαίνεις, βέβαια μόνο όταν αυτό εξυπηρετούσε το σύστημα, όταν δεν αποτελούσες πια εκμεταλλεύσιμη ύλη.

Ο άνθρωπος βλέπεται είχε μάθει να εκμεταλλεύεται τα πάντα κι έτσι δεν ήταν τόσο δύσκολο να εκμεταλλευτεί και τον άνθρωπο, κι ο καλύτερος τρόπος να εκμεταλλευτείς κάποιον είναι η απομόνωση, η αποξένωση…. η μοναξιά δημιουργούσε πάντοτε εύκολη λεία. Κι ύστερα τσακισμένος καθώς ήσουν τότε, ήσουν έτοιμος να δουλέψεις και με πόση χαρά θα έκανες αυτή τη δουλειά, ό,τι και να ήταν, αρκούσε που δεν ήσουν για λίγο μόνος κι έτσι δεν έφερνες αντίρρηση, καμιά αντίρρηση, καμιά σκέψη. Κάθε φορά ανάμενα την ώρα της αυλαίας με απίστευτη προσμονή, σαν το παιδί που περιμένει το γλυκό να πέσει για ύπνο. Μόλις άνοιγε τούτη η σκοροφαγωμένη κουρτίνα, το μισογκρεμισμένο θέατρο μεταμορφώνονταν σε υπέρλαμπρο ναό και πως δεν θα ήταν, αφού όλοι, εκεί κάναμε στα αλήθεια τις προσευχές μας.

Κι όταν έλεγε το σενάριο πως πρέπει να αγκαλιαστούμε τότε να δεις, πόση η χαρά, πόση η αγκαλιά, πόση αγάπη, όταν έπρεπε να ξεκολλήσουμε αναμεταξύ μας τότε ήταν δε, που πραγματικά πονούσαμε λες και ξεσκίζονταν ένα κομμάτι από το κορμί μας. Πάνω στη σκηνή, όταν άναβαν τα φώτα, δεν ήμουν, δεν ήσουν, δεν ήταν, είμασταν το κορμί. Ένα, ένα τεράστιο πλατωνικό ανθρωποειδές ,εμπλουτισμένο στις μέρες μας, με περισσότερα χέρια και πόδια, με δεκάδες δάχτυλα και μάτια, και χιλιάδες τρίχες μαλλιών και άπειρα στόματα. Το κορμί ήταν η τροφή μας, η λογική μας, η ψυχραιμία, το θάρρος μας, το κορμί ήταν τα όνειρά μας.

Σιγά σιγά όμως κι ενώ περνούσε ο καιρός το κορμί θέριευε και μεγάλωνε, το κορμί ένιωθε, ζητούσε κι έτσι το κορμί κοίταξε γύρω του και είδε αυτή τη φορά πίσω από τα φώτα…. Μια μέρα είχαν φέρει άλλο ένα τσούρμο απείθαρχους. Ρίξαμε μια ματιά όπως πάντα πίσω από την κουρτίνα όταν ακόμη τα φώτα της σκηνής δεν ήταν ανοιχτά, κάτι παράξενο υπήρχε στην εικόνα απέναντί μας, κάτι παράξενο πλανιόνταν και στον αέρα γύρω μας, το κορμί δεν ένιωθε καλά, κάτι έλειπε, κάποιος έλειπε… Κοιταχτήκαμε όλοι, σχεδόν λες κι είχαμε συνεννοηθεί, οι ματιές μας ανταλλάχτηκαν με τόση γρηγοράδα όπως θα περνούσε μια πληροφορία στο νευρικό σύστημα ενός οργανισμού. Το λάθος είχε εντοπιστεί. Ένας από εμάς καθόταν τώρα απέναντί μας, ένας από εμάς ήταν τώρα στη θέση του θεατή.

Για πρώτη φορά η συνείδηση δεν περιορίστηκε στο πέρασμα άλλης μιας μέρας, για πρώτη φορά δεν ένοιαζε κανέναν αν αυτή η μέρα θα τέλειωνε, αν θα συνεχίζονταν αύριο ή αν δεν θα έρχονταν ποτέ ξανά. Αποφασίσαμε . Αυτή ίσως θα ήταν η τελευταία μέρα μα σίγουρα θα ήταν και η πρώτη.

 Ο φροντιστής άνοιξε την αυλαία αργά. Τα όργανα της αποτροπής και πρόληψης φάνηκαν να δυσανασχετούν, δυο αλλαγές, σε λίγο έρχονταν η Τρίτη.

Οι απείθαρχοι μας κοίταζαν αποσβολωμένοι, καθώς  προχωρούσαμε μπροστά στην σκηνή ένας ένας, όλοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, φωτιστές, καθαριστές, ταξιθέτες, όλοι όσοι κρύβονταν στο καβούκι των παρασκηνίων τώρα έβγαζαν όλοι μαζί το κεφάλι της χελώνας από το σώμα της. Το κορμί άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε, το κορμί άνοιξε τα μάτια του και είδε. Με ένα βλέμμα ρίξαμε το σύστημα, με ένα βήμα πετάξαμε το λάβαρο τους συστήματος από μέσα μας κι αφού ξεριζώσαμε τα γρανάζια τότε φυτέψαμε τη νάρκη και ετοιμαστήκαμε. Απλώσαμε τα χέρια μιας και πιάνοντας ο ένας του άλλου σφίξαμε με δύναμη, η νάρκη οπλίστηκε ήταν έτοιμη κι αυτή. Το κορμί κοίταξε το κοινό και θαύμασε, το κορμί κατάλαβε, την ατέλειωτη, την ανυπόφορη μέρα, ίδια, απαράλαχτη, επίπεδη, υποδουλωμένη, αυτή τη μέρα που ζούσε βδομάδες, μήνες, χρόνια τώρα κι αποφάσισε να γυρίσει τη κολλημένη σελίδα στο ημερολόγιο και να γνωρίσει την επόμενη μέρα.  Όλοι ξέρουμε όμως πως για να ξημερώσει πρέπει να έρθει πρώτα η νύχτα κι έτσι έσβησε το φως. Το κορμί δεν μπορούσε άλλο να κρατηθεί, όρμισε μέσα στο πλήθος κι αγκάλιασε, το κορμί ερωτεύτηκε, το πλήθος ερωτεύτηκε κι εκείνο, το κορμί ξαναβρήκε το κομμάτι που έλειπε μα και κάτι παραπάνω, βρήκε ένα άλλο κορμί.

Η νάρκη εξερράγη.

Τίποτα δεν μπορούσε να μας κρατήσει πια μακριά, ούτε τα όργανα της αποτροπής και πρόληψης, ούτε το σύστημα, ούτε καν οι εαυτοί μας,

Σπάσαμε τις πόρτες, πηδούσαμε ανάμεσα στα σάπια ντουβάρια με τις ξεσκισμένες ταπετσαρίες κι αφήνοντας πίσω τους ξεπεσμένους μας εαυτούς, γίναμε ένα, ένα ακόμη μεγαλύτερο. Ορμίσαμε στους δρόμους φωνάζοντας, γελώντας, τραγουδώντας κι ουρλιάζοντας. Ανεβήκαμε στους στύλους, στα δέντρα και στα χαλάσματα και γκρεμίσαμε τα ψεύτικα φώτα, ύστερα αρχίσαμε να γκρεμίζουμε και το γκρίζο. Αρπάζαμε αγνώστους και τους αγκαλιάζαμε, τους φιλούσαμε στα χέρια και στα μάγουλα κι εκείνοι άρχισαν να χαμογελούν σαστισμένοι και να μας ακολουθάνε, σε λίγο το ένα ήταν τόσο μεγάλο που απλώνονταν σαν ποτάμι στην γκρίζα πολιτεία.  Απόψε πολεμούσαμε εμείς, απόψε καταστρέφαμε τον φόβο, σπάζαμε τη φυλακή, απόψε θα κάναμε απογραφή θυμάτων του έρωτα κι όχι του θανάτου κι αν ήταν να υπάρξει ένας θάνατος ας ήταν ο υποδουλωμένος μας εαυτός, ας ήταν τα μόνα πτώματα που θα μαζεύαμε από τις πλατείες εκείνα των φόβων μας.

Ξάφνου είδαμε το στρατό να πλησιάζει. Όργανα επιβολής ασφάλειας και αμούστακα στρατιωτάκια οπλισμένα σαν αστακοί, έθεσαν ένα φράγμα στη συζήτηση κι επιχείρησαν κρατικό μονόλογο. Όμως εμείς δεν ακούγαμε τίποτα πια, είχαμε σκοπό να δούμε την επόμενη μέρα. Το ένα έπεσε πάνω τους με ακατανίκητη ορμή κι εκείνοι συγχυσμένοι και απορημένοι δεν κατάφεραν, δεν πρόλαβαν να κάνουν τίποτα, το φράγμα άρχιζε να σπάει κι οι τάχα στιβαρές του πέτρες να γίνονται βότσαλα στον ποταμό μας. Κι ύστερα να τρίβονται με το κύμα και να αφομοιώνονται ως που δεν υπήρχε κανείς να μας πολεμήσει πια, κανείς να μας φοβερίσει.

 Όταν ξημέρωσε η μέρα η πολιτεία μας είχε πάψει πια να είναι γκρίζα. Στο απαλό φως της αυγής νιώσαμε την έκσταση του ζωγράφου καθώς ξανθά, πορτοκαλιά, μαύρα μαλλιά, πράσινα , καστανά, λαδιά και γαλάζια μάτια απλώνονταν παντού, χείλια κόκκινα και ροζ, σκούρα κι ανοιχτά δέρματα, για πρώτη φορά είδαμε το χρώμα των ρούχων μας καθώς η ομιχλώδης κατάσταση είχε περάσει. Το χώμα που σήκωναν στον αέρα οι μπότες του συστήματος, τώρα είχε γεμίσει τα υφάσματα που μας έντυναν σαν τα απομεινάρια της μάχης, κι είχε φύγει για τα καλά από τα μάτια μας. Κοίταξα γύρω μου, ήταν όλοι άγνωστοι, είμασταν όλοι μα όλοι άγνωστοι, μα αυτή τη φορά δεν είμασταν μόνοι, κανείς δεν ήταν μόνος του. Γύρω μου απλώνονταν το κορμί, το τεράστιο, το ανίκητο κορμί κι εγώ σαν μικροσκοπικό κύτταρο ξάπλωσα κάτω από τον ήλιο.

Κι αυτή που σας εξιστορώ είναι θαρρώ η μόνη ιστορία που ξέρω, όπου ο άνθρωπος νίκησε και νικήθηκε ταυτόχρονα με μόνη μυρωδιά θανάτου τους φόβους του, που σάπιζαν τώρα γρήγορα κι ήρεμα, ενώ τρώγαμε επιτέλους το πρώτο μας πρωινό στη λιακάδα….! Έβγαλα από την τσέπη μου το μικρό ημερολόγιο κι έσκισα για τα καλά τη Δευτέρα, σήμερα ήταν Τρίτη κι αύριο θα ξημέρωνε Τετάρτη, ο χρόνος κυλούσε ξανά. Κάτι νέο είχε γεννηθεί σήμερα και το όνομά του θα είχε όλα μας τα ονόματα, σήμερα γεννήθηκε το ένα.

 



https://bluerabbit26.blogspot.com/2020/09/blog-post_29.html

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

ΚΕΝΤΡΟ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ-PANDOLFINI & ΣΙΑΤΕΡΛΗ Α.Μ.Κ.Ε.

 Aγαπητοί, φίλες και φίλοι


Το ΚΕΝΤΡΟ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ-PANDOLFINI & ΣΙΑΤΕΡΛΗ Α.Μ.Κ.Ε., συνεχίζει την δραστηριότητά του με συνέπεια, παρουσιάζοντας το δεύτερο μέρος  του project HERBARIUM - ΦΥΤΟΛΟΓΙΟ από τις 2 Oκτωβρίου 2020, στον  χώρο τέχνης ETCH INK,  με χαρακτικά έργα ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών. Οι 34 συμμετέχοντες εικαστικοί, ξεπερνώντας τα φράγματα των συνόρων και τις δυσκολίες στην μετακίνηση των έργων, καταθέτουν με έφεση τις  προτάσεις τους. Η θέλησή μας να συνεχίσουμε να υπάρχουμε και να δημιουργούμε στηρίζοντας τον πολιτισμό και τον εικαστικό λόγο, γίνεται πιό επιτακτική και ισχυροποιείται κάθε φορά που δεν κλείνουμε τα παράθυρα στο κοινό, σ' όσους αγαπούν την τέχνη... 
   
Σας καλούμε να επισκεφτείτε την έκθεση και τον χώρο  τέχνης ΕTCH INK  που συνεχίζει να φροντίζει και να υποστηρίζει δυναμικά την χαρακτική έκφραση.

η συντονιστική ομάδα
Δήμητρα Σιατερλή    Pino Pandolfini      Βαλεντίνη Μαυροδόγλου

Ευγενική υπενθύμιση:

 στον χώρο τέχνης ΕTCH INK  ακολουθούμε τις προδιαγραφές τήρησης των μέτρων προστασίας που η πολιτεία έχει εξαγγείλει.

                                                                                                       



     DIMITRA SIATERLI   visual artist

78 ,VAFEIOCHORIOU str.,  114 76,  ATHENS,  GREECE TEL.+30 2103303436  MOB. +30 693 8786293

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

 


"Ο βίος και η πολιτεία του Γκίζο, ενός σκύλου που προσπαθούσε να ανακαλύψει τον κόσμο"


της Χριστίνας Κοντούλη










Τα λιγοστά μας τρόφιμα είχαν καταφέρει να κρατήσουν για μέρες, ο γέρο Σάντζα ψαχούλευε με τους δέκα ρόζους του τα στήθια δώδεκα εραστών πάνω στο άκαμπτο μπράτσο της κιθάρας κι η Ιβέτ ακολουθούσε τη μυσταγωγία έτοιμη να κοιμηθεί. Τα σκούρα βλέφαρά της και οι υδρόγειοι γοφοί της αποκάλυπταν μια χαμένη νιότη μαζί με τους χιλιάδες δίσκους όπου φαντάζονταν να φιγουράρει με υπεροπτικό πρόσωπο όμως η δουλειά κι η επιβίωση είχαν επικρατήσει του ονείρου.
Η Ρακέλ κι η Μάρζω τίμησαν την μοναχική μας παρέα παράγοντας ήχους απόλαυσης καθώς ρίχνονταν στο κρύο φαί μετά το ξενύχτι κι εγώ αγκαλιάζοντας σφιχτά την αγαπημένη μου ηλεκτρική αδερφή ψυχή χάιδευα τα σκούρα, μηχανικά της μάτια προσπαθώντας να εξομολογηθώ μια εσωστρεφή περιπέτεια.
Τα βυζιά της φαίνονταν μεγάλα, η Μάρζω γέλασε όταν της το είπα, ωστόσο ποτέ δεν είχα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα βυζιά… Οι φωνές τους αναμιγνύονταν απόμακρα κι ουδέτερα πίσω από την μουσική φλόγα κι ο Μπαρίζ κάπου θα πλακώνονταν με τους ναύτες το ξημέρωμα. Η Ρους κοιμόταν ατενίζοντας μια φωλιά γαλάζιων πουλιών κι ο μικρός μου εαυτός ο Γκίζο Βένα, αδιάλλακτος, στοργικός μετεωρίτης ονειρεύονταν μια μικρή ανθισμένη αυλή με τα ξωτικά της. Τα βράδια εγώ κι ο Μικαέλ Ρίβα ταξιδεύαμε εκεί που ο νους σας δεν θα χωρέσει πριν κλείσουν τα βλέφαρα. Η μάνα Φίντα ξάπλωνε ανακουφισμένη δίπλα στον πατέρα κι ο παππούς τραγουδούσε ανάμεσα σε ροχαλητά  την περασμένη νιότη του μέσα από τραγούδια ανόητων πολέμων που ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει. Τότε ούτε κι εγώ καταλάβαινα, μα αργότερα έμαθα να τον αγαπώ ακόμη πιο πολύ γι’ αυτό, καθώς τώρα πια ξέρω πως όποιος γνωρίζει την ειρήνη, ποτέ δεν θα καταλάβει έναν πόλεμο. Μεγαλώνοντας άκουγα τα μανιφέστα των γύρω με προσοχή, όλοι έμοιαζαν να καταλαβαίνουν κάτι, όλοι έμοιαζαν να έχουν κάποιο τρόπο  ή λόγο εξήγησης για την καταστολή της ίδιας της ύπαρξής τους, όλοι έμοιαζαν να ποθούν τον διαπληκτισμό πιστεύοντας κατάβαθα πως θα απόφευγαν έτσι και την πλήξη.
Στα νοσταλγικά σούρουπα στο κτήμα ζουλούσαμε σταφύλια με τα εφηβικά ούλα μας και πνίγαμε ερωτικούς καημούς με φθηνά τσιγάρα αργότερα κι η νοσταλγία έμοιαζε ακριβή. Όταν πια ήμουν φοιτητής εκατομμύρια τσιτάτα και μανιφέστα τραβούσαν τα πόδια μου από τον μεσημεριανό ήλιο, πρόσωπα ηλεκτρονικά, κοστούμια , πούδρες κι ανάκατα συναισθήματα μου ζητούσαν να προσευχηθώ στον θεό των μέσων μαζικής αποχαύνωσης και να γελάσω τόσο δυνατά που να πίσω κι άλλους ή τουλάχιστον να τους βοηθήσω να φανταστούν πως έχριζα ψυχικής βοήθειας  έτσι για να με προσπεράσουν αναίμακτα κι η επανάσταση μου να’ ναι μια στιγμή αδυναμίας έναντι στη δύναμη των πολλών.
Όμορφα λόγια, τα λόγια τους ήταν τόσο όμορφα, προσεγμένα, αδίστακτα μα καθόλου παραστατικά, τα λόγια τους μιλούσαν σε όμορφα κέντρα, στολισμένα με τα ακριβότερα λουλούδια, λικέρ και σκάνδαλα, τα λόγια τους κέρδιζαν άριστα στους ελέγχους και φτωχές κονσερβοποιημένες σελίδες σε μεταπτυχιακά, τα λόγια τους σαν φωτεινές ρεκλάμες παρήλαυναν  προκλητικά και ανενόχλητα, άδεια και γκρίζα, σμιλεύοντας το τώρα ολόιδιο με το χτες πατρονάροντας εισηγήσεις πως τάχα είχαν κάτω από τη γλώσσα κάτι νέο.
Τα άκουγα όλα με προσοχή, τον επαναστάτη του φαστ φούντ, τον αναρχικό που υποκλίνονταν στο κράτος, τον αντισεξιστή που «κάρφωνε» την γκόμενα, τον αντικαπιταλιστή που εκθείαζε τον καπιταλισμό με τις πράξεις του, τον χορτοφάγο που κρυφά μπούκωνε κεφτεδάκια, τον δικτάτορα που καμώνονταν τον αρχηγό, εκείνον που μισούσε την δική του φάρα, τον καθημερινό ρουφιάνο που πούλαγε την ρουφιανιά, εμένα που κορόιδευα τον εαυτό μου για την αποδοχή τους, εσένα που κορόιδευες εμένα γι’ αυτήν. Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει μια φράση που σαν έφηβος μισούσα. «άκου, βλέπε, σιώπα» κι ύστερα ρώταγα, τι θα γίνει άμα μιλήσω;  Τι θα συμβεί αν αντισταθώ; Κι όλοι μου απάντησαν, «ποιος θαρρείς πως είσαι;» Κι εγώ φοβήθηκα τον τόνο της φωνής τους κι εγώ, λυπάμαι που σας το λέω, μα τους πίστεψα.
Έμαθα να μη μιλώ, έβρισκα τρόπους να πνίγω την φωνή μου όταν δεν ήταν ταιριαστή, έμαθα τρόπους να καμώνομαι τον αφελή για να γλιτώσω μια άνιση ή μια άχρηστη μάχη. Κι ύστερα έγραψα τις σκέψεις μου μήπως κι ακούσω την φωνή μου κι όταν την άκουσα, ένας μικρός εκδοτικός οίκος δούλεψε κάτω από τη γλώσσα μου και τύπωσε κρυφά από μένα «το εγχειρίδιο του δειλού».
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: δεν πρέπει
Ερώτηση : γιατί;
Απάντηση: γιατί στο λέμε
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: δεν μπορείς
Ερώτηση : γιατί;
Απάντηση: γιατί στο λέμε
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: δεν θα το κάνεις;
Ερώτηση: γιατί;
Απάντηση: γιατί στο λέμε
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: να φοβάσαι
Ερώτηση : τι;
Απάντηση: αυτό που σου λέμε
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: υπάκουσε
Ερώτηση : γιατί;
Απάντηση: γιατί φοβάσαι.

Έμεινα μέρες κλεισμένος στο δωμάτιο, μια κουζίνα κι ένας καναπές, ένας βαριεστημένος συγκάτοικος που αναζητούσε την συμφωνία μου για να εδραιώσει τις επιλογές που είχε ήδη κάνει στο μυαλό του, ένας κύκλος που γύριζε και μου προκαλούσε ζάλη, μια στιγμή που γινόταν η ζωή μου εδώ και μήνες, ίσως και χρόνια, μια επιβεβαίωση πως η επιθυμία δεν ήταν μια αποκλίνουσα μορφή της τρελής μας φαντασίας, μια επιβεβαίωση, ένα χαρτί, μια σφραγίδα πως ήμασταν λογικοί, πως υπήρξαμε δίκαιοι, μια επιβεβαίωση στο τυραννισμένο παιδί πως επιτέλους έπραξε με τους κανόνες και τώρα θα εισέπραττε την αμοιβή.
Μα όσο άκουγα, όσο πρόσεχα, έμαθα να αναγνωρίζω πως η αμοιβή δεν ήταν παρά ένας παραφρασμένος μύθος, μια ανταλλαγή ευθύνης, μια γονική αποδοχή όπου ο γονιός φορούσε μια παγωμένη γελαστή συστημική μάσκα κι άψυχα γέμιζε με τα χρώματα της ευτυχίας καθώς αρνιόμασταν την δική μας και υπογράφαμε την συνέχεια της μιζέριας που είχαν κι εκείνοι υπογράψει κάποτε.
Όταν αποφάσισα να μιλήσω, ήμουν πια άρρωστος, το ψέμα μαγείρευε τα κύτταρά μου σαν δεύτερος εαυτός κι ο φόβος μου’ χε στερήσει την καλύτερη ύπαρξή μου. Τα τόσα αφεντικά είχαν περιπλέξει πια την αίσθηση της πραγματικότητας κι εγώ ποθούσα μονάχα να ησυχάσω. Θυμάμαι τη μυρωδιά από τη φρέσκια ρίγανη που φύτρωνε σ’ εκείνη την μισοπεθαμένη ελιά στο κτήμα κι ίσως να με κατηγορήσετε για βουκολισμό, γραφικότητα ή ιλιγγιώδη κι άχρηστο ρομαντισμό όμως αυτή ήταν η πιο ελεύθερη στιγμή μου, στις νύχτες που ονειρεύτηκα παρέα με τον αδερφό μου κι η μόνη μου ανησυχία ήταν αν τα δέντρα ζωντανεύουν τη νύχτα και χορεύουν ξέφρενα σε ένα ρυθμό που κανείς δεν είχε την δυνατότητα να ακούσει.
Ύστερα μου φόρεσαν ένα όμορφο πέτσινο λουρί, από δέρμα σαν το δικό μου, μου είπαν τι να κάνω και πως κι εγώ υπάκουσα γιατί τόσοι είχαν υπακούσει, ύστερα, μου έδωσαν ένα όνομα και πέρασαν στο δέρμα μου ένα πομπό για να ξέρουν κάθε κίνησή μου, με στείρωσαν για να αποφύγουν τάχα τα ορφανά και τώρα με ταΐζουν δυο φορές τη μέρα. Κι αν κάποτε μ’ ακούσατε να λέω πως φοβάμαι τα σκυλιά είναι γιατί όταν κοίταξα στον καθρέφτη ύστερα από την αναμόρφωσή μου, περπατούσα στα τέσσερα και γρύλιζα γιατί αυτό ήταν το τίμημα της σιωπής μου, να ακούω τις φωνές των ομοίων μου και να μην τις αναγνωρίζω, να ακούω τη φωνή του αδερφού μου και να ζητάω βοήθεια γιατί ποτέ  δεν πρόσεξα πως μου ζητούσε βοήθεια εκείνος. Να βλέπω τα μυτερά τους δόντια και να τρέμω γιατί η αλήθεια μου έμοιαζε πια με επιδόρπιο της λέσχης, κρύα και ζελεδιασμένη κι η ελευθερία τους με τρόμαζε.
Εκείνο το βράδυ κούρνιασα ανακουφισμένος στην αγκαλιά του δυνάστη μου κι ένιωθα ευτυχία στα ασφυχτικά του χέρια μέχρι που γύρισα το πρόσωπο κι είδα στο πρόσωπό του το δικό μου, κι είδα στο πρόσωπό του τα δικά σας πρόσωπα. Μα ακόμη και τότε δεν μίλησα. Του δάγκωσα τα τρυφερά του χέρια κι έφυγα τρέχοντας, ψάχνοντας τους δικούς μου, μόνο που όταν τους αντίκρισα , με τρόμαζαν πιο πολύ και δεν μπορούσα να καταλάβω τις φωνές τους.
Το πρωί μάζεψαν τα χίλια μου κομμάτια από την άσφαλτο, κάποιος είπε πως ένας οδηγός πάτησε ένα ηλίθιο σκύλο, κι οι δυνάστες μου έκλαψαν μα οι δικοί μου δεν έχυσαν κανένα δάκρυ γιατί η φωνή μου ήταν πια ξένη γι’ αυτούς κι οι δικές τους ήταν ξένες για μένα. Ήμουν ο συγγενής που φόρεσε κολάρο κι υποτάχθηκε κι ήμουν το εκνευριστικό ζώο που γάβγιζε μέσα στη νύχτα, αλλά για μια στιγμή υπήρξα ο επαναστάτης κι έκανα την δική μου διαδρομή.  Δεν θυμάμαι πια τα χρόνια μου ως άνθρωπος, ούτε τα χρόνια μου ως σκύλος. Θυμάμαι μόνο τη μυρωδιά της άγριας ρίγανης και το μεσημεριανό ήλιο κι αυτή είναι η πιο ελεύθερη μου ανάμνηση. Η μόνη στιγμή που κυνήγησα το όνειρο ήταν η στιγμή που δεν το επιζητούσα και τότε δεν υπήρξα τίποτα από τα δυο, τότε ήμουν ελεύθερος, κανένα όνομα, κανένα είδος, κανένα πρόσωπο, καμιά λέξη, όλα μου τα εγώ , όλα μου τα εσείς, δυο φύλλα ρίγανη.
Κοιμήθηκα ήσυχος εκείνο το βράδυ με μόνη μου απορία, σαν τι θα ξυπνούσα το πρωί, ποιο όνομα τάχα θα έπρεπε να παλέψω, ποιόν εαυτό θα έπρεπε να αρνηθώ, ποιος εαυτός θα είχε τη φωνή που πια δε θα σιωπούσε.



https://bluerabbit26.blogspot.com/2019/02/blog-post.html 


Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

 Ναυτικό ημερολόγιο - Στην Ατάρ οι θεοί προσκυνούν τις κόκκινες κάλτσες



Της Χριστίνας Κοντούλη










Έμοιαζε σαν να προσεύχεστε με τα χέρια της καθώς λικνίζονταν στην μυστηριακή συχνότητα. Τα χέρια της πήγαιναν κι έρχονταν με την μορφή κόκκινων εξωτικών πουλιών, γυρνούσαν γύρω από το πρόσωπό μου, δεν ήμουν σίγουρος, ίσως και να γυρνούσα γύρω της εγώ..


Μέσα στους καπνούς της Ατάρ, τα πρόστυχα γέλια των περαστικών που χλεύαζαν τη διασκέδαση μας προβάριζαν χειροκροτήματα από πορσελάνινα βαμμένα δόντια λίγο πριν την εκκλησία της Κυριακής ενώ δυο ανήλικοι δραπέτες κρύφτηκαν πίσω μας μέχρι να φτάσουμε κοντά στην είσοδο κι ύστερα ενσωματώθηκαν στην πολυκοσμία. Ο Ομάρ σκάλιζε μια μισοτελειωμένη φλογέρα μασουλώντας τις καυτερές πιπεριές του κι η Σπεράτζα έπαιζε ζάρια με τους ναυτικούς κάποιου αμερικάνικου βαποριού ξεκοκαλίζοντας τους μισθούς τους πριν ακόμη αγγίξουν το πάτωμα. Τέτοιες νύχτες όλη η Ατάρ ξεχύνονταν στους δρόμους με το πρόσχημα του καύσωνα, μια πόλη που θα ζήλευαν οι οπαδοί του Πουαντιγισμού καθώς αν άπλωνες ένα μεγεθυντικό φακό πάνω από τούτο τον παράξενο πίνακα τότε μόνο θα διέκρινες τις καταβολές του, μικρές χρωματιστές κουκκίδες στραγγισμένες απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης έλαμπαν αστραφτερά παραμορφωμένα κάτω από το χρυσαφένιο της πρόσωπο.
Ένας ξεχασμένος Άμμων Ρα με σπασμένη την αριστερή πλευρά του προσώπου του παρακολουθούσε μελαγχολικός το λιμάνι αναπολώντας τα περασμένα μεγαλεία του μετρώντας τα έξι καινούργια του τατουάζ που σήμαναν σιγά σιγά το τέλος άλλης μιας χιλιετίας. Έξω από το μαγειρείο ο Αφούσης έψαχνε το ζωνάρι του δίνοντας σαν αντάλλαγμα ευρέτρων σοφιστείες και καλησπέρες , μόνο που τώρα δυσκολεύονταν να σηκωθεί κι έτσι προέταζε το χέρι καρτερικά για λίγα ψηλά κι ό,τι άλλο είχε κανείς την όρεξη να του δώσει. Ο άλλος Κάσιος βρισκόταν δίπλα μου τώρα κι απ’ την αρχή του χρόνου, τον είχα ανταμώσει κάποτε σ’ ένα σκλαβοπάζαρο και τον πήρα μαζί μου να μου κρατά την αλυσίδα, μισή εγώ , μισή αυτός, δεν είχα παράπονο. Ο Γιάγκος ήτανε καλό παιδί μόνο που και που ξεχνιόταν μέσα στη βαρεμάρα του και μέτραγε τα άστρα τότε γέμιζε η μούρη του σπυριά και γύριζε την Ατάρ ψάχνοντας μαντζούνια για την χαμένη ομορφιά του. Ευτυχώς εμένα μ’ είχε δασκαλέψει η μάνα μου από μικρό κι έτσι μετρούσα τ’ αστέρια μόνο όταν έπεφταν.
Κάπου εκεί στα μέσα της νύχτας περάσαμε την αγορά των καλαμποκιών και δρασκελώντας βιαστικά τα στενάκια με τα προσευχητάρια των παλιών μανάδων βρεθήκαμε στο Zümrüt μπαχτσέ. Από τη μια η αρχαία αγορά κι από την άλλη πλευρά η αγορά των μυρωδικών και των κοσμημάτων, ενώ αν άφηνες το βλέμμα σου να περπατήσει κατά μήκος των ρευμάτων έφτανες μέχρι τα ψαράδικα που κατέληγαν στο γκρεμισμένο ναό της Αρτέμιδος στις εκβολές ενός οικόσιτου ποταμού . Οι απόγονοι των Σαρακηνών αναζητούσαν το Σάρας ανάμεσα σε γαλαζωπούς και χρυσοπράσινους καπνούς καθώς έσπαγαν και μοίραζαν το πλαστικό Γκράαλ κάτω από τις μύτες τουριστών σταυροφόρων που προσπαθούσαν να στηρίξουν τα selfie sticks ανάμεσα σε βαριά θωρακισμένες πανοπλίες παιδικών απωθημένων, νευρώσεων και ηρεμιστικών χαπιών. Στον αέρα πλανιόταν μια μυρωδιά θυμιάματος, ιδρωτίλας και ναφθαλίνης. Έτσι μύριζαν και τα παλιά σπίτια στο χωριό, μια ταμπλέτα σκληρής εργατιάς βουτηγμένη στο θρησκοπήγαδο κι έπειτα απλωμένη για να στεγνώσει στο βάθος ενός καθωσπρέπει ντουλαπιού στο ερμάρι. Καμιά φορά αναρωτιόμουν σαν παιδί αν έτσι έμοιαζε η λέξη μαυσωλείο, έπειτα μεγαλώνοντας είδα άλλα, πολύ πιο μεγάλα, πολύ πιο σκοτεινά που σαν ταξιδιωτικές βαλίτσες έφεραν πολλές στάμπες πάνω τους, πότε κράτος, πότε εθνική συνείδηση, πότε αστυνομία, πότε θρησκεία και πότε κοινωνική μέριμνα φροντίδας κι εκπαίδευσης επιθυμητών πολιτών. Όμως πάνε πια όλα αυτά, είχαν περάσει. Τώρα πάνω στα αποκαΐδια του απολίτιστου πολιτισμού μας ξαπωστάζαμε ευχαριστημένοι που επιβιώσαμε ακόμη μια φορά κι ονειρευόμασταν μέχρι το ηφαίστειο να καπνίσει και πάλι.
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ωστόσο ήταν αυτή η επιμονή να αναζητούμε στολίδια από το παρελθόν για να ντύσουμε το γυμνό μας μέλλον. Σαν μια νύφη που ετοιμάζονταν για τον έγγαμο βίο τηλεφωνώντας στους πρώην εραστές της για ένα γρήγορο πριν την τελετή. Κι αυτό το γρήγορο κρατούσε μέρες, μήνες, αιώνες μα ίσως και να ήταν μια στιγμή που επαναλαμβάνονταν στη μνήμη της ξανά και ξανά ακόμη κι όταν γριά πια συνόδευε μια άλλη γενιά στη σύμβαση που εκείνη είχε μετανιώσει. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους του ανθρώπου ήταν να μετανιώσει κι όμως ό,τι κι αν πει αυτό που διάλεξε θα το διάλεγε ξανά και ξανά και ξανά γιατί αυτή είναι η φύση του.
Τα χέρια της Σεμέλης χαμήλωσαν κι αγκάλιασαν τον Δία σ’ ένα λιμάνι στην ανατολή, αυτή τη φορά θα ήταν συνετή και δεν θα του ζητούσε να της αποκαλύψει την πραγματική του φύση. Η Ήρα τύφλωνε τον Τειρεσία μορφάζοντας από αγανάκτηση κι έπειτα το βράδυ γλιστρούσε στην κάμαρά του και του ζητούσε να της μάθει τα μυστικά που είχε γνωρίσει στις δυο ζωές του. Κανείς ποτέ δεν είχε μάθει αυτή την απάτη…
Ο Γιάγκος ξάπλωσε στην άμμο να μετρήσει τα αστέρια. Είχε προμηθευτεί αρκετή αλοιφή από μια Βιετναμέζα σαμάνο κι ειδοποίησε τους ψαράδες να βρουν τον Σιμόν που έκανε τις τελετές του στα πόδια του Άμμωνα, αν πρήζονταν πάλι η μούρη του θα έσπαγε μερικά ασπράδια και θα έριχνε μερικά κόκαλα, έτσι θα ξόρκιζε την κατάρα. Ο Σιμόν ήταν ένας ψηλός γαλλοαφρικανός με τελετουργικά –όπως έλεγε- εμφυτεύματα στα μπράτσα (αν και όλοι ήξεραν πως τα είχε βάλει στην εφηβεία του για να εντυπωσιάσει την πρώτη του ερωμένη ) κι ένα μεγάλο τατουάζ λιβελούλα στο λαιμό. Είχαμε ταξιδέψει μερικές φορές μαζί και πάντα μας έβαζε σε περιπέτειες, όμως κανείς δεν μπορούσε να κρατήσει κακία σε κάποιον που γεννήθηκε κάτω από τον αστερισμό του ζυγού, σύμφωνα με τα λεγόμενά του…
Έδωσα ένα τσιγάρο στον Γιάγκο κι έπειτα τον άφησα πηγαίνοντας προς τα μαγειρεία. Στην παλιά πόλη οι ουρανοξύστες που κάποτε προπαγάνδιζαν ένα μέλλον γεμάτο υπέρλαμπρα και μακρινά τεχνολογικά επιτεύγματα τώρα έστεκαν σαν βουβά μισογκρεμισμένα τοτέμ αποκαλύπτοντας τα σάπια τους θεμέλια ενώ στον τρίτο όροφο ενός από αυτούς ένας κοκκινομάλλης πρώην τζογαδόρος , μισός Φιλανδός μισός Αρμένιος είχε στήσει τώρα ένα χαμάμ τόσο για χαλάρωση όσο και για όλες τις ορέξεις... Καθώς ανέβαινα στην «Αγία Πόλη» οι μυρωδιές των σαπουνιών χαριεντίζονταν μέσα στα ρουθούνια μου σαν τις οδαλίσκες ενός πίνακα του Ingres ενώ από τις κάσες των ανύπαρκτων πορτών γυμνοί άνθρωποι  ξαπλωμένοι κι ακίνητοι βαριανάσαιναν πλάι σε ξεφτισμένα ντουβάρια και θολές τζαμαρίες. Κάπου εκεί στις αρχές του άλλοτε προθάλαμου που οδηγούσε στον τέταρτο όροφο μια σειρά από μπάζα δημιουργούσε ένα πλατύ πέρασμα για τον διπλανό ουρανοξύστη. Στο βάθος ο Φάρος της Αλεξάνδρειας αντανακλούσε το φως των δρόμων στα γυαλιά μου περιπαίζοντας την μυωπία των ματιών βρίσκοντας καταφύγιο στη διαύγεια της άγριας φαντασίας με την οποία είχα προικισθεί από τα γεννοφάσκια μου. Σ’ αυτή τη ζωή τρεις ήταν οι προίκες μου, φαντασία, απορία, αμφισβήτηση. Τι καλύτερος μπούσουλας; Σκεφτόμουν ευχαριστημένος όταν ξαφνικά μια μικροσκοπική εικόνα αναστάτωσε την ταξιδιάρικη διάθεση του μυαλού μου. Σ’ ένα από τα πολλά δωμάτια του  Ναού των πολλών ονομάτων, ένα δωμάτιο ήταν καινό, στα άλλα διάφοροι άνθρωποι , διαφόρων θρησκειών, σκέψεων κι ελπίδων κάθονταν όπως πάντα τραγουδώντας νανουρίσματα στις γλώσσες τους, όμως σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο ξεχώριζε μονάχα μια σιλουέτα. Δεν ήξερα τι ακριβώς μα κάτι με τραβούσε να πλησιάσω. Στο βάθος του δωματίου μια γυναίκα κάθονταν σκυμμένη με την πλάτη προς το μέρος μου βουτώντας τα χέρια της σε μια λεκάνη τραγουδώντας ένα νανούρισμα σε μια γλώσσα που δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Κάθε τόσο έβγαζε μια κόκκινη κάλτσα από το νερό κι έπειτα την έδινε σε μια άλλη γυναίκα λίγο πιο πέρα, εκείνη την άπλωνε σ’ ένα σχοινί  κι ύστερα μια  Τρίτη το τραβούσε κι έπαιρνε την τελευταία κάλτσα τοποθετώντας τις σε ζευγάρια. Άλλες έμεναν από την αρχή ως το τέλος στην αρχικές τους θέσεις, άλλες τις άλλαζαν κι άλλες, εκείνες που ήταν ξηλωμένες είτε τις άφηναν στην άκρη είτε τις έριχναν σε ένα βαρέλι όπου έκαιγε μια αυτοσχέδια φωτιά. Αυτό συνεχίστηκε για τρεις νύχτες, την τέταρτη αποφάσισα να μπω στο δωμάτιο και να τους μιλήσω. Όμως όταν έφτασα εκεί δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο η Σεμέλη. Έφυγα αθόρυβα, στο πρόσωπό της είχε την έκφραση της προσμονής, σε λίγο θα έφτανε ο Δίας.
Προσπέρασα βιαστικά τα μαγειρεία και αποφεύγοντας με γρήγορα τινάγματα των χεριών ένα κίτρινο σύννεφο από κάρυ έφτασα στη Σουμέρια. Ένας μελαψός νεαρός στην είσοδο κερνούσε σουμάδα και χαλβά. Καθώς με πήραν οι πρώτοι ήχοι του καφέ αμάν μασουλούσα είδη ένα κομμάτι επεξεργασμένο μούστο γεμιστό με σταφίδα και φουντούκι ενώ οι ονειροβάτες ποιητές αντάλλασσαν αφηγήσεις μουχλιασμένων βιβλίων από την αποθήκη της Αλεξάνδρειας. Στη μεσόγειο η στάθμη των νερών είχε ανέβει αρκετά κι έτσι οι παλιοί χάρτες με τους δρόμους των πειρατών είχαν καεί στα τζάκια των αγροτών του Νείλου. Η Μπαχάρ, η Ρόζα κι η Δισδεμόνα  χόρευαν κι έπιναν  τώρα μόνο για την πάρτη τους, χωρίς, αφέντες, αγαπητικούς και ζηλιάρηδες συζύγους διασκεδάζοντας μαζί με τις μαινάδες των Θηβών προσφέροντας αφοσίωση μονάχα στον Διόνυσο. Εκείνος με τα κόκκινα μαλλιά του πλεγμένα σαλαμάστρα, τυλιγμένος σ’ ένα λουλουδάτο κάλυμμα καναπέ λίκνιζε το μακρύ λαιμό του μιλώντας σε εφτά γλώσσες ταυτόχρονα, διασκεδάζοντας ινκόγκνιτο μαζί με τους θνητούς. Κάπου μέσα στους καπνούς μου φάνηκε πως είδα τον Φεντερίκο να ζωγραφίζει τσιγγάνες καλόγριες σ’ επίδοξους εραστές περνώντας πότε πότε τα δάχτυλά του ανάμεσα στις τούφες των μαλλιών του καθώς η Βερενίκη μετρούσε τα άστρα με τον Γιάγκο δείχνοντάς του τις ουράνιες μπούκλες της. Εγώ έριξα άλλη μια ματιά τριγύρω κι ύστερα κατέβηκα την ξύλινη σκάλα της εσωτερικής βεράντας πηγαίνοντας προς το μπαρ. Η Σπεράτζα έπαιζε τώρα  το επόμενο ποτό της στα ζάρια ενώ τιτίβιζαν με τον μπάρμαν ένα μυστικό έρωτα που πήγαινε πολλά χρόνια πίσω.
Έπειτα από κάμποση ώρα  ο Μανέ σταμάτησε να σκιτσάρει την μπαργούμαν κι ήρθε επιτέλους προς το μέρος μου.
-Α Φράνσις, με συγχωρείς, τώρα σε είδα. Πότε ήρθες;
-Έχουμε λίγες μέρες, δεν πρόλαβα να έρθω νωρίτερα
-Δεν πειράζει, θα μείνετε μέρες;
-Μπα όχι, ο καπετάνιος είχε κάτι δουλειές και καθυστερήσαμε, τώρα αύριο μεθαύριο θα ανέβουμε στα βόρεια πάλι.
- Η αδερφή σου τι κάνει; Είδα τον Φωτεινό, μου είπε πως θα πήγαινε να τη βρει στη Δήλο κι ύστερα θα πήγαιναν μαζί στο χωριό. Βρήκαν ένα αρχαίο ναυάγιο εκεί και χρειάζονταν χέρια, σκέψου, από την προηγούμενη χιλιετία!
- Ναι ο Φωτεινός μάζεψε όσους μπορούσε αλλά ακόμα δεν φτάνουνε, η αδερφή μου λέει πως το ναυάγιο ξεκίνησε από την παλιά πόλη στα μέρη μας και βυθίστηκε στη Δήλο.
-Ναι το άκουσα κι εγώ, ήταν ο Μπορίς κι ο Φινέας εδώ πριν κάτι μέρες, μου τα είπαν κι εκείνοι, έψαχναν τον Νηρέα με τους βουτηχτές αλλά ο Μπας είπε πως είναι σε άλλη δουλειά στην Ελβετία. Ορίστε το ποτό σου, έβαλα και ταμπάσκο –είναι από τις πιπεριές του Ομάρ- θα σ’ αρέσει.
Η μούσα άφησε το ποτήρι στον πάγκο κι επέστρεψε χαμογελαστή στον ζωγράφο καθώς οι σκέψεις έσβηναν σιγά σιγά μέσα στους ανατολίτικους δρόμους. Το Hejaz και το Niavent  έχτιζαν θεωρία επίτιμων παρατηρητών αιώνες τώρα, πλαταίνοντας τους στενούς τοίχους και τα στενά αισθήματα χωρώντας  τα φαντάσματα γενεών, ερώτων, πολιτισμών και μυστηρίων από το χτες ως το αύριο. Η μουσική δεν είχε χρόνο, η μουσική ίσως να ήταν η παλαιότερη ύπαρξη κι η μόνη αντίπαλος του θανάτου, η «πανταχού παρούσα», ακόμη και στη σιωπή.
Τότε την είδα πάλι. Έμοιαζε σαν να προσεύχεστε με τα χέρια της καθώς λικνίζονταν στην μυστηριακή συχνότητα. Τα χέρια της πήγαιναν κι έρχονταν με την μορφή κόκκινων εξωτικών πουλιών, γυρνούσαν γύρω από το πρόσωπό μου, δεν ήμουν σίγουρος, ίσως και να γυρνούσα γύρω της εγώ..  Θυμήθηκα τους στίχους του Καββαδία «…ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;…» Τα χέρια της μπλέκονταν ολοένα και πιο κοντά μου, τα λημνίσια μάτια της που με τρόμαζαν περισσότερο από την αγριεμένη βοή των κυμάτων της θάλασσας, ο δαίμονας ενός έρωτα που δεν είχε ακούσει το όνομά του. Κι η μουσική, ο ήχος αυτός που με ακολουθούσε από τα σπάργανα της ύπαρξής μου και σιωπούσε μονάχα δίπλα της, τώρα όλη η πόλη έμοιαζε να παίζει αυτό τον ήχο. Ζαλίστηκα, τα μάτια μου έκλεισαν.
Όταν ξύπνησα ο Γιάγκος στέκονταν πάνω από το κεφάλι μου παρατηρώντας με μ’ εκείνη την αστεία φάτσα που παίρνει κάποιος μπροστά σε κάτι ανεξήγητο.
-Τι; Ρώτησα προσπαθώντας να σηκωθώ.
-Τι έκανες χτες;
-Είχα πάει στη Σουμέρια, γιατί; Έκανα κοιτάζοντας γύρω μου. Ήμουν στην παραλία.
-Καλά κι εδώ πως βρέθηκες;
-Δεν ξέρω, δε θυμάμαι. Μα καλά, τι με κοιτάς έτσι; Σταμάτα, η φάτσα σου είναι αστεία και μου ‘ρχονται γέλια.
-Άμα σου ‘ρχονται γέλια εσένα, εγώ τι πρέπει να κάνω;
-Γιατί;
Ο Γιάγκος μου έκανε νόημα -με την ίδια πάντα γκριμάτσα- να κοιτάξω τα πόδια μου. Οι μπότες μου είχαν εξαφανιστεί, το ίδιο και οι κάλτσες μου, το μόνο που είχε μείνει ήταν μια κόκκινη κάλτσα… Σηκώθηκα όπως όπως κι αφού έσιαξα λίγο τα ρούχα μου ξεκινήσαμε για το πλοίο, εκεί είχα ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια. Ωστόσο όταν φτάσαμε στις καμπίνες, ένα μικρό μπούγιο ήταν συγκεντρωμένο στην είσοδο.
-Μα δεν μπορώ να καταλάβω, τι έγινε, που είναι;
-Ηρεμήστε θα τα βρούμε
-Μα για πιο λόγο, ποιος;
-Τι έγινε; Ρώτησα τον καμαρότο
-Μια από τους επιβάτες που επιβιβάστηκαν χτες
-Ε τι;
-Έχασε τα παπούτσια της
-Ε; έκανα εγώ. Ο Γιάγκος γύρισε ρίχνοντας μου μια ματιά σκασμένος στα γέλια.
-Δεσποινίς! Φώναξα προχωρώντας ανάμεσα στους ναύτες, όταν έφτασα μπροστά δυο μεγάλα μάτια με κάρφωναν αγανακτισμένα. Τα μαλλιά της ήταν καστανόχρυσα όπως το μέλι στο φως κι είχε μερικές φακίδες γύρω από τη μύτη. Εγώ σήκωσα τότε το μπατζάκι μου και δείχνοντάς της την κόκκινη κάλτσα ξεσπάσαμε κι οι δυο σε γέλια. Η άλλη κόκκινη κάλτσα ήταν στο πόδι της! ‘Ένας αρχέγονος ήχος απλώθηκε στο δωμάτιο καθώς οι μοίρες γλίτωναν ένα ζευγάρι κάλτσες απ’ τη μπουγάδα. Η εποχή του υδροχόου είχε τελειώσει επίσημα. Ένα νέο ταξίδι μόλις είχε ξεκινήσει.




https://bluerabbit26.blogspot.com/2019/08/blog-post.html   

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

 

Ναυτικό ημερολόγιο- ενδιαμέσως γραμμών, ευθυγράμμιση οριζόντων στον ουρανό των άλλων

 

Της Χριστίνας Κοντούλη

 

 

 

Σε ένα μυστικό βασίλειο, μακρινό και μεγαλειώδες οι άνθρωποι τα κατάφερναν καλά. Σ’ ένα ακόμα πιο μακρινό βασίλειο καθόλου μεγαλειώδες, οι άνθρωποι τα κατάφερναν άσχημα. Τα δυο βασίλεια ωστόσο δεν ήταν τόσο μακριά το ένα από το άλλο, αντίθετα μοιράζονταν μονάχα μια γραμμή όπου ξεχώριζαν τα σύνορά τους. Στο βασίλειο της ευημερίας οι άνθρωποι ήταν μόνοι μα ήταν εντάξει με αυτό, δεν είχαν δική τους γλώσσα μα πάλι δεν παραπονιόταν. Το βασίλειο της ευημερίας έμοιαζε μερικές φορές σαν αποστειρωμένο εργαστήριο και κανείς δεν μπορούσε ούτε να φύγει ούτε να πάει. Ο βασιλιάς του ήταν ένας κύριος. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο βασιλιάς τους, ούτε και άκουσα ποτέ τίποτα γι’ αυτόν μα και οι γνώσεις μου για τους κατοίκους είναι κάπως περιορισμένες. Από κάποιους τολμηρούς που πέρασαν κάποτε τα σύνορα μαθεύτηκε πως δεν συνέβαινε τίποτα εκεί κι έτσι σιγά σιγά ξεχάστηκε με το χρόνο.

Στο άλλο βασίλειο οι άνθρωποι ήταν παράξενοι, μοιράζονταν κάποια γλώσσα  αλλά ήταν τόσο δύσκολη που ούτε οι ίδιοι καλά καλά δεν κατάφερναν να τη μιλούν. Το βασίλειο αυτό ήταν τόσο δύσκολο να ελεγχθεί που οι βασιλιάδες του τα παρατούσαν και όριζαν νέους στη θέση τους, κι εκείνοι με τη σειρά τους άλλους κι άλλοι άλλους και κάπως έτσι πάει λέγοντας. Οι στέγες των σπιτιών ήταν τρύπιες, ετοιμόρροπες,  κι οι τοίχοι άσχημοι, σάπιοι, ξεφτισμένοι ωστόσο κάποιοι από τους κατοίκους επέμεναν να τους πλαισιώνουν με μικρούς κήπους που ανέβαιναν ήρεμα στις πέτρες κι αναμιγνύονταν σιγά σιγά με αυτές. έσκαβαν το χώμα ως που να συναντήσουν τις ρίζες του κι είτε τις φρόντιζαν και τις μεγάλωναν είτε τις μασουλούσαν  μα καμιά φορά τις κατάπιναν κιόλας. Από την άσχημη πολιτεία ακούγονταν το βράδυ τραγούδια, άμα ήξερες τα λόγια θα έλεγες πως ήταν πένθιμα ωστόσο τα περισσότερα είχαν χαρούμενο ρυθμό,  άλλα σιωπηλά, άλλα ψιθυριστά άλλα εκκωφαντικά, ζωηρά κι απότομα, φάλτσα, επηρεασμένα. Κι οι άνθρωποι που τα τραγουδούσαν είχαν πάντα έναν καημό, μια αδιόρατη , αμυδρή θλίψη στο βλέμμα, σαν αγκάθι αχινού , μια ενόχληση, στιλπνή, βυθισμένη.

Στην όμορφη πολιτεία στο κέντρο είχαν χτισμένη μια μεγάλη χωματερή, αποκλεισμένη από τους δρόμους, τα πεζοδρόμια και τους περαστικούς αγκαλιασμένη από βαριές αρχιτεκτονικές οπτασίες και μεγαλωμένη από το μεγάλωμα το καθενός, στέκονταν παγερή, ηλιοστάλαχτη και βρωμερή στο κέντρο της πόλης.  Είχε παρόλα αυτά έναν αέρα μεγάρου, μια αίσθηση κομψής αδιάφορης ωραιοποίησης, στιβαρή και ψεκασμένη καθημερινώς από μικροσκοπικούς αρωματοποιούς θύμιζε περισσότερο δημοτική βιβλιοθήκη παρά σκουπιδιάρα. Οι τζαμένιοι υπόνομοι ήταν τόσο καθαροί και λαμπεροί όπου πολύ συχνά διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις λάμβαναν χώρα στους δαιδαλώδεις υποστηρικτικούς διαδρόμους τους με χιλιάδες απαράλλαχτους μύστες να αναρωτιούνται και να χειροκροτούν χορωδιακά και άψυχα το έργο χωρίς να τους νοιάζει ακριβώς τι ήταν κι αν ήταν στο ταβάνι, στο πάτωμα ή μέσα στα νερά. Αρκούσε που κάποιος χτύπαγε τις παλάμες του κι όλοι απολάμβαναν των ήχο των δικών τους.

Τα σπίτια ήταν τετραώροφα. Σε κάθε όροφο έμενε και ένας πολίτης ξεκινώντας φυσικά από την κάστα. Οι χαμηλότερου ενδιαφέροντος κάστες έμεναν πάντα στους τελευταίους ορόφους έτσι ώστε να τους βρίσκεις πιο εύκολα στις σκάλες, ενώ οι υψηλότερες στους πρώτους δυο όπου συνήθως χτίζονταν και μεγαλύτερα διαμερίσματα. Τα ρούχα είχαν κι εκείνα τη δική τους μόδα. Λευκό για τις εξαιρετικές κάστες, γκρίζο για τις μέτριες, ριγέ για τις τελευταίες. Διακοσμητικοί κήποι από γυάλινα λουλούδια και χρυσαφένια ζώα βρίσκονταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και η παραλιακή άμμος είχε καλυφθεί από ένα φιλντισένιο υγρό που διατηρούσε την αρχική μορφή της πέτρας ωστόσο απέφευγε κάθε είδος φθοράς του «φυσικού περιβάλλοντος» κρατώντας το απομονωμένο από την αψύτητα της πατούσας. Μικροσκοπικοί γυάλινοι σωλήνες με καλλιγραφικές επιγραφές της OXYGEN PROVIDE –μη κερδοσκοπικής εταιρίας κρατικού απολογισμού ωραιότητας- παρείχαν το απαραίτητο οξυγόνο  για την διατήρηση της φυσικότητας αλλά και την αργή (φυσική) μετατροπή της αρχικής εικόνας.

Η ΦΡΕΣ ΛΑΙΤ ΟΞΙΤΖΕΝ ΚΟ(Μ)ΠΡΟΜΕΙΣΟΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤ εισήγαγε μάσκες τελευταίας τεχνολογίας όπου προσέφεραν την εμπειρία του καθαρότερου οξυγόνου μαζί με μια στιλιστική άποψη και τα γραφεία της εδρεύανε κάπου ανάμεσα στην θαλάσσια ζώνη της περιοχής και στις παρυφές ενός μικροκαμωμένου λόφου.  Μια τέλεια περιοχή για μια τόσο πολύτιμη εταιρία. Κανείς πια δεν κυκλοφορούσε χωρίς την μάσκα της ΦΛΟΚΙ κι όσοι είχαν παλιότερα μοντέλα περίμεναν με ανυπομονησία τη στιγμή που θα είχαν τους αντίστοιχους πόντους ώστε να φορέσουν κι εκείνοι τις τελευταίες ντιζαινάτες δημιουργίες του άκρως καταρτισμένου, και παγκοσμίως αναγνωρισμένου επιστημονικού-καλλιτεχνικού επιτελείου της φιλανθρωπικής αυτής εταιρίας. Οι πιο ψαγμένοι διέθεταν μάσκες ειδικού ντιζάιν βέβαια και πολλές φορές προσωπικών παραγγελιών με ελεγκτές αίματος, φυσικής λειτουργίας, πόντων αξίας αλλά και φυσικά σχεδίων που παρέπεμπαν σε καλτ αναμνήσεις του παρελθόντος.

 Η FOXY TOUCH συμπλήρωνε τις εποχικές εμφανίσεις με γάντια τελευταίας τεχνολογίας που έκαναν ακόμη και πρόβλεψη συνείδησης ενώ η δημοφιλέστατη «ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ» συμπλήρωνε την χαριτωμένη τετράδα με ταριχευτικές μάσκες αντιγύρανσης όπου φωτογραφίζοντας το κυτταρικό υλικό αναδομούσαν πλήρως σε μερικούς μήνες το χαλασμένο στοκ, ξεσουφρώνοντας ακόμη και τις πιο απαιτητικές περιπτώσεις.

Οι άνθρωποι ήταν όμορφοι (;), οι άνθρωποι ήταν φρέσκοι (;), οι άνθρωποι ήταν ίδιοι, οι άνθρωποι ήταν γελοίοι (!) .

 

 Στην άσχημη πολιτεία οι άνθρωποι δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από τα σπίτια τους, ούτε κι από τα ζώα, γκρεμισμένα ερείπια,  ξεπερασμένα μεγαλεία, ψυχολογική αστάθεια, γήρας. Αναξιόπιστη μόδα και πολύχρωμη διαφήμιση φωνακλάδων, απελπισμένων να αγγίξουν το ανέφικτο. Παραβατικότητα, αβεβαιότητα,” Πηγαίνουμε μπρος με σύμβολο την παλάντζα! “ Στην άσχημη πολιτεία ο θρήνος ήταν ο βασιλιάς.

Στις άκρες, στο λιμάνι, πολύχρωμα φώτα περασμένων αιώνων, σκουριασμένα κι απογαλακτισμένα νωρίς από την φαντασία του δημιουργού, ούρλιαζαν σαν πόρνη σε gold digging  οίστρο. Οι ψαράδες με πόδια γυμνά και κουρελιασμένα δίχτυα έψελναν ομοιοκατάληκτα στιχάκια στους βουτηχτές ως που να γυρίσουν συχνά με τα χέρια άδεια πίσω, ξορκίζοντας τον θάνατο και τη σήψη με οπισθοδρομικές μα σίγουρα ιδιαίτερες  τεχνικές. Η άμμος συνθλιμμένη από το κύμα και το οξυγόνο έμπαινε ανάμεσα στα δάχτυλα θυμίζοντας πως ό,τι ζει αλλάζει κι η γνώση γερνά.

«Η γνώση, η σοφία, είναι  ένας σάκος που γεμίζει όσο προχωράμε στον δρόμο μας κι όσο γεμίζει τόσο καμπουριάζουμε και το σώμα κυρτώνει κι όσο προσπαθούμε να τη σηκώσουμε τόσο κάνουμε μορφασμούς κι αυτοί διεκδικούν βίαια μια θέση στο πρόσωπό μας» . Ο καπετάνιος σα γέρικη κουκουβάγια, έσουρνε τα φτερά του σκορπίζοντας σοφιστείες στην πλώρη όταν ένιωθε μόνος του. Ο καπετάνιος είχε γεννηθεί στην όμορφη πόλη. Ο καπετάνιος ένιωθε μόνος συχνά.

Η άσχημη πόλη δεν διέφερε από καμιά πόλη του παρελθόντος κι ούτε ήταν μη αναμενόμενη σαν πόλη του μέλλοντος. Ήταν τραγική, θλιβερή, εκθαμβωτικά μίζερη μα σίγουρα καθόλου στάσιμη, ούτε μια στάλα βαρετή. Ναι μπορεί να είχε μια εσάνς παρελθόντος μα σίγουρα ήταν μια πόλη του μέλλοντος άλλωστε το μέλλον πάντα είναι γεμάτο αβεβαιότητα, προσεχείς κίνδυνους, άγνωστες περιπέτειες κι ίσως γιατί όχι, πιθανή νηνεμία, αποστασιά, «καμιά γαλήνη δεν έχει τη γεύση της ζεστασιάς αν δεν έρχεται από τη γεύση της τρικυμίας….» έλεγε ο καπετάνιος… Στο λιμανάκι είχε ένα μικρό καφέ, εκεί απαγκιάσαμε για το βράδυ και δέσαμε στην προκυμαία το μικρό βαπόρι μας. Η άλλη πλευρά, στο μεγάλο πόρτο ήταν κατάμεστη στις φωνές και τα ξεκατινιάσματα, η πόλη μεγάλωνε κυκλικά μα ο καπετάνιος κι οι δυο ανθυποπλοίαρχοι προτιμούσαν κι εκείνοι όπως κι εγώ να αράξουμε στους αστραγάλους του παράξενου βασιλείου. Έτσι κατεβάσαμε ένα ανιχνευτικό και γυρίσαμε τον κόλπο προς τα πίσω. Το μεγάλο καράβι έδεσε στα ανοιχτά. Οι άλλοι προτίμησαν το μεγάλο λιμάνι.

Κοιτούσα τους ανθρώπους, το πήγαινέ λα τους με ζάλιζε ώρες ώρες  μα με ευχαριστούσε κάπως αυτή η εικόνα αναποφασιστικότητας  , αυτό το μπέρδεμα επιθυμιών ήταν προτιμότερο από την έλλειψη επιθυμίας, την τακτικότητα της απαλλοτρίωσης που θα προσέφερε το διπλανό βασίλειο εφόσον κάναμε εκεί την επίσκεψή μας. Ακόμη κι εκεί κάποια πλοία, όπως τα ανατροφοδοτικά (οξυγόνου,) ήταν αν όχι καλοδεχούμενα σίγουρα οπωσδήποτε ανεκτά.

Εγώ έβγαλα ένα αυτοσχέδιο μπλοκάκι και ξεκίνησα να κλέβω τις όψεις των περαστικών φυλακίζοντας μερικές στιγμές τους σε κλουβάκια από κινέζικο ρυζόχαρτο την ώρα που ήταν πολύ απασχολημένοι για να ζητήσουν πίσω τους εαυτούς που πρόσθετα στη συλλογή μου. Οι ΄σύντροφοι είχαν ριχτεί με χαρά στο φαΐ και κάθε τόσο τσουγκρίζαμε τα ποτήρια. Αυτό το εύθραυστο γυαλί έμοιαζε ξαφνικά τόσο γερό, πως θα μπορούσε να μην είναι, άλλωστε χωρούσε αιώνες τώρα τα βάσανα και την χαρά τόσων και τόσων.

Στη μέση της πόλης ένας τεράστιος φάρος δήλωνε την παρουσία του αναπνέοντας βαριεστημένα και σιγά τη χαρτογράφηση χιλιάδων οριζόντων. Ποτέ δεν υπήρξε ένας ορίζοντας, πάντοτε κοιτούσαμε την κατεύθυνση με νέα μάτια κι ήταν πολλά τα μάτια που κοίταζαν στο ίδιο σημείο χαράζοντας άλλες πορείες παρόλα αυτά…

Το δωμάτιό μου στο πανδοχείο, είχε θέα στα σύνορα. Σύνορα…. Δεν ήταν παρά μια νοητή γραμμή κι όμως τόσα χρόνια ελάχιστοι την είχαν περάσει.

Η όμορφη, η γυάλινη πολιτεία έσβηνε τέτοια ώρα τα φώτα της κι έκανε μπάνιο με αντισηπτικό. Περιηγούνταν σιωπηλά στις ρυθμίσεις του ψυγείου και λοιπών ηλεκτρικών ειδών κι έπειτα βάζοντας στη μοριακή συντήρηση  ένα μπολάκι φαγητού μαγειρεμένο στον ατμό έκλεινε τα μάτια κι αποκοιμιόνταν με κακές παραλλαγές του Truman show.

Εγώ δεν είχα ούτε σαπούνι, τα μαλλιά μου είχαν κοκαλώσει σαν γλιστερά χέλια καπνισμένα στην αλμύρα ενώ κάποια εξελιγμένη μορφή σκόρου είχε αφήσει στο σεντόνι μου τρύπες σε φα μείζονα.  Οι τοίχοι του πανδοχείου ΕΥΤΥΧΙΑ  είχαν την όψη ημιξεπετσιασμένης μπανάνας μα κατά τα άλλα το δωμάτιο ήταν υπέροχο. Κάτω από το περβάζι και κάθετα της συμβατικής οπτικής πλευράς της «θέας» μου, ένας φροντισμένος μα άγριος κήπος ύψωνε τα φύλλα του προσπαθώντας να μου τραβήξει την προσοχή. Μέσα από ένα μεγάλο πεσμένο πιθάρι μια λεμονιά άπλωνε τις ρίζες της ανάμεσα σε παράσιτα και άλλα παράξενα λουλούδια ενώ στη μέση ελάχιστες πλάκες είχαν παραμείνει, ανασηκωμένες ελαφρώς  από την κλίση του εδάφους και την πολυκαιρία. Η υπόλοιπη αυλή καλύπτονταν από ένα καφεκόκκινο χώμα μισοκρυμμένο από τα χορτάρια. Η μυρωδιά των λουλουδιών κάλυπτε κάπως τη δική μου βρώμα… Ωστόσο η καλοκαιρινή άπνοια δε μ άφηνε να κοιμηθώ κι έτσι σηκώθηκα και κατέβηκα κάτω να θαυμάσω από κοντά τα σύνορα.

Η παραλία ήταν κάτω από το σπίτι, οι σύντροφοί μου, αποσταμένοι από το ταξίδι και το πιόμα είχαν εξαφανιστεί κι έτσι υπέθεσα πως πήγαν για ύπνο. Στην αυλή δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο ένα γατίσιο μπασταρδάκι που κοιμόταν ανάσκελα. Αυτός ο γάτος, σκέφτηκα για μια στιγμή, πως σίγουρα ζει καλύτερα από όλους μας. Η στάση του κορμιού του έδειχνε μια εμπιστοσύνη, δεν ξέρω ακριβώς σε τι, αλλά  ήμουν σίγουρος πως ένιωθε ασφαλής. Τότε μου ήρθε μια περίεργη έξαψη! Έβγαλα τα ρούχα μου και τα άφησα πάνω στο πιθάρι. Όταν έμεινα γυμνός πια  ένιωσα ένα παράξενο γαργάλημα στο στήθος, μια αίσθηση που είχα να νιώσω από παιδί, σήμερα είχα όρεξη για σκανδαλιά…

Αφού βεβαιώθηκα πως δεν υπήρχε ψυχή  έτρεξα γρήγορα προς τη θάλασσα και με κρότο ανέμελου καρχαριοειδούς έσκασα με δύναμη διαταράσσοντας την νυχτερινή ζωή της υδάτινης έκτασης. Έκανα μακροβούτια και κολοτούμπες, πλατσούρισα στα ανοιχτά κι ύστερα με εκστατική φάτσα παρατηρούσα τα αστέρια που καθρεφτίζονταν από πάνω μου. Μέχρι που κάποια στιγμή μου ήρθε μια τρελή ιδέα. Αποφάσισα να κολυμπήσω στα σύνορα και να τα περάσω. Εδώ και χρόνια, αιώνες ίσως, κανένας βουτηχτής δεν είχε περάσει τα σύνορα χωρίς έγκριση τουλάχιστον….κι εγώ ίσως να ήμουν ο πρώτος.

Άρχισαν να κολυμπάω, όσο πλησίαζα η αβεβαιότητά μου γινόταν προσμονή, ο φόβος γίνονταν απαραίτητη ελπίδα, δεν ήξερα για τι ακριβώς, αλλά σίγουρα ήλπιζα, επιθυμούσα! Όσο πλησίαζα τόσο γέμιζα ευχαρίστηση, ένιωθα λες κι οδηγούσα μια επανάσταση, λες κι έκανα κάτι μοιραίο. Όταν έφτασα στην γραμμή σταμάτησα, μα πριν προλάβω να σκεφτώ ή να διστάσω έδωσα μια και βρέθηκα στην άλλη πλευρά.

Κολύμπησα μέχρι την ακτή. Δεν υπήρχε κανείς. Ξάπλωσα στο παγωμένο γυαλί διατήρησης και γελώντας  όσο πιο σιγανά μπορούσα άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί πάνω από τον ορίζοντα. Ο ουρανός ήταν ίδιος όπως πριν. Ο κόσμος φάνηκε τόσο απέραντος μέσα στο μικροσκοπικό του τσόφλι όσο μικρός μέσα στην απεραντοσύνη του.΄ Όσο ο ουρανός  παρέμενε σταθερός δεν ένιωθα φόβο, παρά μονάχα αυτή την έξαψη της σκανδαλιάς και την ήρεμη συνειδητοποίηση μιας μπαμπούσκας ομοιοτήτων.  Καθώς γυρνούσα στάθηκα για λίγο πάνω στο σύνορο. Η μεγαλύτερη ελευθερία βρίσκονταν στο αδέσποτο, ανάμεσα στα δυο βασίλεια, ανάμεσα στους δυο κόσμους. Μα καθώς ήταν απασχολημένες και οι δυο πλευρές στις γωνίες τους δε θα συναντιόνταν ποτέ στη μέση κι οι δυνατότητες αυτού του ορίζοντα δεν θα ήταν ποτέ εμφανείς. Ξάφνου πρόσεξα πως δεν ήμουν μόνος, κάποιος άλλος στέκονταν στη μέση μα λίγο πιο μπροστά. Το παράξενο πλάσμα κατευθύνθηκε προς το μέρος μου κι αφού έφτασε σε απόσταση 4 μέτρων σήκωσε ελαφρά το χέρι και με χαιρέτησε. Εγώ σαστισμένος του έγνεψα να βγάλει τη μάσκα. Ο άνθρωπος για λίγα λεπτά έμεινε ακούνητος, έπειτα σήκωσε τη μάσκα ως το μέτωπο κι ένα συμπαθέστατο πρόσωπο χαμογέλασε ευγενικά. Εγώ σάστισα για λίγο μα ανταπέδωσα το χαμόγελο, έπειτα ο καθένας πήρε το δικό του δρόμο.

Όταν έφτασα στο δωμάτιό μου ένα μικρό τσαλακωμένο σαπουνάκι με άρωμα πούδρας βρίσκονταν στην άκρη του κομοδίνου μου, ξέπλυνα ευχαριστημένος τα αλάτια από πάνω μου κι αφού ξάπλωσα μοσχομυριστός και κουρασμένος έριξα μια ματιά στο δωμάτιο. Τα ρούχα μου απλωμένα στις καρέκλες δεξιά κι αριστερά από το κρεβάτι μου ανασηκώνονταν ελαφρώς από ένα απαλό αεράκι ενώ ο ευτυχισμένος μπασταρδάκος κουλουριάζονταν γουργουρίζοντας πάνω σε μια από αυτές. Από το παράθυρο φαίνονταν η γυάλινη πολιτεία , στιβαρή, παγωμένη κι ακλόνητη - μα όχι πια απροσπέλαστη -λαμπύριζε από μακριά. Κοιμήθηκα επιτέλους χωρίς σκέψεις, χωρίς να το καταλάβω, έσβησα.

Την άλλη μέρα, καθώς λιαζόμουν μασουλώντας κουλουράκια βουτύρου και κανέλας , οι σύντροφοί επέστρεφαν από το λιμάνι χαζογελώντας.

-Καλημέρα!

-Καλημέρα, μα τι έγινε γιατί γελάτε;

-Άμα σου πούμε θα γελάσεις κι εσύ…

-Τι πράμα;

-Χτες το βράδυ λένε οι ψαράδες είδανε έναν εξωγήινο να κολυμπά!

-Τι λέτε ρε; Έκανα εγώ φτύνοντας μερικά ψίχουλα στα μούτρα τους. Εκείνοι σκασμένοι από τα γέλια πιάστηκαν από έναν καναπέ μπαμπού και σωριάστηκαν μαζί με αυτόν στο χώμα.

-Έχει και καλύτερο περίμενε!

-Τι άλλο;

- Ακούστηκε στον ασύρματο ότι στο διπλανό βασίλειο είδαν οι θαλασσοφύλακες μια αρσενική γοργόνα!

-Ρε με δουλεύετε;

-ΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ, όχι αλήθεια, έτσι λένε, ήταν λέει ξαπλωμένος ένας άντρας γυμνός πάνω στο γυαλί διατήρησης και σίγουρα ήταν μισός ψάρι!

Εκείνη τη στιγμή τα κουλουράκια εκσφενδονίστηκαν από το στόμα μου με τη μορφή τορπίλης καθώς συνειδητοποιούσα σε ποιον αναφέρονταν, σε εμένα!

-Και δε μου λέτε, ο εξωγήινος είχε γυαλιστερό κεφάλι σαν να φόραγε μάσκα θαλάσσης;

-Ναι, εσύ που το ξέρεις;

-Θα το ‘δα στον ύπνο μου…

Είπα και γύρισα το βλέμμα μου προς τα σύνορα, ευχαριστημένος που κάποιος ακόμη, κάπου εκεί απέναντι, τα είχε αψηφήσει, 4 μέτρα πιο μπροστά.




https://bluerabbit26.blogspot.com/2020/09/blog-post.html