Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2025

Από το Γλυπτό στο Μνημείο Γεωργίου Κουβελίδη, Πλατεία Πολιχνίτου, Λέσβος. Αναφορά Γ



Από όσα περιγράφει ο  γλύπτης Χρήστος Τσώτσος, γίνεται σαφές ότι η δημιουργία ενός δημόσιου γλυπτού, και ιδίως ενός έργου που αποδίδει έναν ήρωα, αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία που ισορροπεί ανάμεσα στην καλλιτεχνική έκφραση και την ιστορική ευθύνη.Ο γλύπτης δεν δημιουργεί απλώς ένα αισθητικό αντικείμενο, αλλά καλείται να ζωντανέψει τη μνήμη, να επικοινωνήσει με το κοινό και να αποδώσει με εικαστική αμεσότητα τον χαρακτήρα, το ήθος και τη δύναμη του προσώπου που τιμά.

Η τέχνη, όπως τονίζει ο δημιουργός, δεν ταυτίζεται με τη ζωή, αλλά μέσα από την εικαστική αφήγηση γίνεται ο δίαυλος ερμηνείας της. Το γλυπτό του Γιώργου Κουβελίδη αποτελεί έτσι ένα παράδειγμα συνύπαρξης του ιστορικού και του καλλιτεχνικού λόγου, όπου η αληθοφάνεια, η συγκινησιακή φόρτιση και η εξπρεσιονιστική γραφή συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια μορφή οικεία, δυναμική και ζωντανή.

Τελικά, το έργο αποδεικνύει ότι ο ήρωας στη δημόσια τέχνη δεν είναι μόνο ένα μνημείο του παρελθόντος, αλλά μια ενεργή παρουσία στον σύγχρονο κοινωνικό χώρο, που συνεχίζει να εμπνέει, να συνομιλεί και να προκαλεί τη μνήμη και την αντίληψη του θεατή.

 Ο ορίζοντας προσδοκιών από ένα δημόσιο γλυπτό ιστορικής αναφοράς

Η πρόσληψη ενός δημόσιου γλυπτού ιστορικής αναφοράς συνιστά ένα πολιτισμικό γεγονός που υπερβαίνει την απλή αισθητική εμπειρία. Το γλυπτό, ως υλικό ίχνος του παρελθόντος, δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση ενός ιστορικού προσώπου ή γεγονότος, αλλά λειτουργεί ως σημειωτικό πεδίο, στο οποίο συναντώνται ο ιστορικός χρόνος, η κοινωνική μνήμη και οι προσδοκίες της κοινότητας.

Ο ορίζοντας προσδοκιών — έννοια που εισήγαγε ο Hans Robert Jauss στη θεωρία της λογοτεχνικής πρόσληψης (Jauss, 1970) — περιγράφει το σύνολο των προσδοκιών, προκαταλήψεων και γνωστικών σχημάτων με τα οποία το κοινό προσεγγίζει ένα έργο. Όπως επισημαίνει ο Αντώνης Λιάκος, ο όρος μπορεί να επεκταθεί και στην ιστορική γραφή, όπου το ενδιαφέρον δεν εντοπίζεται μόνο στη σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και στο γεγονός, αλλά και στην πρόσληψη της ιστορίας από το κοινό (Λιάκος, Πώς στοχάστηκαν το παρελθόν, 2008).

Με παρόμοιο τρόπο, ένα δημόσιο γλυπτό ιστορικής αναφοράς εντάσσεται σε έναν ορίζοντα προσδοκιών που διαμορφώνεται από την κοινωνία που το περιβάλλει. Το γλυπτό δεν «ομιλεί» μόνο για τον ήρωα ή το γεγονός που τιμά, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο μια κοινότητα αντιλαμβάνεται, νομιμοποιεί και εκφράζει τη σχέση της με το παρελθόν. Η σημειοδότηση, επομένως, δεν ξεκινά από τον καλλιτέχνη προς τον θεατή, αλλά ακολουθεί την αντίθετη πορεία: από το κοινό, δια μέσου του έργου, προς την κατασκευή της ιστορικής πραγματικότητας.

Ένα δημόσιο γλυπτό ιστορικής αναφοράςόπως του Γ. Κουβελίδη  εντάσσεται σε έναν ορίζοντα προσδοκιών που διαμορφώνεται από την κοινωνία που το περιβάλλει.

Η μεταδοσιμότητα του παρελθόντος στο παρόν, έννοια που ο Λιάκος θεωρεί θεμελιώδη για τη λειτουργία της ιστορικής γραφής, βρίσκει στην τέχνη τη δική της εικαστική εκδοχή. Το δημόσιο γλυπτό επιδιώκει να ερμηνεύσει το ιστορικό γεγονός σε μια οπτική εμπειρία νοήματος. Έτσι, προσδίδει συνέχεια και συνοχή στο κοινωνικό σώμα, καθιστώντας το παρελθόν αναγνωρίσιμο και μεταβιβάσιμο.

Παράλληλα, η κοινωνική συνθήκη πρόσληψης μεταβάλλει τον ορίζοντα των προσδοκιών. Οι θεατές ενός γλυπτού — πολίτες, επισκέπτες, τοπικές κοινότητες — δεν αποτελούν ομοιογενές σύνολο. Ο καθένας τους φέρει διαφορετικά βιώματα, αξιακά συστήματα και ιστορικές ευαισθησίες. Συνεπώς, η σημασία του γλυπτού αναδιαμορφώνεται διαρκώς, αντανακλώντας τη δυναμική της κοινωνικής μνήμης.

Όπως ακριβώς η ιστοριογραφία έχει εγκαταλείψει την ψευδαίσθηση της αξιακής ουδετερότητας (Λιάκος, 2008), έτσι και η δημόσια γλυπτική αναγνωρίζει πλέον την πολυφωνία των ερμηνειών. Ένα μνημείο μπορεί να ιδωθεί ως φορέας συνέχειας αλλά και ως πεδίο αντιπαράθεσης, ως σύμβολο εθνικής ενότητας αλλά και ως αφορμή για ιστορικό αναστοχασμό. Η πολυφωνία των προσδοκιών μετατρέπει το μνημείο από στατική υπενθύμιση σε ενεργό δίαυλο διαλόγου μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.


Το δημόσιο γλυπτό, επομένως, δεν αποτελεί απλώς αναπαράσταση της ιστορίας, αλλά ερμηνευτική πράξη. Μέσα από τη μορφή, τη στάση, το υλικό και την τοποθέτησή του στον χώρο, το έργο διαμεσολαβεί ανάμεσα στην ιστορική μνήμη και την αισθητική εμπειρία, καθιστώντας ορατό αυτό που αλλιώς θα παρέμενε στη σιωπή του αρχείου ή της γραπτής αφήγησης.

Η ευθύνη του καλλιτέχνη, επομένως, δεν είναι μόνο να «απεικονίσει» τον ήρωα, αλλά να ενσωματώσει στον εικαστικό λόγο τον ορίζοντα προσδοκιών της κοινότητας που θα συνομιλήσει με το έργο. Έτσι, το δημόσιο γλυπτό καθίσταται πράξη μνήμης, ένα «ιστορικό κείμενο» που δεν γράφεται με λέξεις, αλλά με μορφές, χωροδιατάξεις, υλικά και σιωπές(εικαστικής πρακτικής).

Στον δημόσιο χώρο του Πολιχνίτου Μυτιλήνης, το γλυπτό του Κουβελίδη λειτουργεί έτσι ως «τόπος μνήμης» (Nora, 1989): ένας τόπος όπου το παρελθόν αποκτά παρουσία και ορατότητα μέσα από την υλικότητα της τέχνης. Μέσα από τη σχέση του με το κοινό, το έργο μετατρέπεται σε ενεργό φορέα συλλογικής ταυτότητας, ενας χώρος πολυφωνικού νοήματος —  σε σημείο συνάντησης της καλλιτεχνικής πρακτικής  και του ιστορικού λόγου (λογοτεχνικής πρακτικής).

 

Το μνημείο του Εύελπι Γ Κουβελίδη  σε συνομιλία με την λευκή Κισσηρη Πολιχνίτου Πέτρωμα και είδος Ιγκνιβρίτη

Το δημόσιο γλυπτό του Γεώργιου Κουβελίδη αποτελεί μια ερμηνευτική μετάφραση της μνήμης — έναν τρόπο με τον οποίο η κοινωνία διαχειρίζεται, μεταβιβάζει και ανανεώνει τη σχέση της με το παρελθόν. Η τέχνη, όπως και η ιστορία, δεν μεταδίδει απλώς γεγονότα· δημιουργεί νοήματα. Και το νόημα του ήρωα, στο γλυπτό του Κουβελίδη, αναδύεται μέσα από τη συνάντηση μορφής και μνήμης, μέσα από έναν διάλογο που δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αλλά επαναπροσδιορίζεται κάθε φορά που ένα βλέμμα στέκεται μπροστά στο έργο.


«Για τον Αριστοτέλη, η ιστορία ενδιαφέρεται για τα καθ’ έκαστον, σε αντίθεση με την ποίηση, η οποία ενδιαφέρεται για τα καθ’ όλου» (σημειώνεται από τον Αντώνη Λιάκο στο κείμενό του, Ποιητική της Ιστορίας· πηγή).Η διάκριση αυτή αναδεικνύει τη διαφορετική σχέση του λόγου με την πραγματικότητα: η ιστορία στρέφεται προς το μεμονωμένο γεγονός ενός συνόλου, το μελετά και το αναπαριστά με πιστική ακρίβεια, ενώ η ποίηση αναζητά το καθολικό, το διαρκές και το αρχετυπικό.

Στη σύγχρονη ιστοριογραφία, αυτή η διάκριση αποκτά νέα μορφή μέσα από δύο τρόπους σύνταξης της ιστορικής αφήγησης: τη μετωνυμική και τη συνεκδοχική.

Η μετωνυμική σύνταξη αναπτύσσεται «τεκμήριο προς τεκμήριο». Κάθε γεγονός, κάθε μαρτυρία ή πολιτισμικό ίχνος λειτουργεί ως μέρος ενός συνόλου, ενός όλου που ανασυντίθεται μέσα από τα επιμέρους. Ο στόχος της ιστορικής μελέτης ταυτίζεται με το αντικείμενό της: να αναπαραστήσει τα γεγονότα όπως συνέβησαν, να αποδώσει με ακρίβεια τις οντότητες, τους θεσμούς, τις ιδέες και τις προσωπικότητες. Εδώ, το περιεχόμενο υπερέχει του περιέχοντος· η σχέση ανάμεσα στο γεγονός και στο τεκμήριο είναι άμεση και δηλωτική. Κάθε στοιχείο συμβάλλει στην ανασύσταση της συνολικής εικόνας του παρελθόντος με μετωνυμικό τρόπο.

Αντίθετα, η συνεκδοχική σύνταξη μεταβάλλει τον ορίζοντα της ιστορικής γραφής. Το τεκμήριο παύει να είναι απλώς η απεικόνιση ενός γεγονότος· μετατρέπεται σε σύμβολα  ευρύτερων νοήματων. Το επιμέρους φωτίζει το όλον, και το γεγονός καθίσταται μέρος ενός ανοικτού νοηματικού και διαιστορικού πεδίου. Κάθε τεκμήριο αποκτά αξία όχι μόνο ως μαρτυρία, αλλά και ως αφορμή στοχασμού πάνω στις αξίες, στις κοινωνικές συνθήκες και στις ηθικές παραμέτρους μιας εποχής. Εδώ, το περιεχόμενο και το περιέχον στέκονται σε ισότιμη σχέση· η πράξη δεν περιορίζεται στο ιστορικό της πλαίσιο, αλλά αποκτά καθολική σημασία.

Μέσα σε αυτό το πνεύμα, η μνημειακή σύνθεση του Γεωργίου Κουβελίδη αποτελεί ένα εμβληματικό παράδειγμα συνεκδοχικής προσέγγισης στην εικαστική τέχνη. Το γλυπτό δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση του νεαρού Εύελπι· γίνεται αφορμή μιας ευρύτερης ηθικής και ιστορικής αφήγησης. Η θανατηφόρα νιότη και η οικεία στιβαρότητα,αποπνέονται. Η μορφή του, το βλέμμα πίσω από τα γυαλιά, οι ανάγλυφοι ορίζοντες που καθρεφτίζονται στο δεξί γυαλί ως οι «τελευταίοι ορίζοντες θαλασσών» του ήρωα, η ένταξη του έργου στο τοπίο του Πολυχνίτου με τα γεωλογικά του παραδείγματα και η σχέση του με το παρακείμενο μνημείο πεσόντων συνθέτουν ένα πολυεπίπεδο δίκτυο τεκμηρίων. Όλα λειτουργούν με συνεκδοχικό τρόπο: το επιμέρους στοιχείο παραπέμπει σε μια ευρύτερη διάσταση καταλληλότητας, σε ένα ήθος που αναδεικνύει τη γενναιότητα, την αυτοθυσία και την αξία της ηθικής πράξης — ακόμη και απέναντι στην ήττα.


Το γλυπτό του Κουβελίδη μετατρέπει έτσι την ατομική πράξη σε εστία συλλογικής μνήμης, αποτυπώνοντας — όπως δηλώνει ο Παναγιώτης Ζούρος — τουλάχιστον τρεις λειτουργίες συλλογικότητας: πρώτον, τη συλλογικότητα ανάμεσα στους πεσόντες εκ καθήκοντος, όπως καταγράφεται στις λίστες ονοματοθεσιών του παρακείμενου Ηρώου μνημείου·δεύτερον, τη συλλογικότητα των 300 Ευέλπιδων που επιχείρησαν την αποφασιστική κάθοδο στην Κρήτη μέσω των Κυθήρων, όπως επιβεβαιώνει μικροϊστορικά ο Στρατής Πάντας, Πολιχνιάτης ιστοριογράφος·και τρίτον, τη συλλογικότητα των ίδιων των Πολιχνιατών, που συντάσσονται ως κοινότητα μνήμης και ηθικού παραδείγματος μπροστά στο έργο του Κουβελίδη.

Όπως και η συνεκδοχική ιστοριογραφία υπερβαίνει το γεγονός για να φωτίσει τις κοινωνικές και ηθικές διαστάσεις του παρελθόντος μέσα στο παρόν, έτσι και το μνημείο λειτουργεί ως τόπος εσωτερικής και συλλογικής αναμέτρησης με την ιστορία.

Με αυτόν τον τρόπο, η μετάβαση από τη μετωνυμική στη συνεκδοχική σύνταξη δεν είναι απλώς μια αλλαγή μεθοδολογίας· είναι μια βαθύτερη μετατόπιση της σχέσης μας με το παρελθόν. Συνδέει το καθ’ έκαστον με το καθ’ όλου, το μεμονωμένο γεγονός με τη γενικότερη ηθική και πολιτισμική αξία του. Στο μνημείο του Κουβελίδη, κάθε τεκμήριο — κάθε γλυπτικό, χωρικό ή αφηγηματικό στοιχείο — αποκτά θέση μέσα σε ένα συνεκδοχικό πλαίσιο που μεταμορφώνει την ιστορική μνήμη σε ζωντανή εμπειρία για τον θεατή· μια εμπειρία που ενώνει τον τόπο, τον χρόνο και την ηθική πράξη σε ένα αδιαίρετο σύνολο μνήμης.


Η ανοιχτότητα του μνημείου και η τοπική ιστορικότητα

Η έννοια της ιστορίας, όπως την αναπτύσσει ο Λιάκος, δεν περιορίζεται σε ένα ενιαίο αφήγημα, αλλά αποτελεί πεδίο συνύπαρξης πολλών δικτύων μνήμης. Κάθε κοινότητα, κάθε συλλογικότητα, έχει το δικαίωμα στη δική της εκδοχή του παρελθόντος — το «δικαίωμα στην ιστορία». Το μνημείο του Κουβελίδη, ως έργο τέχνης ενταγμένο στον δημόσιο χώρο, μπορεί να λειτουργήσει ως κόμβος αυτών των δικτύων, τόπος όπου διαφορετικές φωνές και αποσιωπημένες αφηγήσεις συναντώνται και αλληλοφωτίζονται.

Το έργο συνεργάζεται και συνομιλεί με το παρακείμενο μνημείο των πεσόντων, όπου ήδη αναγράφεται το όνομα του ήρωα. Αυτή η χωρική και σημασιολογική συνύπαρξη επιτρέπει την ανάδυση νέων αφηγήσεων: η απουσία των πέντε Πολιχνιατών, που δεν έχουν ιστοριογραφηθεί, μπορεί να αναπληρωθεί μέσα από την ίδια την ανοιχτή γλώσσα του μνημείου, που δεν αποκλείει, αλλά εμπεριέχει, τις σιωπές της ιστορίας.

Η επιλογή των υλικών –η χρήση του ιγνιβρίτη, της κίσσηρης, των λίθινων κατασκευών πετρώματα γηγενή – εγγράφει τη μνήμη του τόπου μέσα στο σώμα του έργου. Ο ιγνιβρίτης, πέτρωμα που ρέει γεωλογικά από τον Πολιχνίτο προς τη Μικρά Ασία, συνδέει τον φυσικό με τον καταγωγικό τόπο: όπως ο ήρωας Κουβελίδης ακολούθησε την αντίστροφη πορεία, από τη Μικρά Ασία προς τον Πολιχνίτο, έτσι και το πέτρωμα επιστρέφει μεταφορικά στον γενέθλιο τόπο για να συγκροτήσει το μνημείο του. Η γεωλογική ροή ( Πηγή εδώ ) και η ιστορική πορεία συμπίπτουν, δημιουργώντας μια υλική αλληγορία της επιστροφής και της μνήμης.


Η κατεργασία της πέτρας, με τις εγχάρακτες φυσικές δαντελωτές αποτυπώσεις και τις υφές της, λειτουργεί ως μια μορφή εικαστικής λογοτεχνίας — μια συμπυκνωμένη αφήγηση όπου το υλικό «μιλά» για τον χρόνο, το σώμα και τη θυσία. Το βάθρο στέκει ως σταθερό σημείο, ενώ πίσω του αναδύεται μια λίθινη σκιά του θανάτου, που εκτείνεται ημικυκλικά, αναρριχόμενη στο κράσπεδο του κήπου, ανακαλώντας την εκροή του αίματος του ήρωα τις δύο ημέρες πριν από τον θάνατό του. Εκεί επάνω υπομνηματίζεται ο τελευταίος στίχος από τις Θερμοπύλες του Καβάφη. Η κορύφωση της σύνθεσης στη λευκή κίσσηρη –το γεωλογικό τεκμήριο του Πολιχνίτου– και οι πορφυρές σπειροειδείς αποθέσεις που τη διατρέχουν, λειτουργούν σημειολογικά ως παλμογράφημα ζωής και μνήμης, ως οργανική τομή που συνδέει τη γη με τον άνθρωπο, το παρελθόν με το παρόν.

Πίσω από τον όγκο της κίσσηρης, φυτεύεται μια νεαρή χαρουπιά –αναφορά στη γη της Κρήτης, τόπο όπου εξέπνευσε ο ήρωας. Το δέντρο λειτουργεί  ως ζωντανό επιμνημόσυνο: η ρίζα του ενώνει τα δύο εδάφη, το ηρωικό και το οικείο.

Δίπλα, οι δύο συμμετρικές μυλόπετρες ενός παλαιού ελαιοτριβείου, ειρηνικά εργαλεία των πρώιμων βιομηχανικών χρόνων του 20ού αιώνα, θυμίζουν κανόνι. Η μεταστροφή αυτή είναι καθοριστική: η ύλη της εργασίας και της ζωής μετατρέπεται σε φορέα μνήμης και συμβολισμού, αποτυπώνοντας τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην ειρήνη και τον πόλεμο, στην παραγωγή και την καταστροφή.

Το μνημείο, επομένως, δεν εγκλείει το παρελθόν σε μια τελική αφήγηση, το καθιστά πεδίο συνεχούς συνομιλίας. Η ανοιχτότητά του έγκειται στην ικανότητά του να προκαλεί νέες αναγνώσεις, νέες συμμετοχές, νέες ταυτότητες. Στο πνεύμα του Λιάκου, η ιστορία δεν είναι πια ένα αυστηρά οριοθετημένο αρχείο, και έτσι δόθηκε η δυνατότητα η γλυπτική σύνθεση να αφαιθεί σε μια ζωντανή επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, τα τοπία και τα υλικά.




Έτσι, το μνημείο του Κουβελίδη δεν λειτουργεί μόνο ως τόπος μνήμης ενός ήρωα, αλλά ως ενεργό εργαστήριο ιστορικής συνείδησης, όπου η τοπική γεωλογία, η υλικότητα και η συλλογική μνήμη συμπλέκονται σε έναν ανοιχτό διάλογο για το παρελθόν και το μέλλον του τόπου. Η πλατεία δυνητικοποιήθηκε.

Μικροϊστορικά γεγονότα  της Μάχης της Κρήτης και οι αναστηλωτικοί μηχανισμοί του μύθου.

Μπορούμε να δούμε πως η ιστορία δεν είναι ένα σταθερό σώμα γεγονότων, αλλά ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πεδίο ερμηνείας, όπου τα ίχνη του παρελθόντος αποκτούν κάθε φορά νέο νόημα, ανάλογα με το πώς οι κοινωνίες νοηματοδοτούν τις εμπειρίες και τις προσδοκίες τους. Η Μάχη της Κρήτης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαρκούς ανασημασιοδότησης: ένα γεγονός του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που, ενώ έχει ιστορικά προσδιοριστεί ως στρατιωτική αναμέτρηση, λειτουργεί διαχρονικά ως τόπος αναφοράς για τη συμβολική ανασυγκρότηση της εθνικής και τοπικής μνήμης — μιας πρωτοφανούς έκρηξης βίας και θανάτου του Β' Παγκοσμίου Πολέμου .


Μέσα σε αυτό το ερμηνευτικό πεδίο, το συμβάν της απεβίωσης του Κουβελίδη αποκτά μικροϊστορική σημασία. Η ατομική του ιστορία δεν αποτελεί απλώς ένα επεισόδιο μέσα στο μεγάλο αφήγημα του πολέμου, αλλά ένα ίχνος που, όπως περιγράφει ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, μετατρέπεται σε σημείο — ένα σημαίνον που αναζητά εκ νέου το σημαινόμενό του. Ο θάνατός του, δύο ημέρες μετά τον τραυματισμό του, μαρτυρικόςδεν καταγράφεται μόνο ως ιστορικό δεδομένο, αλλά ως εσωτερική αφήγηση μνήμης: ένα προσωπικό δράμα που, μέσα από την απόσταση του χρόνου, μετασχηματίζεται σε σύμβολο θυσίας, αντοχής και ηθικής συνέχειας — ενός παρολίγον ξεχασμένου ήρωα.

Το ιστοριογράφημα του Στρατή Πάντα λειτουργεί ως αναστηλωτικός μηχανισμός αυτής της μνήμης. Αναλαμβάνει να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο ίχνος και την παρουσία, ανάμεσα σε αυτό που συνέβη και σε αυτό που προσδοκάται να ανασυρθεί ως νόημα. Όπως περιγράφει ο Λιάκος, κάθε εποχή αναδομεί την ιστορία σύμφωνα με τις προσδοκίες της. Έτσι και ο Πάντας, μέσα από τη γραφή του, δεν  καταγράφει ένα βιογραφικό γεγονός,  το εντάσσει σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο για να κατανοήσει τη γραμμική συνέχεια· και καταφέρνει: ο Κουβελίδης να γίνει στηλοβάτης του συλλογικού φαντασιακού της κοινότητας του Πολιχνίτου, όπου ο ηρωισμός του ατόμου συνδέεται με αμέτρητες ιστορίες αντίστασης, φόβου και καπηλείας του τόπου.

Αυτή η διαδικασία επανεγκαθιδρύει,τη σχέση ανάμεσα στο ίχνος και την παρουσία: το ιστορικό γεγονός μετατρέπεται σε σημείο ταυτότητας, σε ένα κέντρο ερμηνευτικής βαρύτητας γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι αφηγήσεις του τοπικού παρελθόντος. Η μικροϊστορικότητα εδώ δεν λειτουργεί ως περιθωριακή ή ελάσσονα ιστορία, αλλά ως εργαλείο ανάκτησης του βιώματος μέσα από τη λήθη. Ο Πάντας, ανασύροντας την προσωπική ιστορία του Κουβελίδη, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη συλλογική ανάκληση μιας εποχής και, ταυτόχρονα, επαναφέρει στο προσκήνιο το αίσθημα μιας ασταθούς συνέχειας.

Οι αναστηλωτικοί μηχανισμοί του μύθου —οι τρόποι δηλαδή με τους οποίους το πραγματικό γεγονός μετασχηματίζεται σε συλλογικό συμβολισμό— ενεργοποιούνται μέσα από τη γραφή, τα μνημεία, τις τελετές και τη μνήμη του τόπου. Η ιστορική αφήγηση του Πάντα συνδυάζει την τεκμηρίωση με την υπερύψωση των σημασιών της πρόωρης απώλειας γύρω από την ιαχή «Γιατί;» (τίτλος του βιβλίου του), μετατρέποντας τον ήρωα σε φορέα μιας υπερτοπικής αξίας. Έτσι, η Μάχη της Κρήτης δεν νοείται μόνο ως ιστορικό πεδίο, αλλά και ως μυθολογικός τόπος, όπου η κοινότητα αναμετρήθηκε με τη μνήμη, την απώλεια και τη διάρκεια.

Στο πλαίσιο αυτό, η αφήγηση του Πάντα επιβεβαιώνει τη θέση του Λιάκου πως οι ερμηνευτικές μετατοπίσεις της ιστορίας δεν είναι τυχαίες: προκύπτουν από τη διαρκή μεταβολή της σχέσης ανάμεσα στην εμπειρία και την προσδοκία. Ο Κουβελίδης, ως ιστορικό πρόσωπο, παύει να είναι μόνο μάρτυρας ενός γεγονότος· γίνεται ταυτόχρονα το όριο ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, ανάμεσα στην ιστορική μαρτυρία και τη μυθική μνήμη. Η αποκατάσταση του τάφου του αποτελεί μια τελεστική αναπλήρωση της διαβατήριας επικύρωσης του ήρωα, και το μνημείο καθιερώνει τη συναρπαστικότητα της μεταθανάτιας φήμης του.


Η μικροϊστορική ανάγνωση του γεγονότος, επομένως, αναδεικνύει όχι  ένα τοπικό επεισόδιο, αλλά τη βαθύτερη δυναμική της ιστορίας ως ζωντανού οργανισμού. Όπως θα έλεγε ο Λιάκος, κάθε νέα ανάγνωση είναι μια επανεγκαθίδρυση σχέσεων αντιπροσώπευσης: ένας τρόπος να ξανασυνδέσουμε το παρόν με το παρελθόν και να ξαναφανταστούμε το μέλλον μέσα από τα ίχνη της μνήμης.

 Το μνημείο του Κουβελίδη, μέσα από τη μορφοπλαστική του γλώσσα, επιτελεί ακριβώς αυτή τη μεταστοιχείωση της μικροϊστορίας σε συλλογική εμπειρία. Το έργο επανενεργοποιεί το γεγονός: η υλικότητά του, τα στοιχεία ευρεθέντα και κατασκευασμένα  —το μνημείο πεσόντων ως μαρμαρωμένο κείμενο ονομάτων, ο ιγνιβρίτης, η κίσσηρη, η χαρουπιά και οι ελαιόπετρες— λειτουργεί ως ενσάρκωση μιας ιστορικής αφήγησης με όρους ποιητικούς, όπου ο τόπος γίνεται οδηγός μνήμης για την επωαζόμενη λήθη.

Η διαλεκτική ανάμεσα στη στέρεη πέτρα και στο εύθραυστο φως, ανάμεσα στη γη και στη σκιά, συνθέτει μια σιωπηλή αφήγηση για τη μετάβαση από τη ζωή στον θάνατο, από το ατομικό στο συλλογικό. Πέτρες παντού — πέτρινα χρόνια· ακατέργαστες πέτρες μαζί με περίτεχνες, κατεργασμένες, επανεγκαθιδρύουν την απομνημόνευση.


Έτσι, το μνημείο καθίσταται τόπος επανανοημαδότησης της μνήμης — ένας μηχανισμός μέσα από τον οποίο η κοινότητα ξανασυναντά την ιστορία της, όχι για να την κλείσει σε ένα παρελθόν, αλλά για να τη διατηρήσει ανοιχτή στην παροντικότητα, ζώσα και μεταβλητή, όπως το ίδιο το υλικό του έργου που υπόκειται στον χρόνο.

Ο ορείχαλκος, ενώ θα παραμένει σταθερός μετά την εξαντλητική κατεργασία του στο χυτήριο, θα σκουριάσει, θα πρασινίσει και θα σταθεροποιηθεί σε μια όψη ύλης υπό αποϋλοποίηση — μια αλληγορία για τη μεταμόρφωση της μνήμης, τη φθορά και τη διάρκεια μιας κοινωνίας σε αποδιάρθρωση, ασύνδετης με τις υπεροχές της, ικανής όμως να θυμάται για να δακρύζει.

Η μετωνυμική μνήμη και το Μνημείο του Κουβελίδη

Το μνημείο του Κουβελίδη μπορεί να ιδωθεί ως ένα υλικό ίχνος της συνεκδοτικής ιστορίας, μιας ιστορίας που παραδειγματίζει και  ξανααφηγείται, αλλά υπονοεί και μεταθέτει το παρελθόν μέσα στην ύλη και στον χώρο. Αν η μετωνυμική ιστορία της νεωτερικότητας απέβλεπε στην αναβίωση ενός αρχικού προτύπου —στην αναζήτηση μιας αυθεντικής καταγωγής ή ενός ιδεατού παρελθόντος— η συνεκδοχική ιστορία αποδέχεται τη ρήξη, την ετερότητα και τη φθορά ως συστατικά της μνήμης. Το παρελθόν δεν επιστρέφει ως αναπαράσταση, αλλά μεταστοιχειώνεται σε  εμπειρία.

Στο εικαστικό έργο του Κουβελίδη, η μορφοπλαστική γλώσσα —οι σμιλευμένες και οι ακατέργαστες πέτρες, ο ορείχαλκος που σκουριάζει, η κίσσηρη, οι ελαιόπετρες, το φως και η σκιά— δεν αναπαριστά το γεγονός, αλλά το επανενεργοποιεί. Το μνημείο λειτουργεί ως σημείο μετατόπισης: από την παραδειγματική αφήγηση της ηρωικής μνήμης προς μια μετωνυμική εμπειρία του χρόνου, όπου η φθορά και η ύλη αναλαμβάνουν τον ρόλο της αφήγησης. Η μνήμη εδώ δεν είναι ολοκληρωμένη ιστορία αλλά θραύσμα, ίχνος, υπόμνηση — μια ενσώματη ποίηση του παρελθόντος.


Αν στην μετωνυμική  ιστορία η αναφορά στην μορφή είναι υποχρεωτική στο έργο του Κουβελίδη αυτή η συνέχεια θα διακόπτονταν στην συνεκδοχική ιστορία η  σχέση με το παρελθόν εξασφαλίζει τη συνέχεια και τη νομιμοποίηση του παρόντος. Η μνήμη γίνεται διαδικασία, όχι πρότυπο. Το μνημείο δεν αποσκοπεί να διδάξει (magistra vitae), αλλά να θυμίσει ότι θυμόμαστε, να αποτυπώσει την αμφιθυμία ανάμεσα στη λήθη και στην ανάμνηση.


Έτσι, η μνημειακή γλώσσα του Κουβελίδη εκφράζει τη μετάβαση από τη μυθοποιητική, μετωνυμική  ιστορία του έθνους σε μια ποιητική, μετωνυμική ιστορία του βιώματος. Η πέτρα, ο ίσκιος, η διάβρωση, το φως και ο ορείχαλκος δεν αναπαριστούν τους πεσόντες, αλλά τους επικαλούνται· δεν εξιστορούν, αλλά μεταμορφώνουν. Το παρελθόν παραμένει παρόν, όχι ως αναπαράσταση αλλά ως ενεργή ύλη — ως σιωπηλό επιχείρημα απέναντι στην αποσύνθεση του συλλογικού νοήματος.


Το μνημείο του Κουβελίδη, επομένως, θεμελιώνει την ταυτότητα της κοινότητας σε μια διαρκή συνέχεια, και την ενσώματη επίγνωση της ασυνέχειας της ιστορίας. Με τον θάνατο κατέστει ολοκληρωμενη η μικροιστορικότητα του γεγονότος. Μέσα από αυτή τη μετωνυμική πρακτική, η μνήμη δεν λειτουργεί ως επανάληψη, αλλά ως παρουσία της απουσίας — ως μια αισθητική και υπαρξιακή επιτέλεση του χρόνου. 


Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος υποστηρίζει ότι η ιστορία δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή γεγονότων, τα λεγόμενα «όντως όντα» (Λιάκος, Ποιητική της Ιστορίας, σ. 4), αλλά αποτελεί μια επικοινωνιακή διαδικασία. Ο λόγος περί ιστορίας δεν είναι εξωτερικός προς την ίδια την ιστορία· αντίθετα, η ιστορία πρέπει να φωτίζει τη διαδικασία μέσω της οποίας συγκροτείται το αντικείμενό της και το ενδιαφέρον για αυτό. Με άλλα λόγια, η ιστορία κατασκευάζει την έννοια του ιστορικού γεγονότος μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, ενώ η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την παραγωγή και κυκλοφορία εννοιών, τις αντιληπτικές πρακτικές, τις μεθόδους αναμετάδοσης και τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται το ενδιαφέρον για το ιστορικό. Η ελευθερία της ιστορίας από εξωτερικές «επικυριαρχίες» όπως η γλώσσα, η λογοτεχνική θεωρία ή η κειμενικότητα έγκειται στην αποκάλυψη αυτής της διαδικασίας. Συνεπώς, η ιστορία δεν είναι απλώς ένα «αντικείμενο», αλλά μια ενεργή πρακτική που οργανώνει την εμπειρία και τις μνήμες του παρελθόντος.

Κατ’ αρχάς, η ιστορία αμφισβητεί τη γραμμική αντίληψη του χρόνου· το παρελθόν δεν αποτελεί απλώς προπαρασκευαστικό στάδιο του παρόντος. Η ανάπτυξη της σχολής των Annales, η εργασία του E.P. Thompson και οι μικροϊστορικές προσεγγίσεις του Carlo Ginzburg αναδεικνύουν ότι διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και κουλτούρες βιώνουν τον χρόνο με διαφορετικούς τρόπους. Στο πλαίσιο του Μνημείου Κουβελίδη, αυτό σημαίνει ότι δεν αναπαριστά μόνο ένα γεγονός του παρελθόντος, αλλά «συνομιλεί» με πολλαπλά χρονικά επίπεδα: την εποχή του Κουβελίδη, τις μεταγενέστερες πολιτικές αναγνώσεις και το σύγχρονο βλέμμα.

Επιπλέον, η ιστορία αμφισβητεί τις γενικεύσεις και τις ποσοτικοποιήσεις. Το παρελθόν δεν μπορεί να εξαντληθεί σε στατιστικά δεδομένα ή σε μεγάλες αφηγήσεις· χρειάζονται μικροϊστορικές προσεγγίσεις για να φωτιστούν οι ανταγωνιστικές εμπειρίες και οι πολλαπλές χρονικότητες. Έτσι, η ανάγνωση του Μνημείου Κουβελίδη δεν πρέπει να περιοριστεί σε εθνικούς ή μεγάλους αφηγηματικούς άξονες· είναι απαραίτητο να αναδειχθούν οι ατομικές ιστορίες και οι μικρές πολιτικές πρακτικές που συνέβαλαν στη δημιουργία και στη διατήρησή του.

Η ιστορική γραφή, τέλος, δεν ακολουθεί μια ενιαία και συνταγματική μορφή· η παραδειγματική γραφή υπερτονίζει τα παραδείγματα και τις διατομές χρόνου. Αντικειμενικός στόχος είναι η ανάδειξη των διαφορετικών επιπέδων και κοινωνικών τομών που συνυφαίνονται σε ένα γεγονός. Στο Μνημείο Κουβελίδη, η παραδειγματική αυτή γραφή σημαίνει ότι το μνημείο λειτουργεί ως παράδειγμα συλλογικής μνήμης, αποτυπώνοντας όχι μόνο το γεγονός που τιμάται αλλά και τις ανθρωπολογικες και ιστορικοπολιτικές  του προεκτάσεις με μια  ερμηνεία του αποκαθηλωτική.


Συμπερασματικά, η μελέτη του Μνημείου Κουβελίδη μέσα από τη σκέψη του Λιάκου και την τοποθέτηση  Τσώτσου  δεν αφορά μόνο το γεγονός που αναπαριστά, αλλά τις διαδικασίες μέσω των οποίων αυτό το γεγονός γίνεται αντικείμενο ενδιαφέροντος, μνήμης και ιστορικής αναφοράς. Το μνημείο ειναι εξωστρεφές προς την ιστορία· συγκροτεί και αναπαράγει νοήματα, διαμορφώνει κοινωνικές αντιλήψεις και εντάσσεται σε συγκεκριμένες πολιτισμικές και χρονικές συνθήκες. Η ανάλυσή του μπορεί να φωτίσει πώς η πολιτική και πολιτισμική μνήμη επηρεάζει τη δημόσια αναπαράσταση, πώς οι κοινωνικές ομάδες αναγνωρίζουν ή αγνοούν γεγονότα και πώς η ίδια η ιστοριογραφία, τόσο δημόσια όσο και ακαδημαϊκή, συμβάλλει στην κατασκευή του ιστορικού αντικειμένου. Με αυτόν τον τρόπο, το Μνημείο Κουβελίδη αποτελεί  αντικείμενο αναφοράς της ιστορίας, και ενεργό ερμηνευτικό στοιχείο στη διαδικασία συγκρότησης και μετάδοσης της συλλογικής μνήμης, όπως ακριβώς επισημαίνει ο Λιάκος για τη «λόγο περί ιστορίας».

 

 Ενδεικτική βιβλιογραφία

Jauss, Hans Robert (1970). Literary History as a Challenge to Literary Theory. New Literary History, 2(1), 7–37.
-Λιάκος, Αντώνης (2008). Πώς στοχάστηκαν το παρελθόν όσοι στοχάστηκαν το μέλλον; Ιστορία και ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα. Αθήνα: Πόλις.
-Nora, Pierre (1989). Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire. Representations, 26, 7–24.
-Hobsbawm, Eric & Ranger, Terence (επιμ.) (1983). The Invention of Tradition. Cambridge: Cambridge University Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου