Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Θοδωρής Ρακόπουλος, Άννα Γρίβα, Θωμάς Τσαλαπάτης


Θωμάς Τσαλαπάτης, Άννα Γρίβα, Θοδωρής Ρακόπουλος. Τρία νέα παιδιά επιλέγουν τον πιο δύσκολο δρόμο για να εκφραστούν. Αυτόν του ποιητή. Πάνε πια οι εποχές που οι ποιητές, όπως και οι ήρωες, βάδιζαν στα σκοτεινά. Ή, έστω, κρατούσαν μια πόζα, μακριά από τον κόσμο, ως ιδανικοί, αποστασιοποιημένοι τοποτηρητές. Σήμερα, μία νέα γενιά ποιητών αναδεικνύεται στην Ελλάδα με ηλικία γύρω στα 30, στίχο κοφτό και επαρκή, φλέβα που πάλλεται και γνώση για το τι ακριβώς συμβαίνει στην καθημερινότητα και στον κόσμο. Βγαλμένοι από τα έγκατα της πόλης, οι νέοι αυτοί -Τσαλαπάτης, Ιωάννου, Ρακόπουλος, Πέτσα, Γρίβα
για να αναφέρουμε μόνο μερικούς- δείχνουν να γνωρίζουν πού ακριβώς διαλύονται οι ανθρώπινες μορφές, έχουν το σθένος να θυσιάσουν τις ευκολίες μετατρέποντας τις φευγαλέες εντυπώσεις σε στίχους, μεταφραστικά εγχειρήματα. Πίσω, ωστόσο, από τα λεπτολογήματα των λέξεών τους δείχνουν να ζουν όπως οι υπόλοιποι συνομήλικοί τους - ταξιδεύουν, ερωτεύονται, αλητεύουν, έχουν παράλληλες ασχολίες και, το κυριότερο όλων, έχουν ενεργή θέση στον δημόσιο λόγο. Θοδωρής Ρακόπουλος: «Σε ένα περιβάλλον κατεστραμμένων ανθρώπων το να βρεις το κουράγιο να γράφεις είναι κάτι ειλικρινές.» Τρεις από αυτούς, τον Θωμά Τσαλαπάτη, τον Θοδωρή Ρακόπουλο και την Άννα Γρίβα, τους πετύχαμε ακροβολισμένους στις πυρακτωμένες λέξεις αλλά και σε διάφορες ασχολίες και μας μίλησαν για τα σχέδιά τους, τις αγωνίες τους, το πώς βλέπουν έναν κόσμο που το λιγότερο που θα μπορούσε να φαντάζει είναι ποιητικός. Όσο όμως επιταχύνεται η διαδικασία της διάλυσης γύρω τους, τόσο δείχνει να αυξάνεται η παραγωγή των δικών τους λέξεων. Και για πρώτη φορά οι νέοι αυτοί ποιητές δείχνουν να ανταμείβονται. Ο Θωμάς Τσαλαπάτης και ο Θοδωρής Ρακόπουλος είναι ήδη δαφνοστεφανωμένοι, με κρατικά βραβεία λογοτεχνίας, έχουν αποκτήσει σελίδες σε εφημερίδες και, ακόμα και αν αρνούνται να βάλουν γραβάτα, μπορούν να παρεμβαίνουν δημόσια. Θυμάμαι πέρσι τον Θοδωρή Ρακόπουλο να στρίβει σε μια γωνιά το τσιγάρο του και να ανεβαίνει λίγο αργότερα στο βήμα για να παραλάβει το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (πρωτοεμφανιζόμενου), ξεδιπλώνοντας ένα μικρό χαρτί, και με φωνή που καίει να μιλάει για τους ανθρώπους που, σε αντίθεση με αυτόν, δεν έχουν το δικαίωμα σε παρεμβατικό λόγο. Κάτι που φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση του Θωμά Τσαλαπάτη, που σε λίγες μέρες αναμένεται να λάβει το δικό του βραβείο και μέχρι τότε, εκτός από τη stand up κωμωδία, με την οποία ασχολείται ενεργά, και την ποίηση, γράφει παρεμβατικά κείμενα σε εφημερίδες. Ένα από αυτά είχε ως στόχο, πριν από λίγες μέρες, την ποίηση του δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Μπογδάνου, που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στα social media. Κάποιοι αντέδρασαν με τις πολιτικές αναφορές του Τσαλαπάτη, ενώ άλλοι αναρωτήθηκαν κατά πόσο ένας ποιητής μπορεί να κρίνει την ποίηση κάποιου άλλου. Άλλοι πάλι υπερασπίστηκαν το δικαίωμα έκφρασης και λόγου, αλλά στην πραγματικότητα όλοι θα συμφωνούσαν πως το τελευταίο οχυρό στο οποίο θα αναζητήσει καταφύγιο ένας ποιητής είναι η ψυχραιμία. Θωμάς Τσαλαπάτης: «Η ποίηση, είναι αυτό το παιχνίδι του ρυθμού, το ξαφνικό, το μετέωρο, που σοβεί στις διαφορετικές μορφές έκφρασης.» Είναι, άλλωστε, πιθανόν οι νέοι αυτοί ποιητές, τον πυρήνα των οποίων εκφράζει ο Τσαλαπάτης, να είναι αψίκοροι και ευμετάβλητοι ως προς τις διαθέσεις τους -όχι προς τον πολιτικό τους λόγο-, όπως ακριβώς τους ήθελε ο Αριστοτέλης. Ίσως, πάλι, το κρεσέντο της φωνής τους να ανεβαίνει, όπως προστάζει η ηλικία, λίγο πιο ψηλά και η πένα τους να επέχει θέση οπλισμένου πολυβόλου. Αλλά αυτή δεν ήταν, άραγε, ανέκαθεν η μοίρα της ποιήσεως; Τα πράγματα ίσως να μην είχαν τόσο ενδιαφέρον, αν οι σουρεαλιστές δεν είχαν φάει τα ποιητικά μουστάκια τους ή αν το ανθρωποφαγικό στοιχείο δεν τους είχε δυναμώσει ακόμα περισσότερο ώστε να γράφουν στίχους πικάντικους και ανατρεπτικούς. Ο Ζορζ Περέκ έκλεινε κυριολεκτικά τους ομοίους του σε ένα δωμάτιο κι έπαιζε ξύλο, ενώ ο Μπρετόν αναγνώρισε μόνο μια γυναίκα ποιήτρια στο ποιητικό του κύκλο, τη Joyce Mansour, επειδή του θύμιζε, όπως έλεγε, ανθρωποφάγο μαινάδα. Κάπως έτσι ηφαιστειώδης είναι και η περσόνα του Τσαλαπάτη, ο οποίος ωστόσο δείχνει να απεχθάνεται την ταμπέλα του καταραμένου: «Δεν ξέρω αν μου λέει κάτι η εικόνα του ποιητή που φοράει μπέρτα, πίνει αψέντι και πυροβολεί τους φίλους του. Πρόκειται για ενός είδους εφηβείας που είναι καλό να το περνάει κανείς, αλλά να ωριμάζει στη συνέχεια. Δεν ξέρω καν αν υπάρχει η ιδιότητα "ποιητής" - προτιμώ να δηλώνω θεατρολόγος. Άλλωστε, τα εκφραστικά είδη έχουν σπάσει και οι διαχωριστές γραμμές έχουν αρθεί, με αποτέλεσμα να πρέπει να εφεύρεις το ενδιάμεσο και τους δικούς σου κανόνες. Το σημερινό εκφραστικό παίγνιο βρίσκεται κάπου στο μεταξύ και, προσωπικά, επειδή γράφω σε κοινό σημειωματάριο ποίηση και θεατρικά, δυσκολεύομαι από την αρχή να ξεκαθαρίσω τι είναι αυτό που γράφω». Ίσως γι' αυτό ο φίλος του Ρακόπουλος, σε μια επιστολή που μου έστειλε στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τον φίλο του στην υπόθεση Μπογδάνου, επέμενε ότι η γραφή του Τσαλαπάτη, και συγκεκριμένα το βιβλίο που τον έκανε γνωστό, Το ξημέρωμα είναι σφαγή, κύριε Κρακ, δεν είναι τόσο ξεκάθαρο εξαρχής αν ανήκει στην ποίηση ή στο πεζό. «Το βιβλιαράκι αυτό» μου γράφει ο Ρακόπουλος όπως έκαναν παλιά οι ποιητές με τις επιστολές τους «κάνει σλάλομ στα είδη λογοτεχνίας επειδή είναι ποιητικό - και ότι ως βιβλίο ποίησης δεν είναι σουρεαλιστικό. (..) Και ο ίδιος ο ήρωας, ο Κρακ, εγγράφεται σε μια μακρά γενεαλογία, που απλώνεται από τον Faber του Max Frisch έως τους ανώνυμους ήρωες του Κάφκα ή τον ήρωα της Μύτης του Γκόγκολ. Όμως, το αλλόκοτο αναδύεται στον Κρακ ως τέχνη του εφικτού, μιας μετωνυμία της πολιτικής, στην οποία ο Τσαλαπάτης ανήκει βιωματικά. Το παράλογο δεν φέρεται ως ξεστράτισμα αλλά ως συνεχής παρουσία, κομμάτι του continuum του κόσμου. Η ποίηση ελλοχεύει στο ξεστράτισμα αυτό, υπονομεύοντας την πεζολογική μορφή».   Αυτό το αλλόκοτο, συμβολικό στοιχείο που φλερτάρει με τον παραλογισμό του κόσμου είναι που έχει κατακτήσει και την ποίηση του Ρακόπουλου. «Ποτέ δεν με άγγιζε μια ποίηση αποστασιοποιημένη από τα όσα συμβαίνουν ή ναρκισσευόμενη. Η ποίηση προϋποθέτει μια λοξή ματιά που δεν θα απαρνείται κάποιες αγκίδες συνείδησης αλλά τους μεγάλους εθνικούς μύθους με τους οποίους μας μεγάλωσαν στο σχολείο». Σε αντίθεση, δηλαδή, με τα όσα τους έμαθαν για τη γενιά του '30, επιμένει πως «δεν μπορείς να είσαι ο ποιητής της πολυθρόνας, αλλά πρέπει να κοινωνήσεις τον κόσμο». Μία άποψη με την οποία παραδόξως ο Τσαλαπάτης δεν συμφωνεί, αφού, όπως λέει ο Έλιοτ, υπήρξε ένας σπουδαίος ποιητής και ας ζούσε αποκομμένος από τον κόσμο. Ο ίδιος έχει, άλλωστε, μεταφράσει μοναδικά τον Γέιτς. Τα «Δύο δέντρα», τις «Παντοτινές Φωνές» αλλά και εκείνο το υπέροχο «Όνειρο Θανάτου»:   «Ονειρεύτηκα πως μια γυναίκα πέθανε σε ξένη γη  Μακριά από κάθε οικείο χέρι Σανίδες κάρφωσαν πάνω απ' το πρόσωπό της  Οι χωρικοί της περιοχής  Μην ξέροντας αν έπρεπε να την αφήσουν, στην τόση μοναξιά».   Στίχοι που ίσως να νιώθει, αντίστοιχα, με τη δική της κοφτή και εναργή πένα μια άλλη νέα ποιήτρια και φιλόλογος, η Άννα Γρίβα. «Μια φορά που άρχισε το κακό μου» απαντάει ποιητικά από την άλλη πλευρά μια κοπέλα που, ενώ δεν έχει καν κλείσει τα τριάντα, οι στίχοι της ανακαλούν μνήμες ωριμότητας.   «Το σώμα αν πονέσει κρατά μυστικά το σώμα αν πονέσει σκληρό παραπέτασμα  πάνω στα ίχνη του ο μόχθος σκάβει τη γη  σκάβει ανθρώπους σκάβει το φως και διυλίζεται  γεμάτη ουλές πατημασιά ταξίδι δίχως»   γράφει σε ένα από τα καλύτερα ποιήματά της και επιμένει, όταν την ρωτάω αν φοβάται να δηλώνει πως είναι ποιήτρια, ότι ποτέ δεν την απασχόλησε κάτι τέτοιο. «Πάντα έλεγα πως γράφω, ακόμα και όταν δεν έδειχνα τα ποιήματά μου. Δεν φοβάμαι. Θα ήταν αστείο να φοβάμαι κάτι τέτοιο. Εξάλλου, υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας και δίπλα μας που καθημερινά κάνουν πράγματα που απαιτούν πολύ μεγαλύτερο θάρρος από το να γράφει κανείς ένα ποίημα». Ή που κάνουν πράγματα παράνομα, αλλόκοτα και αδύνατα να κατανοήσει άνθρωπος, παρεκτός αν διαθέτει την ανθρωπολογική/εθνολογική ματιά του Ρακόπουλου, ο οποίος, ξεκινώντας από τις συμμορίες της Σικελίας -όπου βασίζεται το διδακτορικό του- κατέληξε στους σημερινούς παρίες της Θεσσαλονίκης και του Λονδίνου, όπου μοιράζεται η ζωή του. «Σε ένα περιβάλλον κατεστραμμένων ανθρώπων το να βρεις το κουράγιο να γράφεις είναι κάτι ειλικρινές» μου λέει. «Για μένα, η ειλικρίνεια είναι η βασικότερη αξία στη λογοτεχνία. Ακόμα και στους ειρωνικούς τρόπους διακρίνεις μια αυθορμησία που δεν μπορεί να μην είναι τίμια και διαυγής. Κατά κύριο λόγο η ποίηση είναι μια άδοξη αξία, μια χειρονομία δώρου χωρίς διαμεσολαβήσεις, γι' αυτό και ανέκαθεν τα ποιητικά βιβλία δίνονταν από χέρι σε χέρι. Πάντα οι ποιητές αποσκοπούσαν στη διάσωση των λέξεων, την προφορική τους παράδοσης, κάτι που δεν μπορεί να αγγίξει καμία κρίση, αφού αυτές δεν υπάγονται στην πολιτική οικονομία της ανταλλαγής. Με το μόνο που αναμετριέται ουσιαστικά ο ποιητικός λόγος, όπως και κάθε εκφραστικό μέσο, είναι η ίδια του η οντότητα και ο χρόνος. Αυτός είναι στο τέλος που θα κρίνει την αξία του». Άννα Γρίβα: «Υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας και δίπλα μας που καθημερινά κάνουν πράγματα που απαιτούν πολύ μεγαλύτερο θάρρος από το να γράφει κανείς ένα ποίημα.» Σε αυτό συμφωνούν και ο Τσαλαπάτης και η Γρίβα. Η τελευταία επιμένει ότι «η ποίηση ανέκαθεν έδειχνε τον Άνθρωπο. Ακόμα και όταν όλοι την περιφρονούσαν. Τώρα ίσως είναι ευκαιρία να εισακουστεί. Έστω και ως ψίθυρος, η ποίηση είναι τόσο δυνατή. Σαν μια μικρή μύγα που μπορεί να ξυπνήσει ολόκληρο άλογο..». Για τον Τσαλαπάτη η ποίηση, από την άλλη, είναι αυτό το παιχνίδι του ρυθμού, το ξαφνικό, το μετέωρο, που σοβεί στις διαφορετικές μορφές έκφρασης. Ανάμεσα στις επιρροές του, άλλωστε, καταγράφει τον Μισό, τον Δανιήλ Χαρμς, τον Μπεντανκούρ. Αλλά και τον Ίταλο Καλβίνο και τις Αόρατες Πόλεις του ή τον Χιόνη και τον Μάρκογλου. Παραδέχεται πως έχει μεγαλώσει με τους αστικούς μύθους της Αθήνας, μεγαλωμένος καθώς είναι στην Κυψέλη, ανακαλώντας στην ποίησή του τη φιγούρα του Σαχτούρη που περιφέρεται στα στενά της ή ανακαλύπτοντας ότι ο στίχος του Μαρκόπουλου «να μην σκεπάζεις το ποτάμι» μπορεί να αναφέρεται στη Φωκίωνος Νέγρη. Λατρεύει την εικόνα της πόλης, όπως αντίστοιχα αγαπάει τα βουνά της Σικελίας ή της Αφρικής ο Ρακόπουλος ή τα «ποτάμια που δεν είναι μόνο το νερό της επιφάνειας, αλλά και τα μικρά ρεύματα στο βάθος της κοίτης», όπως μου λέει η Άννα Γρίβα. Τουλάχιστον αυτοί οι νέοι ποιητές παραμένουν γοητευτικά απτοί, καθώς ατενίζουν με περίεργα, ακόμα, μάτια το χαρτοφυλάκιο του χρόνου. Το αίμα παραμένει νωπό στους στίχους, έστω και αν καμιά φορά η πένα τους χτυπάει στα τυφλά ανθρώπους που μπορεί να είναι ή να μην είναι υπόλογοι στην ομορφιά. Ευτυχώς, στην περίπτωσή τους, μιλάμε για νέους που δεν φοβούνται να λεκιάσουν τη μεταφορική εικόνα τους. Ακόμα και αν την κάνουν κομμάτια, διαθέτουν μια κεντρομόλο δύναμη που μας πάει πολύ πιο πέρα από την εικόνα των τακτοποιημένων και βολεμένων της εξουσίας, ενώ στα ποιήματά τους ενυπάρχει η ιστορία της ανθρώπινης σάρκας. Τι και αν κάνουν λάθη; Βρίσκονται ακόμα στην αρχή - ας τους το επιτρέψουμε.    _________________________     Aννα Γρίβα Οι μέρες που ήμασταν άγριοι Eκδόσεις Γαβριηλίδης   Θοδωρής Ρακόπουλος Φαγιούμ Eκδόσεις Μανδραγόρας Θωμάς Τσαλαπάτης Tο ξημέρωμα είναι σφαγή, κύριε Kρακ Eκδόσεις Εκάτη Πηγή: www.lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου